Στις 3.30 τα χαράματα της 14ης του Αυγούστου 1974 τελειώνουν με πλήρη αποτυχία στη Γενεύη οι τριμερείς διαπραγματεύσεις (Ελλάδας, Τουρκίας, Βρετανίας) για την κατάσταση στην Κύπρο και το Κυπριακό πρόβλημα. Μία ώρα αργότερα, τα Τουρκικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν την Λευκωσία, την Αμμόχωστο και άλλα σημεία της Κύπρου. Ο «Αττίλας 2» είχε ξεκινήσει. Από το μεσημέρι της 14ης του Αυγούστου, Τουρκικά άρματα και ισχυρές δυνάμεις πεζικού αρχίζουν να κινούνται από την Λευκωσία προς την Αμμόχωστο στα ανατολικά και προς τα Λεύκα-Λιμνίτη στα δυτικά. Το Πολεμικό Συμβούλιο, που συνεδριάζει στις 6 τα χαράματα υπό την προεδρία του Καραμανλή στην Αθήνα, εκτελώντας εντολές και οδηγίες από τις ΗΠΑ διαπιστώνει την τραγική “αδυναμία” της Ελλάδας να συνδράμει στρατιωτικά την Κύπρο και έτσι οι Ελληνικές αντιδράσεις. Με λίγα λόγια, κατα τον Καραμανλή, «η ένοπλος αντιμετώπισις των τούρκων καθίσταται αδύνατος και λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων και δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθεί χωρίς κίνδυνο εξασθενίσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος», « ούτε πρέπει ν’ αντιδράση η Ελλάς με βίαν εις την βίαν και με δολιότητα εις την δολιότητα» και ότι «η κυβέρνησις δεν είχεν άλλην εκλογήν παρά να δώση την μάχην εις τον διπλωματικόν τομέα, διότι αι μαχόμεναι σκληρώς εθνικαί δυνάμεις δεν ήτο δυνατόν να ενισχυθούν από την Ελλάδα». Αυτός ήταν ο «εθνάρχης Κ. Καραμανλής ο οποίος σε συνομιλία που είχε την ίδια μέρα με τον Γλάυκο Κληρίδη του ανέφερε:
Κληρίδης: Για όνομα του Θεού. … Ούτε ένα πλοίο κ. Πρόεδρε;
Καραμανλής: Είστε μόνοι σας. Η Ελλάδα δεν έχει οργανωμένο στρατό, είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση, δεν μπορούμε να βοηθήσουμε γιατί εγώ δεν ελέγχω την κατάσταση.
Κληρίδης: Καλά, ο Μαύρος (υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας) είπε ότι μεταξύ ατίμωσης και πολέμου προτιμούμε τον πόλεμο.
Καραμανλής: Άλλος ο Μαύρος, άλλος εγώ.
Μέχρι το βράδυ, η Ελληνοκυπριακή αντίσταση έχει ουσιαστικά καταρρεύσει και τα οχυρά εγκαταλείπονται.
Η κατάσταση στις Ελληνικές/Ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν τραγική. Ο τότε επικεφαλής της Εθνικής Φρουράς ταξίαρχος Γεωργίτσης με αναφορά του αμέσως μετά το τέλος του «Αττίλα-1», στις 29/7/1974, προς το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα, σημείωνε ότι «οι μονάδες έχουν φθάσει εις τα όρια αποσυνθέσεως, παρουσιάστηκαν σοβαρά κρούσματα αυτοδιαλύσεως μονάδων προσλαμβάνοντα μορφήν ανταρσίας».
Στις 04.55′ της 14/8/1974, μιάμιση ώρα μετά το ηθελημένο από πλευράς Τουρκίας ναυάγιο των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία άρχισε τις επιδρομές της στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και βόμβες ναπάλμ εναντίον μη στρατιωτικών στόχων, όπως ήταν σχολεία και νοσοκομεία, μέχρι τις 9 το πρωί, οπότε ξεκίνησε η εξόρμηση της 39ης Μεραρχίας από το Κιόνελι στα ανατολικά προς την Αμμόχωστο, επί δύο αξόνων, χωρίς ουσιαστικά καμία αντίσταση, αφού οι Ελληνοκύπριοι πέταγαν τα όπλα τους και φορούσαν πολιτικά για να μην συλληφθούν αιχμάλωτοι ένστολοι.
Στις 17.30′ της 14/8/1974 τα πρώτα Τουρκικά τμήματα εισέρχονται στον Τουρκοκυπριακό τομέα της παλαιάς πόλης της Αμμοχώστου. Η νέα (Ελληνοκυπριακή) πόλη δεν συμπεριλαμβανόταν στα επιχειρησιακά τους σχέδια για κατάληψη και σταμάτησαν στις παρυφές της. Η πόλη όμως είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της με αποτέλεσμα οι Τούρκοι στρατιώτες να την καταλάβουν τελικά, μετά την πάροδο 24 ωρών, το απόγευμα της 15ης του μηνός. Στην αντίθετη πλευρά του νησιού η 28η μεραρχία πεζικού του Τουρκικού στρατού προχωρούσε, συναντώντας μηδαμινή αντίσταση, προς τη Μόρφου. Η προέλαση εξελισσόταν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, προκειμένου οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι των περιοχών αυτών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και έτσι να «εκκαθαριστεί» η υπό κατάληψη περιοχή. Το μοναδικό σημείο πραγματικής αντίστασης σημειώθηκε στα δυτικά της Λευκωσίας, στον Άγιο Παύλο, από την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και μονάδες της Εθνικής Φρουράς.