Ἀπάντηση Γέροντος Σάββα Λαυριώτη στόν Σεβ.Μητροπολίτη Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κ.κ. Δαμασκηνό καί στούς περί αυτόν.
Σεβασμιότατε,
Σέ πρόσφατη δημόσια σύναξη στήν ὁποία παρευρεθήκατε στόν Ἅγιο Παντελεήμονα Χαλέπας, σχολιάσατε ἀρνητικά τό πρόσωπο καί τίς ενέργειές μου καί ἐσεῖς καί οἱ περί ὑμῶν. Στούς ψευδεῖς καί προσβλητικούς ἰσχυρισμούς πού ἀκούστηκαν γιά τό πρόσωπό μου (ὅπως ἀνισόρροπος ἀπό τήν Ἡγουμένη) δέν θα ἀπαντήσω, γιατί ἄλλος εἶναι ὁ Κριτής.
Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νά ἀπαντήσω στούς ψευδεῖς καί προσβλητικούς ἰσχυρισμούς μέ τούς ὁποίους ἀλλοιώνετε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη.
Εἰπώθηκαν πολλά, ἐπικεντρώνομαι στά σπουδαιότερα:
Πρῶτον.
Στό 1:08:14’ τοῦ video τῆς σύναξής σας, λέτε: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, ἀλλά γιά λόγους ἱστορικούς καί ἁβροφροσύνης, λέμε ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλες Ἐκκλησίες». Ἐπίσης, εἴπατε: «Ἡ Ἐκκλησία μας, ἔλεγε τούς Ρωμαιοκαθολικούς «σχισματικούς» κι ὄχι «αἱρετικούς» (ἀπό εὐγένεια), ἐλπίζοντας κάποτε νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν».
Ἀπάντηση.
Ἀς δοῦμε ὅμως ἀν μᾶς εἴπατε τήν ἀλήθεια:
Ὁ Χριστός ὀνόμασε τούς αἱρετικούς: «προβατόσχημους λύκους» (Ματθ.7,15), ἐνῷ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος «ψευδοδιδάσκαλους» καί «κατάρας τέκνα». (Β΄Πετρ.2, 14) Ὁ Ἀπ. Παῦλος τούς ἀναθεματίζει (Γαλ.1,8-9) καί ὁ Ἀπ. Ἰωάννης, τούς ὀνομάζει «ἀντίχριστους». (Α΄Ἰωάν.2,18 καί Β΄Ἰωάν.7). Ὁ Ἀπ. Ἰούδας στήν ἐπιστολή του ἐξαπολύει μύδρους ἐναντίον τους. Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται καί ὅλοι οἱ Πατέρες. Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ Κανόνα του, τούς ὀνομάζει «ἐντελῶς χωρισμένους καί ξένους» ἀπό τήν πίστη. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στήν 39η ἑορταστική του ἐπιστολή τούς ὀνομάζει «νεκρούς» πνευματικά, ὁ δέ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν πρῶτο του λόγο Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς ὀνομάζει «ὄργανα τοῦ διαβόλου», ὁ ὁποῖος διάβολος, «διά τῆς ἐκείνων (τῶν αἱρετικῶν) γλώττης τόν οἰκεῖον κατά τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ἐπαφῆκεν ἰόν.»
Ἄλλοι Πατέρες, ἀποδίδουν σ’ αὐτούς, διαφόρους χαρακτηρισμούς, ὅπως ἀκαθάρτους, ἀντιπάλους Χριστοῦ, ἱερόσυλους, ἀντικειμένους καί ἀντιχρίστους. Ἐσεῖς, τούς ὀνομάσατε «ἱστορικές ἐκκλησίες», ἡ Ὀρθοδοξία πού προβάλλεται ἀπό τούς Πατέρες, εἶναι διαφορετική. Αὐτή ὅμως δέν σας ἐξυπηρετεῖ γι’ αὐτό καί τήν ἀποφεύγετε. Δέν σας ἐξυπηρετεῖ νά ὑπενθυμίζετε τόν Μέγα Ἀντώνιο πού λέει : «Καμμία ἐπικοινωνία νά μήν ἔχετε μέ σχισματικούς καί αἱρετικούς. Εἴδατε πώς καί ἐγώ ἔφευγα ἀπό αὐτούς. Φροντίστε πολύ νά εἶστε μαζί μέ τόν Χριστό καί μετά μέ τούς Ἁγίους, ὥστε μετά θάνατον νά σᾶς δεχθοῦν στίς αἰώνιες σκηνές ὡς γνώριμοι φίλοι». Οὔτε τόν Μ. Βασίλειο πού χαρακτηρίζει τούς αἱρετικούς «ἀναίσχυντους περισσότερο τοῦ προδότου Ἰούδα». Πῶς νά ἀποκαλέσετε τούς αἱρετικούς «χαμένους» πού βρίσκονται «στήν παλαίστρα τοῦ ψεύδους», ὅπως κάνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, μέ τόν αἱρετικό Εὐνόμιο; Ἢ νά τούς ἀποκαλέσετε, «συκοφάντες καί κατήγορους τῆς ἀληθείας», ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης; Ἤ «διαβόλους», ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὀνομάζει τόν αἱρετικό Μαγνέντιο; «Ἐχθροί τοῦ Θεοῦ εἶναι κατά πρῶτο καί κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετά ἀπό ἐκείνους ὅσοι πρεσβεύουν τήν εἰδωλολατρία καί οἱ ἀρχηγοί τῶν αἱρέσεων», ὁμολογεῖ ἀλλοῦ ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Αὐτή ἡ Ὀρθοδοξία δέν ταιριάζει στίς γήινες ἐπιδιώξεις τῶν Οἰκουμενιστῶν. Πρέπει νά ἀνασχηματιστεῖ ἐπειγόντως γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν πλήξη καί ἀπομόνωση, ὅπως ἔλεγε τό ἴνδαλμά σας, ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας.
Μετονομάσατε τίς αἱρέσεις σέ «ὁμολογίες» ἤ «ἀρχαῖες ἐκκλησίες» ἤ (στό Κολυμπάρι) «ἱστορικές ἐκκλησίες», φανερώνοντας γιά ἀκόμα μιά φορά τόν ὕπουλο, δολερό καί τόσο ἀγαπητικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξαπλώνετε τήν κακοδοξία, θολώνοντας τά νερά γιά νά μήν ἐξεγερθεῖ ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στό ἐγχώριο ἀκροατήριο, λέτε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, ἡ Ὀρθόδοξη. Στό διεθνές ἀκροατήριο (Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν), λέτε ὅτι «ὑπάρχουν ἄλλες 339 «ἐκκλησίες» πού εἶναι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὡραῖο τό κόλπο καί ἀποτελεσματικό στούς πολλούς.
Ἐμεῖς συντασσόμαστε μέ τήν Σύνοδο τῆς Κων/πολης τοῦ 1724, πού διατύπωσε μέ σαφήνεια: «Αἱρετικοί εἶναι ἐκεῖνοι πού φεύγουν ἀπό τήν εὐσέβεια (=ὀρθή πίστη) ἀφήνοντας τά ὀρθά δόγματα τῆς πίστεως καί τίς παραδόσεις πού μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, πέφτουν δέ καί διολισθαίνουν σέ νεωτερισμούς ἀλλόκοτους, ἰδέες καί συνήθειες ἑτερόδοξες καί παραχαράσσουν καί νοθεύουν τήν ἀλήθεια πού ἀφορᾷ τήν εὐσέβεια. Αὐτοί οὔτε εἶναι, οὔτε ὀνομάζονται χριστιανοί, ἀλλ’ ὡς ἑτερόδοξοι καί νεωτεριστές ξεκόβονται καί χωρίζονται ἀπό τήν ἱερά μάνδρα τῆς ἐκκλησίας καί ἐκβάλλονται «ὡς πρόβατα ψωριῶντα καί μέλη σεσηπότα»(=σάπια).
Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι: «Ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, πρῶτα ἀπό ὅλα πρέπει νά κρατήσει τήν καθολική (Ἀποστολική) πίστη. Ἂν κάποιος δέν τήν κρατήσει καθαρή καί ὁλόκληρη, χωρίς ἀμφιβολία θά κολασθεῖ» ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Προτιμοῦμε νά συνταχθοῦμε μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο πού μᾶς ἐπισημαίνει, «Οὐδέν ὠφελεῖ βίος ὀρθός, δογμάτων διεστραμμένων».
Ἀλλά, ἡ ἐξαπάτηση τοῦ πληρώματος τῆς ἐκκλησίας, ἀποδεικνύεται καί ἀπό πάρα πολλά δεδομένα. Λέτε ὅτι μόνο γιά λόγους εὐγένειας, ὀνομάζετε τούς παπικούς «εκκλησία», ἐνῷ δέν πιστεύετε ὅτι εἶναι. Ἀν δέν πιστεύετε ὅτι εἶναι, πῶς δέχεστε τήν «ἱερωσύνη» τοῦ Πάπα καί τῶν Καρδιναλίων του, ἀφοῦ εἶναι ἄμοιροι μυστηρίων; Πῶς τό 1959, ὁ Ἀθηναγόρας ὀνόμασε τόν Πάπα «ἁγιώτατο» καί «δεύτερο πρόδρομο»; Καί ὅτι: «τίποτα δέν μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Καθολική [ἐνν. παπική] ἐκκλησία». Καί πῶς τό 1967, δήλωσε στόν Πάπα ὅτι εἶναι φορέας Ἀποστολικῆς χάριτος; Καί πῶς τό 1972, ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄, διαβεβαίωσε ὅτι: «Μετά τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, εὐρισκόμεθα σχεδόν εἰς τελείαν κοινωνίαν»;
Καί πῶς, ὁ κ. Βαρθολομαῖος σέ πάμπολλες ἀναφορές του πρός τούς Πάπες, τούς ὀνομάζει «ἁγιώτατους» καί συλλειτουργεῖ μαζί τους; Καί πῶς ὀνομάζετε τόν Πάπα, «προφητικό ἀρχηγό ὅλων τῶν χριστιανῶν» καί «ὁδοδείκτη» καί «θησαυρό»; Ὑπῆρξαν αἱρετικοί πού καταδικάστηκαν καί ἀναθεματίστηκαν ἀπό Ὀρθόδοξες Συνόδους καί χάριν εὐγενείας, ὀνομάστηκαν «ἁγιώτατοι»; Μᾶς κοροϊδεύετε Σεβασμιότατε; Στή Ραβέννα τό 2002, ὅταν μεταδόθηκαν τά Ἄχραντα Μυστήρια ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιο στούς παπικούς, μεταδόθηκαν χάριν εὐγενείας σέ ἀβάπτιστους καί ἐκτός ἐκκλησίας αἱρετικούς, ἤ ὄχι; Καί μέ κατηγορεῖτε, ὅτι ἐγώ βρίσκομαι σέ σύγχυση καί πλάνη πού ἀντιδρῶ ;
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, προέτρεπε: «νά ἀποφεύγετε τήν ἐπαφή μαζί τους (δηλ. μέ τούς αἱρετικούς), ὅπως τό δηλητήριο. Αὐτοί, εἶναι χειρότεροι ἀπό τό δηλητήριο, γιατί αὐτό φτάνει μέχρι τήν βλάβη τοῦ σώματος, ἐνῷ αὐτοί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς λυμαίνονται» καί ἐσεῖς μέ ὑβρίζετε καί μέ διώκετε πού τόν ὑπακούω;
Ὅταν ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος στήν Ῥώμη συνάντησε τόν αἱρετικό Μαρκίωνα, ὁ Ἅγιος τόν ὀνόμασε «πρωτότοκο τοῦ Σατανᾶ» καί ἐσεῖς μέ συκοφαντεῖτε ὡς φανατικό, πού παραμένω στήν γραμμή τῶν Ἁγίων Πατέρων;
Προφανέστατα, ἂν ζοῦσαν σήμερα οἱ Ἅγιοί μας, θά τους «στολίζατε» μέ ἀνάλογα ἐπίθετα. Τί ἄραγε θά λέγατε στόν Μέγα Ἀθανάσιο, πού δίδασκε: «ἀγάπα πάντα ἄνθρωπον. Καί εἰρήνευε μετά πάντων, χωρίς αἱρετικῶν. Ὁ γάρ αἱρετικός λύκος ἐστί τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης, καί τοῦ Ἀντιχρίστου Πρόδρομος»; Ἢ στόν Ἅγιο Κυπριανό, πού ἔλεγε: «Δέον ὅπως ἀποσυρώμεθα μακράν καί ἀποφεύγωμεν αὐτούς διότι, πᾶς συνδεόμενος μετ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τήν ὁδόν τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως, περιπλανᾶται μακράν τῆς ἀληθινῆς ὁδοῦ καί θά εὑρεθῇ καί αὐτός εἰς παρομοίαν ἐνοχήν»; Ἢ στόν ἱερό Φώτιο, πού ὀνόμαζε τούς αἱρετικούς «μανιασμένα σκυλιά πού γαυγίζουν»; Ἢ τέλος στόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, πού ἔλεγε: «ἀπομακρύνσου ἀπό αὐτόν (τόν αἱρετικό) καί βάλτον μαζί μέ τόν διάβολο ἢ καλύτερα καί ἀπό τόν διάβολο πιό κάτω»;
Ἐπιλέξατε νά εἶστε φίλοι μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστού καί, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «αὐτός πού εἶναι φίλος μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά εἶναι φίλος μέ τόν Χριστό».
Δεύτερον.
Στό 1:08:50’, εἴπατε: «Ἱστορικές ἐκκλησίες βεβαίως ὑπάρχουν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στήν ἀρχαία Ἑλλάδα δέν λεγόταν ἐκκλησία;»
Ἀπάντηση.
Εἶμαι βέβαιος, ὅτι τό εἴπατε γιά νά γελάσει ὁ κόσμος! (Ἀλλά, δυστυχῶς κανείς δέν γέλασε!) Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στήν ἀρχαία Ἀθήνα, ἦταν τό ἀντίστοιχο τῆς σημερινῆς Βουλῆς. Ἦταν χῶρος διαλόγου γιά τά προβλήματα τῆς πόλης. Δέν ἐπρόκειτο γιά ἐκκλησία κάποιου θρησκεύματος!
Τρίτον.
Στό 1:10:16’, εἴπατε: «Πρῶτος ἀπό ὅλους, ὁ Παναγιώτατος [ἐνν. ὁ κ. Βαρθολομαῖος] ἀγωνίζεται γιά τήν πίστη».
Ἀπάντηση.
Γιά τό πόσο «ἀγωνίζεται» γιά τήν πίστη ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἔχουν γραφεῖ πολλά βιβλία μέ ἑκατοντάδες ἀναπάντητες καταγγελίες τῶν παρεκτροπῶν του ἀπά τήν Ὀρθοδοξία. Ἴσως βέβαια, νά ἀγωνίζεται, ἀλλά γιά μιά ἄλλη πίστη. Ἀς ἀναφέρω μερικά στιγμιότυπα αὐτῆς τῆς πίστης:
Πιστεύει καί κηρύττει τίς ἰδέες τοῦ ἀντίχριστου Οἰκουμενισμοῦ: «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοί σωτηρίας». Ἡ μεγαλύτερη ὕβρις ὅλων τῶν ἐποχῶν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Ἂν καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες ὁδηγοῦν στήν σωτηρία, τότε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, ἡ διδασκαλία Του, τά θαύματα, ἡ Σταύρωση καί ἡ Ανάστασή Του ἦταν ἀνώφελα καί μάταια! Μόνο ἕνας διάβολος, θά μποροῦσε νά ὑποστηρίξει τέτοια πράγματα. Καί ὅμως, οἱ ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς προσκυνᾶτε αὐτόν τόν ἄνθρωπο! Ὅλοι τους ἀξίζουν τό τέλειο μῖσος καί μόνο γι’ αὐτόν τόν λόγο.
Πιστεύει καί κηρύττει, ὅτι τό Κοράνιο (καί οἱ Γραφές τῶν ἄλλων θρησκειῶν), εἶναι «ἴσο μέ τήν Ἁγία Γραφή καί ἱερό ὅπως αὐτή» καί ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νά πᾶνε στόν παράδεισο χωρίς νά πιστεύουν στόν Χριστό.
Πιστεύει καί κηρύττει, ὅτι πολλές ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἶναι προσωρινές, διαφωνώντας ἀκόμα καί μέ τόν Κύριο!
Ὀνομάζει, «εὐλογημένη» καί τιμᾷ τήν Συναγωγή τῶν Ἑβραίων, ἐκεῖ πού ὑβρίζεται ὁ Χριστός καί ἡ Θεοτόκος.
Πιστεύει καί κηρύττει τήν βασικη ἀρχή τῆς Μασονίας, ὅτι δηλαδή: «ἕκαστος νά λατρεύῃ τόν Ἕνα Θεόν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται εἰς τήν εἰρηνικήν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τόν λατρεύουν, ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τήν πίστιν μεταξύ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν».
Ἐπιδιώκει τήν κατάργηση ἢ τροποποίηση πλειάδας Ἱερῶν Κανόνων, κάτι, πού γιά τήν Ὀρθοδοξία, εἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου. Ὀνομάζει τούς Ἱ. Κανόνες: «Τείχη τοῦ αἴσχους».
Πιστεύει καί κηρύττει – σέ ἀντίθεση μέ δεκάδες Συνόδους καί ἑκατοντάδες Ἁγίους – ὅτι ἡ Ρωμαϊκή «ἐκκλησία», εἶναι κανονική, τά μυστήριά της ἔγκυρα καί ὁ Πάπας κανονικός Ἐπίσκοπος. Τό 1995, συνυπέγραψε μέ τόν Πάπα «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ». Τό 2011, ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδας φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικοῦ Ἰνστιτούτου Sant Apollinare. Ἀναφερόμενος στούς φοιτητές, τούς εἶπε: «Ἀκολουθῆστε τόν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄, εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος πού κάνει καλό σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μέ ἀγάπη καί συμπάθεια».
Συμπροσευχήθηκε μέ Προτεστάντες πού εἶναι διαστρεβλωτές τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ, ὑβριστές τῆς Θεοτόκου, περιφρονητές τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς Eἰκονομάχοι, βρίσκονται ὑπό τόν ἀναθεματισμό τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κάνει ἀποδεκτό τό βάπτισμα τῶν Προτεσταντῶν (Λουθηρανῶν).
Τόν Νοέμβριο τοῦ 1993, προέβη σέ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀνάμεσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στήν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρά, ἀναγνώρισε τήν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη! Τίς καταδίκες καί τά ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρός τούς Μονοφυσίτες (πού τά ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι), τά ὀνομάζει «παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος πού ἔχουν ξεπεραστεῖ», ἀφοῦ «δέν ὑπάρχει θεολογία πού μᾶς χωρίζει»!
Ἀναγνωρίζει, τίς χειροτονίες τῶν Ἀγγλικανῶν.
Τό 1991, στό Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου, ἀποδέχτηκε τά μυστήρια τῶν παπικῶν καθώς καί τήν Οὐνία…».
Στό συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τό 2006, στό Porto Alegre, ἀποδέχτηκε τήν κοινή δήλωση μέ τούς Προτεστάντες, ὅτι δέν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλά ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες – μέλη τοῦ ΠΣΕ – εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δέ ἀπά αὐτές, εἶναι καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικές διδασκαλίες τῶν Προτεσταντῶν, θεωροῦνται ὡς διαφορετικοί τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καί ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενοι, ἔτσι ὅτι τελικά δέν ὑπάρχουν αἱρέσεις! «Αὐτές οἱ ἐκκλησίες, καλοῦνται νά συμβαδίζουν ἀκόμη καί ὅταν διαφωνοῦν».
Μέ τά παραπάνω δεδομένα, ἀρνεῖται τέσσερα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Εἶναι Ἁγιομάχος καί Πατρομάχος. Εἶπε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπασιν (τό Σχίσμα) προπάτορες ἡμῶν, ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπέρ αὐτῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τά σφάλματα ἐκείνων»!!! Εἶναι ἀπροκάλυπτα ἁγιομάχος. Αὐτός ὅμως πού βλασφημεῖ τούς Ἁγίους, εἶναι ἀντίχριστος.
Δηλώνει, ὅτι εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγή τῶν Ἑβραίων. Γιά τόν ἱερό Χρυσόστομο βεβαίως, ἡ Συναγωγή «εἶναι χῶρος δαιμονίων πού συνάζονται οἱ σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ καί θεομάχοι»
Τέταρτον.
Ὁ π. Εἰρηναῖος στό 1:16:14’, εἶπε: «στεναχωριέμαι γιά τά κείμενα πού ὑπεγράφησαν στό Balamand, μέ τά ὁποῖα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίσαμε μυστήρια στούς Ρωμαιοκαθολικούς». Ὁ Σεβασμιότατος στό 1:19:39’, προσπάθησε νά μετριάσει τόν πόνο τοῦ π. Εἰρηναίου, λέγοντας ὅτι: «Τά κείμενα τοῦ Balamand ἀπορρίφθηκαν ἀπό τίς Τοπικές Συνόδους.»
Ἀπάντηση.
Τόσο ψυχρά καί ἀδιάφορα, διαχειρίζεστε ζητήματα γιά τά ὁποῖα κάποτε, κάποιες χιλιάδες Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως, ἔχαναν καί τήν ζωή τους. Ἀκριβῶς, ὅπως περιγράφει ὁ Κύριος, τήν φυγή τῶν μισθωτῶν ποιμένων ὅταν ἔρχεται ὁ λύκος. Ἀκόμα ὅμως κι αὐτή ἡ ἄχρηστη λύπη σας, εἶναι μία ἀπάτη, γιατί στήν πράξη κάνετε ἀποδεκτά τά μυστήρια αὐτά, πού – γιά τά μάτια τοῦ κόσμου καί στήν θεωρία τάχα – δέν παραδέχεστε. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ζήτησε τήν λύπη σας καί οὔτε τήν χρειάζεται. Ἡ Ἐκκλησία, σᾶς ἔβαλε στή θέση τῶν ποιμένων, γιά νά πράξετε τό καθῆκον σας προστατεύοντάς την ἀπό τήν αἵρεση. Ἃν δέν τό πράξετε, θά κριθεῖτε ὡς φονιάδες καί θά δώσετε λόγο γιά τό αἷμα αὐτῶν πού θανατώνονται πνευματικά, ἀπό τήν δηλητηριασμένη τροφή τῆς αἵρεσης μέ τήν ὁποία τούς τρέφετε.
Πέμπτον.
Ὁ Πρωτοσύγκελλος κ. Δαμασκηνός στό 1:27:49’, εἶπε: «Κανείς δέν εἶναι πάνω ἀπό τἠν Σύνοδο, πάνω ἀπό τόν Πατριάρχη, πάνω ἀπό τούς Ἐπισκόπους.»
Ἀπάντηση.
Δυστυχῶς γιά ἐσᾶς κ. Δαμασκηνέ, πάνω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί Πατριάρχη, βρίσκονται πολλά πού ἀγνοεῖτε. Βρίσκεται ἡ Ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁμολογητῶν, τῶν Συνόδων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὁ κάθε Πατριάρχης καί Ἐπίσκοπος, εἶναι ἕνας προσωρινός διακομιστής καί διάκονος τῆς Ἀλήθειας καί ὄχι ὁ παραγωγός, διασκευαστής καί ἰδιοκτήτης της. Ἃν δέν τήν μεταλαμπαδεύει ἀκέραιη καί ἀνόθευτη ὅπως τήν παρέλαβε, εἶναι ἕνας λύκος μέ ἔνδυμα προβάτου.
Ἕκτον.
Ἐπίσης, ὁ Πρωτοσύγκελλος κ. Δαμασκηνός στό 1:28:53’, εἶπε: «Ὁ π. Σάββας μοῦ εἶπε, “γιά θέματα πίστεως δέν ρωτάω κανέναν”. Καί ὁ κ. Δαμασκηνός, συνέχισε: «Αὐτό τό ἕνα γραμμάριο δηλητήριο διοχετεύτηκε στήν πόλη μας καί στήν μητρόπολή μας ἀπό κάποιον ἄνθρωπο πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σούπερ ὀρθόδοξο καί προστάτη τῆς ἐκκλησίας καί πάνω ἀπό τήν ἐκκλησία…».
Ἀπάντηση.
Εὐτυχῶς, πού ἔχω σάν σύμβουλο καί ὁδηγό στήν πνευματική ζωή μου ὅλη τήν Παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὄχι τόν κ. Δαμασκηνό. Κάνω ὑπακοή λοιπόν στόν φυσικό προϊστάμενό μου Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας πού μᾶς διδάσκει: «Ὅσα ἐναντιοῦνται φανερά τοῖς θείοις προστάγμασι δέν εἶναι ἀνάγκη νά τά ἐρωτῶμεν, μήτε νά λαμβάνωμεν περί αὐτῶν συμβουλήν, ἀλλά νά τά ἀποφεύγομεν ὅλαις ἡμῶν ταῖς δυνάμεσιν». Ἀλλά, ἂς γνωρίζετε καί αὐτό: ἔχω Γέροντα πού ὄντως κάνω ὑπακοή καί μέ δίδαξε τήν μοναχική πολιτεία, ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ τό ἴδιο καί γιά τήν καθηγουμένη, τόν π. Εἰρηναῖο καί τόν π. Δαμασκηνό.
Ἕβδομον.
Ὁ Μητροπολίτης στό 1:33:16’, ἀνέφερε τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, λέγοντας: «Ὁ ποιῶν ἄνευ γνώμης Ἐπισκόπου, διάβολος ἐστί» καί ὅτι: «καθῆκον τοῦ μοναχοῦ, εἶναι νά προσεύχεται». (ὑπονοώντας ὅτι ἐγώ ἔχω ξεφύγει ἀπό τά ὅρια τῶν καθηκόντων μου)
Ἀπάντηση.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἀπό πολύ νωρίς, ἐπισημαίνει τήν ἐξέχουσα θέση τοῦ Ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία. Ὅτι εἶναι «τύπος Χριστοῦ», ὅτι «χωρίς αὐτόν δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία», ὅτι «χωρίς τόν Ἐπίσκοπο μήν κάνετε τίποτα» κ.λ.π. Οἱ Ἐπίσκοποι τό προβάλλουν αὐτό γιά νά κλείσουν τά στόματα τῶν ἐλεγχόντων. Ὅμως, αὐτά ὁ Ἅγιος τά λέει μέ μία αὐτονόητη προϋπόθεση, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι «μισθωτός» καί «ψευδοδιδάσκαλος», γιατί ἂν ἀναφέρεται καί σέ αὐτούς, τότε ἔρχεται σέ λογική καί φανερή ἀντίφαση μέ τόν Κύριό μας καί τόν ἀπ. Παῦλο, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὁ Ἅγιος, ἐννοεῖ μόνο τόν «ἄξιο» Ἐπίσκοπο πού καταφέρνει νά κάνει τό ποίμνιό του νά ζεῖ χωρίς τήν ἐπιρροή καμμίας αἵρεσης. Τό διευκρινίζει, ἀλλά οἱ Ἐπίσκοποι τό ἀποκρύπτουν. Λέει ὁ Ἅγιος, ὅτι αὐτά ἀφοροῦν ὄχι τόν τυχόντα Ἐπίσκοπο, ἀλλά αὐτόν πού «δέν ἀπέκτησε μόνος του, οὔτε μέσῳ ἀνθρώπων τήν διακονία» (τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος). Δηλαδή, ἐννοεῖ τόν Ἐπίσκοπο πού εἶναι Θεόκλητος! Ἀλλοῦ πάλι, λέει: «Νά εἶστε ἀχώριστοι ἀπό τόν Χριστό, τόν Ἐπίσκοπο καί τά διδάγματα τῶν ἀποστόλων». Ὁ Ἐπίσκοπος, εἶναι «τύπος» Χριστοῦ, ὄχι ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀμετάκλητης συμβολαιογραφικῆς πράξης ἀποδοχῆς κληρονομιᾶς πού κατατέθηκε στό Πρωτοδικεῖο, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς ὑπόσχεσής του νά μεταλαμπαδεύσει στό ποίμνιο ἀνόθευτη τή σωτηριώδη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο ἄκουσε τήν ἐντολή: «Λάβε τήν παρακαταθήκην ταύτην καί φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ Αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθε αὐτήν». Μόνο ὅταν φυλᾶνε τήν Παρακαταθήκη, εἶναι «εἰς τύπον Χριστοῦ». Ἐκτός καί ἂν τύπος -πρότυπο – Χριστοῦ μπορεῖ νά εἶναι καί ὁ κακόδοξος πού διαστρέφει τήν διδασκαλία Του! Οἱ άληθινοί Ἐπίσκοποι στούς ὁποίους κάνουμε ὑπακοή, εἶναι αὐτοί πού δέν μεταβάλλουν τήν Πίστη ἀλλά τήν μεταφέρουν στό ποίμνιο ἀτόφια, χωρίς παραλλαγές καί ἐπινοήσεις κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο. «Κατά τήν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παρά τῶν Πατέρων Ἀποστολικήν πίστιν παρέδωκα, μηδέ ἔξωθεν ἐπινόησα, ἀλλ’ ὅπερ ἔμαθον ἐνεχάραξα συμφώνως τάς Ἁγίας Γραφάς».
Γιά δέ τό καθῆκον τοῦ Μοναχοῦ, βεβαίως αὐτό εἶναι τό νά προσεύχεται. Σέ περιόδους ὅμως πού ἡ πίστη κινδυνεύει, τότε ἔχει ὑποχρέωση νά μή σιωπᾶ, κατά τήν θεωρητική καί βιωματική διδασκαλία χιλιάδων Ὁμολογητῶν Μοναχῶν καί Ἁγίων. Μπορεῖτε νά ἀνατρέξετε στούς Συναξαριστές, γιά τίς ἀμφιβολίες σας.
Ὄγδοον.
Ὁ Μητροπολίτης στό 1:33:03’, εἶπε: «Ὅταν δέν ἀναγνωρίζεις Ἐπίσκοπο θέτεις τόν ἑαυτό σου ἐκτός ἐκκλησίας … αὐτοί πού παύουν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη ἢ Ἐπισκόπου, θέτουν τόν ἑαυτό τους ἐκτός ἐκκλησίας…».
Ἀπάντηση.
Ὁ Σεβασμιότατος ἢ δέν τά ξέρει καλά ἢ καλά τά ἀποκρύπτει.
Ὁ 3ος Κανών τῆς Γ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιτάσσει: «Νά μήν εἶναι ὑποκείμενοι οἱ κληρικοί στούς Ἐπισκόπους πού ἔχουν ἀποστατήσει ἀπό τήν Ὀρθοδοξία». Ἐδῶ φυσικά, ἐννοοῦνται οἱ μή καταδικασμένοι συνοδικῶς Ἐπίσκοποι, γιατί ἂν εἶχαν καταδικαστεῖ συνοδικά, θά εἶχαν καθαιρεθεῖ, καί δέν θά νοοῦνταν ἡ ὑπακοή σέ αὐτούς, ἀφοῦ θά βρίσκονταν ὡς καθηρημένοι ἐκτός τῆς διοικητικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο, «Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες. ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς», ἀναφέρει τά ἑξῆς γιά τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους: «Ἐάν οὖν τινα ἴδῃς ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μή πρόσχῃς, ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἢ ἐπισκόπου, ἢ διακόνου, ἢ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἢ ἐλεήμων, ἢ ἀγαπητικός, ἢ ἐν προσευχαῖς καρτερικός ἢ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ᾅδην, νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν· οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός, ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δέ οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖά ἐστι τῇ φύσει, τῇ γεύσει, τῇ ποιότητι, πολλῷ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τούς Χριστεμπόρους, ὅτι, φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέ-κτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἢ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἢ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἀκάνθας παρακοῆς, καί τριβόλους ἀδικημάτων, καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδῃς συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν, καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ πούς σου, ἵνα παρ’ αὐτοῦ διδαχθῇς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα». Ὅταν λοιπόν ἡ αἵρεση καταπιεῖ τούς ποιμένες καί δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι σέ κάποιο τόπο, ἡ Ἐκκλησία καί οἱ πιστοί συνεχίζουν τήν ζωήν τους. Τότε, ὑπάρχει Ἐκκλησία καί χωρίς Ἐπίσκοπο.
Ἡ Ἐκκλησία, βρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια, κι ὄχι ἐκεῖ πού ὑπάρχει ὁ Ἐπίσκοπος. «Δέν ἀνήκουν στήν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅσοι δέν βρίσκονται στήν ἀλήθεια» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Φυσικά, ὑπάρχει ἡ φωτοβολίδα τοῦ ΙΕ΄Κανόνα τῆς ΑΒ’ Συνόδου ἐπί Μ. Φωτίου, πού ὄχι δείχνει ὅτι ὑπάρχει ἐκκλησία χωρίς τόν κακόδοξο Ἐπίσκοπο, ἀλλά καί ἐπιβραβεύει τούς πιστούς πού φεύγουν ἀπό αὐτόν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στήν ἀναίρεση τοῦ γράμματος τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου, ἀμφισβητεῖ εὐθέως τό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ὅταν αὐτός δέν βρίσκεται ὑποταγμένος στήν Ἀλήθεια: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί·καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καί σφῶν αὐτῶν κατά-ψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποιμένας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι (ὅσο κι ἂν προσφωνοῦνται ψευδῶς μεταξύ τους ὡς Ἐπίσκοποι καί Ἀρχιεπίσκοποι)· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα (γιατί ἐμεῖς δέν μυηθήκαμε στόν χριστιανισμό μέ βάση τά πρόσωπα, ἀλλά μέ βάση τήν ἀλήθεια καί τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως)». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, λοιπόν, τήν ὀρθή πίστη καί τό φρόνημα τοῦ Ἐπισκόπου ἐξετάζει, προκειμένου νά τόν ἐντάξει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου.
Σέ ἐπιστολή του ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται, «Τοῖς ἐν Ταρσῷ Πρεσβυτέροις», διδάσκει στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ταρσοῦ νά μήν δέχονται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία αὐτούς πού πιστεύουν ὅτι εἶναι κτίσμα τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μάλιστα, ἐπαναλαμβάνει καί λέει ὅτι, προκειμένου νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά, νά ζητοῦν ὁμολογία πίστεως σέ δύο πράγματα. Πρῶτον, ἂν συμφωνοῦν μέ τίς ἀποφάσεις τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καί δεύτερον, ἂν ὁμολογοῦν ὅτι δέν εἶναι κτίσμα τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἂν δέ, δέν ὁμολογήσουν καί τά δύο αὐτά, νά μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς χωρίς νά ἐξαιρεῖ τούς Ἐπισκόπους. Χρήσιμο καί ἀναγκαῖο εἶναι νά πῶ ὅτι, αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, λαμβάνει χώρα πρίν συνέλθει ἡ Β΄Οἰκουμε-νική Σύνοδος γιά τήν τελική καταδίκη τῆς αἱρέσεως τῶν Πνευματομάχων. Ὁ Ἅγιος, ὄχι μόνο δέν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ ὅσους εἶχαν κάποια αἱρετική διδασκαλία, ἀλλά ἀκόμη καί τούς ἀναθεμάτιζε, ἔστω καί ἂν δέν εἶχε κατάδικασθεῖ ἡ αἵρεση ἀπό Σύνοδο.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγοντας, «ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ µετ΄ αὐτούς ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός», καταδεικνύει τήν δυνατότητα τοῦ πιστοῦ νά ἀπομακρύ-νεται ἀπό τόν κακό Ἐπίσκοπο γιά τήν πνευματική του προστασία.
Συνεπῶς Σεβασμιότατε, ὅπως καί ὁ ἴδιος ἀναρωτηθήκατε, «μᾶλλον ἄλλη θεολογία σπουδάσατε».
Ἔνατον.
Ἡ Ἡγουμένη Θεοξένη, ἀνέφερε στό 1:36:57’: «Μὀνο ἡ Σύνοδος, ἀποφασίζει τί εἶναι αἵρεση καί ποιός εἶναι αἱρετικός κι ὄχι ὁ καθένας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι Ἐπίσκοπος. Αὐτή εἶναι ἡ ἀσφάλεια στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας». Τό ἴδιο, ἀνέφερε καί ὁ Μητροπολίτης στό 1:41:17’.
Ἀπάντηση.
Ἐδῶ συμφωνοῦμε ἀπόλυτα, τουλάχιστον ρηματικά. Χρειάζεται ὅμως, νά δοῦμε ποιός ἐξαπατᾶ μέ τά λόγια του.
Ἡ Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν ζ΄ Κανόνα της, ὁρίζει ὅτι: «Σέ κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά προσθέτει ἢ νά ἀφαιρεῖ ὁτιδήποτε ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ὅποιος τολμήσει νά πράξει κάτι τέτοιο, ἂν μέν εἶναι κληρικός νά ἀφορίζεται, ἂν δέ εἶναι λαϊκός νά ἀναθεματίζεται». Εἶναι λοιπόν οἱ παπικοί ἀφορισμένοι καί ἀναθεματισμένοι πού πρόσθεσαν τό filioque;
Ἐσεῖς ἤ ἐγώ τούς ἀντιμετωπίζω, ὅπως ἐπιτάσσει ἡ Γ΄Οικουμενική ;
Tόν Παπισμό καταδίκασαν ἡ Σύνοδος τοῦ 1009; Τοῦ 1054; Τοῦ 1089 στήν Κωνσταντινούπολη; Τοῦ 1170-1178; Τοῦ 1273 στήν Κωνσταντινουπόλη; Τοῦ 1324 στό Νυμφαῖο; Ἡ Θ΄Οἰκουμενική τοῦ 1341-1351 στήν Κωνσταντινούπολη; Τοῦ 1441 στή Ρωσία; Τοῦ 1443; Τοῦ 1672 στά Ἱεροσόλυμα; Τοῦ 1484; Τοῦ 1642; Τοῦ 1672; Τοῦ 1722; Τοῦ 1727; Τοῦ 1838; Τοῦ 1848; Τοῦ 1895 στήν Κωνσταντινούπολη καί τέλος το Πανορθόδοξο Συνέδριο στή Μόσχα τό 1948; Μετά ἀπό τόσες Συνοδικές ἀποφάσεις γιά τά ἀντίθεα παπικά ἀνοσιουργήματα, τολμᾶτε νά ὀνομάζετε τόν Παπισμό «ἀδελφή ἐκκλησία» καί κρίνετε ἐμένα ὡς «συγχυσμένο» καί «ἀνισόρροπη φωνή πού φωνασκεῖ» (1:40:17’), ἐπειδή τηρῶ τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἐγώ ἐξαπατῶ τόν λαό ἤ ἐσεῖς;
Δέκατον.
Ἡ Ἡγουμένη Θεοξένη, ἀνέφερε στό 1:38:14’: «Ποιοί εἶναι οἱ αγιορεῖτες Πατέρες;… Ἡ ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη ἁγιορειτῶν Πατέρων παρά μόνο τήν διοικητική δομή τῶν ἡγουμένων τῶν μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους…. π.χ. “Μοναχές τῆς Κρήτης” δέν σημαίνει τίποτα… δέν ἔχει καμμία ἀξία μέσα στήν ἐκκλησία αὐτό».
Ἀπάντηση.
Γιά τήν γερ. Θεοξένη, ὁ μοναχός (ἤ ἕνα σύνολο μοναχῶν), ἔχει ὑπόσταση καί ἀξία παρά μόνο διά τοῦ ἡγουμένου του. Ἡ γερόντισσα δέν αἰσθάνεται, ὁ μοναχός νά ἔχει καμμία πνευματική ὑπευθυνότητα, διάσταση καί ὑπόσταση ἂν δέν ὑπάρχει ἡ διοικητική καί ἐξουσιαστική ὑπογραφή τοῦ προϊσταμένου. Αὐτό μπορεῖ νά ἐκφράζει τόν Ἰησουϊτικό, ἤ Δομινικανό, ἤ Φραγκισκιανό μοναχισμό, ὄχι ὅμως τόν Ὀρθόδοξο. Ὁ πρύτανης τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας, γράφει: «Μόνο ἂν τύχει αἱρετικός λόγος πάνω στό δένδρο τῆς πίστεως καί στά κλαδιά του, τότε δέν πρέπει νά κρατιώμαστε ταπεινοί, οὔτε νά κρύβεται μέ σιωπή ἡ ἀλήθεια καί νά φθείρεται ἡ πίστη καί νά καταφρονῆται ἡ ὀρθοδοξία σά νά ἦταν ἄφωνο ψάρι, ἀλλά πρέπει νά ἀπαντᾷ στούς ἀντιθέτους γιά νά φαίνεται τό φῶς καί νά φεύγει τό σκοτάδι ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί νά μήν κολάζονται». Ἡ γερ. Θεοξένη, ἐκφράζει τό ἀντίστοιχο τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς στάσης στόν χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ, γι’ αὐτό καί ἦταν πολύ κατάλληλο πρόσωπο νά συμμετάσχει σέ αὐτή τή Σύνοδο. Στήν ἀρχαία ἐκκλησία, οἱ πιστοί ἔλεγξαν τόν Ἀπ. Πέτρο, γιατί συνέφαγε μέ ἀπερίτμητους (Πράξ. 11,3) καί ὁ Ἀπ. Παῦλος, δίνει ἐντολή στούς πιστούς νά ὑπενθυμίζουν στόν Ἄρχιππο, πού ἦταν Ἱερέας, τήν διακονία του (Κολ. 4,17). Γιά τήν γερόντισσα Θεοξένη, ὁ ἔλεγχος ἀπό ἕναν ἤ μία ὁμάδα μοναχῶν δέν ἔχει καμμία ἀξία! Προφανῶς, βαδίζει σέ ἄλλον μοναχικό δρόμο, ξένο ἀπό αὐτόν τῶν Ὀρθοδόξων Ὁσίων.
Ἐνδέκατον.
Ὁ π. Εἰρηναῖος, εἶπε στό 1:42:37’ : «Ἂν σχίσεις τήν ἐκκλησία, καλύτερα νά χαθεῖς κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο» .
Ἀπάντηση.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφέρει ὅτι κριτήριο καί καθῆκον ἑνότητος στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ κοινωνία μόνο, ἀλλά πρωτίστως ἡ κοινή πίστη. «Ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστίν (ὑπάρχει)». Πρῶτα προσβάλεται ἡ κοινή πίστη καί μετά ἡ κοινωνία. Τήν παρέκκλιση ὅμως στήν κοινή πίστη, ὅταν τήν προκαλοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι, τήν ἀποενοχοποιοῦν καί ἐνοχοποιοῦν τούς συμμετέχοντες στό ἑπόμενο νόμιμο στάδιο, δηλ. αὐτό τῆς ἀντίδρασης καί διακοπῆς τῆς κοινωνίας. Ὁ Μ. Φώτιος σέ μία ἐπιστολή του μᾶς πληροφορεῖ γιά μία Ἀποτείχιση πού ἔλαβε χώρα στήν Καισάρεια. Τό ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι θεωρεῖ ἀποστάτη τόν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Καισαρείας Παῦλο καί ὄχι τούς ἀποτειχισμένους. Διότι ἔγινε προδότης τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως καί οἱ πιστοί ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτόν, τόν ἀποστρέφονταν τελείως καί οὔτε «“χαίρετε” δέν τοῦ ἔλεγαν». Μέ γνώμονα τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι: «Οὐχ ὑπό τῶν αἱρετικῶν διατέτμηται μόνον, (ἡ Ἐκκλησία) ἀλλά καί ὑπό τῶν τά αὐτά φρονεῖν ἀλλήλοις λεγόντων διασπᾶται», ἤθελα νά σᾶς ἐνημερώσω, ὅτι ἐσεῖς κάνετε σχίσμα στήν Ἐκκλησία μέ τήν εἰσαγωγή τῶν κακόδοξων διδασκαλιών σας.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, θεωρεῖ ἐκπεσόντα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἀπό αὐτή ἀκόμα τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ, ὅποιον ξεφεύγει ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση. Δέν προστατεύει μέ εἰδικές ρυθμίσεις τούς Ἐπισκόπους. Δέν μέμφεται ὡς τάχα σχισματικούς, οὔτε ἀπειλεῖ αὐτούς πού ἐλέγχουν καί ἀπομακρύνονται ἀπό τούς κακοδόξους Ἐπισκόπους. «Ὅσοι κοινωνοῦν μαζί μέ τούς αἱρετικούς, αὐτοί ὡς ἀληθῶς ἀποσχίζονται τῆς Ἐκκλησίας», λέει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καί ὄχι αὐτοί πού διακόπτουν τήν κοινωνία μέ αὐτούς. «Δέν εἶναι παντοῦ ἡ ὁμόνοια καλό πράγμα, γιατί καί οἱ ληστές συμφωνοῦν μεταξύ τους», διασαφηνίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
«Ἐάν ὅλοι οἱ χριστιανοί ἀκολουθοῦσαν κατά γράμμα τούς ἐπισκόπους, σέ ὅλα, οὔτε Ἐκκλησία, οὔτε καί ὀρθόδοξος χριστιανός θά ὑπῆρχε!», ἔλεγε ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβᾶκος. Καί προσέθετε: «Ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀκολουθοῦσαν τούς πατριάρχες καί ἐπισκόπους· Ἀπολιναρίους, Μακεδονίους, Εὐτυχεῖς, Διοσκόρους, Σαββελίους, Σεβήρους, Εὐσεβίους καί πολλούς ἄλλους καί δεχόνταν τά φρονήματά τους, ποῦ τότε Ὀρθοδοξία; Ποῦ χριστιανός εὐσεβής καί ὀρθόδοξος; Καί τί λέγω ἀνθρώπους πατριάρχες καί μητροπολίτες καί δέν λέγω Συνόδους ἀπό 100, 200 καί 348 μητροπολίτες καί ἐπισκόπους ἀποτελούμενες;!!»
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διδάσκει: «Οἱ μέν (αἱρετικοί) τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν. οἱ δέ εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται (ἐξ αἰτίας τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς θά χαθοῦν μαζί τους)». Θεωρεῖ «προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας τό νά παραμένει κάποιος ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν κακοδοξοῦντα ἐπίσκοπόν του». Αὐτές οἱ Πατερικές θέσεις, ἐνσωματώθηκαν καί στά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὅποιος δικαιώνει αἵρεση ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος».
Πῶς κάνουμε ἐμεῖς σχίσμα ὅταν ὑπακοῦμε τόν Μ. Ἀθανάσιο πού λέει: «Εἰ δέ τις προσποιεῖται ὁμολογεῖν μέν ὀρθήν πίστιν, φαίνεται δέ κοινωνῶν ἐκείνοις (ἂν κάποιος προσποιούμενος ὁμολογεῖ τήν ὀρθή πίστι, ἀλλά κοινωνεῖ μέ τούς αἱρετικούς) τόν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιούτης συνηθείας· καί ἐάν μέν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τόν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· (καί ἐάν σᾶς ὑποσχεθεῖ ὅτι θά διακόψει τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς – καί τό πράξει – νά τόν ἔχετε ὡς ἀδελφό σας) ἐάν δέ φιλονίκως ἐπιμένῃ τόν τοιοῦτον παραιτῆσθε (ξεκόψτε ἀπό αὐτόν)».
Καί πῶς θά ἀπορρίψουμε τήν διδαχή τοῦ Ἁγίου Μελέτιου τοῦ Γαλησιώτη πού λέει: «Αἱρετικοί εἰσιν οἱ λατίνοι καί οἱ συγκοινωνοῦντες αὐτοῖς ἀπόλλυνται…»; Καί πῶς μᾶς λέτε νά ἀγνοήσουμε τόν Μ. Ἀθανάσιο, πού ἐπιτάσσει: «μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρός τούς αἱρετικούς, ἀλλά μήν μηδέ πρός τούς κοινωνοῦντας μετά τῶν ἀσεβῶν»;
Ἔτσι λοιπόν, συντασσόμαστε μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, πού τονίζει, ὅτι: «καλύτερος εἶναι ὁ χωρισμός (τό σχίσμα) ὑπέρ τῆς εὐσεβεἰας, παρά ἡ έμπαθής ὁμόνοια».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Ἀλλοίμονο σέ ὅσους μολύνουν τήν Ἁγία Πίστη μέ αἱρέσεις ἢ συγκαταβαίνουν στούς αἱρετικούς», Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος.
Μετά τιμῆς, ἀγάπης καί ἀληθινῆς ὁμολογίας πίστεως,
Μοναχός Σάββας Λαυριώτης