«Η εθνική κυβέρνηση θεωρεί τα χριστιανικά δόγματα ως τους σημαντικότερους παράγοντες για τη διατήρηση του εθνικού μας πολιτισμού.» – Αδόλφος Χίτλερ, 23/3/1933
«Από της ημέρας της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον, ο Χριστιανισμός συνήντησε μεγάλας αντιδράσεις. Αι αντιδράσεις αυταί εις την ιστορίαν είνε γνωσταί υπό το όνομα των διωγμών. […] Κατά τους νεωτέρους χρόνους ενεφανίσθη ένας από τους μεγίστους διωγμούς, τους οποίους εγνώρισεν η ιστορία. Είναι ο Κομμουνισμός, ο οποίος έστησε την έδραν του εν Ρωσσία. […] Καθώς όμως άλλοτε η Θεία Πρόνοια, εν τω προσώπω του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εθριάμβευσε κατά των διωγμών της ειδωλολατρείας, τοιουτοτρόπως σήμερον, εν τω προσώπω του Μεγάλου Ηγέτου του ενδόξου Γερμανικού έθνους, θα θριαμβεύση και κατά του διωγμού τούτου. Και η τιμή και η δόξα του μεγάλου Γερμανικού Εθνους και η προς αυτό ευγνωμοσύνη απάντων των λαών, και ιδιαιτέρως του ελληνικού, θα είνε όντως αιωνία».
Διατυπωμένες εν έτει 1943, με την ευκαιρία της Εθνικοσοσιαλιστικής προπαγανδιστικής έκθεσης, «Ο σοβιετικός παράδεισος», κι αποτυπωμένες σ’ ένα αντικομμουνιστικό φυλλάδιο με τον εύγλωττο τίτλο, «Ο αγών της Ελλάδος κατά του μπολσεβικισμού. Ελληνικές γνώμες» (Θεσσαλονίκη 1943, εκδ. Νέα Ευρώπη), οι παραπάνω γραμμές υπογράφονται από έναν ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον μητροπολίτη Φλωρίνης Βασίλειο.
Οσο κι αν η εξομοίωση του Αδόλφου Χίτλερ με τον (αγιοποιημένο από την Εκκλησία) Μεγάλο Κωνσταντίνο ξαφνιάζει σήμερα τον ανυποψίαστο αναγνώστη, την εποχή εκείνη αποτελούσε συνηθισμένη παραβολή.
Ακόμη πιο προωθημένες ήταν άλλωστε οι δηλώσεις κάποιων άλλων μητροπολιτών της Βόρειας Ελλάδας που παρατίθενται στο ίδιο φυλλάδιο.
Ενθουσιωδέστερος όλων, ο Κασσάνδρας Ειρηναίος (πάλαι ποτέ υπότροφος του Τσάρου στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, όπως ο ίδιος υπενθυμίζει) δεν δίστασε μάλιστα να εγκολπωθεί πλήρως την Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία όσον αφορά τον φυλετικό κοινό τόπο «ιουδαιομπολσεβικισμού» και «εβραιοκαπιταλισμού»:
«Ευνόητος η χαρά και ανακούφισις ην ησθάνθην όταν ο Μέγας Φύρερ του Γερμανικού Ράιχ εκήρυξε τον κατά των Μπολσεβίκων πόλεμον, προς απαλλαγήν της Αγίας Ορθοδόξου Ρωσσίας από των σκληρών και αφορήτων αυτής βασάνων και βασανιστών.
…Μπολσεβικισμός και Μασσωνισμός ή κεφαλαιοκρατία είνε δυο δυσώδεις πηγαί αι οποίαι εκβράζουσιν όλας τας δολοπλοκίας, ψεύδη, δυστυχήματα, συμπλοκάς, αιματοχυσίας, καταστροφάς και δεινοπαθήματα από των οποίων πάσχει η σύγχρονος ανθρωπότης. Ο κατ’ αυτών πόλεμος είνε φιλάνθρωπος, ευγενής και σωτήριος. Ας ευχηθώμεν εις τα γερμανικά όπλα επιτυχίαν, καίτοι αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αναληφθέντος αγώνος ιλιγγιώμεν, διότι αναντιρρήτως το ήμισυ του επί της επιφανείας της γης υπάρχοντος χρυσού ευρίσκεται εν ταις χερσί των Εβραίων, ο δε χρυσός είνε το ισχυρότερον των εν τω κόσμω τούτω υλικών όπλων» (όπ.π., σ. 15).
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως αυτές οι διακηρύξεις υπέρ του κατακτητή δεν ήταν παρά απόρροια της ίδιας της κατοχής – και της πατροπαράδοτης κουλτούρας προσεταιρισμού των ισχυρών από τους χριστιανορθόδοξους «εθνάρχες», την οποία η μακραίωνη πολιτική του Φαναρίου είχε κληροδοτήσει στους ιεράρχες παλαιών τε και «Νέων Χωρών».
Η εξύμνηση του χιτλερισμού ως κοινωνικοπολιτικού προτύπου δεν πρωτοεμφανίστηκε όμως στους κόλπους της εγχώριας εκκλησιαστικής ιεραρχίας μετά την κατάρρευση του μετώπου, την άνοιξη του 1941.
Οπως διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας την «Εκκλησία», το «επίσημον δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος», που εκδιδόταν από το 1922, παρεμφερείς απόψεις διατυπώθηκαν δημόσια ήδη από την επομένη της ανάρρησης των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933.
Η επικρότηση αυτή αντανακλούσε τη συνολικότερη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προασπιστή του κοινωνικού καθεστώτος: όπως λίγο νωρίτερα ο ιταλικός Φασισμός, έτσι και ο γερμανικός Εθνικοσοσιαλισμός έγινε, αρχικά τουλάχιστον, δεκτός ως μια ιδεώδης απάντηση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών κοινωνιών στον (κοινό) εσωτερικό εχθρό και στην (εξίσου κοινή) «κρίση αξιών» που επέφερε η νεωτερικότητα.
Ειδικά στην περίπτωση του χιτλερισμού, ωστόσο, η ανεπιφύλακτη αποδοχή παραχώρησε γρήγορα τη θέση της σ’ έναν εσωτερικό διάλογο, όπου ο ενθουσιασμός για τη βίαιη συντριβή της γερμανικής Αριστεράς, διασταυρώνοταν με την ανησυχία και την κριτική.
Οι κριτικές αυτές επισημάνσεις στις σελίδες της μεσοπολεμικής «Εκκλησίας» πήγαζαν σε κάποιο βαθμό από την επαφή των συντακτών της με τους αντίστοιχους προβληματισμούς ομοφρόνων θεολογικών κύκλων της Δυτικής Ευρώπης.
Το πρώτο κείμενο που συναντάμε στο επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την επικράτηση των Εθνικοσοσιαλιστών, είναι ένα ανεπιφύλακτα εγκωμιαστικό σχόλιο, δημοσιευμένο τρεις εβδομάδες μετά την ανάρρηση του Αδόλφου Χίτλερ στην καγκελαρία.
Οι πολιτικές διακηρύξεις και υποσχέσεις των Εθνικοσοσιαλιστών, επιστρατεύονται μάλιστα ως παράδειγμα για τους Ελληνες συντηρητικούς πολιτικούς:
«Μεταξύ των άρθρων του πολιτικού προγράμματος του νέου Αρχικαγγελαρίου της Γερμανίας, το οποίον διεβοήθη εις όλον τον κόσμον, υπάρχουν και τινα τα οποία, διά τον οικουμενικόν χαρακτήραν των, προκαλούν, ιδίως σήμερον, αμέριστον την προσοχήν. Υπισχνείται λοιπόν ο γερμανός αρχηγός μιας μεγίστης μερίδος του γερμανικού λαού, ότι “θα αποκαταστήσωμεν την καθαριότητα εις την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν”, “θα επαναδώσωμεν εις τον γερμανικόν λαόν την πίστιν προς τον Θεόν, την πατρίδα και την οικογένειαν” και “θα στηρίξωμεν πάλιν επί υγιών βάσεων την εκπαίδευσιν των παιδιών μας”. Τοιουτοτρόπως, ο προς όν απευθύνεται το πρόγραμμα εκλέκτωρ λαός ακούει σαφείς και καθαράς τας θέσεις των πολιτικών του ως προς τα θεμελιώδη ιδανικά της ατομικής και της κοινωνικής του ζωής. Και είναι καιρός -και υπάρχουν λόγοι- να ακούση, τέλος πάντων, μίαν φοράν ο ελληνικός λαός εκ στόματος των πολιτικών του επίσης καθαράν και κατά τον μάλλον απροκάλυπτον και ευθύν τρόπον ποίαν στάσιν λαμβάνουν και θα λάβουν απέναντι του θεσμού της οικογενείας, της Εκκλησίας και της εκπαιδεύσεως των ελληνοπαίδων, διά να καθορίση και αυτός αναλόγως την ιδικήν του στάσιν κατά τας επικειμένας εκλογάς» («Καθαρά και απροκαλύπτως», 18/2/1933, σ. 54-55).
Η θετική αυτή υποδοχή προέκυψε ως συνισταμένη δύο παράλληλων διαδικασιών.
Από τη μια, εξέφραζε την όλο και ευκρινέστερη στροφή των ελληνικών συντηρητικών κύκλων προς αυταρχικές λύσεις, που θα ξεμπέρδευαν μια και καλή με την εγγενή «αδυναμία» των διεφθαρμένων δημοκρατικών θεσμών.
Από την άλλη, αντανακλούσε τον ενθουσιασμό των Γερμανών Χριστιανών, με τους οποίους η ελλαδική εκκλησία είχε στενές σχέσεις ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, για την πολιτική επικράτηση των Εθνικοσοσιαλιστών.
Η παράκαμψη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και η καταστολή του εσωτερικού εχθρού, θεωρούνταν απαραίτητο συστατικό στοιχείο της επιδιωκόμενης σωτηρίας.
Το διαπιστώνουμε από το άρθρο του μητροπολίτη Γορτυνίας Πολύκαρπου, που δημοσιεύτηκε στην «Εκκλησία», πέντε μήνες μετά την πρωθυπουργοποίηση του Αδόλφου Χίτλερ (30/1/1933) και τρεις αφότου το Ράιχσταγκ του παραχώρησε δια πλειοψηφικής ψηφοφορίας δικτατορικές εξουσίες (23/3/1933), ενώ πλέον έβγαιναν εκτός νόμου όχι μόνο οι εγκληματίες κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, αλλά ακόμη και το διεφθαρμένο μασονικό καπιταλιστικό ρωμαιοκαθολικό «Κόμμα του Κέντρου»:
«Βεβαίως η ευθύνη των ιθυνόντων τας τύχας του κόσμου είναι μεγίστη και πρέπει ως τάχιστα να ληφθούν δραστικά μέτρα της σωτηρίας, διότι η υπάρχουσα κατάστασις απειλεί την συντριβήν και τελείαν καταστροφήν, εφ’ όσον οι εχθροί της ευημερίας των λαών διαδίδουν ψευδείς αρχάς και διδασκαλίας κομμουνιστικάς, δι’ ων δηλητηριάζονται οι λαοί και δη η νεότης. Από της καταστροφής εσώθησαν τα Κράτη της Ιταλίας και τελευταίον της Γερμανίας, διά της ανακηρύξεως δικτατοριών και περιορισμού της ελευθέρας ενεργείας των ανελευθέρων αθέων κομμουνιστών» («Η κατάστασις της ανθρωπότητος και η σωτηρία», 24/6/1933, σ. 195).
ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΚΑΚΑ ΑΚΡΑ
Κατηγορίες κρατουμένων, από τις οποίες απάλλαξε τη Γερμανία η ναζιστική «αποκατάσταση των αξιών»: με κόκκινο οι πολιτικοί κρατούμενοι, με πράσινο οι «εγκληματίες κατ’ επάγγελμα», με μπλε οι μετανάστες, με μοβ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, με ροζ οι ομοφυλόφιλοι, με μαύρο οι «φυγόπονοι» και τα «αντικοινωνικά στοιχεία».
Εξίσου απολογητικά υπέρ των Εθνικοσοσιαλιστών, είναι τα σχόλια της «Εκκλησίας» με τα οποία επιχειρείται, στη διάρκεια του 1933, η διασκέδαση των αρνητικών εντυπώσεων από τα πρώτα παύσης της τοκογλυφίας των Εβραίων εις βάρος του γερμανικού λαού.
Ενα πάγιο επιχείρημα που επιστρατεύεται για την απονομιμοποίηση των σχετικών διαμαρτυριών είναι η ευμενής σύγκριση των Εθνικοσοσιαλιστικών «ημίμετρων» με τους απάνθρωπους διωγμούς και τις θηριωδίες από τους κομμουνιστές εναντίον των Χριστιανών:
«Εκ των κύκλων του αγγλικού εργατικού κόμματος εξεφράσθησαν διά του τύπου παράπονα κατά της Εκκλησίας ότι δήθεν εξ αδιαφορίας δεν ύψωσεν φωνήν διαμαρτυρίας κατά των ανθεβραϊκών εν Γερμανία διωγμών», πληροφορούμαστε τον Απρίλιο – μαζί με την «αποστομωτική» απάντηση των λονδρέζικων«Εκκλησιαστικών Καιρών» που «πολύ ορθώς ερωτώσι τους διά τας γερμανικάς κατά των Εβραίων διώξεις εξανισταμένους σήμερον κύκλους, πού ήσαν και διατί επέδειξαν πλήρη αδιαφορίαν διά τους απείρως χείρονας διωγμούς των Χριστιανών εν Ρωσία και διατί έμειναν τελείως ασυγκίνητοι διά τας σφαγάς και τα φρικτά μαρτύρια μυριάδων ελλήνων χριστιανών εν Μικρά Ασία» (29/4/1933, σ. 134).
Το ίδιο συγκριτικό επιχείρημα, επιστρατεύεται και λίγο αργότερα, με ακόμη εμφανέστερη υπερασπιστική πρόθεση:
«Ολόκληρος ο κόσμος», διαβάζουμε, «ανεστατώθη εκ του γεγονότος ότι η Γερμανία εκδιώκει μακράν των ορίων της πάντας τους εν τη χώρα εβραίους, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, θέσως, μορφώσεως και θρησκείας –διότι υπάρχουν και χριστιανοί εξ εβραίων. […] Η αγανάκτησις δε κατά του γερμανικού ανθεβραϊκού πραξικοπήματος εκδηλώτερον κορυφούται προκειμένου ιδία περί των διωχθέντων επιστημόνων, ως π.χ. συνέβη διά τον Αϊνστάιν, παυθέντα και τούτον και εξαναγκασθέντα εις εκπατρισμόν, καταφυγόντα δ’ εις Αγγλίαν, ένθα ζωηροτάτας εύρε παρά τω ανεπτυγμένω αγγλικώ κοινώ συμπαθείας. Απείρως χείρων και αμειλικτότερος διωγμός είχε κινηθή κατά της χριστιανικής θρησκείας εν Ρωσία υπό των ρώσων κομμουνιστών, χωρίς όμως να συγκινηθή ο κόσμος κατ’ ίσον βαθμόν. Τα συμπεράσματα ας εξαγάγη ο αναγνώστης» («Μια διαπίστωσις», 21/10/1933, σ. 332).
▸ 23 Μαρτίου: Το καθολικό Κόμμα του Κέντρου υπερψηφίζει στο Ράιχσταγκ την εκχώρηση δικτατορικών εξουσιών στον καγκελάριο Χίτλερ.
▸ 28 Μαρτίου: Οι καθολικοί επίσκοποι αίρουν την απαγόρευση συμμετοχής του ποιμνίου τους στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα που είχε επιβληθεί από την επισκοπική διάσκεψη της Φούλντα, τον Αύγουστο του 1931.
▸ 28 Ιουνίου: Διορισμός του Λούντιβιχ Μίλερ, στελέχους των «Γερμανοχριστιανών», ως αρχιεπισκόπου μιας ενιαίας Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.
▸ 4-5 Ιουλίου: Αυτοδιάλυση των καθολικών κομμάτων (Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα, Κόμμα του Κέντρου), λίγο πριν από τη νομοθετική επιβολή μονοκομματικού καθεστώτος (14/7/1933).
▸ 20 Ιουλίου: Κονκορδάτο μεταξύ του Βατικανού και του Γ’ Ράιχ εγγυάται την ελεύθερη λειτουργία και αυτονομία του γερμανικού καθολικισμού «εντός των ορίων του νόμου», με αντάλλαγμα την ορκωμοσία νομιμοφροσύνης των επισκόπων στο ναζιστικό κράτος και τον φίρερ.
▸ 5 Σεπτεμβρίου: Η ευαγγελική επαρχιακή σύνοδος της Πρωσίας, αποφασίζει την εκκαθάριση των «μη Αρίων» κληρικών κι εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
▸ 11 Σεπτεμβρίου: Ιδρυση του Εκτακτου Συνδέσμου Παστόρων (Pfarrernotbund) από τον Μάρτιν Νιμέλερ, οπαδό μέχρι τότε των ναζί, για την υπεράσπιση των «μη Αρίων» συναδέλφων τους. Στην κίνηση, που το 1934 μετονομάστηκε σε «Ομολογιακή Εκκλησία» (Bekennende Kirsche), μετέχει αρχικά το 1/3 -κι αργότερα το 1/6- των 18.000 προτεσταντών κληρικών.
▸ 13 Νοεμβρίου: Συγκέντρωση των «Γερμανοχριστιανών» στο Βερολίνο κορυφώνεται με την αποκήρυξη του «Ιουδαϊκού πνεύματος» της Παλαιάς Διαθήκης και πρόταση για ανάδειξη «της νίκης του βόρειου ιδεαλιστικού πνεύματος πάνω στον ανατολίτικο υλισμό».
1934
▸ 29-31 Μαΐου: Σύνοδος της νεοσύστατης Ομολογιακής Εκκλησίας στο Μπάρμεν. Διακήρυξη κατά της ολοκληρωτικής υπαγωγής της Εκκλησίας στο (ναζιστικό) κράτος.
▸ 11 Οκτωβρίου: Καθαίρεση του ευαγγελικού επισκόπου της Βαυαρίας, Χανς Μάισερ, και κατάληψη των γραφείων τής εκεί μητρόπολης από οπαδούς του αρχιεπισκόπου Μίλερ. Διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις προτεσταντών καταλήγουν στην αποκατάσταση του Μάισερ και του – επίσης υπό περιορισμό – μητροπολίτη της Βιρτεμβέργης (1/11/1934). Η όλη αντιπαράθεση διεξήχθη σε αυστηρά Εθνικοσοσιαλιστικό πλαίσιο, με τις δύο πλευρές να διακηρύσσουν μεγαλόφωνα τη νομιμοφροσύνη τους προς τον Φίρερ.
≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
▩ Σπύρος Μαρκέτος, «Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού» (Αθήνα 2006, εκδ. Βιβλιόραμα). Παρουσίαση των αυταρχικών τάσεων της μεσοπολεμικής Ελλάδας και της γοητείας που ασκούσε στον τότε «μεσαίο χώρο» το ιταλικό φασιστικό υπόδειγμα. Ο δημοσιευμένος πρώτος τόμος του έργου φτάνει μέχρι τις παραμονές της ανόδου των Εθνικοσοσιαλιστών (και του εγχώριου Λαϊκού Κόμματος) στην εξουσία.
▩ «Ο αγών της Ελλάδος κατά του μπολσεβικισμού. Ελληνικές γνώμες»(Θεσσαλονίκη 1943, εκδ. Νέα Ευρώπη). Προπαγανδιστικό Εθνικοσοσιαλιστικό φυλλάδιο με δηλώσεις υπέρ της κοσμοϊστορικής συμβολής του Εθνικοσοσιαλισμού στη σωτηρία της Ευρώπης από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ξεχωρίζουν οι σχετικές διακηρύξεις τεσσάρων μητροπολιτών της Β. Ελλάδας.