Διαβάστε το εδώ:
ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Καινή Διαθήκη αποτελεί το μοναδικό βιβλίο στον κόσμο που έχει τυπωθεί και ανατυπωθεί τόσες φορές όσες κανένα άλλο, αφού ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι προσκεκλημένος να γίνει μέλος της Εκκλησίας του Θεού και μέτοχος της αιωνίου βασιλείας Του. Σε μια εποχή όπου η εξουσία της ύλης υποβάλλει και υποδουλώνει τον ελεύθερο άνθρωπο, το θεόπνευστο αυτό βιβλίο αποτελεί μια Καινούργια Διαθήκη, συμφωνία, σχέσεως του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τον Δημιουργό και με τον συνάνθρωπό του.
Το βιβλίο αυτό, το δεύτερο της Αγίας Γραφής, μπορεί να συμβάλει στην πνευματική οικοδομή του ανθρώπου σε έναν κόσμο που συνήθισε να θεμελιώνει τη ζωή του σε στηρίγματα και κοσμικά πρότυπα που απογοητεύουν και αχρηστεύουν το θεοειδές είναι του.
Τα ευαγγέλια που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη δεν συνιστούν έναν απλό λόγο που προάγει μια καλή κοσμική ζωή, αλλά αγγέλλουν μήνυμα σωτήριο και αιώνιο. Είναι πνευματική ανάγκη σήμερα να ανοίξει ο άνθρωπος τα σωματικά και ψυχικά του μάτια για να μελετήσει με αγάπη τις Άγιες Γραφές σ’ έναν κόσμο όπου τα μηνύματα που εκπέμπονται διαμορφώνουν συνειδήσεις απάνθρωπες και ζοφώδεις, αφού προέρχονται «εξ ανθρώπων».
Τα λόγια που περιέχει η Καινή Διαθήκη δεν είναι λόγια που παρακινούν ή εκπληρώνουν ατομικές επιθυμίες και κοσμικές επιδιώξεις.
Ο Υιος και Λόγος του Θεού αποκαλύπτει στο πρόσωπό Του την εικόνα που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως δημιούργημά Του. Ο άνθρωπος με τις σκέψεις και τις πράξεις του πρέπει να γίνει «σύμμορφος» της εικόνας του Χριστού. Ο σαρκικός άνθρωπος, εφ’ όσον ο νους του δεν φωτίζεται από το πνεύμα του Θεού, είναι αδύνατο να ερμηνεύσει πνευματικά τον εαυτό του, τη ζωή και τον προορισμό του. Ο ημίπιστος δουλεύοντας για δύο κυρίους, Θεό και μαμωνά, δεν θα μπορέσει να εμβαθύνει στο βαθύτερο νόημα των Αγίων Γραφών, ο δε τυπολάτρης, Φαρισαίος, υπηρετώντας το εγώ του και το γράμμα του νόμου θα στερηθεί της θείας αποκαλύψεως και της αιωνίου ζωής.
Η Καινή Διαθήκη προσφέρεται σήμερα, σε μια εποχή όπου θριαμβεύει η ατομικότητα και ο υλικός προσανατολισμός του ανθρώπου και όπου ο λόγος είναι μόνο ρητορικός και σάρκινος. Συνεπώς, ο λόγος που περιέχει η Κ.Δ. φαίνεται σκληρός, σύμφωνα με την κοσμική αντίληψη, όπως έτσι φάνηκε και ο λόγος του Χριστού προς τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών Του, όταν είπε: «το πνεύμά εστι το ζωοποιούν, η σάρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι και ζωή εστιν» ( Ιω. 6,63) ή όταν ονόμασε τον εαυτό Του «άρτο της ζωής» ( Ιω. 6,48). Οταν ο μεγάλος αριθμός από τον ευρύ κύκλο των μαθητών του Χριστού άκουσε τους λόγους αυτούς εγκατέλειψε το Χριστό και τότε Εκείνος ρώτησε τους υπόλοιπους δώδεκα· «μη και υμείς θέλετε υπάγειν;» ( Ιω. 6,67). Δεν ανάγκασε κανέναν, ωστόσο ο Σίμων Πέτρος του απάντησε· «προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» ( Ιω. 6,68).
Πράγματι, σε ποιό άλλο πρόσωπο εκτός από το Χριστό μπορούσαν να εμπιστευθούν την ύπαρξή τους και να μαθητεύσουν την αλήθεια και την αιώνια ζωή;
Αποδείχθηκε από την εμπειρία της Εκκλησίας ότι δεν υπήρξε ούτε υπάρχει άλλος, εκτός από το Χριστό, στην ιστορία της ανθρωπότητας, που να δίνει με τα λόγια και την πράξη αυθεντικό δείγμα αιώνιας ζωής. Αποδείχθηκε ότι ο επίγειος άρτος χωρίς τον ουράνιο οδηγεί στο θάνατο.
Το φρόνημα της σαρκός και η εξάρτηση του ανθρώπου από αυτό παραχαράσσει τη θεία καταγωγή του και αχρηστεύει την εικόνα του, ως εικόνα Θεού, ενώ το φρόνημα του πνεύματος έχει καρπούς πνευματικούς και αιώνιους. Η απολλυμένη βρώσις είναι η πρόσκαιρη τροφή που σήπεται, όμως η τροφή που δίνει η Καινή Διαθήκη είναι εκείνη που μένει εις ζωήν αιώνιον, επειδή προέρχεται από τον Υιόν του Θεού ( Ιω. 6,27).
Η αθανασία και η αιωνιότητα προσφέρονται από το Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Η αδυναμία και η άρνηση του σημερινού ανθρώπου να πιστεύει και να τραφεί από τον « Άρτο της ζωής» είναι γιατί η σαρκολατρία και η ειδωλολατρία έχουν τυφλώσει τα μάτια της ανθρώπινης ψυχής.
Η Καινή Διαθήκη προσφέρει στον άνθρωπο ρήματα ζωής αιωνίου και εκείνος, σε συνδυασμό με την τήρηση των εντολών του Θεού και την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, εισάγεται στη βασιλεία του Θεού και ενδύεται με το ένδυμα της αφθαρσίας.
Η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος αναπέμπει δοξολογίες στον Πανάγαθο Θεό που την αξιώνει να ανατυπώνει τον αιώνιο λόγο του Θεού, και εύχεται στον ευσεβή αναγνώστη η μελέτη αυτού, δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, να συμβάλει στον αγιασμό του, την τελείωσή του και τη σωτηρία του.
Ο Χριστουπόλεως ΠΕΤΡΟΣ
Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας
——————————————————-
ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
1 ΒΙΒΛΟΣ γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυϊδ, υιού Αβραάμ.
2 Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, 3 Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ, 4 Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών, 5 Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον’Ωβήδ εκ της Ρουθ,’Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, 6 Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαυϊδ τον βασιλέα. Δαυϊδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου, 7 Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά, 8 Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον’Οζίαν, 9’Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, 10 Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, 11 Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος.
12 Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ, 13 Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, 14 Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, 15 Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, 16 Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός.
17 Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυϊδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυϊδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες.
18 Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην. μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. 19 Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν.
20 Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ εφάνη αυτω λέγων· Ιωσήφ υιος Δαυϊδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου· το γαρ εν αυτη γεννηθέν εκ Πνεύματός εστιν Αγίου. 21 τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. 22 Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· 23 Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ό εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός. 24 Διεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησεν ως προσέταξεν αυτω ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού, 25 και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Β΄
1 ΤΟΥ δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα 2 λέγοντες· που εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτω. 3 Ακούσας δε Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού, 4 και συναγαγών πάντας τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού επυνθάνετο παρ’ αυτών που ο Χριστός γεννάται. 5 οι δε είπον αυτω· εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας· ούτω γαρ γέγραπται δια του προφήτου· 6 Και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα· εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ.
7 Τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ’ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος, 8 και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ είπε· πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί του παιδίου, επάν δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτω. 9 οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν· και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον· 10 ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, 11 και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτω, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτω δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν· 12 και χρηματισθέντες κατ’ όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών.
13 Αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ όναρ τω Ιωσήφ λέγων· εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι· μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό. 14 Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, 15 και ην εκεί έως της τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. 16 Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. 17 τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος· 18 Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν.
19 Τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω 20 λέγων· εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ· τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. 21 ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ήλθεν εις γην Ισραήλ. 22 ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτού, εφοβήθη εκεί απελθείν· χρηματισθείς δε κατ’ όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, 23 και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, όπως πληρωθή το ρηθέν δια των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Γ΄
1 ΕΝ δε ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο βαπτιστής κηρύσσων εν τη ερήμω της Ιουδαίας 2 και λέγων· μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. 3 ούτος γαρ εστιν ο ρηθείς υπό Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού.
4 Αυτός δε ο Ιωάννης είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον.
5 Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου, 6 και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών. 7 ιδών δε πολλούς των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους επί το βάπτισμα αυτού είπεν αυτοίς· γεννήματα εχιδνών, τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής; 8 ποιήσατε ουν καρπόν άξιον της μετανοίας, 9 και μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ. 10 ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. 11 εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν· ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν, ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματα βαστάσαι· αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί. 12 ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω.
13 Τότε παραγίνεται ο Ιησούς από της Γαλιλαίας επί τον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην του βαπτισθήναι υπ’ αυτού. 14 ο δε Ιωάννης διεκώλυεν αυτόν λέγων· εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με; 15 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε προς αυτόν· άφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην· τότε αφίησιν αυτόν· 16 και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος· και ιδού ανεώχθησαν αυτω οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν και ερχόμενον επ’ αυτόν· 17 και ιδού φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· ούτός εστιν ο υιος μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα.
ΚΑΤΑ Μ ΑΤΘΑΙΟΝ Δ΄
1 ΤΟΤΕ ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου, 2 και νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα ύστερον επείνασε. 3 και προσελθών αυτω ο πειράζων είπεν· ει υιος ει του Θεού, ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται. 4 Ο δε αποκριθείς είπε· γέγραπται, ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού.
5 Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν, και ίστησιν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού 6 και λέγει αυτω· ει υιος ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. 7 έφη αυτω ο Ιησούς· πάλιν γέγραπται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου. 8 Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν και δείκνυσιν αυτω πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών 9 και λέγει αυτω· ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι. 10 τότε λέγει αυτω ο Ιησούς· ύπαγε οπίσω μου, σατανά· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτω μόνω λατρεύσεις. 11 Τότε αφίησιν αυτόν ο διάβολος, και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτω.
12 Ακούσας δε ο Ιησούς ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις την Γαλιλαίαν.
13 και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, 14 ίνα πληρωθή το ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· 15 γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, 16 ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς.
17 Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν· μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών.
18 Περιπατών δε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν· ήσαν γαρ αλιείς. 19 και λέγει αυτοίς· δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. 20 οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτω. 21 Και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτω καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών, και εκάλεσεν αυτούς. 22 οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτω.
23 Και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαω. 24 και απήλθεν η ακοή αυτού εις όλην την Συρίαν, και προσήνεγκαν αυτω πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους, και δαιμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς, και εθεράπευσεν αυτούς· 25 και ηκολούθησαν αυτω όχλοι πολλοί από της Γαλιλαίας και Δεκαπόλεως και Ιεροσολύμων και Ιουδαίας και πέραν του Ιορδάνου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ε΄
1 ΙΔΩΝ δε τους όχλους ανέβη εις το όρος, και καθίσαντος αυτού προσήλθον αυτω οι μαθηταί αυτού, 2 και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων· 3 μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. 4 μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακλήθησονται.
5 μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην. 6 μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. 7 μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται. 8 μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. 9 μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται. 10 μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών.
11 μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού.
12 χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς· ούτω γαρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών.
13 Υμείς εστε το άλας της γης· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται; εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων. 14 Υμείς εστε το φως του κόσμου. ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη· 15 ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασι αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία. 16 ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς.
17 Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. 18 αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται. 19 ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών· ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών. 20 λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών.
21’Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου φονεύσεις· ος δ’ αν φονεύση, ένοχος έσται τη κρίσει. 22 Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφω αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφω αυτού ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω· ος δ’ αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. 23 Εάν ουν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, 24 άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφω σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. 25 Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδω μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδω ο αντίδικος τω κριτη και ο κριτής σε παραδω τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήση· 26 αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδως τον έσχατον κοδράντην. 27’Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις. 28 Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς τον επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. 29 ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. 30 και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν. 31 Ερρέθη δε· ος αν απολύση την γυναίκα αυτού, δότω αυτη αποστάσιον. 32 Εγώ δε λέγω υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι, και ος εάν απολελυμένην γαμήσει, μοιχάται. 33 Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. 34 Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως· μήτε εν τω ουρανω, ότι θρόνος εστί του Θεού. 35 μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιόν εστι των ποδών αυτού· μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως· 36 μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. 37 έστω δε ο λόγος υμών ναί ναί, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν. 38’Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος· 39 Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρω· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτω και την άλλην· 40 και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτω και το ιμάτιον· 41 και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο· 42 τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής. 43’Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. 44 Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς. 45 όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. 46 εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; 47 και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τελώναι ούτω ποιούσιν; 48 Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ωσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΣΤ΄
1 ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς· ει δε μήγε, μισθόν ουκ έχετε παρά τω πατρί υμών τω εν τοις ουρανοίς. 2 Όταν ουν ποιής ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, ωσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις ρύμαις, όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων· αμήν λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών. 3 σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου, 4 όπως ή σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτω, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτω αποδώσει σοι εν τω φανερω. 5 Και όταν προσεύχη, ουκ έση ωσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. 6 συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις τον ταμιείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτω, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτω αποδώσει σοι εν τω φανερω.
7 Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ωσπερ οι εθνικοί· δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. 8 μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς· οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν. 9 ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· 10 ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανω, και επί της γης· 11 τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον· 12 και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών· 13 και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας· αμήν.
14 Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· 15 εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών.
16 Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ωσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. 17 συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, 18 όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτω, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτω αποδώσει σοι εν τω φανερω.
19 Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διαρύσσουσι και κλέπτουσι·
20 θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανω, όπου ούτε σής ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν· 21 όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών.
22 Ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός· εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον το σώμά σου φωτεινόν έσται· 23 εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον το σώμά σου σκοτεινόν έσται. ει ουν το φως το εν σοί σκότος εστί, το σκότος πόσον; 24 Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε Θεω δουλεύειν και μαμωνά.
25 Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλείόν εστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος; 26 εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; 27 τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 28 και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; καταμάθετε τα κρίνα του αγρού Πως αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει· 29 λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. 30 Ει δε τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλω μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι;
31 μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; 32 πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί· οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. 33 ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. 34 Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον· η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ζ΄
1 ΜΗ κρίνετε, ίνα μη κριθήτε· 2 εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. 3 τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμω του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμω δοκόν ου κατανοείς; 4 ή Πως ερείς τω αδελφω σου, άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμω σου; 5 υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. 6 Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς. 7 Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν· 8 πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. 9 ή τις εστιν εξ υμών άνθρωπος, ον εάν αιτήση ο υιος αυτού άρτον, μη λίθον επιδώσει αυτω; 10 και εάν ιχθύν αιτήση, μη όφιν επιδώσει αυτω; 11 ει ουν υμείς, πονηροί όντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς δώσει αγαθά τοις αιτούσιν αυτόν; 12 Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιήτε αυτοίς· ούτος γαρ εστιν ο νόμος και οι προφήται.
13 Εισέλθετε δια της στενής πύλης· ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. 14 τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν! 15 Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες. 16 από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα;
17 ούτω παν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί. 18 ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν.
19 παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. 20 άραγε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς.
21 Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς. 22 πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τη ημέρα· Κύριε Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; 23 και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς· αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν. 24 Πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς, ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν· 25 και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη οικία εκείνη, και ουκ έπεσε· τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. 26 και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μη ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί μωρω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον· 27 και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη, και έπεσε, και ην η πτώσις αυτής μεγάλη.
28 Και εγένετο ότε συνετέλεσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους, εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού· 29 ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Η΄
1 ΚΑΤΑΒΑΝΤΙ δε αυτω από του όρους ηκολούθησαν αυτω όχλοι πολλοί. 2 Και ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτω λέγων· Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι. 3 και εκτείνας την χείραν ήψατο αυτού ο Ιησούς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. και ευθέως εκαθαρίσθη αυτού η λέπρα. 4 και λέγει αυτω ο Ιησούς· όρα μηδενί είπης, αλλά ύπαγε σεαυτόν δείξον τω ιερεί και προσένεγκε το δώρον ό προσέταξε Μωσής εις μαρτύριον αυτοίς.
5 Εισελθόντι δε αυτω εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτω εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων· 6 Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. 7 και λέγει αυτω ο Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. 8 και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παις μου. 9 και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί. 10 ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. 11 λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, 12 οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 13 και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ωρα εκείνη.
14 Και ελθών ο Ιησούς εις την οικίαν Πέτρου είδε την πενθεράν αυτού βεβλημένην και πυρέσσουσαν· 15 και ήψατο της χειρός αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός και ηγέρθη και διηκόνει αυτω. 16’Οψίας δε γενομένης προσήνεγκαν αυτω δαιμονιζομένους πολλούς, και εξέβαλε τα πνεύματα λόγω και πάντας τους κακώς έχοντας εθεράπευσεν, 17 όπως πληρωθή το ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· αυτός τας αθσενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν.
18 Ιδών δε ο Ιησούς πολλούς όχλους περί αυτόν εκέλευσεν απελθείν εις το πέραν. 19 Και προσελθών εις γραμματεύς είπεν αυτω· διδάσκαλε, ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη. 20 και λέγει αυτω ο Ιησούς· αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιος του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη. 21 Έτερος δε των μαθητών αυτού είπεν αυτω· Κύριε, επίτρεψόν μοι πρώτον απελθείν και θάψαι τον πατέρα μου. 22 ο δε Ιησούς είπεν αυτω· ακολούθει μοι, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς.
23 Και εμβάντι αυτω εις το πλοίον ηκολούθησαν αυτω οι μαθηταί αυτού. 24 και ιδού σεισμός μέγας εγένετο εν τη θαλάσση, ωστε το πλοίον καλύπτεσθαι υπό των κυμάτων· αυτός δε εκάθευδε. 25 και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήγειραν αυτόν λέγοντες· Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα. 26 και λέγει αυτοίς· τι δειλοί εστε, ολιγόπιστοι; τότε εγερθείς επετίμησε τοις ανέμοις και τη θαλάσση, και εγένετο γαλήνη μεγάλη. 27 οι δε άνθρωποι εθαύμασαν λέγοντες· ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτω;
28 Και ελθόντι αυτω εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών υπήντησαν αυτω δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ωστε μη ισχύειν τινά παρελθείν δια της οδού εκείνης. 29 και ιδού έκραξαν λέγοντες· τι ημίν και σοί, Ιησού υιε του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; 30 ην δε μακράν απ’ αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη. 31 οι δε δαίμονες παρεκάλουν αυτόν λέγοντες· ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων. 32 και είπεν αυτοίς· υπάγετε. οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού ωρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν. 33 οι δε βόσκοντες έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. 34 και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τω Ιησού, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ΄
1 ΚΑΙ εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν. 2 Και ιδού προσέφερον αυτω παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον· και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικω· θάρσει, τέκνον· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. 3 και ιδού τινες των γραμματέων είπον εν εαυτοίς· ούτος βλασφημεί. 4 και ιδών ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν· ίνα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών; 5 τι γαρ εστιν ευκοπώτερον, ειπείν, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και περιπάτει; 6 ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιος του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας – τότε λέγει τω παραλυτικω· εγερθείς άρόν σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκόν σου. 7 και εγερθείς απήλθεν εις τον οίκον αυτού. 8 ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις. 9 Και παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει αυτω· ακολούθει μοι. και αναστάς ηκολούθησεν αυτω. 10 Και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία, και ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. 11 και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοις μαθηταίς αυτού· διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών; 12 ο δε Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες. 13 πορευθέντες δε μάθετε τι εστιν έλεον θέλω και ου θυσίαν. ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. 14 Τότε προσέρχονται αυτω οι μαθηταί Ιωάννου λέγοντες· διατί ημείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολλά, οι δε μαθηταί σου ου νηστεύουσι; 15 και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος πενθείν εφ’ όσον χρόνον μετ’ αυτών εστιν ο νυμφίος; ελεύσονται δε ημέραι όταν απαρθή απ’ αυτών ο νυμφίος, και τότε νηστεύσουσιν. 16 ουδείς δε επιβάλλει επίβλημα ράκους αγνάφου επί ιματίω παλαιω· αίρει γαρ το πλήρωμα αυτού από του ιματίου, και χείρον σχίσμα γίνεται. 17 ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς· ει δε μήγε, ρήγνυνται οι ασκοί, και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται· αλλά οίνον νέον εις ασκούς βάλλουσι καινούς, και αμφότεροι συντηρούνται.
18 Ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων εις προσελθών προσεκύνει αυτω λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν· αλλά ελθών επίθες την χείρά σου επ’ αυτήν και ζήσεται. 19 και εγερθείς ο Ιησούς ηκολούθησεν αυτω και οι μαθηταί αυτού. 20 Και ιδού γυνή, αιμορροούσα δώδεκα έτη, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. 21 έλεγε γαρ εαυτη, εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι. 22 ο δε Ιησούς επιστραφείς και ιδών αυτήν είπε· θάρσει, θύγατερ· η πίστις σου σέσωκέ σε. και εσώθη η γυνή από της ωρας εκείνης. 23 Και ελθών ο Ιησούς εις την οικίαν του άρχοντος και ιδών τους αυλητάς και τον όχλον θορυβούμενον, λέγει αυτοίς· 24 αναχωρείτε· ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει, και κατεγέλων αυτού· 25 ότε δε εξεβλήθη ο όχλος, εισελθών εκράτησε της χειρός αυτής, και ηγέρθη το κοράσιον. 26 και εξήλθεν η φήμη αύτη εις όλην την γην εκείνην.
27 Και παράγοντι εκείθεν τω Ιησού ηκολούθησαν αυτω δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες· ελέησον ημάς, υιε Δαυϊδ. 28 ελθόντι δε εις την οικίαν προσήλθον αυτω οι τυφλοί, και λέγει αυτοίς ο Ιησούς· πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι; λέγουσιν αυτω· ναί, Κύριε. 29 τότε ήψατο των οφθαλμών αυτών λέγων· κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν. 30 και ανεώχθησαν αυτών οι οφθαλμοί. και ενεβριμήσατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων· οράτε μηδείς γινωσκέτω. 31 οι δε εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη. 32 Αυτών δε εξερχομένων ιδού προσήνεγκαν αυτω άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον· 33 και εκβληθέντος του δαιμονίου ελάλησεν ο κωφός, και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ότι ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ. 34 οι δε Φαρισαίοι έλεγον· εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια.
35 Και περιήγεν ο Ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαω. 36 Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. 37 τότε λέγει τοις μαθηταίς αυτού· ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι. 38 δεήθητε ουν του κυρίου του θερισμού όπως εκβάλη εργάτας εις τον θερισμόν αυτού.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι΄
1 ΚΑΙ προσκαλεσάμενος τους δώδεκα μαθητάς αυτού έδωκεν αυτοίς εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων ωστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. 2 Τών δε δώδεκα αποστόλων τα ονόματά εισι ταύτα· πρώτος Σίμων ο λεγόμενος Πέτρος και Ανδρέας ο αδελφός αυτού, Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου και Ιωάννης ο αδελφός αυτού, 3 Φίλιππος και Βαρθολομαίος, Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης, Ιάκωβος ο του Αλφαίου και Λεββαίος ο επικληθείς Θαδδαίος, 4 Σίμων ο Κανανίτης και Ιούδας ο Ισκαριώτης ο και παραδούς αυτόν. 5 Τούτους τους δώδεκα απέστειλεν ο Ιησούς παραγγείλας αυτοίς λέγων· εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε· 6 πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. 7 πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών. 8 ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε. 9 μη κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών, 10 μη πήραν εις οδόν μηδέ δύο χιτώνας μηδέ υποδήματα μηδέ ράβδον· άξιος γαρ εστιν ο εργάτης της τροφής αυτού. 11 εις ην δ’ αν πόλιν ή κώμην εισέλθητε, εξετάσατε τις εν αυτη άξιός εστι, κακεί μείνατε έως αν εξέλθητε. 12 εισερχόμενοι δε εις την οικίαν ασπάσασθε αυτήν λέγοντες· ειρήνη τω οίκω τούτω. 13 εάν μεν ή η οικία αξία, ελθέτω η ειρήνη υμών επ’ αυτήν· εάν δε μη ή αξία, η ειρήνη υμών προς υμάς επιστραφήτω. 14 και ος εάν μη δέξηται υμάς μηδέ ακούση τους λόγους υμών, εξερχόμενοι έξω της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών. 15 αμήν λέγω υμίν, ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γομόρρας εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη. 16 ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων· γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί. 17 Προσέχετε δε από των ανθρώπων· παραδώσουσι γαρ υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς· 18 και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς και τοις έθνεσιν. 19 όταν δε παραδώσωσιν υμάς, μη μεριμνήσητε Πως ή τι λαλήσετε· δοθήσεται γαρ υμίν εν εκείνη τη ωρα τι λαλήσετε. 20 ου γαρ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν. 21 Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς· 22 και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου· ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. 23 όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις την άλλην· αμήν γαρ λέγω υμίν, ου μη τελέσητε τας πόλεις του Ισραήλ έως αν έλθη ο υιος του ανθρώπου. 24 Ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον ουδέ δούλος υπέρ τον κύριον αυτού. 25 αρκετόν τω μαθητη ίνα γένηται ως ο διδάσκαλος αυτού, και τω δούλω ως ο κύριος αυτού. ει τον οικοδεσπότην Βεελζεβούλ εκάλεσαν, πόσω μάλλον τους οικιακούς αυτού; 26 μη ουν φοβηθήτε αυτούς· ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ό ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται. 27 ό λέγω υμίν εν τη σκοτία, είπατε εν τω φωτί, και ό εις το ους ακούετε, κηρύξατε επί των δωμάτων. 28 και μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι· φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη. 29 ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών. 30 υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί. 31 μη ουν φοβηθήτε· πολλών στρουθίων διαφέρετε υμείς. 32 Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτω έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. 33 όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. 34 Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. 35 ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής· 36 και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού. 37 Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· 38 και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος. 39 ο ευρών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν. 40 Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο εμέ δεχόμενος δέχεται τον αποστείλαντά με. 41 ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου μισθόν προφήτου λήψεται, και ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου μισθόν δικαίου λήψεται. 42 και ος εάν ποτίση ένα των μικρών τούτων ποτήριον ψυχρού μόνον εις όνομα μαθητού, αμήν λέγω υμίν, ου μη απολέση τον μισθόν αυτού.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ΄
1 ΚΑΙ εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς διατάσσων τοις δώδεκα μαθηταίς αυτού μετέβη εκείθεν του διδάσκειν και κηρύσσειν εν ταις πόλεσιν αυτών.
2 Ο δε Ιωάννης ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χριστού, πέμψας δύο των μαθητών αυτού 3 είπεν αυτω· συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; 4 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α ακούετε και βλέπετε· 5 τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται· 6 και μακάριός εστιν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί. 7 Τούτων δε πορευομένων ήρξατο ο Ιησούς λέγειν τοις όχλοις περί Ιωάννου· τι εξήλθετε εις την έρημον θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; 8 αλλά τι εξήλθετε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων εισίν. 9 αλλά τι εξήλθετε ιδείν; προφήτην; ναί λέγω υμίν, και περισσότερον προφήτου. 10 ούτος γαρ εστι περί ου γέγραπται· ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου. 11 αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού· ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστιν. 12 από δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. 13 πάντες γαρ οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν. 14 και ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν’Ηλίας ο μέλλων έρχεσθαι. 15 ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. 16 Τίνι δε ομοιώσω την γενεάν ταύτην; ομοία εστί παιδίοις καθημένοις εν αγοραίς, α προσφωνούντα τοις εταίροις αυτών λέγουσιν· 17 ηυλήσαμεν υμίν, και ουκ ωρχήσασθε, εθρηνήσαμεν υμίν, και ουκ εκόψασθε. 18 ήλθε γαρ Ιωάννης μήτε εσθίων μήτε πίνων, και λέγουσι· δαιμόνιον έχει. 19 ήλθεν ο υιος του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγουσιν· ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών. και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής! 20 Τότε ήρξατο ονειδίζειν τας πόλεις εν αις εγένοντο αι πλείσται δυνάμεις αυτού, ότι ου μετενόησαν· 21 ουαί σοι, Χοραζίν, ουαί σοι, Βηθσαϊδά· ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδω καθήμεναι μετενόησαν. 22 πλήν λέγω υμίν, Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή υμίν. 23 και συ Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση· ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοί, έμειναν αν μέχρι της σήμερον. 24 πλήν λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή σοί.
25 Εν εκείνω τω καιρω αποκριθείς ο Ιησούς είπεν· εξομολογούμαί σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· 26 ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου. 27 Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιος και ω εάν βούληται ο υιος αποκαλύψαι. 28 Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. 29 άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών· 30 ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΒ΄
1 ΕΝ εκείνω τω καιρω επορεύθη ο Ιησούς τοις σάββασι δια των σπορίμων· οι δε μαθηταί αυτού επείνασαν, και ήρξαντο τίλλειν στάχυας και εσθίειν. 2 οι δε Φαρισαίοι ιδόντες είπον αυτω· ιδού οι μαθηταί σου ποιούσιν ό ουκ έξεστι ποιείν εν σαββάτω. 3 ο δε είπεν αυτοίς· ουκ ανέγνωτε τι εποίησε Δαυϊδ ότε επείνασεν αυτός και οι μετ’ αυτού; 4 Πως εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού και τους άρτους της προθέσεως έφαγεν, ους ουκ εξόν ην αυτω φαγείν ουδέ τοις μετ’ αυτού, ει μη μόνοις τοις ιερεύσι; 5 ή ουκ ανέγνωτε εν τω νόμω ότι τοις σάββασιν οι ιερείς εν τω ιερω το σάββατον βεβηλούσι, και αναίτιοί εισι; 6 λέγω δε υμίν ότι του ιερού μείζόν εστιν ώδε. 7 ει δε εγνώκειτε τι εστιν έλεον θέλω και ου θυσίαν, ουκ αν κατεδικάσατε τους αναιτίους. 8 κύριος γαρ εστιν ο υιος του ανθρώπου και του σαββάτου.
9 Και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις την συναγωγήν αυτών. 10 και ιδού άνθρωπος ην εκεί την χείρα έχων ξηράν· και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες· ει έξεστι τοις σάββασι θεραπεύειν; ίνα κατηγορήσωσιν αυτού. 11 ο δε είπεν αυτοίς· τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει πρόβατον εν, και εάν εμπέση τούτο τοις σάββασιν εις βόθυνον, ουχί κρατήσει αυτό και εγερεί; 12 πόσω ουν διαφέρει άνθρωπος προβάτου; ωστε έξεστι τοις σάββασι καλώς ποιείν. 13 τότε λέγει τω ανθρώπω· έκτεινόν σου την χείρα· και εξέτεινε, και αποκατεστάθη υγιής ως η άλλη. 14 εξελθόντες δε οι Φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον κατ’ αυτού, όπως αυτόν απολέσωσιν. 15 Ο δε Ιησούς γνούς ανεχώρησεν εκείθεν· και ηκολούθησαν αυτω όχλοι πολλοί, και εθεράπευσεν αυτούς πάντας, 16 και επετίμησεν αυτοίς ίνα μη φανερόν ποιήσωσιν αυτόν, 17 όπως πληρωθή το ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· 18 ιδού ο παις μου, ον ηρέτισα, ο αγαπητός μου, εις ον ευδόκησεν η ψυχή μου· θήσω το πνεύμά μου επ’ αυτόν, και κρίσιν τοις έθνεσιν απαγγελεί· 19 ουκ ερίσει ουδέ κραυγάσει, ουδέ ακούσει τις εν ταις πλατείαις την φωνήν αυτού. 20 κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει και λίνον τυφόμενον ου σβέσει, έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν· 21 και τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσι.
22 Τότε προσηνέχθη αυτω δαιμονιζόμενος τυφλός και κωφός, και εθεράπευσεν αυτόν, ωστε τον τυφλόν και κωφόν και λαλείν και βλέπειν· 23 και εξίσταντο πάντες οι όχλοι και έλεγον· μήτι ούτός εστιν ο Χριστός ο υιος Δαυϊδ; 24 οι δε Φαρισαίοι ακούσαντες είπον· ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ειμή εν τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων. 25 ειδώς δε ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν αυτοίς· πάσα βασιλεία μερισθείσα καθ’ εαυτήν ερημούται, και πάσα πόλις ή οικία μερισθείσα καθ’ εαυτήν ου σταθήσεται. 26 και ει ο σατανάς τον σατανάν εκβάλλει, εφ’ εαυτόν εμερίσθη· Πως ουν σταθήσεται η βασιλεία αυτού; 27 και ει εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια, οι υιοί υμών εν τίνι εκβαλούσι; δια τούτο αυτοί κριταί έσονται υμών. 28 ει δε εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ’ υμάς η βασιλεία του Θεού. 29 ή Πως δύναταί τις εισελθείν εις την οικίαν του ισχυρού και τα σκεύη αυτού αρπάσαι, εάν μη πρώτον δήση τον ισχυρόν; και τότε την οικίαν αυτού διαρπάσει. 30 ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει. 31 Δια τούτο λέγω υμίν, πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις ανθρώποις, η δε του Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις· 32 και ος εάν είπη λόγον κατά του υιού του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτω· ος δ’ αν είπη κατά του Πνεύματος του Αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτω ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι. 33 Ή ποιήσατε το δένδρον καλόν, και τον καρπόν αυτού καλόν ή ποιήσατε το δένδρον σαπρόν, και τον καρπόν αυτού σαπρόν· εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται. 34 γεννήματα εχιδνών, Πως δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες; εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί. 35 ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού εκβάλλει αγαθά, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά. 36 λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως· 37 εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση.
38 Τότε απεκρίθησάν τινες των γραμματέων και Φαρισαίων λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν από σου σημείον ιδείν. 39 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτη ειμή το σημείον Ιωνά του προφήτου. 40 ωσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο υιος του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. 41 άνδρες Νινευίται αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν, ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά, και ιδού πλείον Ιωνά ώδε. 42 βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτήν, ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώντος, και ιδού πλείον Σολομώντος ώδε. 43 Όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και ουχ ευρίσκει. 44 τότε λέγει· εις τον οίκόν μου επιστρέψω όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα και σεσαρωμένων και κεκοσμημένον. 45 τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων. ούτως έσται και τη γενεά τη πονηρά ταύτη.
46 Έτι δε αυτού λαλούντος τοις όχλοις ιδού η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω, ζητούντες λαλήσαι αυτω. 47 είπε δε τις αυτω· ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ζητούντές σε ιδείν. 48 ο δε αποκριθείς είπε τω λέγοντι αυτω· τις εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου; 49 και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη· ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου· 50 όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΓ΄
1 ΕΝ δε τη ημέρα εκείνη εξελθών ο Ιησούς της οικίας εκάθητο παρά την θάλασσαν· 2 και συνήχθησαν προς αυτόν όχλοι πολλοί, ωστε αυτόν εις πλοίον εμβάντα καθήσθαι, και πας ο όχλος επί τον αιγιαλόν ειστήκει. 3 και ελάλησεν αυτοίς πολλά εν παραβολαίς λέγων· 4 ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι. και εν τω σπείρειν αυτόν α μεν έπεσε παρά την οδόν, και ελθόντα τα πετεινά κατέφαγεν αυτά· 5 άλλα δε έπεσεν επί τα πετρώδη, όπου ουκ είχε γην πολλήν, και ευθέως εξανέτειλε δια το μη έχειν βάθος γης, 6 ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη, και δια το μη έχειν ρίζαν εξηράνθη· 7 άλλα δε έπεσεν επί τας ακάνθας, και ανέβησαν αι άκανθαι και απέπνιξαν αυτά· 8 άλλα δε έπεσεν επί την γην την καλήν και εδίδου καρπόν ό μεν εκατόν, ό δε εξήκοντα, ό δε τριάκοντα. 9 ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. 10 Και προσελθόντες οι μαθηταί είπον αυτω· διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς; 11 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται. 12 όστις γαρ έχει, δοθήσεται αυτω και περισσευθήσεται· όστις δε ουκ έχει, και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού. 13 δια τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι μηδέ συνώσι, 14 μήποτε επιστρέψωσι· και τότε πληρωθήσεται αυτοίς η προφητεία Ησαϊου η λέγουσα· ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε· 15 επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς. 16 Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμών, ότι ακούουσιν. 17 αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν. 18 υμείς ουν ακούσατε την παραβολήν του σπείραντος. 19 παντός ακούοντος τον λόγον της βασιλείας και μη συνιέντος, έρχεται ο πονηρός και αίρει το εσπαρμένον εν τη καρδία αυτού· ούτός εστιν ο παρά την οδόν σπαρείς. 20 ο δε επί τα πετρώδη σπαρείς, ούτός εστιν ο τον λόγον ακούων και ευθέως μετά χαράς δεχόμενος και λαμβάνων αυτόν· 21 ουκ έχει δε ρίζαν εν εαυτω, αλλά πρόσκαιρός εστι, γενομένης δε θλίψεως ή διωγμού δια τον λόγον ευθύς σκανδαλίζεται. 22 ο δε εις τας ακάνθας σπαρείς, ούτός εστιν ο τον λόγον ακούων και η μέριμνα του αιώνος τούτου και η απάτη του πλούτου συμπνίγει τον λόγον, και άκαρπος γίνεται. 23 ο δε επί την γην την καλήν σπαρείς, ούτός εστιν ο τον λόγον ακούων και συνιών· ος δη καρποφορεί και ποιεί ό μεν εκατόν, ό δε εξήκοντα, ό δε τριάκοντα.
24 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων· ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τω αγρω αυτού· 25 εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απήλθεν. 26 ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρπόν εποίησε, τότε εφάνη και τα ζιζάνια. 27 προσελθόντες δε οι δούλοι του οικοδεσπότου είπον αυτω· κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τω σω αγρω; πόθεν ουν έχει ζιζάνια; 28 ο δε έφη αυτοίς· εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν. οι δε δούλοι είπον αυτω· θέλεις ουν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά; 29 ο δε έφη· ου, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον· 30 άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού, και εν καιρω του θερισμού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου. 31 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων· ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών κόκκω σινάπεως, ον λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τω αγρω αυτού· 32 ό μικρότερον μεν εστι πάντων των σπερμάτων, όταν δε αυξηθή, μείζον πάντων των λαχάνων εστί και γίνεται δένδρον, ωστε ελθείν τα πετεινά του ουρανού και κατασκηνούν εν τοις κλάδοις αυτού. 33 άλλην παραβολήν ελάλησεν αυτοίς· ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών ζύμη, ην λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ου εζυμώθη όλον.
34 Ταύτα πάντα ελάλησεν ο Ιησούς εν παραβολαίς τοις όχλοις, και χωρίς παραβολής ουδέν ελάλει αυτοίς, 35 όπως πληρωθή το ρηθέν δια του προφήτου λέγοντος· ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου, ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου.
36 Τότε αφείς τους όχλους ήλθεν εις την οικίαν αυτού. Και προσήλθον αυτω οι μαθηταί αυτού λέγοντες· φράσον ημίν την παραβολήν των ζιζανίων του αγρού. 37 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· ο σπείρων το καλόν σπέρμα εστίν ο υιος του ανθρώπου· 38 ο δε αγρός εστιν ο κόσμος· το δε καλόν σπέρμα, ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας· τα δε ζιζάνιά εισι οι υιοί του πονηρού· 39 ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστιν ο διάβολος· ο δε θερισμός συντέλεια του αιώνός εστιν· οι δε θερισταί άγγελοί εισιν. 40 ωσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. 41 αποστελεί ο υιος του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, 42 και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 43 τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
44 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρω κεκρυμμένω εν τω αγρω, ον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού υπάγει και πάντα όσα έχει πωλεί και αγοράζει τον αγρόν εκείνον. 45 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας· 46 ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην απελθών πέπρακε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν. 47 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών σαγήνη βληθείση εις την θάλασσαν και εκ παντός γένους συναγαγούση· 48 ην, ότε επληρώθη, αναβιβάσαντες αυτήν επί τον αιγιαλόν και καθίσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε σαπρά έξω έβαλον. 49 ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος. εξελεύσονται οι άγγελοι και αφοριούσι τους πονηρούς εκ μέσου των δικαίων, 50 και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 51 Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· συνήκατε ταύτα πάντα; λέγουσιν αυτω, ναί, Κύριε. 52 ο δε είπεν αυτοίς· δια τούτο πας γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά.
53 Και εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς τας παραβολάς ταύτας μετήρεν εκείθεν, 54 και ελθών εις την πατρίδα αυτού εδίδασκεν αυτούς εν τη συναγωγή αυτών, ωστε εκπλήττεσθαι αυτούς και λέγειν· πόθεν τούτω η σοφία αύτη και αι δυνάμεις; 55 ουχ ούτός εστιν ο του τέκτονος υιος; ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; 56 και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισι; πόθεν ουν τούτω ταύτα πάντα; 57 και εσκανδαλίζοντο εν αυτω. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· ουκ έστι προφήτης άτιμος ει μη εν τη πατρίδι αυτού και εν τη οικία αυτού. 58 και ουκ εποίησεν εκεί δυνάμεις πολλάς δια την απιστίαν αυτών.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ΄
1 ΕΝ εκείνω τω καιρω ήκουσεν Ηρώδης ο τετράρχης την ακοήν Ιησού. 2 και είπε τοις παισίν αυτού· ούτός εστιν Ιωάννης ο βαπτιστής· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και δια τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτω. 3 ο γαρ Ηρώδης κρατήσας τον Ιωάννην έδησεν αυτόν και έθετο εν φυλακή δια Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού. 4 έλεγε γαρ αυτω ο Ιωάννης· ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν. 5 και θέλων αυτόν αποκτείναι εφοβήθη τον όχλον, ότι ως προφήτην αυτόν είχον. 6 γενεσίων δε αγομένων του Ηρώδου ωρχήσατο η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος εν τω μέσω και ήρεσε τω Ηρώδη· 7 όθεν μεθ’ όρκου ωμολόγησεν αυτη δούναι ό εάν αιτήσηται. 8 η δε, προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής, δος μοι, φησίν, ώδε επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού. 9 και ελυπήθη ο βασιλεύς, δια δε τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσε δοθήναι, 10 και πέμψας απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή. 11 και ηνέχθη η κεφαλή αυτού επί πίνακι και εδόθη τω κορασίω, και ήνεγκε τη μητρί αυτής. 12 και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήραν το σώμα και έθαψαν αυτό, και ελθόντες απήγγειλαν τω Ιησού.
13 Ακούσας δε ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν· και ακούσανες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτω πεζή από των πόλεων. 14 Και εξελθών ο Ιησούς είδε πολύν όχλον, και εσπλαγχνίσθη επ’ αυτοίς και εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών. 15 οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτω οι μαθηταί αυτού λέγοντες· έρημός εστιν ο τόπος και η ωρα ήδη παρήλθεν· απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα. 16 ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν απελθείν· δότε αυτοίς υμείς φαγείν. 17 οι δε λέγουσιν αυτω· ουκ έχομεν ώδε ει μη πέντε άρτους και δύο ιχθύας. 18 ο δε είπε· φέρετέ μοι αυτούς ώδε. 19 και κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί τους χόρτους, λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις. 20 και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 21 οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων.
22 Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ου απολύση τους όχλους. 23 και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί. 24 το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων· ην γαρ εναντίος ο άνεμος. 25 τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης. 26 και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν. 27 ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων· θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε. 28 αποκριθείς δε αυτω ο Πέτρος είπε· Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα. 29 ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν. 30 βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων· Κύριε, σώσόν με. 31 ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτω· ολιγόπιστε! εις τι εδίστασας; 32 και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος· 33 οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτω λέγοντες· αληθώς Θεού υιος ει. 34 Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ. 35 και επιγνόντες αυτόν οι άνδρες του τόπου εκείνου απέστειλαν εις όλην την περίχωρον εκείνην, και προσήνεγκαν αυτω πάντας τους κακώς έχοντας, 36 και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν μόνον άψωνται του κρασπέδου του ιματίου αυτού· και όσοι ήψαντο διεσώθησαν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΕ΄
1 ΤΟΤΕ προσέρχονται τω Ιησού οι από Ιεροσολύμων γραμματείς και Φαρισαίοι λέγοντες· 2 διατί οι μαθηταί σου παραβαίνουσι την παράδοσιν των πρεσβυτέρων; ου γαρ νίπτονται τας χείρας αυτών όταν άρτον εσθίωσιν. 3 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· διατί και υμείς παραβαίνετε την εντολήν του Θεού δια την παράδοσιν υμών; 4 ο γαρ Θεός ενετείλατο λέγων· τίμα τον πατέρα και την μητέρα· και ο κακολογών πατέρα ή μητέρα θανάτω τελευτάτω. 5 υμείς δε λέγετε· ος αν είπη τω πατρί ή τη μητρί, δώρον ό εάν εξ εμού ωφεληθής, και ου μη τιμήση τον πατέρα αυτού ή την μητέρα αυτού· 6 και ηκυρώσατε την εντολήν του Θεού δια την παράδοσιν υμών. 7 υποκριταί! καλώς προεφήτευσε περί υμών Ησαϊας λέγων· 8 εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού· 9 μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων. 10 Και προσκαλεσάμενος τον όχλον είπεν αυτοίς· ακούετε και συνίετε· 11 ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά το εκπορευόμενον εκ του στόματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον. 12 τότε προσελθόντες οι μαθηταί αυτού είπον αυτω· οίδας ότι οι Φαρισαίοι εσκανδαλίσθησαν ακούσαντες τον λόγον; 13 ο δε αποκριθείς είπε· πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται. 14 άφετε αυτούς· οδηγοί εισι τυφλοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται. 15 αποκριθείς δε ο Πέτρος είπεν αυτω· φράσον ημίν την παραβολήν ταύτην. 16 ο δε Ιησούς είπεν· ακμήν και υμείς ασύνετοί εστε; 17 ούπω νοείτε ότι παν το εισπορευόμενον εις το στόμα εις την κοιλίαν χωρεί και εις αφεδρώνα εκβάλλεται; 18 τα δε εκπορευόμενα εκ του στόματος εκ της καρδίας εξέρχεται, κακείνα κοινοί τον άνθρωπον. 19 εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βασφημίαι. 20 ταύτά εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον· το δε ανίπτοις χερσί φαγείν ου κοινοί τον άνθρωπον.
21 Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. 22 και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγασεν αυτω λέγουσα· ελέησόν με, Κύριε, υιε Δαυϊδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. 23 ο δε ουκ απεκρίθη αυτη λόγον. και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες· απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. 24 ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. 25 η δε ελθούσα προσεκύνησεν αυτω λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. 26 ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις. 27 η δε είπε· ναί, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. 28 τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτη· ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις. και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ωρας εκείνης.
29 Και μεταβάς εκείθεν ο Ιησούς ήλθε παρά την θάλασαν της Γαλιλαίας, και αναβάς εις το όρος εκάθητο εκεί. 30 και προσήλθον αυτω όχλοι πολλοί έχοντες μεθ’ εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κυλλούς και ετέρους πολλούς, και έρριψαν αυτούς παρά τους πόδας του Ιησού, και εθεράπευσεν αυτούς, 31 ωστε τους όχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφούς ακούοντας, αλάλους λαλούντας, κυλλούς υγιείς, χωλούς περιπατούντας και τυφλούς βλέποντας· και εδόξασαν τον Θεόν Ισραήλ. 32 Ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού είπε· σπλαγχνίζομαι επί τον όχλον, ότι ήδη ημέραι τρεις προσμένουσί μοι και ουκ έχουσι τι φάγωσι· και απολύσαι αυτούς νήστεις ου θέλω, μήποτε εκλυθώσιν εν τη οδω. 33 και λέγουσιν αυτω οι μαθηταί αυτού· πόθεν ημίν εν ερημία άρτοι τοσούτοι ωστε χορτάσαι όχλον τοσούτον; 34 και λέγει αυτοίς ο Ιησούς· πόσους άρτους έχετε; οι δε είπον· επτά, και ολίγα ιχθύδια. 35 και εκέλευσε τοις όχλοις αναπεσείν επί την γην. 36 και λαβών τους επτά άρτους και τους ιχθύας, ευχαριστήσας έκλασε και έδωκε τοις μαθηταίς αυτού, οι δε μαθηταί τοις όχλοις. 37 και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων επτά σπυρίδας πλήρεις· 38 οι δε εσθίοντες ήσαν τετρακισχίλιοι άνδρες χωρίς γυναικών και παιδίων. 39 και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το πλοίον και ήλθεν εις τα όρια Μαγδαλά.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΣΤ΄
1 ΚΑΙ προσελθόντες οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι πειράζοντες επηρώτησαν αυτόν σημείον εκ του ουρανού επιδείξαι αυτοίς. 2 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· οψίας γενομένης λέγετε· ευδία· πυρράζει γαρ ο ουρανός· 3 και πρωϊ· σήμερον χειμών· πυρράζει γαρ στυγνάζων ο ουρανός. υποκριταί, το μεν πρόσωπον του ουρανού γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε γνώναι; 4 γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτη ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου. και καταλιπών αυτούς απήλθε.
5 Και ελθόντες οι μαθηταί αυτού εις το πέραν επελάθοντο άρτους λαβείν. 6 ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· οράτε και προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων. 7 οι δε διελογίζοντο εν εαυτοίς λέγοντες ότι άρτους ουκ ελάβομεν. 8 γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι διαλογίζεσθε εν εαυτοίς, ολιγόπιστοι, ότι άρτους ουκ ελάβατε; 9 ούπω νοείτε ουδέ μνημονεύετε τους πέντε άρτους των πεντακισχιλίων και πόσους κοφίνους ελάβετε; 10 ουδέ τους επτά άρτους των τετρακισχιλίων και πόσας σπυρίδας ελάβετε; 11 Πως ου νοείτε ότι ου περί άρτου είπον υμίν προσέχειν από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων; 12 τότε συνήκαν ότι ουκ είπε προσέχειν από της ζύμης του άρτου, αλλ’ από της διδαχής των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.
13 Ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων· τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου; 14 οι δε είπον· οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών. 15 λέγει αυτοίς· υμείς δε τίνα με λέγεται είναι; 16 αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· συ ει ο Χριστός ο υιος του Θεού του ζώντος. 17 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτω· μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. 18 καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. 19 και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς. 20 τότε διεστείλατο τοις μαθηταίς αυτού ίνα μηδενί είπωσιν ότι αυτός εστιν Ιησούς ο Χριστός.
21 Από τότε ήρξατο ο Ιησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού ότι δεί αυτόν απελθείν εις Ιεροσόλυμα και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων και αποκτανθήναι, και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι. 22 και προσλαβόμενος αυτόν ο Πέτρος ήρξατο επιτιμάν αυτω λέγων· ίλεώς σοι, Κύριε· ου μη έσται σοι τούτο. 23 ο δε στραφείς είπε τω Πέτρω· ύπαγε οπίσω μου, σατανά· σκάνδαλόν μου ει· ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων.
24 Τότε ο Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού· ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι. 25 ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν. 26 τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; 27 μέλλει γαρ ο υιος του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού, και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού. 28 αμήν λέγω υμίν, εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΖ΄
1 ΚΑΙ μεθ’ ημέρας εξ παραλαμβάνει ο Ιησούς τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν· 2 και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως. 3 και ιδού ώφθησαν αυτοίς Μωσής και Ηλίας μετ’ αυτού συλλαλούντες. 4 αποκριθείς δε ο Πέτρος είπε τω Ιησού· Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι· ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία. 5 έτι αυτού λαλούντος ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· ούτός εστιν ο υιος μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε· 6 και ακούσαντες οι μαθηταί έπεσον επί πρόσωπον αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα. 7 και προσελθών ο Ιησούς ήψατο αυτών και είπεν· εγέρθητε και μη φοβείσθε. 8 επάραντες δε τους οφθαλμούς αυτών ουδένα είδον ει μη τον Ιησούν μόνον. 9 και καταβαινόντων αυτών από του όρους ενετείλατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων· μηδενί είπητε το όραμα έως ου ο υιος του ανθρώπου εκ νεκρών αναστη. 10 Και επηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· τι ουν οι γραμματείς λέγουσιν ότι’Ηλίαν δεί ελθείν πρώτον; 11 ο δε Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς· Ηλίας μεν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα· 12 λέγω δε υμίν ότι Ηλίας ήδη ήλθε, και ουκ επέγνωσαν αυτόν, αλλ’ εποίησαν εν αυτω όσα ηθέλησαν· ούτω και ο υιος του ανθρώπου μέλλει πάσχειν υπ’ αυτών. 13 τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί Ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς.
14 Και ελθόντων αυτών προς τον όχλον προσήλθεν αυτω άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων· 15 Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ. 16 και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου, και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι. 17 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετέ μοι αυτόν ώδε. 18 και επετίμησεν αυτω ο Ιησούς, και εξήλθεν απ’ αυτού το δαιμόνιον και εθεραπεύθη ο παις από της ωρας εκείνης. 19 Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ’ ιδίαν είπον· διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; 20 ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· δια την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν. 21 τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία.
22 Αναστρεφομένων δε αυτών εις την Γαλιλαίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς· μέλλει ο υιος του ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων 23 και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα.
24 Ελθόντων δε αυτών εις Καπερναούμ προσήλθον οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες τω Πέτρω και είπον· ο διδάσκαλος υμών ου τελεί τα δίδραχμα; 25 λέγει, ναί. και ότε εισήλθεν εις την οικίαν, προέφθασεν αυτόν ο Ιησούς λέγων· τι σοι δοκεί, Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνων λαμβάνουσι τέλη ή κήνσον; από των υιών αυτών ή από των αλλοτρίων; 26 λέγει αυτω ο Πέτρος· από των αλλοτρίων. έφη αυτω ο Ιησούς· άραγε ελεύθεροί εισιν οι υιοί. 27 ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς, πορευθείς εις την θάλασσαν βάλε άγκιστρον και τον αναβάντα πρώτον ιχθύν άρον, και ανοίξας το στόμα αυτού ευρήσεις στατήρα· εκείνον λαβών δος αυτοίς αντί εμού και σου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ΄
1 ΕΝ εκείνη τη ωρα προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες· τις άρα μείζων εστίν εν τη βασιλεία των ουρανών; 2 και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν· 3 αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. 4 όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτός εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών. 5 και ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· 6 ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτω ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης. 7 Ουαί τω κόσμω από των σκανδάλων· ανάγκη γαρ εστιν ελθείν τα σκάνδαλα· πλήν ουαί των ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται. 8 ει δε η χείρ σου ή ο πούς σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον. 9 και ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός. 10 Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων· λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς δια παντός βλέπουσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανοίς. 11 ήλθε γαρ ο υιος του ανθρώπου σώσαι το απολωλός. 12 Τί υμίν δοκεί; εάν γένηταί τινι ανθρώπω εκατόν πρόβατα και πλανηθή εν εξ αυτών, ουχί αφείς τα ενενήκοντα εννέα επί τα όρη, πορευθείς ζητεί το πλανώμενον; 13 και εάν γένηται ευρείν αυτό, αμήν λέγω υμίν ότι χαίρει επ’ αυτω μάλλον ή επί τοις ενενήκοντα εννέα τοις μη πεπλανημένοις. 14 ούτως ουκ έστι θέλημα έμπροσθεν του πατρός υμών του εν ουρανοίς ίνα απόληται εις των μικρών τούτων. 15 Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου· 16 εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή παν ρήμα. 17 εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ωσπερ ο εθνικός και ο τελώνης. 18 Αμήν λέγω υμίν, όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανω, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανω. 19 Πάλιν αμήν λέγω υμίν ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς. 20 ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών.
21 Τότε προσελθών αυτω ο Πέτρος είπε· Κύριε, ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτω; έως επτάκις; 22 λέγει αυτω ο Ιησούς· ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά. 23 Δια τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού. 24 αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτω εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι. 26 πεσών ουν ο δούλος προσεκύνει αυτω λέγων· κύριε, μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω. 27 σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου απέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν αυτω. 28 εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος ώφειλεν αυτω εκατόν δηνάρια, και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι ει τι οφείλεις. 29 πεσών ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ’ εμοί και αποδώσω σοι· 30 ο δε ουκ ήθελεν, αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν έως ου αποδω το οφειλόμενον. 31 ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω εαυτών πάντα τα γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτω· δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με. 33 ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα; 34 και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδω παν το οφειλόμενον αυτω. 35 Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφω αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΘ΄
1 ΚΑΙ εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους μετήρεν από της Γαλιλαίας και ήλθεν εις τα όρια της Ιουδαίας πέραν του Ιορδάνου. 2 και ηκολούθησαν αυτω όχλοι πολλοί, και εθεράπευσεν αυτούς εκεί. 3 Και προσήλθον αυτω οι Φαρισαίοι πειράζοντες αυτόν και λέγοντες αυτω· ει έξεστιν ανθρώπω απολύσαι την γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν; 4 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και είπεν, 5 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν; 6 ωστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σάρξ μία. ό ουν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω. 7 λέγουσιν αυτω· τι ουν Μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου και απολύσαι αυτήν; 8 λέγει αυτοίς· ότι Μωσής προς την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τας γυναίκας υμών· απ’ αρχής δε ου γέγονεν ούτω. 9 λέγω δε υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού μη επί πορνεία και γαμήση άλλην, μοιχάται· 10 λέγουσιν αυτω οι μαθηταί αυτού· ει ούτως εστίν η αιτία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι. 11 ο δε είπεν αυτοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδοται· 12 εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών. ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω.
13 Τότε προσηνέχθη αυτω παιδία, ίνα επιθή αυτοίς τας χείρας και προσεύξηται· οι δε μαθηταί επετίμησαν αυτοίς. 14 ο δε Ιησούς είπεν· άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών. 15 και επιθείς τας χείρας αυτοίς επορεύθη εκείθεν.
16 Και ιδού εις προσελθών είπεν αυτω· διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον; 17 ο δε είπεν αυτω· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός. ει δε θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς. 18 λέγει αυτω· ποίας; ο δε Ιησούς είπε· το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. 20 λέγει αυτω ο νεανίσκος· πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου· τι έτι υστερώ; 21 έφη αυτω ο Ιησούς· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανω, και δεύρο ακολούθει μοι. 22 ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος· ην γαρ έχων κτήματα πολλά. 23 Ο δε Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού· αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. 24 πάλιν δε λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστι κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. 25 ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τις άρα δύναται σωθήναι; 26 εμβλέψας δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστι, παρά δε Θεω πάντα δυνατά εστι. 27 Τότε αποκριθείς ο Πέτρος είπεν αυτω· ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι· τι άρα έσται ημίν; 28 ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιος του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. 29 και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ΄
1 ΟΜΟΙΑ γαρ εστιν η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωϊ μισθώσασθαι εργάτας εις τον αμπελώνα αυτού. 2 και συμφωνήσας μετά των εργατών εκ δηναρίου την ημέραν απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού. 3 και εξελθών περί τρίτην ωραν είδεν άλλους εστώτας εν τη αγορά αργούς, 4 και εκείνοις είπεν· υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ό εάν ή δίκαιον δώσω υμίν. οι δε απήλθον. 5 πάλιν εξελθών περί έκτην και ενάτην ωραν εποίησεν ωσαύτως. 6 περί δε την ενδεκάτην ωραν εξελθών εύρεν άλλους εστώτας αργούς, και λέγει αυτοίς· τι ώδε εστήκατε όλην την ημέραν αργοί; 7 λέγουσιν αυτω· ότι ουδείς ημάς εμισθώσατο. λέγει αυτοίς· υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ό εάν ή δίκαιον λήψεσθε. 8 οψίας δε γενομένης λέγει ο κύριος του αμπελώνος τω επιτρόπω αυτού· κάλεσον τους εργάτας και απόδος αυτοίς τον μισθόν, αρξάμενος από των εσχάτων έως των πρώτων. 9 και ελθόντες οι περί την ενδεκάτην ωραν έλαβον ανά δηνάριον. 10 ελθόντες δε οι πρώτοι ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται, και έλαβον και αυτοί ανά δηνάριον. 11 λαβόντες δε εγόγγυζον κατά του οικοδεσπότου 12 λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ωραν εποίησαν, και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα. 13 ο δε αποκριθείς είπεν ενί αυτών· εταίρε, ουκ αδικώ σε· ουχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι; 14 άρον το σόν και ύπαγε· θέλω δε τούτω τω εσχάτω δούναι ως και σοί· 15 ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ό θέλω εν τοις εμοίς; ει ο οφθαλμός σου πονηρός εστιν ότι εγώ αγαθός ειμι; 16 Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι· πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.
17 Και αναβαίνων ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα παρέλαβε τους δώδεκα μαθητάς κατ’ ιδίαν εν τη οδω και είπεν αυτοίς. 18 ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο υιος του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω, 19 και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσιν εις το εμπαίξαι και μαστιγώσαι και σταυρώσαι, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται.
20 Τότε προσήλθεν αυτω η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αιτούσά τι παρ’ αυτού. 21 ο δε είπεν αυτη· τι θέλεις; λέγει αυτω· ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου εν τη βασιλεία σου. 22 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ μέλλω πίνειν, ή το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; λέγουσιν αυτω· δυνάμεθα. 23 και λέγει αυτοίς· το μεν ποτήριόν μου πίεσθε, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται υπό του πατρός μου. 24 και ακούσαντες οι δέκα ηγανάκτησαν περί των δύο αδελφών. 25 ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν· οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. 26 ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, 27 και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· 28 ωσπερ ο υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών.
29 Και εκπορευομένων αυτών από Ιεριχώ ηκολούθησεν αυτω όχλος πολύς. 30 και ιδού δύο τυφλοί καθήμενοι παρά την οδόν, ακούσαντες ότι Ιησούς παράγει, έκραξαν λέγοντες· ελέησον ημάς, Κύριε, υιος Δαυϊδ. 31 ο δε όχλος επετίμησεν αυτοίς ίνα σιωπήσωσιν· οι δε μείζον έκραζον λέγοντες· ελέησον ημάς, Κύριε, υιος Δαυϊδ. 32 και στάς ο Ιησούς εφώνησεν αυτούς και είπε· τι θέλετε ποιήσω υμίν; 33 λέγουσιν αυτω· Κύριε, ίνα ανοιχθώσιν ημών οι οφθαλμοί. 34 σπλαγχνισθείς δε ο Ιησούς ήψατο των οφθαλμών αυτών, και ευθέως ανέβλεψαν αυτών οι οφθαλμοί, και ηκολούθησαν αυτω.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΑ΄
1 ΚΑΙ ότε ήγγισαν εις Ιεροσόλυμα και ήλθον εις Βηθσφαγή προς το όρος των ελαιών, τότε ο Ιησούς απέστειλε δύο μαθητάς 2 λέγων αυτοίς· πορεύθητε εις την κώμην την απέναντι υμών, και ευθέως ευρήσετε όνον δεδεμένην και πώλον μετ’ αυτής· λύσαντες αγάγετέ μοι. 3 και εάν τις υμίν είπη τι, ερείτε ότι ο Κύριος αυτών χρείαν έχει· ευθέως δε αποστέλλει αυτούς. 4 τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν δια του προφήτου λέγοντος· 5 είπατε τη θυγατρί Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραϋς και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον υιόν υποζυγίου. 6 πορευθέντες δε οι μαθηταί και ποιήσαντες καθώς προσέταξεν αυτοίς ο Ιησούς, 7 ήγαγον την όνον και τον πώλον, και επέθηκαν επάνω αυτών τα ιμάτια αυτών, και επεκάθισεν επάνω αυτών. 8 ο δε πλείστος όχλος έστρωσαν εαυτών τα ιμάτια εν τη οδω, άλλοι δε έκοπτον κλάδους από των δένδρων και εστρώννυον εν τη οδω. 9 οι δε όχλοι οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες· ωσαννά τω υιω Δαυϊδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ωσαννά εν τοις υψίστοις. 10 και εισελθόντος αυτού εις Ιεροσόλυμα εσείσθη πάσα η πόλις λέγουσα· τις εστιν ούτος; 11 οι δε όχλοι έλεγον· ούτός έστιν Ιησούς ο προφήτης ο από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.
12 Και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του Θεού, και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερω, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς, 13 και λέγει αυτοίς· γέγραπται, ο οίκός μου οίκος προσευχής κληθήσεται· υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών. 14 Και προσήλθον αυτω χωλοί και τυφλοί εν τω ιερω και εθεράπευσεν αυτούς. 15 ιδόντες δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαυμάσια α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερω και λέγοντας, ωσαννά τω υιω Δαυϊδ, ηγανάκτησαν 16 και είπον αυτω· ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς· ναί· ουδέποτε ανέγνωτε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον; 17 και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως εις Βηθανίαν και ηυλίσθη εκεί.
18 Πρωϊας δε επανάγων εις την πόλιν επείνασε· 19 και ιδών συκήν μίαν επί της οδού ήλθεν επ’ αυτήν, και ουδέν εύρεν εν αυτη ει μη φύλλα μόνον, και λέγει αυτη· μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα. και εξηράνθη παραχρήμα η συκή. 20 και ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες· Πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή; 21 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται· 22 και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε.
23 Και ελθόντι αυτω εις το ιερόν προσήλθον αυτω διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην; 24 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. 25 το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ’ εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτω· 26 εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον, πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. 27 και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. 28 Τί δε υμίν δοκεί; άνθρωπός τις είχε τέκνα δύο, και προσελθών τω πρώτω είπε· τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τω αμπελώνί μου. 29 ο δε αποκριθείς είπεν· ου θέλω· ύστερον δε μεταμεληθείς απήλθε. 30 και προσελθών τω δευτέρω είπεν ωσαύτως. ο δε αποκριθείς είπεν· εγώ, κύριε· και ουκ απήλθε. 31 τις εκ των δύο εποίησε το θέλημα του πατρός; λέγουσιν αυτω· ο πρώτος. λέγει αυτοίς ο Ιησούς· αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού. 32 ήλθε γαρ προς υμάς Ιωάννης εν οδω δικαιοσύνης, και ουκ επιστεύσατε αυτω· οι δε τελώναι και αι πόρναι επίστευσαν αυτω· υμείς δε ιδόντες ου μετεμελήθητε ύστερον του πιστεύσαι αυτω.
33 Άλλην παραβολήν ακούσατε. άνθρωπός τις ην οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτω περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτω ληνόν και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν. 34 ότε δε ήγγισεν ο καιρός των καρπών, απέστειλε τους δούλους αυτού προς τους γεωργούς λαβείν τους καρπούς αυτού. 35 και λαβόντες οι γεωργοί τους δούλους αυτού ον μεν έδειραν, ον δε απέκτειναν, ον δε ελιθοβόλησαν. 36 πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους πλείονας των πρώτων, και εποίησαν αυτοίς ωσαύτως. 37 ύστερον δε απέστειλε προς αυτούς τον υιόν αυτού λέγων· εντραπήσονται τον υιόν μου. 38 οι δε γεωργοί ιδόντες τον υιόν είπον εν εαυτοίς· ούτός εστιν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και κατάσχωμεν την κληρονομίαν αυτού. 39 και λαβόντες αυτόν εξέβαλον έξω του αμπελώνος, και απέκτειναν. 40 Όταν ουν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι ποιήσει τοις γεωργοίς εκείνοις; 41 λέγουσιν αυτω· κακούς κακώς απολέσει αυτούς, και τον αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσιν αυτω τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών. 42 λέγει αυτοίς ο Ιησούς· ουδέποτε ανέγνωτε εν ταις γραφαίς, λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών; 43 δια τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ’ υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής· 44 και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται· εφ’ ον δ’ αν πέση, λικμήσει αυτόν. 45 και ακούσαντες οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τας παραβολάς αυτού έγνωσαν ότι περί αυτών λέγει· 46 και ζητούντες αυτόν κρατήσαι εφοβήθησαν τους όχλους επειδή ως προφήτην αυτόν είχον.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ΄
1 ΚΑΙ αποκριθείς ο Ιησούς πάλιν είπεν αυτοίς εν παραβολαίς λέγων· 2 ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιω αυτού. 3 και απέστειλε τους δούλους αυτού καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους, και ουκ ήθελον ελθείν. 4 πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους λέγων· είπατε τοις κεκλημένοις· ιδού το άριστόν μου ητοίμασα, οι ταύροί μου και τα σιτιστά τεθυμένα, και πάντα έτοιμα· δεύτε εις τους γάμους. 5 οι δε αμελήσαντες απήλθον, ο μεν εις τον ίδιον αγρόν, ο δε εις την εμπορίαν αυτού· 6 οι δε λοιποί κρατήσαντες τους δούλους αυτού ύβρισαν και απέκτειναν. 7 ακούσας δε ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη, και πέμψας τα στρατεύματα αυτού απώλεσε τους φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ενέπρησε. 8 τότε λέγει τοις δούλοις αυτού· ο μεν γάμος έτοιμός εστιν, οι δε κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι· 9 πορεύεσθε ουν επί τας διεξόδους των οδών, και όσους εάν εύρητε καλέσατε εις τους γάμους, 10 και εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τας οδούς συνήγαγον πάντας όσους εύρον, πονηρούς τε και αγαθούς· και επλήσθη ο γάμος ανακειμένων. 11 εισελθών δε ο βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, 12 και λέγει αυτω· εταίρε, Πως εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου; ο δε εφιμώθη. 13 τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις· δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 14 πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.
15 Τότε πορευθέντες οι Φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον όπως αυτόν παγιδεύσωσιν εν λόγω. 16 και αποστέλλουσιν αυτω τους μαθητάς αυτών μετά των Ηρωδιανών λέγοντες· διδάσκαλε, οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του Θεού εν αληθεία διδάσκεις, και ου μέλει σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων· 17 ειπέ ουν ημίν, τι σοι δοκεί; έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ου; 18 γνούς δε ο Ιησούς την πονηρίαν αυτών είπε· τι με πειράζετε, υποκριταί; 19 επιδείξατέ μοι το νόμισμα του κήνσου. οι δε προσήνεγκαν αυτω δηνάριον. 20 και λέγει αυτοίς· τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; 21 λέγουσιν αυτω· Καίσαρος· τότε λέει αυτοίς· απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεω. 22 και ακούσαντες εθαύμασαν, και αφέντες αυτόν απήλθον.
23 Εν εκείνη τη ημέρα προσήλθον αυτω Σαδδουκαίοι, οι λέγοντες μη είναι ανάστασιν. και επηρώτησαν αυτόν 24 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσής είπεν, εάν τις αποθάνη μη έχων τέκνα, επιγαμβρεύσει ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού και αναστήσει σπέρμα τω αδελφω αυτού. 25 ήσαν δε παρ’ ημίν επτά αδελφοί· και ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε, και μη έχων σπέρμα αφήκε την γυναίκα αυτού τω αδελφω αυτού· 26 ομοίως και ο δεύτερος και ο τρίτος, έως των επτά. 27 ύστερον δε πάντων απέθανε και η γυνή. 28 εν τη ουν αναστάσει τίνος των επτά έσται η γυνή; πάντες γαρ έσχον αυτήν. 29 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· πλανάσθε μη ειδότες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού. 30 εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανω εισι. 31 περί δε της αναστάσεως των νεκρών ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του Θεού λέγοντος, 32 εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων. 33 και ακούσαντες οι όχλοι εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού.
34 Οι δε Φαρισαίοι ακούσαντες ότι εφίμωσε τους Σαδδουκαίους, συνήχθησαν επί το αυτό, 35 και επηρώτησεν εις εξ αυτών, νομικός, πειράζων αυτόν και λέγων· 36 διδάσκαλε, ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω; 37 ο δε Ιησούς έφη αυτω· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. 38 αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. 39 δευτέρα δε ομοία αυτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. 40 εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται. 41 Συνηγμένων δε των Φαρισαίων επηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς 42 λέγων· τι υμίν δοκεί περί του Χριστού; τίνος υιος εστι; λέγουσιν αυτω· του Δαυϊδ. 43 λέγει αυτοίς· Πως ουν Δαυϊδ εν Πνεύματι Κύριον αυτόν καλεί λέγων, 44 είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; 45 ει ουν Δαυϊδ καλεί αυτόν Κύριον, Πως υιος αυτού εστι; 46 και ουδείς εδύνατο αυτω αποκριθήναι λόγον, ουδέ ετόλμησέ τις απ’ εκείνης της ημέρας επερωτήσαι αυτόν ουκέτι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΓ΄
1 ΤΟΤΕ ο Ιησούς ελάλησε τοις όχλοις και τοις μαθηταίς αυτού 2 λέγων· επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. 3 πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε· λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι. 4 δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. 5 πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις. πλατύνουσι γαρ τα φυλακτήρια αυτών και μεγαλύνουσι τα κράσπεδα των ιματίων αυτών, 6 φιλούσι δε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς 7 και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς και καλείσθαι υπό των ανθρώπων ραββί ραββί. 8 υμείς δε μη κληθήτε ραββί· εις γαρ υμών εστιν ο διδάσκαλος, ο Χριστός· πάντες δε υμείς αδελφοί εστε. 9 και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης· εις γαρ εστιν ο πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς. 10 μηδέ κληθήτε καθηγηταί· εις γαρ υμών εστιν ο καθηγητής, ο Χριστός. 11 ο δε μείζων υμών έσται υμών διάκονος. 12 όστις δε υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται. 13 Ουαί δε υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι· δια τούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. 14 Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν. 15 Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι περιάγετε την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον, και όταν γένηται, ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών. 16 Ουαί υμίν, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες ος αν ομόση εν τω ναω, ουδέν εστιν, ος δ’ αν ομόση εν τω χρυσω του ναού, οφείλει. 17 μωροί και τυφλοί! τις γαρ μείζων εστίν, ο χρυσός ή ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν; 18 και· ος αν ομόση εν τω θυσιαστηρίω, ουδέν εστιν, ος δ’ αν ομόση εν τω δώρω τω επάνω αυτού, οφείλει. 19 μωροί και τυφλοί! τι γαρ μείζον, το δώρον ή το θυσιαστήριον το αγιάζον το δώρον; 20 ο ουν ομόσας εν τω θυσιαστηρίω ομνύει εν αυτω και εν πάσι τοις επάνω αυτού· 21 και ο ομόσας εν τω ναω ομνύει εν αυτω και εν τω κατοικήσαντι αυτόν· 22 και ο ομόσας εν τω ουρανω ομνύει εν τω θρόνω του Θεού και εν τω καθημένω επάνω αυτού. 23 Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν· ταύτα δε έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι. 24 οδηγοί τυφλοί, οι διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες! 25 Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος, έσωθεν δε γέμουσιν εξ αρπαγής και αδικίας. 26 Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν. 27 Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. 28 ούτω και υμείς έξωθεν μεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί εστε υποκρίσεως και ανομίας. 29 Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι οικοδομείτε τους τάφους των προφητών και κοσμείτε τα μνημεία των δικαίων, 30 και λέγετε· ει ήμεν εν ταις ημέραις των πατέρων ημών, ουκ αν ήμεν κοινωνοί αυτών εν τω αίματι των προφητών.
31 ωστε μαρτυρείτε εαυτοίς ότι υιοί εστε των φονευσάντων τους προφήτας. 32 και υμείς πληρώσατε το μέτρον των πατέρων υμών. 33 όφεις, γεννήματα εχιδνών! Πως φύγητε από της κρίσεως της γεέννης; 34 δια τούτο ιδού εγώ αποστέλλω προς υμάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς, και εξ αυτών αποκτενείτε και σταυρώσετε, και εξ αυτών μαστιγώσετε εν ταις συναγωγαίς υμών και διώξετε από πόλεως εις πόλιν, 35 όπως έλθη εφ’ υμάς παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, ον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου. 36 αμήν λέγω υμίν ότι ήξει ταύτα πάντα επί την γενεάν ταύτην. 37 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, η αποκτέννουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν! ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. 38 ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. 39 λέγω γαρ υμίν, ου μη με ίδητε απ’ άρτι έως αν είπητε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΔ΄
1 ΚΑΙ εξελθών ο Ιησούς επορεύετο από του ιερού· και προσήλθον οι μαθηταί αυτού επιδείξαι αυτω τας οικοδομάς του ιερού. 2 ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· ου βλέπετε ταύτα πάντα; αμήν λέγω υμίν, ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται. 3 καθημένου δε αυτού επί του όρους των ελαιών προσήλθον αυτω οι μαθηταί κατ’ ιδίαν λέγοντες· ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται, και τι το σημείον της σης παρουσίας και της συντελείας του αιώνος; 4 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. 5 πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμι ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι. 6 μελλήσετε δε ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων· οράτε μη θροείσθε· δεί γαρ πάντα γενέσθαι, αλλ’ ούπω εστί το τέλος. 7 εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους· 8 πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. 9 τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών δια το όνομά μου. 10 και τότε σκανδαλισθήσονται πολλοί και αλλήλους παραδώσουσι και μισήσουσιν αλλήλους. 11 και πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται και πλανήσουσι πολλούς, 12 και δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών. 13 ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. 14 και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι, και τότε ήξει το τέλος. 15 Όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν δια Διανιήλ του προφήτου εστώς εν τόπω αγίω -ο αναγινώσκων νοείτω- 16 τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν επί τα όρη, 17 ο επί του δώματος μη καταβαινέτω άραι τα εκ της οικίας αυτού, 18 και ο εν τω αγρω μη επιστρεψάτω οπίσω άραι τα ιμάτια αυτού. 19 ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις. 20 προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος μηδέ σαββάτω. 21 έσται γαρ τότε θλίψις μεγάλη, οία ου γέγονεν απ’ αρχής κόσμου έως του νυν ουδ’ ου μη γένηται. 22 και ει μη εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ· δια δε τους εκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι. 23 τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μη πιστεύσητε· 24 εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ωστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. 25 Ιδού προείρηκα υμίν. 26 εάν ουν είπωσιν υμίν, ιδού εν τη ερήμω εστί, μη εξέλθητε, ιδού εν τοις ταμείοις, μη πιστεύσητε· 27 ωσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου· 28 όπου γαρ εάν ή το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί.
29 Ευθέως δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού, και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. 30 και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανω, και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. 31 και αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης, και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ’ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. 32 Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος· 33 ούτω και υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν επί θύραις. 34 αμήν λέγω υμίν, ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται. 35 ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι. 36 Περί δε της ημέρας εκείνης και ωρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος. 37 ωσπερ δε αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. 38 ωσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν, 39 και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. 40 τότε δύο έσονται εν τω αγρω, ο εις παραλαμβάνεται και ο εις αφίεται· 41 δύο αλήθουσαι εν τω μυλώνι, μία παραλαμβάνεται και μία αφίεται. 42 γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ωρα ο Κύριος υμών έρχεται. 43 Εκείνο δε γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν και ουκ αν είασε διορυγήναι την οικίαν αυτού. 44 δια τούτο και υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι ή ωρα ου δοκείτε ο υιος του ανθρώπου έρχεται. 45 Τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος, ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρω; 46 μακάριος ο δούλος εκείνος ον ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως. 47 αμήν λέγω υμίν ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. 48 εάν δε είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριός μου ελθείν, 49 και άρξηται τύπτειν τους συνδούλους αυτού, εσθίη δε και πίνη μετά των μεθυόντων, 50 ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου εν ημέρα ή ου προσδοκά και εν ωρα ή ου γινώσκει, 51 και διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των υποκριτών θήσει· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ΄
1 ΤΟΤΕ ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. 2 πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι και αι πέντε μωραί. 3 αίτινες μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας εαυτών ουκ έλαβον μεθ’ εαυτών έλαιον· 4 αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών. 5 χρονίζοντος δε του νυμφίου ενύσταξαν πάσαι και εκάθευδον. 6 μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν· ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού. 7 τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών. 8 αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον· δότε ημίν εκ του ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. 9 απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε ουκ αρκέσει ημίν και υμίν· πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας και αγοράσατε εαυταίς. 10 απερχομένων δε αυτών αγοράσαι ήλθεν ο νυμφίος και αι έτοιμοι εισήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. 11 ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, άνοιξον ημίν. 12 ο δε αποκριθείς είπεν· αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. 13 γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ωραν εν ή ο υιος του ανθρώπου έρχεται.
14 §Ωσπερ γαρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, 15 και ω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως. 16 πορευθείς δε ο τα πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. 17 ωσαύτως και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. 18 ο δε το εν λαβών απελθών ώρυξεν εν τη γη και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. 19 μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και συναίρει μετ’ αυτών λόγον. 20 και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ’ αυτοίς. 21 έφη αυτω ο κύριος αυτού· εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. 22 προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ’ αυτοίς. 23 έφη αυτω ο κύριος αυτού· εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. 24 προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς είπε· κύριε· έγνων σε ότι σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας· 25 και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τη γη· ίδε έχεις το σόν. 26 αποκριθείς δε ο κύριος αυτού είπεν αυτω· πονηρέ δούλε και οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! 27 έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω. 28 άρατε ουν απ’ αυτού το τάλαντον και δότε τω έχοντι τα δέκα τάλαντα. 29 τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού. 30 και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.
31 Όταν δε έλθη ο υιος του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, 32 και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ωσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, 33 και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. 34 τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. 35 επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, 36 γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. 37 τότε αποκριθήσονται αυτω οι δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; 38 πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; 39 πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; 40 και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. 41 τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων· πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. 42 επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, 43 ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με. 44 τότε αποκριθήσονται αυτω και αυτοί λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και ου διηκονήσαμέν σοι; 45 τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. 46 και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΣΤ΄
1 ΚΑΙ εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς πάντας τους λόγους τούτους είπεν τοις μαθηταίς αυτού· 2 οίδατε ότι μετά δύο ημέρας το πάσχα γίνεται, και ο υιος του ανθρώπου παραδίδοται εις το σταυρωθήναι. 3 τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα, 4 και συνεβουλεύσαντο ίνα τον Ιησούν δόλω κρατήσωσι και αποκτείνωσιν. 5 έλεγον δε· μη εν τη εορτη, ίνα μη θόρυβος γένηται εν τω λαω.
6 Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, 7 προσήλθεν αυτω γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου. 8 ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν λέγοντες· εις τι η απώλεια αύτη; 9 ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι πολλού και δοθήναι τοις πτωχοίς. 10 γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; έργον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. 11 τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. 12 βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. 13 αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. 14 Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε· 15 τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δε έστησαν αυτω τριάκοντα αργύρια. 16 και από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδω.
17 Τη δε πρώτη των αζύμων προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες αυτω· που θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα; 18 ο δε είπεν· υπάγετε εις την πόλιν προς τον δείνα και είπατε αυτω· ο διδάσκαλος λέγει, ο καιρός μου εγγύς εστι· προς σε ποιώ το πάσχα μετά των μαθητών μου. 19 και εποίησαν οι μαθηταί ως συνέταξεν αυτοίς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα. 20’Οψίας δε γενομένης ανέκειτο μετά των δώδεκα. 21 και εσθιόντων αυτών είπεν· αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με. 22 και λυπούμενοι σφόδρα ήρξαντο λέγειν αυτω έκαστος αυτών· μήτι εγώ ειμι, Κύριε; 23 ο δε αποκριθείς είπεν· ο εμβάψας μετ’ εμού εν τω τρυβλίω την χείρα, ούτός με παραδώσει. 24 ο μεν υιος του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού· ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο υιος του ανθρώπου παραδίδοται· καλόν ην αυτω ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. 25 αποκριθείς δε Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν είπε· μήτι εγώ ειμι, ραββί; λέγει αυτω, συ είπας. 26 Εσθιόντων δε αυτών λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε· λάβετε φάγετε· τούτό εστι το σώμά μου· 27 και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων· πίετε εξ αυτού πάντες· 28 τούτο γαρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. 29 λέγω δε υμίν ότι ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου.
30 Και υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των ελαιών. τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς· 31 πάντες υμείς σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τη νυκτί ταύτη, γέγραπται γαρ, πατάξω τον ποιμένα, και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα της ποίμνης· 32 μετά δε το εγερθήναί με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν. 33 αποκριθείς δε ο Πέτρος είπεν αυτω· ει πάντες σκανδαλισθήσονται εν σοί, εγώ δε ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι. 34 έφη αυτω ο Ιησούς· αμήν λέγω σοι ότι εν ταύτη τη νυκτί πριν αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με. 35 λέγει αυτω ο Πέτρος· καν δέη με συν σοι αποθανείν, ου μη σε απαρνήσομαι. ομοίως δε και πάντες οι μαθηταί είπον.
36 Τότε έρχεται μετ’ αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς· καθίσατε αυτού έως ου απελθών προσεύξωμαι εκεί. 37 και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν. 38 τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς· περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. 39 και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων· πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ. 40 και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, και λέγει τω Πέτρω· ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ωραν γρηγορήσαι μετ’ εμού! 41 γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής. 42 πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ εμού εάν μη αυτό πίω, γενηθήτω το θέλημά σου. 43 και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας· ήσαν γαρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι. 44 και αφείς αυτούς απελθών πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών· 45 τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει αυτοίς· καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε! ιδού ήγγικεν η ωρα και ο υιος του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών. 46 εγείρεσθε άγωμεν· ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με.
47 Και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ’ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων από των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. 48 ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων· ον αν φιλήσω, αυτός εστι· κρατήσατε αυτόν. 49 και ευθέως προσελθών τω Ιησού είπε· χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν. 50 ο δε Ιησούς είπεν αυτω· εταίρε, εφ’ ω πάρει; τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και εκράτησαν αυτόν. 51 και ιδού εις των μετά Ιησού εκτείνας την χείρα απέσπασε την μάχαιραν αυτού, και πατάξας τον δούλον του αρχιερέως αφείλεν αυτού το ωτίον. 52 τότε λέγει αυτω ο Ιησούς· απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής· πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται. 53 ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; 54 Πως ουν πληρωθώσιν αι γραφαί ότι ούτω δεί γενέσθαι; 55 Εν εκείνη τη ωρα είπεν ο Ιησούς τοις όχλοις· ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με· καθ’ ημέραν προς υμάς εκαθεζόμην διδάσκων εν τω ιερω, και ουκ εκρατήσατέ με. 56 τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών. Τότε οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον.
57 Οι δε κρατήσαντες τον Ιησούν απήγαγον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν. 58 ο δε Πέτρος ηκολούθει αυτω από μακρόθεν έως της αυλής του αρχιερέως, και εισελθών έσω εκάθητο μετά των υπηρετών ιδείν το τέλος. 59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού όπως θανατώσωσιν αυτόν, 60 και ουχ εύρον· και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, ουχ εύρον. ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες 61 είπον· ούτος έφη, δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού και δια τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν. 62 και αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτω· ουδέν αποκρίνη; τι ούτοί σου καταμαρτυρούσιν; 63 ο δε Ιησούς εσιώπα. και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπεν αυτω· εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος ίνα ημίν είπης ει συ ει ο Χριστός ο υιος του Θεού. 64 λέγει αυτω ο Ιησούς· συ είπας· πλήν λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού. 65 τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε· τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού. 66 τι υμίν δοκεί; οι δε αποκριθέντες είπον· ένοχος θανάτου εστί. 67 τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εκολάφισαν αυτόν, οι δε ερράπισαν 68 λέγοντες· προφήτευσον ημίν Χριστέ, τις εστιν ο παίσας σε; 69 Ο δε Πέτρος έξω εκάθητο εν τη αυλή· και προσήλθεν αυτω μία παιδίσκη λέγουσα· και συ ήσθα μετά Ιησού του Γαλιλαίου. 70 ο δε ηρνήσατο έμπροσθεν αυτών πάντων λέγων· ουκ οίδα τι λέγεις. 71 εξελθόντα δε αυτόν εις τον πυλώνα είδεν αυτόν άλλη και λέγει αυτοίς· εκεί και ούτος ην μετά Ιησού του Ναζωραίου. 72 και πάλιν ηρνήσατο μεθ’ όρκου ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. 73 μετά μικρόν δε προσελθόντες οι εστώτες είπον τω Πέτρω· αληθώς και συ εξ αυτών ει· και γαρ η λαλιά σου δήλόν σε ποιεί. 74 τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον· και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε. 75 και εμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτω ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με· και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ΄
1 ΠΡΩϊΑΣ δε γενομένης συμβούλιον έλαβον πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του Ιησού ωστε θανατώσαι αυτόν· 2 και δήσαντες αυτόν απήγαγον και παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τω ηγεμόνι.
3 Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις 4 λέγων· ήμαρτον παραδούς αίμα αθωον. οι δε είπον· τι προς ημάς; συ όψει. 5 και ρίψας τα αργύρια εν τω ναω ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο. 6 οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον· ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστι. 7 συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις· 8 διο εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως της σήμερον. 9 τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος· και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ, 10 και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος.
11 Ο δε Ιησούς έστη έμπροσθεν του ηγεμόνος· και επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων· συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε Ιησούς έφη αυτω· συ λέγεις. 12 και εν τω κατηγορείσθαι αυτόν υπό των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων ουδέν απεκρίνατο. 13 τότε λέγει αυτω ο Πιλάτος· ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; 14 και ουκ απεκρίθη αυτω προς ουδέ εν ρήμα, ωστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν. 15 Κατά δε εορτήν ειώθει ο ηγεμών απολύειν ένα τω όχλω δέσμιον, ον ήθελον. 16 είχον δε τότε δέσμιον επίσημον λεγόμενον Βαραββάν. 17 συνηγμένων ουν αυτών είπεν αυτοίς ο Πιλάτος· τίνα θέλετε απολύσω υμίν; Βαραββάν ή Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; 18 ήδει γαρ ότι δια φθόνον παρέδωκαν αυτόν. 19 Καθημένου δε αυτού επί του βήματος απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα· μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω· πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν. 20 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν απολέσωσιν. 21 αποκριθείς δε ο ηγεμών είπεν αυτοίς· τίνα θέλετε από των δύο απολύσω υμίν; οι δε είπον· Βαραββάν. 22 λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· τι ουν ποιήσω Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αυτω πάντες· σταυρωθήτω. 23 ο δε ηγεμών έφη· τι γαρ κακόν εποίησεν; οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες· σταυρωθήτω. 24 ιδών δε ο Πιλάτος ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων· αθώός ειμι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε. 25 και αποκριθείς πας ο λαός είπε· το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών. 26 τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν φραγγελώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.
27 Τότε οι στρατιώται του ηγεμόνος παραλαβόντες τον Ιησούν εις το πραιτώριον συνήγαγον επ’ αυτόν όλην την σπείραν· 28 και εκδύσαντες αυτόν περιέθηκαν αυτω χλαμύδα κοκκίνην, 29 και πλέξαντες στέφανον εκ ακανθών επέθηκαν επί την κεφαλήν αυτού και κάλαμον επί την δεξιάν αυτού, και γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού ενέπαιζον αυτω λέγοντες· χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων· 30 και εμπτύσαντες εις αυτόν έλαβον τον κάλαμον και έτυπτον εις την κεφαλήν αυτού. 31 και ότε ενέπαιξαν αυτω, εξέδυσαν αυτόν την χλαμύδα και ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια αυτού, και απήγαγον αυτόν εις το σταυρώσαι. 32 Εξερχόμενοι δε εύρον άνθρωπον Κυρηναίον ονόματι Σίμωνα· τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τον σταυρόν αυτού. 33 Και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ό εστι λεγόμενος κρανίου τόπος, 34 έδωκαν αυτω πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον· και γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν. 35 σταυρώσαντες δε αυτόν διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού βαλόντες κλήρον, 36 και καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί. 37 και επέθηκαν επάνω της κεφαλής αυτού την αιτίαν αυτού γεγραμμένην· ούτός εστιν Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 38 Τότε σταυρούνται συν αυτω δύο λησταί, εις εκ δεξιών και εις εξ ευωνύμων. 39 Οι δε παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών 40 και λέγοντες· ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών! σώσον σεαυτόν· ει υιος ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού. 41 ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μετά των γραμματέων και πρεσβυτέρων και Φαρισαίων έλεγον· 42 άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι· ει βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νυν από του σταυρού και πιστεύσομεν επ’ αυτω· 43 πέποιθεν επί τον Θεόν, ρυσάσθω νυν αυτόν, ει θέλει αυτόν· είπε γαρ ότι Θεού ειμι υιος. 44 το δ’ αυτό και οι λησταί οι συσταυρωθέντες αυτω ωνείδιζον αυτόν. 45 Από δε έκτης ωρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ωρας ενάτης. 46 περί δε την ενάτην ωραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων· ηλί ηλί, λιμά σαβαχθανί; τούτ’ έστι, Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες; 47 τινές δε των εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον ότι’Ηλίαν φωνεί ούτος. 48 και ευθέως δραμών εις εξ αυτών και λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους και περιθείς καλάμω επότιζεν αυτόν. 49 οι δε λοιποί έλεγον· άφες ίδωμεν ει έρχεται’Ηλίας σώσων αυτόν. 50 ο δε Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα. 51 Και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, 52 και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη, 53 και εξελθόντες εκ των μνημείων, μετά την έγερσιν αυτού εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς. 54 Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· αληθώς Θεού υιος ην ούτος. 55 Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας διακονούσαι αυτω· 56 εν αις ην Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου.
57’Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού· 58 ούτος προσελθών τω Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού. τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα. 59 και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, 60 και έθηκεν αυτό εν τω καινω αυτού μνημείω ό ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. 61 Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμεναι απέναντι του τάφου.
62 Τη δε επαύριον, ήτις εστί μετά την παρασκευήν, συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι προς Πιλάτον 63 λέγοντες· κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι. 64 κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαω, ηγέρθη από των νεκρών· και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. 65 έφη αυτοίς ο Πιλάτος· έχετε κουστωδίαν· υπάγετε ασφαλίσασθε ως οίδατε. 66 οι δε πορευθέντες ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΗ΄
1 ΟΨΕ δε σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον. 2 και ιδού σεισμός εγένετο μέγας· άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού. 3 ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών. 4 από δε του φόβου αυτού εσείσθησαν οι τηρούντες και εγένοντο ωσεί νεκροί. 5 αποκριθείς δε ο άγγελος είπε ταις γυναιξί· μη φοβείσθε υμείς· οίδα γαρ ότι Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε· 6 ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη γαρ καθώς είπε. δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος. 7 και ταχύ πορευθείσαι είπατε τοις μαθηταίς αυτού ότι ηγέρθη από των νεκρών, και ιδού προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν· εκεί αυτόν όψεσθε· ιδού είπον υμίν. 8 και εξελθούσαι ταχύ από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης έδραμον απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού. 9 ως δε επορεύοντο απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού, και ιδού Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων· χαίρετε. αι δε προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αυτω. 10 τότε λέγει αυταίς ο Ιησούς· μη φοβείσθε· υπάγετε απαγγείλατε τοις αδελφοίς μου ίνα απέλθωσιν εις την Γαλιλαίαν, κακεί με όψονται. 11 Πορευομένων δε αυτών ιδού τινες της κουστωδίας ελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν τοις αρχιερεύσιν άπαντα τα γενόμενα. 12 και συναχθέντες μετά των πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες αργύρια ικανά έδωκαν τοις στρατιώταις λέγοντες· 13 είπατε ότι οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων. 14 και εάν ακουσθή τούτο επί του ηγεμόνος, ημείς πείσομεν αυτόν και υμάς αμερίμνους ποιήσομεν. 15 οι δε λαβόντες τα αργύρια εποίησαν ως εδιδάχθησαν. και διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρά Ιουδαίοις μέχρι της σήμερον.
16 Οι δε ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς. 17 και ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτω, οι δε εδίστασαν. 18 και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων· εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανω και επί γης. 19 πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν.
——————————————————-
ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
1 ΑΡΧΗ του ευαγγελίου Ιησού Χριστού, υιού του Θεού.
2 Ως γέγραπται εν τοις προφήταις, ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου· 3 φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού, 4 εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. 5 και εξεπορεύετο προς αυτόν πάσα η Ιουδαία χώρα και οι Ιεροσολυμίται, και εβαπτίζοντο πάντες εν τω Ιορδάνη ποταμω υπ’ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών. 6 ην δε ο Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον. 7 και εκήρυσσε λέγων· έρχεται ο ισχυρότερός μου οπίσω μου, ου ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού. 8 εγώ μεν εβάπτισα υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω.
9 Και εγένετο εν εκείναις ταις ημέραις ήλθεν ο Ιησούς από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην. 10 και ευθέως αναβαίνων από του ύδατος είδε σχιζομένους τους ουρανούς και το Πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον επ’ αυτόν· 11 και φωνή εγένετο εκ των ουρανών· συ ει ο υιος μου ο αγαπητός, εν σοί ηυδόκησα.
12 Και ευθέως το Πνεύμα αυτόν εκβάλλει εις την έρημον· 13 και ην εκεί εν τη ερήμω ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του σατανά, και ην μετά των θηρίων, και οι άγγελοι διηκόνουν αυτω.
14 Μετά δε το παραδοθήναι Ιωάννην ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν κηρύσσων και λέγων ότι πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω. 16 Περιπατών δε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε Σίμωνα και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού του Σίμωνος, βάλλοντας αμφίβληστρον εν τη θαλάσση· ήσαν γαρ αλιείς· 17 και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς γενέσθαι αλιείς ανθρώπων. 18 και ευθέως αφέντες τα δίκτυα αυτών ηκολούθησαν αυτω. 19 Και προβάς εκείθεν ολίγον είδεν Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, και αυτούς εν τω πλοίω καταρτίζοντας τα δίκτυα, 20 και ευθέως εκάλεσεν αυτούς. και αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού.
21 Και εισπορεύονται εις Καπερναούμ· και ευθέως τοις σάββασιν εισελθών εις την συναγωγήν εδίδασκε. 22 και εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού· ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς. 23 Και ην εν τη συναγωγή αυτών άνθρωπος εν πνεύματι ακαθάρτω, και ανέκραξε 24 λέγων· έα, τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ; ήλθες απολέσαι ημάς; οίδά σε τις ει, ο άγιος του Θεού. 25 και επετίμησεν αυτω ο Ιησούς λέγων· φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού. 26 και σπαράξαν αυτόν το πνεύμα το ακάθαρτον και κράξαν φωνή μεγάλη εξήλθεν εξ αυτού. 27 και εθαμβήθησαν πάντες, ωστε συζητείν προς εαυτούς λέγοντας· τι εστι τούτο; τις η διδαχή η καινή αύτη, ότι κατ’ εξουσίαν και τοις πνεύμασι τοις ακαθάρτοις επιτάσσει, και υπακούουσιν αυτω; 28 και εξήλθεν η ακοή αυτού ευθύς εις όλην την περίχωρον της Γαλιλαίας.
29 Και ευθέως εκ της συναγωγής εξελθόντες ήλθον εις την οικίαν Σίμωνος και Ανδρέου μετά Ιακώβου και Ιωάννου. 30 η δε πενθερά Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα. και ευθέως λέγουσιν αυτω περί αυτής. 31 και προσελθών ήγειρεν αυτήν κρατήσας της χειρός αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός ευθέως, και διηκόνει αυτοίς. 32’Οψίας δε γενομένης, ότε έδυ ο ήλιος, έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας και τους δαιμονιζομένους. 33 και ην η πόλις όλη επισυνηγμένη προς την θύραν. 34 και εθεράπευσε πολλούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις, και δαιμόνια πολλά εξέβαλε, και ουκ ήφιε λαλείν τα δαιμόνια, ότι ήδεισαν αυτόν Χριστόν είναι.
35 Και πρωϊ έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο. 36 και κατεδίωξαν αυτόν ο Σίμων και οι μετ’ αυτού, 37 και ευρόντες αυτόν λέγουσιν αυτω ότι πάντες σε ζητούσι. 38 και λέγει αυτοίς· άγωμεν εις τας εχομένας κωμοπόλεις, ίνα και εκεί κηρύξω· εις τούτο γαρ εξελήλυθα. 39 και ην κηρύσσων εν ταις συναγωγαίς αυτών εις όλην την Γαλιλαίαν και τα δαιμόνια εκβάλλων.
40 Και έρχεται προς αυτόν λεπρός παρακαλών αυτόν και γονυπετών αυτόν και λέγων αυτω ότι εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι. 41 ο δε Ιησούς σπλαχνισθείς, εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού και λέγει αυτω· θέλω, καθαρίσθητι. 42 και ειπόντος αυτού ευθέως απήλθεν απ’ αυτού η λέπρα, και εκαθαρίσθη. 43 και εμβριμησάμενος αυτω ευθέως εξέβαλεν αυτόν και λέγει αυτω· 44 όρα μηδενί μηδέν είπης, αλλ’ ύπαγε σεαυτόν δείξον τω ιερεί και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου α προσέταξε Μωϋσής εις μαρτύριον αυτοίς. 45 ο δε εξελθών ήρξατο κηρύσσειν πολλά και διαφημίζειν τον λόγον, ωστε μηκέτι αυτόν δύνασθαι φανερώς εις πόλιν εισελθείν, αλλ’ έξω εν ερήμοις τόποις ην· και ήρχοντο προς αυτόν πανταχόθεν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Β΄
1 ΚΑΙ εισήλθε πάλιν εις Καπερναούμ δι’ ημερών και ηκούσθη ότι εις οίκόν εστι. 2 και ευθέως συνήχθησαν πολλοί, ωστε μηκέτι χωρείν μηδέ τα προς την θύραν· και ελάλει αυτοίς τον λόγον. 3 και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων. 4 και μη δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτω δια τον όχλον, απεστέγασαν την στέγην όπου ην, και εξορύξαντες χαλώσι τον κράβαττον, εφ’ ω ο παραλυτικός κατέκειτο. 5 ιδών δε ο Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τω παραλυτικω· τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. 6 ήσαν δε τινες των γραμματέων εκεί καθήμενοι και διαλογιζόμενοι εν ταις καρδίαις αυτών· 7 τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις ο Θεός; 8 και ευθέως επιγνούς ο Ιησούς τω πνεύματι αυτού ότι ούτως αυτοί διαλογίζονται εν εαυτοίς, είπεν αυτοίς· τι ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών; 9 τι εστιν ευκοπώτερον, ειπείν τω παραλυτικω, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει; 10 ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιος του ανθρώπου αφιέναι επί της γης αμαρτίας – λέγει τω παραλυτικω. 11 σοί λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκόν σου. 12 και ηγέρθη ευθέως, και άρας τον κράβαττον εξήλθεν εναντίον πάντων, ωστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον Θεόν λέγοντας ότι ουδέποτε ούτως είδομεν.
13 Και εξήλθε πάλιν παρά την θάλασσαν· και πας ο όχλος ήρχετο προς αυτόν, και εδίδασκεν αυτούς. 14 Και παράγων είδε Λευϊν τον του Αλφαίου, καθήμενον επί το τελώνιον, και λέγει αυτω· ακολούθει μοι και αναστάς ηκολούθησεν αυτω· 15 και εγένετο εν τω κατακείσθαι αυτόν εν τη οικία αυτού, και πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού· ήσαν γαρ πολλοί, και ηκολούθησαν αυτω. 16 και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι ιδόντες αυτόν εσθίοντα μετά των τελωνών και αμαρτωλών έλεγον τοις μαθηταίς αυτού· τι ότι μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει και πίνει; 17 και ακούσας ο Ιησούς λέγει αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες· ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. 18 Και ήσαν οι μαθηταί Ιωάννου και οι των Φαρισαίων νηστεύοντες. και έρχονται και λέγουσιν αυτω διατί οι μαθηταί Ιωάννου και οι των Φαρισαίων νηστεύουσιν, οι δε σοί μαθηταί ου νηστεύουσι; 19 και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, νηστεύειν; όσον χρόνον μεθ’ εαυτών έχουσι τον νυμφίον, ου δύνανται νηστεύειν. 20 ελεύσονται δε ημέραι όταν απαρθή απ’ αυτών ο νυμφίος, και τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις. 21 ουδείς επίβλημα ράκους αγνάφου επιρράπτει επί ιματίω παλαιω· ει δε μήγε, αίρει το πλήρωμα αυτού, το καινόν του παλαιού και χείρον σχίσμα γίνεται. 22 και ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς· ει δε μη, ρήσσει ο οίνος ο νέος τους ασκούς, και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται· αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον.
23 Και εγένετο παραπορεύεσθαι αυτόν εν τοις σάββασι δια των σπορίμων, και ήρξαντο οι μαθηταί αυτού οδόν ποιείν τίλλοντες τους στάχυας. 24 και οι Φαρισαίοι έλεγον αυτω· ίδε τι ποιούσιν εν τοις σάββασιν ό ουκ έξεστι. 25 και αυτός έλεγεν αυτοίς· ουδέποτε ανέγνωτε τι εποίησε Δαυϊδ ότε χρείαν έσχε και επείνασεν αυτός και οι μετ’ αυτού; 26 Πως εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού επί Αβιάθαρ αρχιερέως και τους άρτους της προθέσεως έφαγεν, ους ουκ έξεστι φαγείν ει μη τοις ιερεύσι, και έδωκε και τοις συν αυτω ούσι; 27 και έλεγεν αυτοίς· το σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον· 28 ωστε κύριός εστιν ο υιος του ανθρώπου και του σαββάτου.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Γ΄
1 ΚΑΙ εισήλθε πάλιν εις την συναγωγήν και ην εκεί άνθρωπος εξηραμμένην έχων την χείρα. 2 και παρετήρουν αυτόν ει τοις σάββασι θεραπεύσει αυτόν, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού. 3 και λέγει τω ανθρώπω τω εξηραμμένην έχοντι την χείρα· έγειρε εις το μέσον. 4 και λέγει αυτοίς· έξεστι τοις σάββασιν αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι; ψυχήν σώσαι ή αποκτείναι; οι δε εσιώπων. 5 και περιβλεψάμενος αυτούς μετ’ οργής, συλλυπούμενος επί τη πωρώσει της καρδίας αυτών, λέγει τω ανθρώπω· έκτεινον την χείρά σου. και εξέτεινε, και αποκατεστάθη η χείρ αυτού υγιής ως η άλλη. 6 και εξελθόντες οι Φαρισαίοι ευθέως μετά των Ηρωδιανών συμβούλιον εποίουν κατ’ αυτού, όπως αυτόν απολέσωσι.
7 Και ο Ιησούς ανεχώρησε μετά των μαθητών αυτού προς την θάλασσαν· και πολύ πλήθος από της Γαλιλαίας ηκολούθησαν αυτω, 8 και από της Ιουδαίας και από Ιεροσολύμων και από της Ιδουμαίας και πέραν του Ιορδάνου και οι περί Τύρον και Σιδώνα, πλήθος πολύ, ακούσαντες όσα εποίει, ήλθον προς αυτόν. 9 και είπε τοις μαθηταίς αυτού ίνα πλοιάριον προσκαρτερή αυτω δια τον όχλον, ίνα μη θλίβωσιν αυτόν· 10 πολλούς γαρ εθεράπευσεν, ωστε επιπίπτειν αυτω ίνα αυτού άψωνται όσοι είχον μάστιγας· 11 και τα πνεύματα τα ακάθαρτα, όταν αυτόν εθεώρουν, προσέπιπτον αυτω και έκραζον λέγοντα ότι συ ει ο υιος του Θεού. 12 και πολλά επετίμα αυτοίς ίνα μη φανερόν αυτόν ποιήσωσι.
13 Και αναβαίνει εις το όρος, και προσκαλείται ους ήθελεν αυτός, και απήλθον προς αυτόν. 14 και εποίησε δώδεκα, ίνα ώσι μετ’ αυτού και ίνα αποστέλλη αυτούς κηρύσσειν 15 και έχειν εξουσίαν θεραπεύειν τας νόσους και εκβάλλειν τα δαιμόνια· 16 και επέθηκεν όνομα τω Σίμωνι Πέτρον, 17 και Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου· και επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανεργές, ό εστιν υιοί βροντής· 18 και Ανδρέαν και Φίλιππον και Βαρθολομαίον και Ματθαίον και Θωμάν και Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Θαδδαίον και Σίμωνα τον Κανανίτην 19 και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος και παρέδωκεν αυτόν.
20 Και έρχονται εις οίκον· και συνέρχεται πάλιν όχλος, ωστε μη δύνασθαι αυτούς μηδέ άρτον φαγείν. 21 και ακούσαντες οι παρ’ αυτού εξήλθον κρατήσαι αυτόν· έλεγον γαρ ότι εξέστη. 22 και οι γραμματείς οι από Ιεροσολύμων καταβάντες έλεγον ότι Βεελζεβούλ έχει, και ότι εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια. 23 και προσκαλεσάμενος αυτούς εν παραβολαίς έλεγεν αυτοίς· Πως δύναται σατανάς σατανάν εκβάλλειν; 24 και εάν βασιλεία εφ’ εαυτήν μερισθή, ου δύναται σταθήναι η βασιλεία εκείνη· 25 και εάν οικία εφ’ εαυτήν μερισθή, ου δύναται σταθήναι η οικία εκείνη. 26 και ει ο σατανάς ανέστη εφ’ εαυτόν και μεμέρισται, ου δύναται σταθήναι, αλλά τέλος έχει. 27 ουδείς δύναται τα σκεύη του ισχυρού εισελθών εις την οικίαν αυτού διαρπάσαι, εάν μη πρώτον τον ισχυρόν δήση, και τότε την οικίαν αυτού διαρπάσει. 28 Αμήν λέγω υμίν ότι πάντα αφεθήσεται τοις υιοίς των ανθρώπων τα αμαρτήματα και αι βλασφημίαι όσας εάν βλασφημήσωσιν. 29 ος δ’ αν βλασφημήση εις το Πνεύμα του Άγιον, ουκ έχει άφεσιν εις τον αιώνα, αλλ’ ένοχός εστιν αιωνίου κρίσεως· 30 ότι έλεγον, πνεύμα ακάθαρτον έχει. 31 έρχονται ουν η μήτηρ αυτού και οι αδελφοί αυτού, και έξω εστώτες απέστειλαν προς αυτόν φωνούντες αυτόν. 32 και εκάθητο περί αυτόν όχλος· είπον δε αυτω· ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου έξω ζητούσί σε. 33 και απεκρίθη αυτοίς λέγων· τις εστιν η μήτηρ μου ή οι αδελφοί μου; 34 και περιβλεψάμενος κύκλω τους περί αυτόν καθημένους λέγει· ίδε η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου· 35 ος γαρ αν ποιήση το θέλημα του Θεού, ούτος αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Δ΄
1 ΚΑΙ πάλιν ήρξατο διδάσκειν παρά την θάλασσαν· και συνήχθη προς αυτόν όχλος πολύς, ωστε αυτόν εμβάντα εις το πλοίον καθήσθαι εν τη θαλάσση· και πας ο όχλος προς την θάλασσαν επί της γης ήσαν. 2 και εδίδασκεν αυτούς εν παραβολαίς πολλά, και έλεγεν αυτοίς εν τη διδαχή αυτού· 3 ακούετε. ιδού εξήθεν ο σπείρων του σπείραι. 4 και εγένετο εν τω σπείρειν ό μεν έπεσεν επί την οδόν, και ήλθον τα πετεινά και κατέφαγον αυτό· 5 και άλλο έπεσεν επί το πετρώδες, όπου ουκ είχε γην πολλήν, και ευθέως εξανέτειλε δια το μη έχειν βάθος γης, 6 ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη, και δια το μη έχειν ρίζαν εξηράνθη· 7 και άλλο έπεσεν εις τας ακάνθας, και ανέβησαν αι άκανθαι και συνέπνιξαν αυτό, και καρπόν ουκ έδωκε· 8 και άλλο έπεσεν εις την γην την καλήν και εδίδου καρπόν αναβαίνοντα και αυξάνοντα, και έφερεν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν. 9 και έλεγεν αυτοίς· ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. 10 Ότε δε εγένετο κατά μόνας, ηρώτησαν αυτόν οι περί αυτόν συν τοις δώδεκα την παραβολήν. 11 και έλεγεν αυτοίς· υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού· εκείνοις δε τοις έξω εν παραβολαίς τα πάντα γίνεται, 12 ίνα βλέποντες βλέπωσι και μη ίδωσι, και ακούοντες ακούωσι και μη συνιώσι, μήποτε επιστρέψωσι και αφεθή αυτοίς τα αμαρτήματα. 13 και λέγει αυτοίς· ουκ οίδατε την παραβολήν ταύτην, και Πως πάσας τας παραβολάς γνώσεσθε; 14 ο σπείρων τον λόγον σπείρει. 15 ούτοι δε εισιν οι παρά την οδόν όπου σπείρεται ο λόγος, και όταν ακούσωσιν, ευθύς έρχεται ο σατανάς και αίρει τον λόγον τον εσπαρμένον εν ταις καρδίαις αυτών. 16 και ούτοι ομοίως εισίν οι επί τα πετρώδη σπειρόμενοι, οί όταν ακούσωσι τον λόγον, ευθύς μετά χαράς λαμβάνουσιν αυτόν, 17 και ουκ έχουσι ρίζαν εν εαυτοίς, αλλά πρόσκαιροί εισιν· είτα γενομένης θλίψεως ή διωγμού δια τον λόγον, ευθύς σκανδαλίζονται. 18 και ούτοί εισιν οι εις τας ακάνθας σπειρόμενοι, οι τον λόγον ακούοντες, 19 και αι μέριμναι του αιώνος τούτου και η απάτη του πλούτου και αι περί τα λοιπά επιθυμίαι εισπορευόμεναι συμπνίγουσι τον λόγον, και άκαρπος γίνεται. 20 και ούτοί εισιν οι επί την γην την καλήν σπαρέντες, οίτινες ακούουσι τον λόγον και παραδέχονται, και καρποφορούσιν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν.
21 Και έλεγεν αυτοίς· μήτι έρχεται ο λύχνος ίνα υπό τον μόδιον τεθή ή υπό την κλίνην; ουχ ίνα επί την λυχνίαν επιτεθή; 22 ου γαρ εστι κρυπτόν ό εάν μη φανερωθή, ουδέ εγένετο απόκρυφον αλλ’ ίνα έλθη εις φανερόν. 23 ει τις έχει ώτα ακούειν, ακουέτω. 24 Και έλεγεν αυτοίς· βλέπετε τι ακούετε. εν ω μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν, και προστεθήσεται υμίν τοις ακούουσιν. 25 ος γαρ αν έχη, δοθήσεται αυτω· και ος ουκ έχει, και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού.
26 Και έλεγεν· ούτως εστίν η βασιλεία του Θεού, ως αν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης, 27 και καθεύδη και εγείρηται νύκτα και ημέραν, και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός. 28 αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί, πρώτον χόρτον, είτα στάχυν, είτα πλήρη σίτον εν τω στάχυϊ. 29 όταν δε παραδω ο καρπός, ευθέως αποστέλλει το δρέπανον, ότι παρέστηκεν ο θερισμός.
30 Και έλεγε· Πως ομοιώσωμεν την βασιλείαν του Θεού; ή εν τίνι παραβολή παραβάλωμεν αυτήν; 31 ως κόκκον σινάπεως, ος όταν σπαρή επί της γης, μικρότερος πάντων των σπερμάτων εστί των επί της γης· 32 και όταν σπαρή, αναβαίνει και γίνεται μείζων πάντων των λαχάνων, και ποιεί κλάδους μεγάλους, ωστε δύνασθαι υπό την σκιάν αυτού τα πετεινά του ουρανού κατασκηνούν.
33 Και τοιαύταις παραβολαίς πολλαίς ελάλει αυτοίς τον λόγον, καθώς ηδύναντο ακούειν, 34 χωρίς δε παραβολής ουκ ελάλει αυτοίς τον λόγον· κατ’ ιδίαν δε τοις μαθηταίς αυτού επέλυε πάντα.
35 Και λέγει αυτοίς εν εκείνη τη ημέρα οψίας γενομένης· διέλθωμεν εις το πέραν. 36 και αφέντες τον όχλον παραλαμβάνουσιν αυτόν ως ην εν τω πλοίω· και άλλα δε πλοία ην μετ’ αυτού. 37 και γίνεται λαίλαψ ανέμου μεγάλη, τα δε κύματα επέβαλλεν εις το πλοίον, ωστε ήδη αυτό βυθίζεσθαι. 38 και ην αυτός επί τη πρύμνη επί το προσκεφάλαιον καθεύδων· και διεγείρουσιν αυτόν και λέγουσιν αυτω· διδάσκαλε, ου μέλει σοι ότι απολλύμεθα; 39 και διεγερθείς επετίμησε τω ανέμω και είπε τη θαλάσση· σιώπα, πεφίμωσο. και εκόπασεν ο άνεμος, και εγένετο γαλήνη μεγάλη. 40 και είπεν αυτοίς· τι δειλοί εστε ούτω; Πως ουκ έχετε πίστιν; 41 και εφοβήθησαν φόβον μέγαν και έλεγον προς αλλήλους· τις άρα ούτός εστιν, ότι και ο άνεμος και η θάλασσα υπακούουσιν αυτω;
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε΄
1 ΚΑΙ ήλθον εις το πέραν της θαλάσσης εις την χώραν των Γεργεσηνών. 2 και εξελθόντας αυτού εκ του πλοίου ευθέως απήντησεν αυτω εκ των μνημείων άνθρωπος εν πνεύματι ακαθάρτω, 3 ος την κατοίκησιν είχεν εν τοις μνήμασι, και ούτε αλύσεσιν ουδείς ηδύνατο αυτόν δήσαι, 4 δια το αυτόν πολλάκις πέδαις και αλύσεσι δεδέσθαι, και διεσπάσθη υπ’ αυτού τας αλύσεις και τας πέδας συντετρίφθαι, και ουδείς ίσχυεν αυτόν δαμάσαι· 5 και δια παντός νυκτός και ημέρας εν τοις μνήμασι και εν τοις όρεσιν ην κράζων και κατακόπτων εαυτόν λίθοις. 6 ιδών δε τον Ιησούν από μακρόθεν έδραμε και προσεκύνησεν αυτόν, 7 και κράξας φωνή μεγάλη λέγει· τι εμοί και σοί, Ιησού, υιε του Θεού του υψίστου; ορκίζω σε τον Θεόν, μη με βασανίσης. 8 έλεγε γαρ αυτω· έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου. 9 και επηρώτα αυτόν· τι όνομά σοι; και απεκρίθη λέγων· λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμεν. 10 και παρεκάλει αυτόν πολλά ίνα μη αποστείλη αυτούς έξω της χώρας. 11 ην δε εκεί αγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη προς τω όρει· 12 και παρεκάλεσαν αυτόν πάντες οι δαίμονες λέγοντες· πέμψον ημάς εις τους χοίρους, ίνα εις αυτούς εισέλθωμεν. 13 και επέτρεψεν αυτοίς ευθέως ο Ιησούς. και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα εισήλθον εις τους χοίρους· και ωρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την θάλασσαν· ήσαν δε ως δισχίλιοι· και επνίγοντο εν τη θαλάσση. 14 και οι βόσκοντες τους χοίρους έφυγον και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς· και εξήλθον ιδείν τι εστι το γεγονός. 15 και έρχονται προς τον Ιησούν, και θεωρούσι τον δαιμονιζόμενον καθήμενον και ιματισμένον και σωφρονούντα, τον εσχηκότα τον λεγεώνα, και εφοβήθησαν. 16 και διηγήσαντο αυτοίς οι ιδόντες Πως εγένετο τω δαιμονιζομένω και περί των χοίρων. 17 και ήρξαντο παρακαλείν αυτόν απελθείν από των ορίων αυτών. 18 και εμβαίνοντος αυτού εις το πλοίον παρεκάλει αυτόν ο δαιμονισθείς ίνα μετ’ αυτού ή. 19 και ουκ αφήκεν αυτόν, αλλά λέγει αυτω· ύπαγε εις τον οίκόν σου προς τους σούς και ανάγγειλον αυτοίς όσα σοι ο Κύριος πεποίηκε και ηλέησέ σε. 20 και απήλθε και ήρξατο κηρύσσειν εν τη Δεκαπόλει όσα εποίησεν αυτω ο Ιησούς, και πάντες εθαύμαζον.
21 Και διαπεράσαντος του Ιησού εν τω πλοίω πάλιν εις το πέραν συνήχθη όχλος πολύς επ’ αυτόν, και ην παρά την θάλασσαν. 22 Και έρχεται εις των αρχισυναγώγων, ονόματι Ιάειρος, και ιδών αυτόν πίπτει προς τους πόδας αυτού 23 και παρεκάλει αυτόν πολλά, λέγων ότι το θυγάτριόν μου εσχάτως έχει, ίνα ελθών επιθής αυτη τας χείρας, όπως σωθή και ζήσεται. 24 και απήλθε μετ’ αυτού· και ηκολούθει αυτω όχλος πολύς, και συνέθλιβον αυτόν. 25 Και γυνή τις ούσα εν ρύσει αίματος έτη δώδεκα, 26 και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών και δαπανήσασα τα παρ’ εαυτής πάντα, και μηδέν ωφεληθείσα, αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα, 27 ακούσασα περί του Ιησού, ελθούσα εν τω όχλω όπισθεν ήψατο του ιματίου αυτού· 28 έλεγε γαρ εν εαυτη ότι εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού, σωθήσομαι. 29 και ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής, και έγνω τω σώματι ότι ίαται από της μάστιγος. 30 και ευθέως ο Ιησούς επιγνούς εν εαυτω την εξ αυτού δύναμιν εξελθούσαν, επιστραφείς εν τω όχλω έλεγε· τις μου ήψατο των ιματίων; 31 και έλεγον αυτω οι μαθηταί αυτού· βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε, και λέγεις τις μου ήψατο; 32 και περιεβλέπετο ιδείν την τούτο ποιήσασαν. 33 η δε γυνή φοβηθείσα και τρέμουσα, ειδυία ό γέγονεν επ’ αυτη, ήλθε και προσέπεσεν αυτω και είπεν αυτω πάσαν την αλήθειαν. 34 ο δε είπεν αυτη· θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· ύπαγε εις ειρήνην, και ίσθι υγιής από της μάστιγός σου. 35 Έτι αυτού λαλούντος έρχονται από του αρχισυναγώγου λέγοντες ότι η θυγάτηρ σου απέθανε· τι έτι σκύλλεις τον διδάσκαλον; 36 ο δε Ιησούς ευθέως ακούσας τον λόγον λαλούμενον λέγει τω αρχισυναγώγω· μη φοβού, μόνον πίστευε. 37 και ουκ αφήκεν αυτω ουδένα συνακολουθήσαι ει μη Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν Ιακώβου. 38 και έρχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου, και θεωρεί θόρυβον, και κλαίοντας και αλαλάζοντας πολλά, 39 και εισελθών λέγει αυτοίς· τι θορυβείσθε και κλαίετε; το παιδίον ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει, και κατεγέλων αυτού. 40 ο δε εκβαλών πάντας παραλαμβάνει τον πατέρα του παιδίου και την μητέρα και τους μετ’ αυτού, και εισπορεύεται όπου ην το παιδίον ανακείμενον, 41 και κρατήσας της χειρός του παιδίου λέγει αυτη· ταλιθά, κούμι· ό εστι μεθερμηνευόμενον, το κοράσιον, σοί λέγω, έγειρε. 42 και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει· ην γαρ ετών δώδεκα. και εξέστησαν εκστάσει μεγάλη. 43 και διεστείλατο αυτοίς πολλά ίνα μηδείς γνω τούτο· και είπε δοθήναι αυτη φαγείν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΣΤ΄
1 ΚΑΙ εξήλθεν εκείθεν και ήλθεν εις την πατρίδα εαυτού· και ακολουθούσιν αυτω οι μαθηταί αυτού. 2 και γενομένου σαββάτου ήρξατο εν τη συναγωγή διδάσκειν· και πολλοί ακούοντες εξεπλήσσοντο λέγοντες· πόθεν τούτω ταύτα; και τις η σοφία η δοθείσα αυτω, και δυνάμεις τοιαύται δια των χειρών αυτού γίνονται; 3 ουχ ούτός εστιν ο τέκνων, ο υιος της Μαρίας, αδελφός δε Ιακώβου και Ιωσή και Ιούδα και Σίμωνος; και ουκ εισίν αι αδελφαί αυτού ώδε προς ημάς; και εσκανδαλίζοντο εν αυτω. 4 έλεγε δε αυτοίς ο Ιησούς ότι ουκ έστι προφήτης άτιμος ει μη εν τη πατρίδι αυτού και εν τοις συγγενέσι και εν τη οικία αυτού. 5 και ουκ ηδύνατο εκεί ουδεμίαν δύναμιν ποιήσαι, ει μη ολίγοις αρρώστοις επιθείς τας χείρας εθεράπευσε. 6 και εθαύμαζε δια την απιστίαν αυτών. Και περιήγε τας κώμας κύκλω διδάσκων. 7 Και προσκαλείται τους δώδεκα, και ήρξατο αυτούς αποστέλλειν δύο δύο, και εδίδου αυτοίς εξουσίαν των πνευμάτων των ακαθάρτων, 8 και παρήγγειλεν αυτοίς ίνα μηδέν αίρωσιν εις οδόν ει μη ράβδον μόνον, μη πήραν, μη άρτον, μη εις την ζώνην χαλκόν, 9 αλλ’ υποδεδεμένους σανδάλια, και μη ενδεδύσθαι δύο χιτώνας. 10 και έλεγεν αυτοίς· όπου εάν εισέλθητε εις οικίαν, εκεί μένετε έως αν εξέλθητε εκείθεν· 11 και όσοι εάν μη δέξωνται υμάς μηδέ ακούσωσιν υμών, εκπορευόμενοι εκείθεν εκτινάξατε τον χουν τον υποκάτω των ποδών υμών εις μαρτύριον αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, ανεκτότερον έσται Σοδόμοις ή Γομόρροις εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη. 12 Και εξελθόντες εκήρυσσον ίνα μετανοήσωσι, 13 και δαιμόνια πολλά εξέβαλλον, και ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους και εθεράπευον.
14 Και ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης· φανερόν γαρ εγένετο το όνομα αυτού· και έλεγεν ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη, και δια τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτω. 15 άλλοι έλεγον ότι’Ηλίας εστίν· άλλοι δε έλεγον ότι προφήτης εστίν ως εις των προφητών. 16 ακούσας δε ο Ηρώδης είπεν ότι ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτός εστιν· αυτός ηγέρθη εκ νεκρών. 17 αυτός γαρ ο Ηρώδης αποστείλας εκράτησε τον Ιωάννην και έδησεν αυτόν εν φυλακή δια Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού, ότι αυτήν εγάμησεν. 18 έλεγεν γαρ ο Ιωάννης τω Ηρώδη ότι ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου. 19 η δε Ηρωδιάς ενείχεν αυτω και ήθελεν αυτόν αποκτείναι, και ουκ ηδύνατο· 20 ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον, και συνετήρει αυτόν, και ακούσας αυτού πολλά εποίει και ηδέως αυτού ήκουε. 21 και γενομένης ημέρας ευκαίρου, ότε Ηρώδης τοις γενεσίοις αυτού δείπνον εποίει τοις μεγιστάσιν αυτού και τοις χιλιάρχοις και τοις πρώτοις της Γαλιλαίας, 22 και εισελθούσης της θυγατρός αυτής της Ηρωδιάδος και ορχησαμένης και αρεσάσης τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις, είπεν ο βασιλεύς τω κορασίω· αίτησόν με ό εάν θέλης, και δώσω σοι. 23 και ώμοσεν αυτη ότι ό με αιτήσης δώσω σοι, έως ημίσους της βασιλείας μου. 24 η δε εξελθούσα είπε τη μητρί αυτής· τι αιτήσομαι; η δε είπε· την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού. 25 και εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα ητήσατο λέγουσα· θέλω ίνα μοι δως εξαυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού. 26 και περίλυπος γενόμενος ο βασιλεύς, δια τους όρκους και τους συνανακειμένους ουκ ηθέλησεν αυτήν αθετήσαι. 27 και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλήν αυτού. 28 ο δε απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τη φυλακή, και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής. 29 και ακούσαντες οι μαθηταί αυτού ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν μνημείω.
30 Και συνάγονται οι απόστολοι προς τον Ιησούν, και απήγγειλαν αυτω πάντα, και όσα εποίησαν και όσα εδίδαξαν. 31 και είπεν αυτοίς· δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν εις έρημον τόπον, και αναπαύεσθε ολίγον· ήσαν γαρ οι ερχόμενοι και οι υπάγοντες πολλοί, και ουδέ φαγείν ηυκαίρουν. 32 και απήλθον εις έρημον τόπον εν πλοίω κατ’ ιδίαν. 33 και είδον αυτούς υπάγοντας, και επέγνωσαν αυτούς πολλοί, και πεζή από πασών των πόλεων συνέδραμον εκεί και προήλθον αυτούς και συνήλθον προς αυτόν. 34 Και εξελθών ο Ιησούς είδε πολύν όχλον και εσπλαχνίσθη επ’ αυτοίς, ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, και ήρξατο διδάσκειν αυτούς πολλά. 35 Και ήδη ωρας πολλής γενομένης προσελθόντες αυτω οι μαθηταί αυτού λέγουσιν ότι έρημός εστιν ο τόπος και ήδη ωρα πολλή· 36 απόλυσον αυτούς, ίνα απελθόντες εις τους κύκλω αγρούς και κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς άρτους· τι γαρ φάγωσιν ουκ έχουσιν. 37 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· δότε αυτοίς υμείς φαγείν. και λέγουσιν αυτω· απελθόντες αγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων άρτους και δώμεν αυτοίς φαγείν; 38 ο δε λέγει αυτοίς· πόσους άρτους έχετε; υπάγετε και ίδετε και γνόντες λέγουσι· πέντε, και δύο ιχθύας. 39 και επέταξεν αυτοίς ανακλίναι πάντας συμπόσια συμπόσια επί τω χλωρω χόρτω. 40 και ανέπεσον πρασιαί πρασιαί ανά εκατόν και ανά πεντήκοντα. 41 και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κατέκλασε τους άρτους και εδίδου τοις μαθηταίς ίνα παραθώσιν αυτοίς, και τους δύο ιχθύας εμέρισε πάσι. 42 και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, 43 και ήραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, και από των ιχθύων. 44 και ήσαν οι φαγόντες τους άρτους πεντακισχίλιοι άνδρες.
45 Και ευθέως ηνάγκασε τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν εις το πέραν προς Βηθσαϊδάν, έως αυτός απολύση τον όχλον· 46 και αποταξάμενος αυτοίς απήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι. 47 και οψίας γενομένης ην το πλοίον εν μέσω της θαλάσσης, και αυτός μόνος επί της γης. 48 και ιδών αυτούς βασανιζομένους εν τω ελαύνειν· ην γαρ ο άνεμος εναντίος αυτοίς· και περί τετάρτην φυλακήν της νυκτός έρχεται προς αυτούς περιπατών επί της θαλάσσης, και ήθελε παρελθείν αυτούς. 49 οι δε ιδόντες αυτόν περιπατούντα επί της θαλάσσης έδοξαν φάντασμα είναι, και ανέκραξαν· 50 πάντες γαρ αυτόν είδον και εταράχθησαν. και ευθέως ελάλησε μετ’ αυτών και λέγει αυτοίς· θαρσείτε, εγώ ειμι, μη φοβείσθε. 51 και ανέβη εις το πλοίον προς αυτούς, και εκόπασεν ο άνεμος· και λίαν εκ περισσού εν εαυτοίς εξίσταντο και εθαύμαζον. 52 ου γαρ συνήκαν επί τοις άρτοις, αλλ’ ην αυτών η καρδία πεπωρωμένη.
53 Και διαπεράσαντες απήλθον επί την γην Γεννησαρέτ και προσωρμίσθησαν. 54 και εξελθόντων αυτών εκ του πλοίου ευθέως επιγνόντες αυτόν 55 περιέδραμον όλην την περίχωρον εκείνην και ήρξαντο επί τοις κραβάττοις τους κακώς έχοντας περιφέρειν όπου ήκουον ότι εκεί εστι· 56 και όπου αν εισεπορεύετο εις κώμας ή πόλεις ή αγρούς, εν ταις αγοραίς επίθεσαν τους ασθενούντας και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν του κρασπέδου του ιματίου αυτού άψωνται· και όσοι αν ήπτοντο αυτού, εσώζοντο.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ζ΄
1 ΚΑΙ συνάγονται προς αυτόν οι Φαρισαίοι και τινες των γραμματέων ελθόντες από Ιεροσολύμων· 2 και ιδόντες τινάς των μαθητών αυτού κοιναίς χερσί, τούτ’ έστιν ανίπτοις, εσθίοντας άρτους, εμέμψαντο· 3 οι γαρ Φαρισαίοι και πάντες οι Ιουδαίοι, εάν μη πυγμή νίψωνται τας χείρας, ουκ εσθίουσι, κρατούντες την παράδοσιν των πρεσβυτέρων· 4 και από αγοράς, εάν μη βαπτίσωνται, ουκ εσθίουσι· και άλλα πολλά εστιν α παρέλαβον κρατείν, βαπτισμούς ποτηρίων και ξεστών και χαλκίων και κλινών· 5 έπειτα επερωτώσιν αυτόν οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς· διατί ου περιπατούσιν οι μαθηταί σου κατά την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, αλλ’ ανίπτοις χερσίν εσθίουσι τον άρτον; 6 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς ότι καλώς προεφήτευσεν Ησαϊας περί υμών των υποκριτών, ως γέγραπται· ούτος ο λαός τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού· 7 μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων. 8 αφέντες γαρ την εντολήν του Θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, βαπτισμούς ξεστών και ποτηρίων, και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε. 9 και έλεγεν αυτοίς· καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού ίνα την παράδοσιν υμών τηρήσητε. 10 Μωϋσής γαρ είπε· τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και ο κακολογών πατέρα ή μητέρα θανάτω τελευτάτω· 11 υμείς δε λέγετε· εάν είπη άνθρωπος τω πατρί ή τη μητρί, κορβάν, ό εστι δώρον, ό εάν εξ εμού ωφεληθής, 12 και ουκέτι αφίετε αυτόν ουδέν ποιήσαι τω πατρί αυτού ή τη μητρί αυτού, 13 ακυρούντες τον λόγον του Θεού τη παραδόσει υμών ή παρεδώκατε. και παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε. 14 Και προσκαλεσάμενος πάντα τον όχλον έλεγεν αυτοίς· ακούετέ μου πάντες και συνίετε. 15 ουδέν εστιν έξωθεν του ανθρώπου εισπορευόμενον εις αυτόν ό δύναται αυτόν κοινώσαι, αλλά τα εκπορευόμενά εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον. 16 ει τις έχει ώτα ακούειν, ακουέτω. 17 Και ότε εισήλθεν εις οίκον από του όχλου, επηρώτων αυτόν οι μαθηταί αυτού περί της παραβολής. 18 και λέγει αυτοίς· ούτω και υμείς ασύνετοί εστε; ούπω νοείτε ότι παν το έξωθεν εισπορευόμενον εις τον άνθρωπον ου δύναται αυτόν κοινώσαι; 19 ότι ουκ εισπορεύεται αυτού εις την καρδίαν, αλλά εις την κοιλίαν, και εις τον αφεδρώνα εκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τα βρώματα. 20 έλεγε δε ότι το εκ του ανθρώπου εκπορευόμενον, εκείνο κοινοί τον άνθρωπον. 21 έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, 22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη· 23 πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπον.
24 Και εκείθεν αναστάς απήλθεν εις τα μεθόρια Τύρου και Σιδώνος. και εισελθών εις οικίαν ουδένα ήθελε γνώναι, και ουκ ηδυνήθη λαθείν. 25 ακούσασα γαρ γυνή περί αυτού, ης είχε το θυγάτριον αυτής πνεύμα ακάθαρτον, ελθούσα προσέπεσε προς τους πόδας αυτού· 26 η δε γυνή ην Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει· και ηρώτα αυτόν ίνα το δαιμόνιον εκβάλη εκ της θυγατρός αυτής. 27 ο δε Ιησούς είπεν αυτη· άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα· ου γαρ εστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και τοις κυναρίοις βαλείν. 28 η δε απεκρίθη και λέγει αυτω· ναί, Κύριε· και τα κυνάρια υποκάτω της τραπέζης εσθίουσιν από των ψιχίων των παιδίων. 29 και είπεν αυτη· δια τούτον τον λόγον ύπαγε· εξελήλυθε το δαιμόνιον εκ της θυγατρός σου. 30 και απελθούσα εις τον οίκον αυτής εύρε το παιδίον βεβλημένον επί την κλίνην και το δαιμόνιον εξεληλυθός.
31 Και πάλιν εξελθών εκ των ορίων Τύρου και Σιδώνος ήλθε προς την θάλασσαν της Γαλιλαίας ανά μέσον των ορίων Δεκαπόλεως. 32 και φέρουσιν αυτω κωφόν μογιλάλον και παρακαλούσιν αυτόν ίνα επιθή αυτω την χείρα. 33 και απολαβόμενος αυτόν από του όχλου κατ’ ιδίαν έβαλε τους δακτύλους αυτού εις τα ώτα αυτού, και πτύσας ήψατο της γλώσσης αυτού, 34 και αναβλέψας εις τον ουρανόν εστέναξε και λέγει αυτω· εφφαθά, ό εστι διανοίχθητι. 35 και ευθέως διηνοίχθησαν αυτού αι ακοαί και ελύθη ο δεσμός της γλώσσης αυτού, και ελάλει ορθώς 36 και διεστείλατο αυτοίς ίνα μηδενί είπωσιν· όσον δε αυτός αυτοίς διεστέλλετο, μάλλον περισσότερον εκήρυσσον. 37 και υπερπερισσώς εξεπλήσσοντο λέγοντες· καλώς πάντα πεποίηκε· και τους κωφούς ποιεί ακούειν και τους αλάλους λαλείν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η΄
1 ΕΝ εκείναις ταις ημέραις πάλιν πολλού όχλου όντος και μη εχόντων τι φάγωσι, προσκαλεσάμενος ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού λέγει αυτοίς· 2 σπλαχνίζομαι επί τον όχλον, ότι ήδη ημέραι τρεις προσμένουσί μοι και ουκ έχουσι τι φάγωσι· 3 και εάν απολύσω αυτούς νήστεις εις οίκον αυτών, εκλυθήσονται εν τη οδω· τινές γαρ αυτών από μακρόθεν ήκασι. 4 και απεκρίθησαν αυτω οι μαθηταί αυτού· πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ώδε χορτάσαι άρτων επ’ ερημίας; 5 και επηρώτα αυτούς· πόσους έχετε άρτους; οι δε είπον· επτά. 6 και παρήγγειλε τω όχλω αναπεσείν επί της γης· και λαβών τους επτά άρτους ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς αυτού ίνα παρατιθώσι· και παρέθεκαν τω όχλω. 7 και είχον ιχθύδια ολίγα· και αυτά ευλογήσας είπε παρατιθέναι και αυτά. 8 έφαγον δε και εχορτάσθησαν. και ήραν περισσεύματα κλασμάτων επτά σπυρίδας. 9 ήσαν δε ως τετρακισχίλιοι· και απέλυσεν αυτούς. 10 Και εμβάς ευθύς εις το πλοίον μετά των μαθητών αυτού ήλθεν εις τα μέρη Δαλμανουθά.
11 Και εξήλθον οι Φαρισαίοι και ήρξαντο συζητείν αυτω, ζητούντες παρ’ αυτού σημείον από του ουρανού, πειράζοντες αυτόν. 12 και αναστενάξας τω πνεύματι αυτού λέγει· τι η γενεά αύτη σημείον επιζητεί; αμήν λέγω υμίν, ει δοθήσεται τη γενεά ταύτη σημείον. 13 και αφείς αυτούς εις το πλοίον απήλθε πάλιν. 14 Και επελάθοντο λαβείν άρτους, και ει μη ένα άρτον ουκ είχον μεθ’ εαυτών εν τω πλοίω. 15 και διεστέλλετο αυτοίς λέγων· οράτε, βλέπετε από της ζύμης των Φαρισαίων και της ζύμης Ηρώδου. 16 και διελογίζοντο προς αλλήλους λέγοντες ότι άρτους ουκ έχομεν. 17 και γνούς ο Ιησούς λέγει αυτοίς· τι διαλογίζεσθε ότι άρτους ουκ έχετε; ούπω νοείτε ουδέ συνίετε; έτι πεπωρωμένην έχετε την καρδίαν υμών; 18 οφθαλμούς έχοντες ου βλέπετε, και ώτα έχοντες ουκ ακούετε; και ου μνημονεύετε; 19 ότε τους πέντε άρτους έκλασα εις τους πεντακισχιλίους, και πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ήρατε; λέγουσιν αυτώ· δώδεκα. 20 ότε δε τους επτά εις τους τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ήρατε; οι δε είπον· επτά. 21 και έλεγεν αυτοίς· ούπω συνίετε;
22 Και έρχεται εις Βηθσαϊδά, και φέρουσιν αυτω τυφλόν και παρακαλούσιν αυτόν ίνα αυτού άψηται. 23 και επιλαβόμενος της χειρός του τυφλού εξήγαγεν αυτόν έξω της κώμης, και πτύσας εις τα όμματα αυτού, επιθείς τας χείρας αυτω επηρώτα αυτόν ει τι βλέπει. 24 και αναβλέψας έλεγε· βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας. 25 είτα πάλιν επέθηκε τας χείρας επί τους οφθαλμούς αυτού και εποίησεν αυτόν αναβλέψαι, και αποκατεστάθη, και ανέβλεψε τηλαυγώς άπαντας. 26 και απέστειλεν αυτόν εις τον οίκον αυτού λέγων· μηδέ εις την κώμην εισέλθης μηδέ είπης τινί εν τη κώμη.
27 Και εξήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τας κώμας Καισαρείας της Φιλίππου· και εν τη οδω επηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων αυτοίς· τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι; 28 οι δε απεκρίθησαν Ιωάννην τον βαπτιστήν, και άλλοι’Ηλίαν, άλλοι δε ένα των προφητών. 29 και αυτός λέγει αυτοίς· υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; αποκριθείς δε ο Πέτρος λέγει αυτω· συ ει ο Χριστός. 30 και επετίμησεν αυτοίς ίνα μηδενί λέγωσι περί αυτού. 31 Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δεί τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και των αρχιερέων και των γραμματέων, και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι. 32 και παρρησία τον λόγον ελάλει. και προσλαβόμενος αυτόν ο Πέτρος ήρξατο επιτιμάν αυτω. 33 ο δε επιστραφείς και ιδών τους μαθητάς αυτού επετίμησε τω Πέτρω λέγων· ύπαγε οπίσω μου σατανά· ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων. 34 Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς· όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. 35 ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου ούτος σώσει αυτήν. 36 τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; 37 ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; 38 ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλω, και ο υιος του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ΄
1 ΚΑΙ έλεγεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει.
2 Και μεθ’ ημέρας εξ παραλαμβάνει ο Ιησούς τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν μόνους· και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, 3 και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι. 4 και ώφθη αυτοίς’Ηλίας συν Μωϋσεί, και ήσαν συλλαλούντες τω Ιησού. και αποκριθείς ο Πέτρος λέγει τω Ιησού· 5 ¥Ραββί, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, σοί μίαν και Μωϋσεί μίαν και’Ηλία μίαν. 6 ου γαρ ήδει τι λαλήση· ήσαν γαρ έκφοβοι. 7 και εγένετο νεφέλη επισκιάζουσα αυτοίς, και ήλθε φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· ούτός εστιν ο υιος μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε. 8 και εξάπινα περιβλεψάμενοι ουκέτι ουδένα είδον, αλλά τον Ιησούν μόνον μεθ’ εαυτών. 9 καταβαινόντων δε αυτών από του όρους διεστείλατο αυτοίς ίνα μηδενί διηγήσωνται α είδον, ει μη όταν ο υιος του ανθρώπου εκ νεκρών αναστη. 10 και τον λόγον εκράτησαν, προς εαυτούς συζητούντες τι εστι το εκ νεκρών αναστήναι. 11 και επηρώτων αυτόν λέγοντες, ότι λέγουσιν οι γραμματείς ότι’Ηλίας δεί ελθείν πρώτον. 12 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς·’Ηλίας μεν ελθών πρώτον αποκαθιστά πάντα· και Πως γέγραπται επί τον υιόν του ανθρώπου ίνα πολλά πάθη και εξουδενωθή; 13 αλλά λέγω υμίν ότι και’Ηλίας ελήλυθε, και εποίησαν αυτω όσα ηθέλησαν, καθώς γέγραπται επ’ αυτόν.
14 Και ελθών προς τους μαθητάς είδεν όχλον πολύν περί αυτούς, και γραμματείς συζητούντας αυτοίς. 15 και ευθέως πας ο όχλος ιδόντες αυτόν εξεθαμβήθησαν, και προστρέχοντες ησπάζοντο αυτόν. 16 και επηρώτησε τους γραμματείς· τι συζητείτε προς εαυτούς; 17 και αποκριθείς εις εκ του όχλου είπε· διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. 18 και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται· και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. 19 ο δε αποκριθείς αυτω λέγει· ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν προς με. και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. 20 και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. 21 και επηρώτησε τον πατέρα αυτού· πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτω; ο δε είπε· παιδιόθεν. 22 και πολλάκις αυτόν και εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν· αλλ’ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαχνισθείς εφ’ ημάς. 23 ο δε Ιησούς είπεν αυτω το ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. 24 και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία. 25 ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτω· το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. 26 και κράξας και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ωστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. 27 ο δε Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν, και ανέστη. 28 Και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ’ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. 29 και είπεν αυτοίς· τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία.
30 Και εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο δια της Γαλιλαίας, και ουκ ήθελεν ίνα τις γνω· 31 εδίδασκε γαρ τους μαθητάς αυτού και έλεγεν αυτοίς ότι ο υιος του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρα ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. 32 οι δε ηγνόουν το ρήμα, και εφοβούντο αυτόν επερωτήσαι.
33 Και ήλθεν εις Καπερναούμ· και εν τη οικία γενόμενος επηρώτα αυτούς· τι εν τη οδω προς εαυτούς διελογίζεσθε; 34 οι δε εσιώπων· προς αλλήλους γαρ διελέχθησαν εν τη οδω τις μείζων. 35 και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς· ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος. 36 και λαβών παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών, και εναγκαλισάμενος αυτό είπεν αυτοίς· 37 ος εάν εν των τοιούτων παιδίων δέξηται επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· και ος εάν εμέ δέξηται, ουκ εμέ δέχεται, αλλά τον αποστείλαντά με.
38 Απεκρίθη αυτω ο Ιωάννης λέγων· διδάσκαλε, είδομέν τινα εν τω ονόματί σου εκβάλλοντα δαιμόνια, ος ουκ ακολουθεί ημίν, και εκωλύσαμεν αυτόν, ότι ουκ ακολουθεί ημίν. 39 ο δε Ιησούς είπε· μη κωλύετε αυτόν· ουδείς γαρ εστιν ος ποιήσει δύναμιν επί τω ονόματί μου και δυνήσεται ταχύ κακολογήσαί με. 40 ος γαρ ουκ έστι καθ’ υμών, υπέρ υμών εστιν. 41 ος γαρ αν ποτίση υμάς ποτήριον ύδατος εν τω ονόματί μου, ότι Χριστού εστε, αμήν λέγω υμίν, ου μη απολέση τον μισθόν αυτού. 42 και ος αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, καλόν εστιν αυτω μάλλον ει περίκειται λίθος μυλικός περί τον τράχηλον αυτού και βέβληται εις την θάλασσαν. 43 και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· καλόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, 44 όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. 45 και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, 46 όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. 47 και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν· καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή τους δύο οφθαλμούς έχοντα απελθείν εις την γέενναν του πυρός, 48 όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. 49 πας γαρ πυρί αλισθήσεται, και πάσα θυσία αλί αλισθήσεται. 50 καλόν το άλας· εάν δε το άλας άναλον γένηται, εν τίνι αυτό αρτύσετε; έχετε εν εαυτοίς άλας και ειρηνεύετε εν αλλήλοις.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι΄
1 ΚΑΙ εκείθεν αναστάς έρχεται εις τα όρια της Ιουδαίας δια του πέραν του Ιορδάνου, και συμπορεύονται πάλιν όχλοι προς αυτόν, και ως ειώθει, πάλιν εδίδασκεν αυτούς. 2 και προσελθόντες οι Φαρισαίοι επηρώτων αυτόν ει έξεστιν ανδρί γυναίκα απολύσαι, πειράζοντες αυτόν. 3 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· τι υμίν ενετείλατο Μωϋσής; 4 οι δε είπον· επέτρεψε Μωϋσής βιβλίον αποστασίου γράψαι και απολύσαι. 5 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· προς την σκληροκαρδίαν υμών έγραψεν υμίν την εντολήν ταύτην· 6 από δε αρχής κτίσεως άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός· 7 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. 8 ωστε ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σάρξ· 9 ό ουν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω· 10 και εις την οικίαν πάλιν οι μαθηταί περί τούτου επηρώτων αυτόν, 11 και λέγει αυτοίς· ος αν απολύση την γυναίκα αυτού και γαμήση άλλην, μοιχάται επ’ αυτήν· 12 και εάν γυνή απολύσασα τον άνδρα γαμηθή άλλω, μοιχάται.
13 Και προσέφερον αυτω παιδία, ίνα αυτών άψηται· οι δε μαθηταί επετίμων τοις προσφέρουσιν. 14 ιδών δε ο Ιησούς ηγανάκτησε και είπεν αυτοίς· άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. 15 αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν. 16 και εναγκαλισάμενος αυτά κατηυλόγει τιθείς τας χείρας επ’ αυτά.
17 Και εκπορευομένου αυτού εις οδόν προσδραμών εις και γονυπετήσας αυτόν επηρώτα αυτόν· διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; 18 ο δε Ιησούς είπεν αυτω· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός. 19 τας εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, μη αποστερήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα. 20 ο δε αποκριθείς είπεν αυτω· διδάσκαλε ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. 21 ο δε Ιησούς εμβλέψας αυτω ηγάπησεν αυτόν και είπεν αυτω· εν σε υστερεί· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, όσα έχεις πώλησον και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανω, και δεύρο ακολούθει μοι, άρας τον σταυρόν σου. 22 ο δε στυγνάσας επί τω λόγω απήλθε λυπούμενος· ην γαρ έχων κτήματα πολλά. 23 και περιβλεψάμενος ο Ιησούς λέγει τοις μαθηταίς αυτού· Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται! 24 οι δε μαθηταί εθαμβούντο επί τοις λόγοις αυτού. ο δε Ιησούς πάλιν αποκριθείς λέγει αυτοίς· τέκνα, Πως δύσκολόν εστι τους πεποιθότας επί χρήμασιν εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν· 25 ευκοπώτερόν εστι κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. 26 οι δε περισσώς εξεπλήσσοντο λέγοντες προς εαυτούς· και τις δύναται σωθήναι; 27 εμβλέψας αυτοίς ο Ιησούς λέγει· παρά ανθρώποις αδύνατον, αλλ’ ου παρά Θεω· πάντα γαρ δυνατά εστι παρά τω Θεω. 28 Ήρξατο ο Πέτρος λέγειν αυτω· ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι. 29 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· αμήν λέγω υμίν, ουδείς εστιν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και ένεκεν του ευαγγελίου, 30 εάν μη λάβη εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρω τούτω οικίας και αδελφούς και αδελφάς και πατέρα και μητέρα και τέκνα και αγρούς μετά διωγμών, και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον. 31 πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι.
32 Ήσαν δε εν τη οδω αναβαίνοντες εις Ιεροσόλυμα· και ην προάγων αυτούς ο Ιησούς, και εθαμβούντο, και ακολουθούντες εφοβούντο. και παραλαβών πάλιν τους δώδεκα ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτω συμβαίνειν, 33 ότι ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιος του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, 34 και εμπαίξουσιν αυτω και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτω και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται.
35 Και προσπορεύονται αυτω Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. 36 ο δε είπεν αυτοίς· τι θέλετε ποιήσαί με υμίν; 37 οι δε είπον αυτω· δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. 38 ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; 39 οι δε είπον αυτω· δυνάμεθα. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· το μεν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται. 41 και ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου. 42 ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς· οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών· 43 ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, 44 και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· 45 και γαρ ο υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών.
46 Και έρχονται εις Ιεριχώ· και εκπορευομένου αυτού από Ιεριχώ και των μαθητών αυτού και όχλου ικανού, ο υιος Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλός εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. 47 και ακούσας ότι Ιησούς ο Ναζωραίός εστιν, ήρξατο κράζειν και λέγειν· υιε Δαυϊδ Ιησού, ελέησόν με. 48 και επετίμων αυτω πολλοί ίνα σιωπήση· ο δε πολλω μάλλον έκραζεν· υιε Δαυϊδ, ελέησόν με. 49 και στάς ο Ιησούς είπε· φωνήσατε αυτόν· και φωνούσι τον τυφλόν λέγοντες αυτω· θάρσει, έγειρε· φωνεί σε. 50 ο δε αποβαλών το ιμάτιον αυτού αναστάς ήλθε προς τον Ιησούν. 51 και αποκριθείς λέγει αυτω ο Ιησούς· τι σοι θέλεις ποιήσω; ο δε τυφλός είπεν αυτω· ραββουνί, ίνα αναβλέψω. 52 και ο Ιησούς είπεν αυτω· ύπαγε, η πίστις σου σέσωκέ σε. και ευθέως ανέβλεψε, και ηκολούθει τω Ιησού εν τη οδω.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΑ΄
1 ΚΑΙ ότε εγγίζουσιν εις Ιερουσαλήμ εις Βηθσφαγή και Βηθανίαν προς το όρος των ελαιών, αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού 2 και λέγει αυτοίς· υπάγετε εις την κώμην την κατέναντι υμών, και ευθέως εισπορευόμενοι εις αυτήν ευρήσετε πώλον δεδεμένον, εφ’ ον ουδείς ανθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αυτόν αγάγετε. 3 και εάν τις υμίν είπη· τι ποιείτε τούτο; είπατε ότι ο Κύριος αυτού χρείαν έχει, και ευθέως αυτόν αποστέλλει πάλιν ώδε. 4 απήλθον δε και εύρον τον πώλον δεδεμένον προς την θύραν έξω επί του αμφόδου, και λύουσιν αυτόν. 5 και τινες των εκεί εστηκότων έλεγον αυτοίς· τι ποιείτε λύοντες τον πώλον; 6 οι δε είπον αυτοίς καθώς ενετείλατο ο Ιησούς, και αφήκαν αυτούς. 7 και ήγαγον τον πώλον προς τον Ιησούν και επέβαλον αυτω τα ιμάτια αυτών, και εκάθισεν επ’ αυτω. 8 πολλοί δε τα ιμάτια αυτών έστρωσαν εις την οδόν, άλλοι δε στοιβάδας έκοπτον εκ των δένδρων και εστρώννυον εις την οδόν. 9 και οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες· ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. 10 ευλογημένη η ερχομένη βασιλεία εν ονόματι Κυρίου του πατρός ημών Δαυϊδ· ωσαννά εν τοις υψίστοις. 11 Και εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς και εις το ιερόν· και περιβλεψάμενος πάντα, οψίας ήδη ούσης της ωρας, εξήλθεν εις Βηθανίαν μετά των δώδεκα.
12 Και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασε· 13 και ιδών συκήν από μακρόθεν έχουσαν φύλλα, ήλθεν ει άρα τι ευρήσει εν αυτη· και ελθών επ’ αυτήν ουδέν εύρεν ει μη φύλλα· ου γαρ ην καιρός σύκων. 14 και αποκριθείς είπεν αυτη· μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγοι. και ήκουον οι μαθηταί αυτού. 15 Και έρχονται πάλιν εις Ιεροσόλυμα· και εισελθών ο Ιησούς εις το ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας και τους αγοράζοντας εν τω ιερω, και τας τραπέζας των κολλυβιστών και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς κατέστρεψε, 16 και ουκ ήφιεν ίνα τις διενέγκη σκεύος δια του ιερού, 17 και εδίδασκε λέγων αυτοίς· ου γέγραπται ότι ο οίκός μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοις έθνεσιν; υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών. 18 και ήκουσαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, και εζήτουν Πως αυτόν απολέσωσιν· εφοβούντο γαρ αυτόν, ότι πας ο όχλος εξεπλήσσετο επί τη διδαχή αυτού. 19 και ότε οψέ εγένετο, εξεπορεύετο έξω της πόλεως. 20 Και παραπορευόμενοι πρωϊ είδον την συκήν εξηραμμένην εκ ριζών. 21 και αναμνησθείς ο Πέτρος λέγει αυτω· ραββί, ίδε η συκή ην κατηράσω εξήρανται. 22 και αποκριθείς ο Ιησούς λέγει αυτοίς· έχετε πίστιν Θεού. 23 αμήν γαρ λέγω υμίν ότι ος αν είπη τω όρει τούτω, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι α λέγει γίνεται, έσται αυτω ό εάν είπη. 24 δια τούτο λέγων υμίν, πάντα όσα αν προσευχόμενοι αιτείσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν. 25 και όταν στήκητε προσευχόμενοι, αφίετε ει τι έχετε κατά τινος, ίνα και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς αφή υμίν τα παραπτώματα υμών. 26 ει δε υμείς ουκ αφίετε, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών.
27 Και έρχονται πάλιν εις Ιεροσόλυμα· και εν τω ιερω περιπατούντος αυτού έρχονται προς αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι 28 και λέγουσιν αυτω· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; ή τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην ίνα ταύτα ποιής; 29 ο δε Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς· επερωτήσω υμάς καγώ ένα λόγον, και αποκρίθητέ μοι, και ερώ υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. 30 το βάπτισμα Ιωάννου εξ ουρανού ην ή εξ ανθρώπων; αποκρίθητέ μοι. 31 και ελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες· εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί· διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτω; 32 αλλά είπωμεν, εξ ανθρώπων; -εφοβούντο τον λαόν· άπαντες γαρ είχον τον Ιωάννην ότι προφήτης ην. 33 και αποκριθέντες λέγουσι τω Ιησού· ουκ οίδαμεν. και ο Ιησούς αποκριθείς λέγει αυτοίς· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΒ΄
1 ΚΑΙ ήρξατο αυτοίς εν παραβολαίς λέγειν· αμπελώνα εφύτευσεν άνθρωπος και περιέθηκε φραγμόν και ώρυξεν υπολήνιον και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησε. 2 και απέστειλε προς τους γεωργούς τω καιρω δούλον, ίνα παρά των γεωργών λάβη από του καρπού του αμπελώνος. 3 και λαβόντες αυτόν έδειραν και απέστειλαν κενόν. 4 και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον· κακείνον λιθοβολήσαντες εκεφαλαίωσαν και απέστειλαν ητιμωμένον. 5 και πάλιν άλλον απέστειλε· κακείνον απέκτειναν, και πολλούς άλλους, ους μεν δέροντες, ους δε αποκτέννοντες. 6 έτι ουν ένα υιόν έχων, αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν έσχατον προς αυτούς λέγων ότι εντραπήσονται τον υιόν μου. 7 εκείνοι δε οι γεωργοί, θεασάμενοι αυτόν ερχόμενον, προς εαυτούς είπον ότι ούτός εστιν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν, και ημών έσται η κληρονομία. 8 και λαβόντες απέκτειναν αυτόν και εξέβαλον αυτόν έξω του αμπελώνος. 9 τι ουν ποιήσει ο κύριος του αμπελώνος; ελεύσεται και απολέσει τους γεωργούς τούτους, και δώσει τον αμπελώνα άλλοις. 10 ουδέ την γραφήν ταύτην ανέγνωτε, λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· 11 παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών; 12 Και εζήτουν αυτόν κρατήσαι, και εφοβήθησαν τον όχλον· έγνωσαν γαρ ότι προς αυτούς την παραβολήν είπε. και αφέντες αυτόν απήλθον.
13 Και αποστέλλουσι προς αυτόν τινας των Φαρισαίων και των Ηρωδιανών ίνα αυτόν αγρεύσωσι λόγω. 14 οι δε ελθόντες λέγουσιν αυτω· διδάσκαλε, οίδαμεν ότι αληθής ει και ου μέλει σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων, αλλ’ επ’ αληθείας την οδόν του Θεού διδάσκεις. ειπέ ουν ημίν· έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ου; δώμεν ή μη δώμεν; 15 ο δε ειδώς αυτών την υπόκρισιν είπεν αυτοίς· τι με πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον ίνα ίδω· 16 οι δε ήνεγκαν. και λέγει αυτοίς· τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; οι δε είπον· Καίσαρος. 17 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεω· και εθαύμασαν επ’ αυτω.
18 Και έρχονται Σαδδουκαίοι προς αυτόν, οίτινες λέγουσιν ανάστασιν μη είναι, και επηρώτων αυτόν λέγοντες· 19 διδάσκαλε, Μωϋσής έγραψεν ημίν ότι εάν τινος αδελφός αποθάνη και καταλίπη γυναίκα, και τέκνα μη αφή, ίνα λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού και εξαναστήση σπέρμα τω αδελφω αυτού. 20 επτά ουν αδελφοί ήσαν. και ο πρώτος έλαβε γυναίκα, και αποθνήσκων ουκ αφήκε σπέρμα. 21 και ο δεύτερος έλαβεν αυτήν, και απέθανε, και ουδέ αυτός ουκ αφήκε σπέρμα. και ο τρίτος ωσαύτως. 22 και έλαβον αυτήν οι επτά, και ουκ αφήκαν σπέρμα. εσχάτη πάντων απέθανε και η γυνή. 23 εν τη ουν αναστάσει, όταν αναστώσι, τίνος αυτών έσται γυνή; οι γαρ επτά έσχον αυτήν γυναίκα. 24 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· ου δια τούτο πλανάσθε μη ειδότες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού; 25 όταν γαρ εκ νεκρών αναστώσιν, ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται, αλλ’ εισίν ως άγγελοι οι εν τοις ουρανοίς. 26 περί δε των νεκρών ότι εγείρονται, ουκ ανέγνωτε εν τη βίβλω Μωϋσέως, επί του βάτου Πως είπεν αυτω ο Θεός λέγων, εγώ ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; 27 ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων· υμείς ουν πολύ πλανάσθε.
28 Και προσελθών εις των γραμματέων ακούσας αυτών συζητούντων, ιδών ότι καλώς αυτοίς απεκρίθη, επηρώτησεν αυτόν· ποία εστί πρώτη πάντων εντολή; 29 ο δε Ιησούς απεκρίθη αυτω ότι πρώτη πάντων εντολή· άκουε, Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις εστι· 30 και αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή. 31 και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι. 32 και είπεν αυτω ο γραμματεύς· καλώς, διδάσκαλε, επ’ αληθείας είπας ότι εις εστι και ουκ έστιν άλλος πλήν αυτού· 33 και το αγαπάν αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος, και το αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν πλείόν εστι πάντων των ολοκαυτωμάτων και θυσιών. 34 και ο Ιησούς ιδών ότι νουνεχώς απεκρίθη, είπεν αυτω· ου μακράν ει από της βασιλείας του Θεού· και ουδείς ουκέτι ετόλμα αυτόν επερωτήσαι.
35 Και αποκριθείς ο Ιησούς έλεγε διδάσκων εν τω ιερω· Πως λέγουσιν οι γραμματείς ότι ο Χριστός υιος Δαυϊδ εστι; 36 αυτός γαρ Δαυϊδ είπεν εν Πνεύματι Αγίω· λέγει ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. 37 αυτός ουν Δαυϊδ λέγει αυτόν Κύριον· και πόθεν υιος αυτού εστι; και ο πολύς όχλος ήκουεν αυτού ηδέως. 38 Και έλεγεν αυτοίς εν τη διδαχή αυτού· βλέπετε από των γραμματέων των θελόντων εν στολαίς περιπατείν και ασπασμούς εν ταις αγοραίς 39 και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και πρωτοκλισίας εν τοις δείπνοις. 40 οι κατεσθίοντες τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι! ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα.
41 Και καθίσας ο Ιησούς κατέναντι του γαζοφυλακίου εθεώρει Πως ο όχλος βάλλει χαλκόν εις το γαζοφυλάκιον. 42 και πολλοί πλούσιοι έβαλλον πολλά· και ελθούσα μία χήρα πτωχή έβαλε λεπτά δύο, ό εστι κοδράντης. 43 και προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι η χήρα η πτωχή αύτη πλείον πάντων έβαλε των βαλλόντων εις το γαζοφυλάκιον· 44 πάντες γαρ εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον· αύτη δε εκ της υστερήσεως αυτής πάντα όσα είχεν έβαλεν, όλον τον βίον αυτής.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΓ΄
1 ΚΑΙ εκπορευομένου αυτού εκ του ιερού λέγει αυτω εις των μαθητών αυτού· διδάσκαλε, ίδε ποταποί λίθοι και ποταπαί οικοδομαί. 2 και ο Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτω· βλέπεις ταύτας τας μεγάλας οικοδομάς; ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ος ου μη καταλυθή. 3 Και καθημένου αυτού εις το όρος των ελαιών κατέναντι του ιερού, επηρώτων αυτόν κατ’ ιδίαν Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας· 4 ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται, και τι το σημείον όταν μέλλη πάντα ταύτα συντελείσθαι; 5 ο δε Ιησούς αποκριθείς ήρξατο λέγειν αυτοίς· βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. 6 πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες ότι εγώ ειμι, και πολλούς πλανήσουσιν. 7 όταν δε ακούσητε πολέμους και ακοάς πολέμων, μη θροείσθε· δεί γαρ γενέσθαι, αλλ’ ούπω το τέλος. 8 εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται σεισμοί κατά τόπους, και έσονται λιμοί και ταραχαί. 9 αρχαί ωδίνων ταύτα. Βλέπετε δε υμείς εαυτούς. παραδώσουσι γαρ υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών δαρήσεσθε, και επί ηγεμόνων και βασιλέων σταθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς. 10 και εις πάντα τα έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον. 11 όταν δε αγάγωσιν υμάς παραδιδόντες, μη προμεριμνάτε τι λαλήσητε, μηδέ μελετάτε, αλλ’ ό εάν δοθή υμίν εν εκείνη τη ωρα, τούτο λαλείτε· ου γαρ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα το Άγιον. 12 παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς. 13 και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου· ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται.
14 Όταν δε ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν υπό Δανιήλ του προφήτου εστώς όπου ου δεί -ο αναγινώσκων νοείτω- τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη, 15 ο δε επί του δώματος μη καταβάτω εις την οικίαν μηδέ εισελθέτω άραί τι εκ της οικίας αυτού, 16 και ο εις τον αγρόν ων μη επιστρεψάτω εις τα οπίσω άραι το ιμάτιον αυτού. 17 ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις. 18 προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος. 19 έσονται γαρ αι ημέραι εκείναι θλίψις, οία ου γέγονε τοιαύτη απ’ αρχής κτίσεως ης έκτισεν ο Θεός έως του νυν και ου μη γένηται. 20 και ει μη εκολόβωσε Κύριος τας ημέρας, ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ· αλλά δια τους εκλεκτούς ους εξελέξατο εκολόβωσε τας ημέρας. 21 και τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός, ιδού εκεί, μη πιστεύετε. 22 εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία και τέρατα προς το αποπλανάν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. 23 υμείς δε βλέπετε· ιδού προείρηκα υμίν άπαντα. 24 Αλλ’ εν εκείναις ταις ημέραις, μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται, και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, 25 και οι αστέρες έσονται εκ του ουρανού πίπτοντες, και αι δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς σαλευθήσονται. 26 και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις μετά δυνάμεως πολλής και δόξης. 27 και τότε αποστελεί τους αγγέλους αυτού και επισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων, απ’ άκρου της γης έως άκρου του ουρανού. 28 Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. όταν αυτής ο κλάδος ήδη γένηται απαλός και εκφύη τα φύλλα, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος εστίν· 29 ούτω και υμείς, όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν επί θύραις. 30 αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ου πάντα ταύτα γένηται. 31 ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε εμοί λόγοι ου μη παρελεύσονται.
32 Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ωρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανω, ουδέ ο υιος, ει μη ο πατήρ. 33 Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε· ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός εστιν. 34 ως άνθρωπος απόδημος, αφείς την οικίαν αυτού, και δούς τοις δούλοις αυτού την εξουσίαν, και εκάστω το έργον αυτού, και τω θυρωρω ενετείλατο ίνα γρηγορή. 35 γρηγορείτε ουν· ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται, οψέ ή μεσονυκτίου ή αλεκτοροφωνίας ή πρωϊ· 36 μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καθεύδοντας. 37 α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω· γρηγορείτε.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ΄
1 ΗΝ δε το πάσχα και τα άζυμα μετά δύο ημέρας. και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς Πως αυτόν εν δόλω κρατήσαντες αποκτείνωσιν. 2 έλεγον δε μη εν τη εορτη, μήποτε θόρυβος έσται του λαού.
3 Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς, και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής. 4 ήσαν δε τινες αγανακτούντες προς εαυτούς λέγοντες· εις τι η απώλεια αύτη του μύρου γέγονεν; 5 ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι τοις πτωχοίς· και ενεβριμώντο αυτη. 6 ο δε Ιησούς είπεν· άφετε αυτήν· τι αυτη κόπους παρέχετε; καλόν έργον ειργάσατο εν εμοί. 7 πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών, και όταν θέλητε δύνασθε αυτούς εύ ποιήσαι· εμέ δε ου πάντοτε έχετε. 8 ό έσχεν αύτη εποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου το σώμα εις τον ενταφιασμόν. 9 αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ό εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής.
10 Και Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, απήλθε προς τους αρχιερείς ίνα παραδω αυτόν αυτοίς. 11 οι δε ακούσαντες εχάρησαν, και επηγγείλαντο αυτω αργύρια δούναι· και εζήτει Πως ευκαίρως αυτόν παραδω.
12 Και τη πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε το πάσχα έθυον, λέγουσιν αυτω οι μαθηταί αυτού· που θέλεις απελθόντες ετοιμάσωμεν ίνα φάγης το πάσχα; 13 και αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού και λέγει αυτοίς· υπάγετε εις την πόλιν, και απαντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων· ακολουθήσατε αυτω, 14 και όπου εάν εισέλθη, είπατε τω οικοδεσπότη ότι ο διδάσκαλος λέγει· που εστι το κατάλυμά μου όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω; 15 και αυτός υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον έτοιμον· εκεί ετοιμάσατε ημίν. 16 και εξήλθον οι μαθηταί αυτού και ήλθον εις την πόλιν, και εύρον καθώς είπεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα. 17 Και οψίας γενομένης έρχεται μετά των δώδεκα. 18 και ανακειμένων αυτών και εσθιόντων είπεν ο Ιησούς· αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ’ εμού. 19 οι δε ήρξαντο λυπείσθαι και λέγειν αυτω εις καθ’ εις· μήτι εγώ; και άλλος· μήτι εγώ; 20 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· εις εκ των δώδεκα, ο εμβαπτόμενος μετ’ εμού εις το τρυβλίον. 21 ο μεν υιος του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού· ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω, δι’ ου ο υιος του ανθρώπου παραδίδοται· καλόν ην αυτω ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. 22 Και εσθιόντων αυτών λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε και έδωκε αυτοίς και είπε· λάβετε φάγετε· τούτό εστι το σώμά μου. 23 και λαβών το ποτήριον ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς, και έπιον εξ αυτού πάντες. 24 και είπεν αυτοίς· τούτό εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον. 25 αμήν λέγω υμίν ότι ουκέτι ου μη πίω εκ του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω καινόν εν τη βασιλεία του Θεού.
26 Και υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των ελαιών. 27 και λέγει αυτοίς ο Ιησούς ότι πάντες σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τη νυκτί ταύτη ότι γέγραπται, πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα· 28 αλλά μετά το εγερθήναί με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν. 29 ο δε Πέτρος έφη αυτω· και ει πάντες σκανδαλισθήσονται, αλλ’ ουκ εγώ. 30 και λέγει αυτω ο Ιησούς· αμήν λέγω σοι ότι συ σήμερον εν τη νυκτί ταύτη πριν ή δις αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με. 31 ο δε Πέτρος εκ περισσού έλεγε μάλλον· εάν με δέη συναποθανείν σοι, ου μη σε απαρνήσομαι. ωσαύτως δε και πάντες έλεγον.
32 Και έρχονται εις χωρίον ου το όνομα Γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς αυτού· καθίσατε ώδε έως προσεύξωμαι. 33 και παραλαμβάνει τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην μεθ’ εαυτού, και ήρξατο εκθαμβείσθαι και αδημονείν 34 και λέγειν αυτοίς· περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε και γρηγορείτε. 35 και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον επί της γης, και προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ’ αυτού η ωρα, 36 και έλεγεν· αββά ο πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε το ποτήριον απ’ εμού τούτο· αλλ’ ου τι εγώ θέλω, αλλ’ ει τι συ. 37 και έρχεται και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, και λέγει τω Πέτρω· Σίμων, καθεύδεις; ουκ ισχύσατε μίαν ωραν γρηγορήσαι; 38 γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής. 39 και πάλιν απελθών προσηύξατο τον αυτόν λόγον ειπών. 40 και υποστρέψας εύρεν αυτούς πάλιν καθεύδοντας· ήσαν γαρ οι οφθαλμοί αυτών καταβαρυνόμενοι, και ουκ ήδεισαν τι αποκριθώσιν αυτω. 41 και έρχεται το τρίτον και λέγει αυτοίς· καθεύδετε λοιπόν και αναπαύεσθε! απέχει· ήλθεν η ωρα· ιδού παραδίδοται ο υιος του ανθρώπου εις τας χείρας των αμαρτωλών· 42 εγείρεσθε, άγωμεν· ιδού ο παραδιδούς με ήγγικε.
43 Και ευθέως, έτι αυτού λαλούντος, παραγίνεται Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, και μετ’ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, απεσταλμένοι παρά των αρχιερέων και γραμματέων και των πρεσβυτέρων. 44 δεδώκει δε ο παραδιδούς αυτόν σύσσημον αυτοίς λέγων· ον αν φιλήσω, αυτός εστι· κρατήσατε αυτόν και απαγάγετε ασφαλώς. 45 και ελθών ευθέως προσελθών αυτω λέγει· χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν. 46 οι δε επέβαλον επ’ αυτόν τας χείρας αυτών και εκράτησαν αυτόν. 47 Εις δε τις των παρεστηκότων σπασάμενος την μάχαιραν έπαισε τον δούλον του αρχιερέως και αφείλεν αυτού το ωτίον. 48 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με· 49 καθ’ ημέραν προς υμάς ήμην εν τω ιερω διδάσκων, και ουκ εκρατήσατέ με. αλλ’ ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί. 50 και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες. 51 Και εις τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτω, περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού· και κρατούσιν αυτόν οι νεανίσκοι. 52 ο δε καταλιπών την σινδόνα γυμνός έφυγεν απ’ αυτών.
53 Και απήγαγον τον Ιησούν προς τον αρχιερέα και συνέρχονται αυτω πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 54 και ο Πέτρος από μακρόθεν ηκολούθησεν αυτω έως έσω εις την αυλήν του αρχιερέως, και ην συγκαθήμενος μετά των υπηρετών και θερμαινόμενος προς το φως. 55 Οι δε αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζήτουν κατά του Ιησού μαρτυρίαν εις το θανατώσαι αυτόν, και ουχ εύρισκον· 56 πολλοί γαρ εψευδομαρτύρουν κατ’ αυτού, και ίσαι αι μαρτυρίαι ουκ ήσαν. 57 και τινες αναστάντες εψευδομαρτύρουν κατ’ αυτού λέγοντες 58 ότι ημείς ηκούσαμεν αυτού λέγοντος, ότι εγώ καταλύσω τον ναόν τούτον τον χειροποίητον και δια τριών ημερών άλλον αχειροποίητον οικοδομήσω. 59 και ουδέ ούτως ίση ην η μαρτυρία αυτών. 60 και αναστάς ο αρχιερεύς εις το μέσον επηρώτα τον Ιησούν λέγων· ουκ αποκρίνη ουδέν; τι ούτοί σου καταμαρτυρούσιν; 61 ο δε εσιώπα και ουδέν απεκρίνατο. πάλιν ο αρχιερεύς επηρώτα αυτόν και λέγει αυτω· συ ει ο Χριστός ο υιος του ευλογητού; 62 ο δε Ιησούς είπεν· εγώ ειμι· και όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών καθήμενον της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού. 63 ο δε αρχιερεύς διαρρήξας τους χιτώνας αυτού λέγει· τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; 64 ηκούσατε πάντως της βλασφημίας· τι υμίν φαίνεται; οι δε πάντες κατέκριναν αυτόν είναι ένοχον θανάτου. 65 Και ήρξαντό τινες εμπτύειν αυτω και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτω· προφήτευσον ημίν τις εστιν ο παίσας σε. και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον.
66 Και όντος του Πέτρου κάτω εν τη αυλή, έρχεται μία των παιδισκών του αρχιερέως, 67 και ιδούσα τον Πέτρον θερμαινόμενον εμβλέψασα αυτω λέγει· και συ μετά του Ιησού του Ναζαρηνού ήσθα. 68 ο δε ηρνήσατο λέγων· ουκ οίδα ουδέ επίσταμαι τι συ λέγεις. και εξήλθεν έξω εις το προαύλιον, και αλέκτωρ εφώνησε. 69 και η παιδίσκη ιδούσα αυτόν πάλιν ήρξατο λέγειν τοις παρεστηκόσιν ότι ούτος εξ αυτών εστιν. 70 ο δε πάλιν ηρνείτο. και μετά μικρόν πάλιν οι παρεστώτες έλεγον τω Πέτρω· αληθώς εξ αυτών ει· και γαρ Γαλιλαίος ει και η λαλιά σου ομοιάζει. 71 ο δε ήρξατο αναθεματίζειν και ομνύναι ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον τούτον ον λέγετε. 72 και εκ δευτέρου αλέκτωρ εφώνησε. και ανεμνήσθη ο Πέτρος το ρήμα ό είπεν ο Ιησούς ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι δις, απαρνήση με τρίς· και επιβαλών έκλαιε.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ΄
1 ΚΑΙ ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω. 2 και επηρώτησεν αυτόν ο Πιλάτος· συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε αποκριθείς είπεν αυτω· συ λέγεις. 3 και κατηγόρουν αυτού οι αρχιερείς πολλά, αυτός δε ουδέν απεκρίνατο. 4 ο δε Πιλάτος πάλιν επηρώτα αυτόν λέγων· ουκ αποκρίνη ουδέν; ίδε πόσα σου καταμαρτυρούσιν. 5 ο δε Ιησούς ουκέτι ουδέν απεκρίθη, ωστε θαυμάζειν τον Πιλάτον. 6 Κατά δε εορτήν απέλυεν αυτοίς ένα δέσμιον, όνπερ ητούντο. 7 ην δε ο λεγόμενος Βαραββάς μετά των συστασιαστών δεδεμένος, οίτινες εν τη στάσει φόνον πεποιήκεισαν. 8 και αναβοήσας ο όχλος ήρξατο αιτείσθαι καθώς αεί εποίει αυτοίς. 9 ο δε Πιλάτος απεκρίθη αυτοίς λέγων· θέλετε απολύσω υμίν τον βασιλέα των Ιουδαίων; 10 εγίνωσκε γαρ ότι δια φθόνον παραδεδώκεισαν αυτόν οι αρχιερείς. 11 οι δε αρχιερείς ανέσεισαν τον όχλον ίνα μάλλον τον Βαραββάν απολύση αυτοίς. 12 ο δε Πιλάτος αποκριθείς πάλιν είπεν αυτοίς· τι ουν θέλετε ποιήσω ον λέγετε τον βασιλέα των Ιουδαίων; 13 οι δε πάλιν έκραξαν· σταύρωσον αυτόν. 14 ο δε Πιλάτος έλεγεν αυτοίς· τι γαρ εποίησεν κακόν; οι δε περισσοτέρως έκραξαν· σταύρωσον αυτόν. 15 ο δε Πιλάτος βουλόμενος τω όχλω το ικανόν ποιήσαι, απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν, και παρέδωκε τον Ιησούν φραγγελώσας ίνα σταυρωθή.
16 Οι δε στρατιώται απήγαγον αυτόν έσω της αυλής, ό εστι πραιτώριον, και συγκαλούσιν όλην την σπείραν· 17 και ενδύουσιν αυτόν πορφύραν και περιτιθέασιν αυτω πλέξαντες ακάνθινον στέφανον, 18 και ήρξαντο ασπάζεσθαι αυτόν. χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων· 19 και έτυπτον αυτού την κεφαλήν καλάμω και ενέπτυον αυτω, και τιθέντες τα γόνατα προσεκύνουν αυτω. 20 και ότε ενέπαιξαν αυτω, εξέδυσαν αυτόν την πορφύραν και ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια τα ίδια, και εξάγουσιν αυτόν ίνα σταυρώσωσιν αυτόν. 21 Και αγγαρεύουσιν παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναίον, ερχόμενον απ’ αγρού, τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου, ίνα άρη τον σταυρόν αυτού.
22 Και φέρουσιν αυτόν επί Γολγοθά τόπον, ό εστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. 23 και εδίδουν αυτω πιείν εσμυρνισμένον οίνον· ο δε ουκ έλαβε. 24 και σταυρώσαντες αυτόν διαμερίζονται τα ιμάτια αυτού βάλλοντες κλήρον επ’ αυτά τις τι άρη. 25 ην δε ωρα τρίτη και εσταύρωσαν αυτόν. 26 και ην η επιγραφή της αιτίας αυτού επιγεγραμμένη· ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 27 Και συν αυτω σταυρούσι δύο ληστάς, ένα εκ δεξιών και ένα εξ ευωνύμων αυτού. 28 και επληρώθη η γραφή η λέγουσα· και μετά ανόμων ελογίσθη. 29 Και οι παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών και λέγοντες· ουά, ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών! 30 σώσον σεαυτόν και κατάβα από του σταυρού. 31 ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον· άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι. 32 ο Χριστός ο βασιλεύς του Ισραήλ καταβάτω νυν από του σταυρού, ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν αυτω. και οι συνεσταυρωμένοι αυτω ωνείδιζον αυτόν. 33 Γενομένης δε ωρας έκτης σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ωρας ενάτης· 34 και τη ωρα τη ενάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων· Ελωϊ Ελωϊ, λιμά σαβαχθανί; ό εστι μεθερμηνευόμενον, ο Θεός μου ο Θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες; 35 και τινες των παρεστηκότων ακούσαντες έλεγον· ίδε’Ηλίαν φωνεί. 36 δραμών δε εις και γεμίσας σπόγγον όξους περιθείς τε καλάμω επότιζεν αυτόν λέγων· άφετε ίδωμεν ει έρχεται’Ηλίας καθελείν αυτόν. 37 ο δε Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε. 38 Και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω. 39 Ιδών δε ο κεντυρίων ο παρεστηκώς εξ εναντίας αυτού ότι ούτω κράξας εξέπνευσεν, είπεν· αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιος ην Θεού. 40 Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αις ην και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ, και Σαλώμη, 41 αι και ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτω και διηκόνουν αυτω, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτω εις Ιεροσόλυμα.
42 Και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην παρασκευή, ό εστι προσάββατον, 43 ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού. 44 ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· 45 και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. 46 και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ό ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. 47 η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΣΤ΄
1 ΚΑΙ διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. 2 και λίαν πρωϊ της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. 3 και έλεγον προς εαυτάς· τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; 4 και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα. 5 και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. 6 ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. 7 αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν· εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. 8 και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον· εφοβούντο γαρ.
9 Αναστάς δε πρωϊ πρώτη σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή, αφ’ ης εκβεβλήκει επτά δαιμόνια. 10 εκείνη πορευθείσα απήγγειλε τοις μετ’ αυτού γενομένοις, πενθούσι και κλαίουσι. 11 κακείνοι ακούσαντες ότι ζη και εθεάθη υπ’ αυτής, ηπίστησαν. 12 Μετά δε ταύτα δυσίν εξ αυτών περιπατούσιν εφανερώθη εν ετέρα μορφή, πορευομένοις εις αγρόν. 13 κακείνοι απελθόντες απήγγειλαν τοις λοιποίς· ουδέ εκείνοις επίστευσαν. 14 Ύστερον ανακειμένοις αυτοίς τοις ένδεκα εφανερώθη, και ωνείδισε την απιστίαν αυτών και σκληροκαρδίαν, ότι τοις θεασαμένοις αυτόν εγηγερμένον ουκ επίστευσαν. 15 και είπεν αυτοίς. πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει. 16 ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. 17 σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς· 18 όφεις αρούσι· καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει· επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν.
19 Ο μεν ουν Κύριος μετά το λαλήσαι αυτοίς ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. 20 εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων. αμήν.
——————————————————-
ΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
1 ΕΠΕΙΔΗΠΕΡ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, 2 καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου, 3 έδοξε καμοί, παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, 4 ίνα επιγνως περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν. 5 Εγένετο εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαίας ιερεύς τις ονόματι Ζαχαρίας εξ εφημερίας Αβιά, και η γυνή αυτού εκ των θυγατέρων Ααρών, και το όνομα αυτής Ελισάβετ. 6 ήσαν δε δίκαιοι αμφότεροι ενώπιον του Θεού, πορευόμενοι εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτοι. 7 και ουκ ην αυτοίς τέκνον, καθότι η Ελισάβετ ην στείρα, και αμφότεροι προβεβηκότες εν ταις ημέραις αυτών ήσαν. 8 Εγένετο δε εν τω ιερατεύειν αυτόν εν τη τάξει της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού, 9 κατά το έθος της ιερατείας έλαχε του θυμιάσαι εισελθών εις τον ναόν του Κυρίου· 10 και παν το πλήθος ην του λαού προσευχόμενον έξω τη ωρα του θυμιάματος. 11 ώφθη δε αυτω άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. 12 και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν. 13 είπε δε προς αυτόν ο άγγελος· μη φοβού, Ζαχαρία· διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην· 14 και έσται χαρά σοι και αγαλλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται. 15 έσται γαρ μέγας ενώπιον του Κυρίου, και οίνον και σίκερα ου μη πίη και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, 16 και πολλούς των υιών Ισραήλ επιστρέψει επί Κύριον τον Θεόν αυτών· 17 και αυτός προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι και δυνάμει’Ηλιού, επιστρέψαι καρδίας πατέρων επί τέκνα και απειθείς εν φρονήσει δικαίων, ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον. 18 και είπε Ζαχαρίας προς τον άγγελον· κατά τι γνώσομαι τούτο; εγώ γαρ ειμι πρεσβύτης και η γυνή μου προβεβηκυία εν ταις ημέραις αυτής. 19 και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτω· εγώ ειμι Γαβριήλ ο παρεστηκώς ενώπιον του Θεού, και απεστάλην λαλήσαι προς σε και ευαγγελίσασθαί σοι ταύτα. 20 και ιδού έση σιωπών και μη δυνάμενος λαλήσαι άχρι ης ημέρας γένηται ταύτα, ανθ’ ων ουκ επίστευσας τοις λόγοις μου, οίτινες πληρωθήσονται εις τον καιρόν αυτών. 21 και ην ο λαός προσδοκών τον Ζαχαρίαν, και εθαύμαζον εν τω χρονίζειν αυτόν εν τω ναω. 22 εξελθών δε ουκ ηδύνατο λαλήσαι αυτοίς, και επέγνωσαν ότι οπτασίαν εώρακεν εν τω ναω· και αυτός ην διανεύων αυτοίς, και διέμενε κωφός. 23 και εγένετο ως επλήσθησαν αι ημέραι της λειτουργίας αυτού, απήλθεν εις τον οίκον αυτού. 24 Μετά δε ταύτας τας ημέρας συνέλαβεν Ελισάβετ η γυνή αυτού, και περιέκρυβεν εαυτήν μήνας πέντε, 25 λέγουσα ότι ούτω μοι πεποίηκεν ο Κύριος εν ημέραις αις επείδεν αφελείν το όνειδός μου εν ανθρώποις.
26 Εν δε τω μηνί τω έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ, 27 προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυϊδ, και το όνομα της παρθένου Μαριάμ. 28 και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε· χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν. 29 η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. 30 και είπεν ο άγγελος αυτη· μη φοβού, Μαριάμ· εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεω. 31 και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. 32 ούτος έσται μέγας και υιος υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτω Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυϊδ του πατρός αυτού, 33 και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. 34 είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; 35 και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτη· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διο και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιος Θεού. 36 και ιδού Ελισάβετ η συγγενής σου και αυτή συνειληφυία υιόν εν γήρει αυτής, και ούτος μην έκτος εστίν αυτη τη καλουμένη στείρα· 37 ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεω παν ρήμα. 38 είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου. και απήλθεν απ’ αυτής ο άγγελος.
39 Αναστάσα δε Μαριάμ εν ταις ημέραις ταύταις επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν Ιούδα, 40 και εισήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ. 41 και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής· και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ 42 και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν· ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. 43 και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με; 44 ιδού γαρ ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτά μου, εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. 45 και μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτη παρά Κυρίου. 46 Και είπε Μαριάμ.
Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον 47 και ηγαλλίασε το πνεύμά μου επί τω Θεω τω σωτήρί μου, 48 ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί. 49 ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα αυτού, 50 και το έλεος αυτού εις γενεάς γενεών τοις φοβουμένοις αυτόν. 51 Εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών· 52 καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς, 53 πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς. 54 αντελάβετο Ισραήλ παιδός αυτού μνησθήναι ελέους, 55 καθώς ελάλησε προς τους πατέρας ημών, τω Αβραάμ και τω σπέρματι αυτού εις τον αιώνα.
56 Έμεινε δε Μαριάμ συν αυτη ωσεί μήνας τρεις και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής.
57 Τη δε Ελισάβετ επλήσθη ο χρόνος του τεκείν αυτήν, και εγέννησεν υιόν. 58 και ήκουσαν οι περίοικοι και οι συγγενείς αυτής ότι εμεγάλυνε Κύριος το έλεος αυτού μετ’ αυτής, και συνέχαιρον αυτη. 59 Και εγένετο εν τη ογδόη ημέρα ήλθον περιτεμείν το παιδίον, και εκάλουν αυτό επί τω ονόματι του πατρός αυτού Ζαχαρίαν. 60 και αποκριθείσα η μήτηρ αυτού είπεν· ουχί, αλλά κληθήσεται Ιωάννης. 61 και είπον προς αυτήν ότι ουδείς εστιν εν τη συγγενεία σου ος καλείται τω ονόματι τούτω· 62 ενένευον δε τω πατρί αυτού το τι αν θέλοι καλείσθαι αυτόν. 63 και αιτήσας πινακίδιον έγραψε λέγων· Ιωάννης εστί το όνομα αυτού· και εθαύμασαν πάντες. 64 ανεώχθη δε το στόμα αυτού παραχρήμα και η γλώσσα αυτού, και ελάλει ευλογών τον Θεόν. 65 και εγένετο επί πάντας φόβος τους περιοικούντας αυτούς, και εν όλη τη ορεινή της Ιουδαίας διελαλείτο πάντα τα ρήματα ταύτα, 66 και έθεντο πάντες οι ακούσαντες εν τη καρδία αυτών λέγοντες· τι άρα το παιδίον τούτο έσται; και χείρ Κυρίου ην μετ’ αυτού. 67 Και Ζαχαρίας ο πατήρ αυτού επλήσθη Πνεύματος Αγίου και προεφήτευσε λέγων·
68 Ευλογητός Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαω αυτού, 69 και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν τω οίκω Δαυϊδ του παιδός αυτού, 70 καθώς ελάλησε δια στόματος των αγίων των απ’ αιώνος προφητών αυτού, 71 σωτηρίαν εξ εχθρών ημών και εκ χειρός πάντων των μισούντων ημάς, 72 ποιήσαι έλεος μετά των πατέρων ημών και μνησθήναι διαθήκης αγίας αυτού, 73 όρκον ον ώμοσε προς Αβραάμ τον πατέρα ημών, του δούναι ημίν 74 αφόβως, εκ χειρός των εχθρών ημών ρυσθέντας, λατρεύειν αυτω 75 εν οσιότητι και δικαιοσύνη ενώπιον αυτού πάσας τας ημέρας της ζωής ημών. 76 Και συ, παιδίον, προφήτης υψίστου κληθήση· προπορεύση γαρ προ προσώπου Κυρίου ετοιμάσαι οδούς αυτού, 77 του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαω αυτού, εν αφέσει αμαρτιών αυτών 78 δια σπλάγχνα ελέους Θεού ημών, εν οίς επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους 79 επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης.
80 Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β΄
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην. 2 αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου. 3 και επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι, έκαστος εις την ιδίαν πόλιν. 4 ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυϊδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ, δια το είναι αυτόν εξ οίκου και πατριάς Δαυϊδ, 5 απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτω γυναικί, ούση εγκύω. 6 εγένετο δε εν τω είναι αυτούς εκεί επλήσθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν, 7 και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι.
8 Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτη αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. 9 και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν. 10 και είπεν αυτοίς ο άγγελος· μη φοβείσθε· ιδού γαρ ευγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαω, 11 ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυϊδ. 12 και τούτο υμίν το σημείον· ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη. 13 και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων· 14 δόξα εν υψίστοις Θεω και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. 15 και εγένετο ως απήλθον απ’ αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι, και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους· διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν. 16 και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη. 17 ιδόντες δε διεγνώρισαν περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου τούτου· 18 και πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των ποιμένων προς αυτούς. 19 η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής. 20 και υπέστρεψαν οι ποιμένες δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οίς ήκουσαν και είδον καθώς ελαλήθη προς αυτούς.
21 Και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία.
22 Και ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτών κατά τον νόμον Μωϋσέως, ανήγαγον αυτόν εις Ιεροσόλυμα παραστήσαι τω Κυρίω, 23 καθώς γέγραπται εν νόμω Κυρίου ότι παν άρσεν διανοίγον μήτραν άγιον τω Κυρίω κληθήσεται, 24 και του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών. 25 Και ιδού ην άνθρωπος εν Ιεροσολύμοις ω όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ, και Πνεύμα ην Άγιον επ’ αυτόν· 26 και ην αυτω κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου. 27 και ήλθεν εν τω Πνεύματι εις το ιερόν· και εν τω εισαγαγείν τους γονείς το παιδίον Ιησούν του ποιήσαι αυτούς κατά το ειθισμένον του νόμου περί αυτού, 28 και αυτός εδέξατο αυτόν εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· 29 νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα, κατά το ρήμά σου εν ειρήνη, 30 ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, 31 ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών. 32 φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ. 33 και ην Ιωσήφ και η μήτηρ αυτού θαυμάζοντες επί τοις λαλουμένοις περί αυτού. 34 και ευλόγησεν αυτούς Συμεών και είπε προς Μαριάμ την μητέρα αυτού· ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον. 35 και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί. 36 Και ην Άννα προφήτις, θυγάτηρ Φανουήλ, εκ φυλής Ασήρ· αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς, ζήσασα έτη μετά ανδρός επτά από της παρθενίας αυτής, 37 και αυτή χήρα ως ετών ογδοήκοντα τεσσάρων, ή ουκ αφίστατο από του ιερού νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και ημέραν· 38 και αύτη αυτη τη ωρα επιστάσα ανθωμολογείτο τω Κυρίω και ελάλει περί αυτού πάσι τοις προσδεχομένοις λύτρωσιν εν Ιερουσαλήμ.
39 Και ως ετέλεσαν άπαντα τα κατά τον νόμον Κυρίου, υπέστρεψαν εις την Γαλιλαίαν εις την πόλιν εαυτών Ναζαρέτ.
40 Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό.
41 Και επορεύοντο οι γονείς αυτού κατ’ έτος εις Ιερουσαλήμ τη εορτη του πάσχα. 42 και ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβάντων αυτών εις Ιεροσόλυμα κατά το έθος της εορτής 43 και τελειωσάντων τας ημέρας, εν τω υποστρέφειν αυτούς υπέμεινεν Ιησούς ο παις εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνω Ιωσήφ και η μήτηρ αυτού. 44 νομίσαντες δε αυτόν εν τη συνοδεία είναι ήλθον ημέρας οδόν και ανεζήτουν αυτόν εν τοις συγγενέσι και εν τοις γνωστοίς· 45 και μη ευρόντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ ζητούντες αυτόν. 46 και εγένετο μεθ’ ημέρας τρεις εύρον αυτόν εν τω ιερω καθεζόμενον εν μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· 47 εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού. 48 και ιδόντες αυτόν εξεπλάγησαν, και προς αυτόν η μήτηρ αυτού είπε· τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε. 49 και είπε προς αυτούς· τι ότι εζητείτέ με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δεί είναί με; 50 και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ό ελάλησεν αυτοίς. 51 και κατέβη μετ’ αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέτ, και ην υποτασσόμενος αυτοίς. και η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής. 52 Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεω και ανθρώποις.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Γ΄
1 ΕΝ έτει δε πεντεκαιδεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας, και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος χώρας, και Λυσανίου της Αβιληνής τετραρχούντος, 2 επ’ αρχιερέως Άννα και Καϊάφα, εγένετο ρήμα Θεού επί Ιωάννην τον Ζαχαρίου υιόν εν τη ερήμω, 3 και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών, 4 ως γέγραπται εν βίβλω λόγων Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού· 5 πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται, και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας, 6 και όψεται πάσα σάρξ το σωτήριον του Θεού. 7 Έλεγεν ουν τοις εκπορευομένοις όχλοις βαπτισθήναι υπ’ αυτού· γεννήματα εχιδνών, τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής; 8 ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας, και μη άρξησθε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ. 9 ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. 10 Και επηρώτων αυτόν οι όχλοι λέγοντες· τι ουν ποιήσομεν; 11 αποκριθείς δε λέγει αυτοίς· ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι, και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω. 12 ήλθον δε και τελώναι βαπτισθήναι, και είπον προς αυτόν· διδάσκαλε, τι ποιήσομεν; 13 ο δε είπε προς αυτούς· μηδέν πλέον παρά το διατεταγμένον υμίν πράσσετε. 14 επηρώτων δε αυτόν και στρατευόμενοι λέγοντες· και ημείς τι ποιήσομεν; και είπε προς αυτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδέ διασείσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών. 15 Προσδοκώντος δε του λαού και διαλογιζομένων πάντων εν ταις καρδίαις αυτών περί του Ιωάννου, μήποτε αυτός είη ο Χριστός, 16 απεκρίνατο ο Ιωάννης άπασι λέγων· εγώ μεν ύδατι βαπτίζω υμάς· έρχεται δε ο ισχυρότερός μου, ου ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού· αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί. 17 ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον εις την αποθήκην αυτού, το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω. 18 πολλά μεν ουν και έτερα παρακαλών ευηγγελίζετο τον λαόν.
19 Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, ελεγχόμενος υπ’ αυτού περί Ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού αυτού και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο Ηρώδης, 20 προσέθηκε και τούτο επί πάσι και κατέκλεισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή.
21 Εγένετο δε εν τω βαπτισθήναι άπαντα τον λαόν και Ιησού βαπτισθέντος και προσευχομένου ανεωχθήναι τον ουρανόν 22 και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον σωματικω είδει ωσεί περιστεράν επ’ αυτόν, και φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι λέγουσαν· συ ει ο υιος μου ο αγαπητός, εν σοί ευδόκησα. 23 Και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιος Ιωσήφ, του Ηλί, 24 του Ματθάν, του Λευϊ, του Μελχί, του Ιωαννά, του Ιωσήφ, 25 του Ματταθίου, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλίμ, του Ναγγαί, 26 του Μαάθ, του Ματταθίου, του Σεμεϋ, του Ιωσήφ, του Ιωδά, 27 του Ιωαννάν, του ¥Ρησά, του Ζοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί, 28 του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμωδάμ, του Ήρ, 29 του Ιωσή, του Ελιέζερ, του Ιωρείμ, του Ματθάτ, του Λευϊ, 30 του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνά, του Ελιακείμ, 31 του Μελεά, του Μαϊνάν, του Ματταθά, του Νάθαν, του Δαυϊδ, 32 του Ιεσσαί, του’Ωβήδ, του Βοόζ, του Σαλμών, του Ναασσών, 33 του Αμιναδάβ, του Αράμ, του Ιωράμ, του Εσρώμ, του Φαρές, του Ιούδα, 34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ, 35 του Σερούχ, του ¥Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά, 36 του Καϊνάν, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ, 37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρεδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν, 38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ΄
1 ΙΗΣΟΥΣ δε πλήρης Πνεύματος Αγίου υπέστρεψεν από του Ιορδάνου, και ήγετο εν τω Πνεύματι εις την έρημον 2 ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του διαβόλου, και ουκ έφαγεν ουδέν εν ταις ημέραις εκείναις· και συντελεσθεισών αυτών ύστερον επείνασε. 3 και είπεν αυτω ο διάβολος· ει υιος ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος. 4 και απεκρίθη ο Ιησούς προς αυτόν λέγων· γέγραπται ότι ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού. 5 Και αναγαγών αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν έδειξεν αυτω πάσας τας βασιλείας της οικουμένης εν στιγμή χρόνου, 6 και είπεν αυτω ο διάβολος· σοί δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν. 7 συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα. 8 και αποκριθείς αυτω είπεν ο Ιησούς· ύπαγε οπίσω μου, σατανά· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτω μόνω λατρεύσεις. 9 Και ήγαγεν αυτόν εις Ιεροσόλυμα, και έστησεν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού και είπεν αυτω· ει υιος ει του Θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω· 10 γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, 11 και ότι επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. 12 και αποκριθείς είπεν αυτω ο Ιησούς ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου. 13 Και συντελέσας πάντα πειρασμόν ο διάβολος απέστη απ’ αυτού άχρι καιρού.
14 Και υπέστρεψεν ο Ιησούς εν τη δυνάμει του Πνεύματος εις την Γαλιλαίαν· και φήμη εξήλθε καθ’ όλης της περιχώρου περί αυτού 15 και αυτός εδίδασκεν εν ταις συναγωγαίς αυτών δοξαζόμενος υπό πάντων.
16 Και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, ου ην τεθραμμένος, και εισήλθε κατά το ειωθός αυτω εν τη ημέρα των σαββάτων εις την συναγωγήν, και ανέστη αναγνώναι. 17 και επεδόθη αυτω βιβλίον Ησαϊου του προφήτου, και αναπτύξας το βιβλίον εύρε τον τόπον ου ην γεγραμμένον· 18 Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, 19 κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν. 20 και πτύξας το βιβλίον αποδούς τω υπηρέτη εκάθισε· και πάντων εν τη συναγωγή οι οφθαλμοί ήσαν ατενίζοντες αυτω. 21 ήρξατο δε λέγειν προς αυτούς ότι σήμερον πεπλήρωται η γραφή αύτη εν τοις ωσίν υμών. 22 και πάντες εμαρτύρουν αυτω και εθαύμαζον επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού και έλεγον· ουχ ούτός εστιν ο υιος Ιωσήφ; 23 και είπε προς αυτούς· πάντως ερείτέ μοι την παραβολήν ταύτην· ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· όσα ηκούσαμεν γενόμενα εν τη Καπερναούμ, ποίησον και ώδε εν τη πατρίδι σου. 24 είπε δε· αμήν λέγω υμίν ότι ουδείς προφήτης δεκτός εστιν εν τη πατρίδι αυτού. 25 επ’ αληθείας δε λέγω υμίν πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις’Ηλιού εν τω Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, 26 και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη’Ηλίας ει μη εις Σάρεπτα της Σιδωνίας προς γυναίκα χήραν. 27 και πολλοί λεπροί ήσαν επί Ελισαίου του προφήτου εν τω Ισραήλ, και ουδείς αυτών εκαθαρίσθη ει μη Νεεμάν ο Σύρος. 28 και επλήσθησαν πάντες θυμού εν τη συναγωγή ακούοντες ταύτα, 29 και αναστάντες εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του όρους, εφ’ ου η πόλις αυτών ωκοδόμητο, εις το κατακρημνίσαι αυτόν. 30 αυτός δε διελθών δια μέσου αυτών επορεύετο.
31 Και κατήλθεν εις Καπερναούμ πόλιν της Γαλιλαίας, και ην διδάσκων αυτούς εν τοις σάββασι· 32 και εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού, ότι εν εξουσία ην ο λόγος αυτού. 33 Και εν τη συναγωγή ην άνθρωπος έχων πνεύμα δαιμονίου ακαθάρτου, και ανέκραξε φωνή μεγάλη 34 λέγων· έα, τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ; ήλθες απολέσαι ημάς; οίδά σε τις ει, ο άγιος του Θεού. 35 και επετίμησεν αυτω ο Ιησούς λέγων· φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού. και ρίψαν αυτόν το δαιμόνιον εις το μέσον εξήλθεν απ’ αυτού, μηδέν βλάψαν αυτόν. 36 και εγένετο θάμβος επί πάντας, και συνελάλουν προς αλλήλους λέγοντες· τις ο λόγος ούτος, ότι εν εξουσία και δυνάμει επιτάσσει τοις ακαθάρτοις πνεύμασι, και εξέρχονται; 37 και εξεπορεύετο ήχος περί αυτού εις πάντα τόπον της περιχώρου.
38 Αναστάς δε εκ της συναγωγής εισήλθεν εις την οικίαν Σίμωνος. η πενθερά δε του Σίμωνος ην συνεχομένη πυρετω μεγάλω, και ηρώτησαν αυτόν περί αυτής. 39 και επιστάς επάνω αυτής επετίμησε τω πυρετω, και αφήκεν αυτήν· παραχρήμα δε αναστάσα διηκόνει αυτοίς. 40 Δύνοντος δε του ηλίου πάντες όσοι είχον ασθενούντας νόσοις ποικίλαις ήγαγον αυτούς προς αυτόν· ο δε ενί εκάστω αυτών τας χείρας επιτιθείς εθεράπευσεν αυτούς. 41 εξήρχετο δε και δαιμόνια από πολλών κραυγάζοντα και λέγοντα ότι συ ει ο Χριστός ο υιος του Θεού. και επιτιμών ουκ εία αυτά λαλείν, ότι ήδεισαν τον Χριστόν αυτόν είναι. 42 Γενομένης δε ημέρας εξελθών επορεύθη εις έρημον τόπον· και οι όχλοι επεζήτουν αυτόν, και ήλθον έως αυτού και κατείχον αυτόν του μη πορεύεσθαι απ’ αυτών. 43 ο δε είπε προς αυτούς ότι και ταις ετέραις πόλεσιν ευαγγελίσασθαί με δεί την βασιλείαν του Θεού· ότι εις τούτο απέσταλμαι. 44 και ην κηρύσσων εις τας συναγωγάς της Γαλιλαίας.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε΄
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτω του ακούειν τον λόγον του Θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ, 2 και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην· οι δε αλιείς αποβάντες απ’ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα. 3 εμβάς δε εις εν των πλοίων, ό ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον· και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. 4 ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. 5 και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτω· επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον. 6 και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. 7 και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς· και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ωστε βυθίζεσθαι αυτά. 8 ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων· έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε· 9 θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτω επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον, 10 ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οί ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι. και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς· μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών. 11 και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτω.
12 Και εγένετο εν τω είναι αυτόν εν μια των πόλεων και ιδού ανήρ πλήρης λέπρας· και ιδών τον Ιησούν, πεσών επί πρόσωπον εδεήθη αυτού λέγων· Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι. 13 και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ειπών· θέλω, καθαρίσθητι. και ευθέως η λέπρα απήλθεν απ’ αυτού. 14 και αυτός παρήγγειλεν αυτω μηδενί ειπείν, αλλά απελθών δείξον σεαυτόν τω ιερεί και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου καθώς προσέταξε Μωϋσής εις μαρτύριον αυτοίς. 15 διήρχετο δε μάλλον ο λόγος περί αυτού, και συνήρχοντο όχλοι πολλοί ακούειν και θεραπεύεσθαι υπ’ αυτού από των ασθενειών αυτών· 16 αυτός δε ην υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος.
17 Και εγένετο εν μια των ημερών και αυτός ην διδάσκων, και ήσαν καθήμενοι Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι, οί ήσαν εληλυθότες εκ πάσης κώμης της Γαλιλαίας και Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ· και δύναμις Κυρίου ην εις το ιάσθαι αυτούς. 18 και ιδού άνδρες φέροντες επί κλίνης άνθρωπον ος ην παραλελυμένος και εζήτουν αυτόν εισενεγκείν και θείναι ενώπιον αυτού. 19 και μη ευρόντες ποίας εισενέγκωσιν αυτόν δια τον όχλον, αναβάντες επί το δώμα δια των κεράμων καθήκαν αυτόν συν τω κλινιδίω εις το μέσον έμπροσθεν του Ιησού. 20 και ιδών την πίστιν αυτών είπεν αυτω· άνθρωπε, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. 21 και ήρξαντο διαλογίζεσθαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντες· τις εστιν ούτος ος λαλεί βλασφημίας· τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη μόνος ο Θεός; 22 επιγνούς δε ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών αποκριθείς είπε προς αυτούς· τι διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών; 23 τι εστιν ευκοπώτερον, ειπείν, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου, ή ειπείν, έγειρε και περιπάτει; 24 ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιος του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας -είπε τω παραλελυμένω· σοί λέγω, έγειρε και άρας το κλινίδιόν σου πορεύου εις τον οίκόν σου. 25 και παραχρήμα αναστάς ενώπιον αυτών, άρας εφ’ ό κατέκειτο απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν. 26 και έκστασις έλαβεν άπαντας και εδόξαζον τον Θεόν, και επλήσθησαν φόβου λέγοντες ότι είδομεν παράδοξα σήμερον.
27 Και μετά ταύτα εξήλθε και εθεάσατο τελώνην ονόματι Λευϊν, καθήμενον επί το τελώνιον, και είπεν αυτω· ακολούθει μοι. 28 και καταλιπών άπαντα αναστάς ηκολούθησεν αυτω. 29 και εποίησε δοχήν μεγάλην Λευϊς αυτω εν τη οικία αυτού, και ην όχλος τελωνών πολύς και άλλων οί ήσαν μετ’ αυτών κατακείμενοι. 30 και εγόγγυζον οι γραμματείς αυτών και οι Φαρισαίοι προς τους μαθητάς αυτού λέγοντες· διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίετε και πίνετε; 31 και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτούς· ου χρείαν έχουσιν οι υγιαίνοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες· 32 ουκ ελήλυθα καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. 33 Οι δε είπον προς αυτόν· διατί οι μαθηταί Ιωάννου νηστεύουσι πυκνά και δεήσεις ποιούνται, ομοίως και οι των Φαρισαίων, οι δε σοί εσθίουσι και πίνουσιν; 34 ο δε είπε προς αυτούς· μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, ποιήσαι νηστεύειν; 35 ελεύσονται δε ημέραι, και όταν απαρθή απ’ αυτών ο νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις. 36 έλεγε δε και παραβολήν προς αυτούς ότι ουδείς επίβλημα ιματίου καινού επιβάλλει επί ιμάτιον παλαιόν· ει δε μήγε, και το καινόν σχίσει και τω παλαιω ου συμφωνεί το επίβλημα το από του καινού. 37 και ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς· ει δε μήγε, ρήξει ο οίνος ο νέος τους ασκούς, και αυτός εκχυθήσεται και οι ασκοί απολούνται· 38 αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον, και αμφότεροι συντηρούνται. 39 και ουδείς πιών παλαιόν ευθέως θέλει νέον· λέγει γαρ· ο παλαιός χρηστότερός εστιν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΣΤ΄
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν σαββάτω δευτεροπρώτω διαπορεύεσθαι αυτόν δια των σπορίμων· και έτιλλον οι μαθηταί αυτού τους στάχυας και ήσθιον ψώχοντες ταις χερσί. 2 τινές δε των Φαρισαίων είπον αυτοίς· τι ποιείτε ό ουκ έξεστι ποιείν εν τοις σάββασι; 3 και αποκριθείς προς αυτούς είπεν ο Ιησούς· ουδέ τούτο ανέγνωτε ό εποίησε Δαυϊδ οπότε επείνασεν αυτός και οι μετ’ αυτού όντες; 4 ως εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού και τους άρτους της προθέσεως έλαβε και έφαγε, και έδωκε και τοις μετ’ αυτού, ους ουκ έξεστι φαγείν ει μη μόνους τους ιερείς; 5 και έλεγεν αυτοίς ότι κύριός εστιν ο υιος του ανθρώπου και του σαββάτου. 6 Εγένετο δε και εν ετέρω σαββάτω εισελθείν αυτόν εις την συναγωγήν και διδάσκειν· και ην εκεί άνθρωπος, και η χείρ αυτού η δεξιά ην ξηρά. 7 παρετήρουν δε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι ει εν τω σαββάτω θεραπεύσει, ίνα εύρωσι κατηγορίαν αυτού. 8 αυτός δε ήδει τους διαλογισμούς αυτών, και είπε τω ανθρώπω τω ξηράν έχοντι την χείρα· έγειρε και στήθι εις το μέσον· ο δε αναστάς έστη. 9 είπεν ουν ο Ιησούς προς αυτούς· επερωτήσω υμάς τι έξεστι τοις σάββασιν, αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι, ψυχήν σώσαι ή αποκτείναι; 10 και περιβλεψάμενος πάντας αυτούς είπεν αυτω· έκτεινον την χείρά σου. ο δε εποίησε, και αποκατεστάθη η χείρ αυτού ως η άλλη. 11 αυτοί δε επλήσθησαν ανοίας, και διελάλουν προς αλλήλους τι αν ποιήσειαν τω Ιησού.
12 Εγένετο δε εν ταις ημέραις ταύταις εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού. 13 και ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, και εκλεξάμενος απ’ αυτών δώδεκα, ους και αποστόλους ωνόμασε, 14 Σίμωνα, ον και ωνόμασε Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, Ιάκωβον και Ιωάννην, Φίλιππον και Βαρθολομαίον, 15 Ματθαίον και Θωμάν, Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Σίμωνα τον καλούμενον Ζηλωτήν, 16 Ιούδαν Ιακώβου και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος και εγένετο προδότης, 17 και καταβάς μετ’ αυτών έστη επί τόπου πεδινού, και όχλος μαθητών αυτού, και πλήθος πολύ του λαού από πάσης της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ και της παραλίου Τύρου και Σιδώνος, οί ήλθον ακούσαι αυτού και ιαθήναι από των νόσων αυτών, 18 και οι οχλούμενοι από πνευμάτων ακαθάρτων, και εθεραπεύοντο· 19 και πας ο όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ’ αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας. 20 Και αυτός επάρας τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού έλεγε· μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού. 21 μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε. 22 μακάριοί εστε όταν μισήσωσιν υμάς οι άνθρωποι, και όταν αφορίσωσιν υμάς και ονειδίσωσι και εκβάλωσι το όνομα υμών ως πονηρόν ένεκα του υιού του ανθρώπου. 23 χάρητε εν εκείνη τη ημέρα και σκιρτήσατε· ιδού γαρ ο μισθός υμών πολύς εν τω ουρανω· κατά τα αυτά γαρ εποίουν τοις προφήταις οι πατέρες αυτών. 24 πλήν ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών. 25 ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε. ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε. 26 ουαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι· κατά τα αυτά γαρ εποίουν τοις ψευδοπροφήταις οι πατέρες αυτών.
27 Αλλά υμίν λέγω τοις ακούουσιν· αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, 28 ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. 29 τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην, και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης. 30 παντί δε τω αιτούντί σε δίδου, και από του αίροντος τα σά μη απαίτει. 31 και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. 32 και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. 33 και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. 34 και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. 35 πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. 36 Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί. 37 Και μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε· μη καταδικάζετε, και ου μη καταδικασθήτε· απολύετε, και απολυθήσεσθε· 38 δίδοτε, και δοθήσεται υμίν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον και σεσαλευμένον και υπερεκχυνόμενον δώσουσιν εις τον κόλπον υμών· τω γαρ αυτω μέτρω ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν. 39 Είπε δε παραβολήν αυτοίς· μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν; ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται; 40 ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον αυτού· κατηρτισμένος δε πας έσται ως ο διδάσκαλος αυτού. 41 Τί δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμω του αδελφού σου, την δε δοκόν την εν τω ιδίω οφθαλμω ου κατανοείς; 42 ή Πως δύνασαι λέγειν τω αδελφω σου, αδελφέ, άφες εκβάλω το κάρφος το εν τω οφθαλμω σου, αυτός την εν τω οφθαλμω σου δοκόν ου βλέπων; υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος το εν τω οφθαλμω του αδελφού σου. 43 ου γαρ εστι δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδέ δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν· 44 έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού γινώσκεται. ου γαρ εξ ακανθών συλλέγουσι σύκα, ουδέ εκ βάτου τρυγώσι σταφυλήν. 45 ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας αυτού προφέρει το αγαθόν, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού της καρδίας αυτού προφέρει το πονηρόν· εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα αυτού.
46 Τί δε με καλείτε, Κύριε Κύριε, και ου ποιείτε α λέγω; 47 πας ο ερχόμενος προς με και ακούων μου των λόγων και ποιών αυτούς, υποδείξω υμίν τίνι εστίν όμοιος· 48 όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδομούντι οικίαν, ος και έσκαψε και εβάθυνε και έθηκε θεμέλιον επί την πέτραν· πλημμύρας δε γενομένης προσέρρηξεν ο ποταμός τη οικία εκείνη, και ουκ ίσχυσε σαλεύσαι αυτήν· τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. 49 ο δε ακούσας και μη ποιήσας όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδομήσαντι οικίαν επί την γην χωρίς θεμελίου· ή προσέρρηξεν ο ποταμός, και ευθύς έπεσε, και εγένετο το ρήγμα της οικίας εκείνης μέγα.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ΄
1 ΕΠΕΙ δε επλήρωσε πάντα τα ρήματα αυτού εις τας ακοάς του λαού, εισήλθεν εις Καπερναούμ. 2 Εκατοντάρχου δε τινος δούλος κακώς έχων ήμελλε τελευτάν, ος ην αυτω έντιμος. 3 ακούσας δε περί του Ιησού απέστειλε προς αυτόν πρεσβυτέρους των Ιουδαίων ερωτών αυτόν όπως ελθών διασώση τον δούλον αυτού. 4 οι δε παραγενόμενοι προς τον Ιησούν παρεκάλουν αυτόν σπουδαίως, λέγοντες ότι άξιός εστιν ω παρέξει τούτο. 5 αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. 6 ο δε Ιησούς επορεύετο συν αυτοίς. ήδη δε αυτού ου μακράν απέχοντος από της οικίας έπεμψε προς αυτόν ο εκατόνταρχος φίλους λέγων αυτω· Κύριε, μη σκύλλου· ου γαρ ειμι ικανός ίνα υπό την στέγην μου εισέλθης· 7 διο ουδέ εμαυτόν ηξίωσα προς σε ελθείν· αλλ’ ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παις μου. 8 και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν τασσόμενος, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί. 9 ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς εθαύμασεν αυτόν, και στραφείς τω ακολουθούντι αυτω όχλω είπε· λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. 10 και υποστρέψαντες οι πεμφθέντες εις τον οίκον εύρον τον ασθενούντα δούλον υγιαίνοντα.
11 Και εγένετο εν τω εξής επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναϊν· και συνεπορεύοντο αυτω οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς. 12 ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιος μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτη. 13 και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτη και είπεν αυτη· μη κλαίε· 14 και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι. 15 και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού. 16 έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού. 17 και εξήλθεν ο λόγος ούτος εν όλη τη Ιουδαία περί αυτού και εν πάση τη περιχώρω.
18 Και απήγγειλαν Ιωάννη οι μαθηταί αυτού περί πάντων τούτων. 19 και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των μαθητών αυτού ο Ιωάννης έπεμψε προς τον Ιησούν λέγων· συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; 20 παραγενόμενοι δε προς αυτόν οι άνδρες είπον· Ιωάννης ο βαπτιστής απέσταλκεν ημάς προς σε λέγων· συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; 21 εν αυτη δε τη ωρα εθεράπευσε πολλούς από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών και τυφλοίς πολλοίς εχαρίσατο το βλέπειν. 22 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε· τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται· 23 και μακάριός εστιν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί. 24 απελθόντων δε των μαθητών Ιωάννου ήρξατο λέγειν προς τους όχλους περί Ιωάννου· τι εξεληλύθατε εις την έρημον θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; 25 αλλά τι εξεληλύθατε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι εν ιματισμω ενδόξω και τρυφή υπάρχοντες εν τοις βασιλείοις εισίν. 26 αλλά τι εξεληλύθατε ιδείν; προφήτην; ναί λέγω υμίν, και περισσότερον προφήτου. 27 ούτός εστι περί ου γέγραπται, ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου· 28 λέγω γαρ υμίν, μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης Ιωάννου του βαπτιστού ουδείς εστιν· ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία του Θεού μείζων αυτού εστι. 29 και πας ο λαός ακούσας και οι τελώναι εδικαίωσαν τον Θεόν, βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου· 30 οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του Θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ’ αυτού. 31 Τίνι ουν ομοιώσω τους ανθρώπους της γενεάς ταύτης, και τίνι εισίν όμοιοι; 32 όμοιοί εισι παιδίοις τοις εν αγορά καθημένοις και προσφωνούσιν αλλήλοις και λέγουσιν· ηυλήσαμεν υμίν, και ουκ ωρχήσασθε, εθρηνήσαμεν υμίν, και ουκ εκλαύσατε. 33 ελήλυθε γαρ Ιωάννης ο βαπτιστής μήτε άρτον εσθίων μήτε οίνον πίνων, και λέγετε· δαιμόνιον έχει. 34 ελήλυθεν ο υιος του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγετε· ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. 35 και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής πάντων.
36’Ηρώτα δε τις αυτόν των Φαρισαίων ίνα φάγη μετ’ αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. 37 και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου 38 και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω. 39 ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτω λέγων· ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκεν αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός εστι. 40 και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Σίμων, έχω σοί τι ειπείν, ο δε φησι· διδάσκαλε, ειπέ. 41 δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστη τινι. ο εις ώφειλε δηνάρια πεντακόσια, ο δε έτερος πεντήκοντα. 42 μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο· τις ουν αυτών, ειπέ, πλείον αυτόν αγαπήσει; 43 αποκριθείς δε ο Σίμων είπεν· υπολαμβάνω ότι ω το πλείον εχαρίσατο. ο δε είπεν αυτω· ορθώς έκρινας. 44 και στραφείς προς την γυναίκα τω Σίμωνι έφη· βλέπεις ταύτην την γυναίκα; εισήλθόν σου εις την οικίαν, ύδωρ επί τους πόδας μου ουκ έδωκας· αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε. 45 φίλημά μοι ουκ έδωκας· αύτη δε αφ’ ης εισήλθεν ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας. 46 ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας. 47 ου χάριν λέγω σοι, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ· ω δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά. 48 είπε δε αυτη· αφέωνταί σου αι αμαρτίαι. 49 και ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς· τις ούτός εστιν ος και αμαρτίας αφίησιν; 50 είπε δε προς την γυναίκα· η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η΄
1 ΚΑΙ εγένετο εν τω καθεξής και αυτός διώδευε κατά πόλιν και κώμην κηρύσσων και ευαγγελιζόμενος την βασιλείαν του Θεού, και οι δώδεκα συν αυτω, 2 και γυναίκές τινες αι ήσαν τεθεραπευμέναι από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών και ασθενειών, Μαρία η καλουμένη Μαγδαληνή, αφ’ ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει, 3 και Ιωάννα γυνή Χουζά επιτρόπου Ηρώδου, και Σουσάννα και έτεραι πολλαί, αίτινες διηκόνουν αυτω από των υπαρχόντων αυταίς.
4 Συνιόντος δε όχλου πολλού και των κατά πόλιν επιπορευομένων προς αυτόν είπε δια παραβολής· 5 εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού. και εν τω σπείρειν αυτόν ό μεν έπεσε παρά την οδόν, και κατεπατήθη, και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγεν αυτό· 6 και έτερον έπεσεν επί την πέτραν, και φυέν εξηράνθη δια το μη έχειν ικμάδα· 7 και έτερον έπεσεν εν μέσω των ακανθών, και συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτό. 8 και έτερον έπεσεν εις την γην την αγαθήν, και φυέν εποίησε καρπόν εκατονταπλασίονα. ταύτα λέγων εφώνει· ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. 9 Επηρώτων δε αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· τις είη η παραβολή αύτη; 10 ο δε είπεν· υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη συνιώσιν. 11 έστι δε αύτη η παραβολή· ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού· 12 οι δε παρά την οδόν εισιν οι ακούσαντες, είτα έρχεται ο διάβολος και αίρει τον λόγον από της καρδίας αυτών, ίνα μη πιστεύσαντες σωθώσιν. 13 οι δε επί της πέτρας οί όταν ακούσωσι, μετά χαράς δέχονται τον λόγον, και ούτοι ρίζαν ουκ έχουσιν, οί προς καιρόν πιστεύουσι και εν καιρω πειρασμού αφίστανται. 14 το δε εις τας ακάνθας πεσόν, ούτοί εισιν οι ακούσαντες, και υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται και ου τελεσφορούσι. 15 το δε εν τη καλή γη, ούτοί εισιν οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή.
16 Ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει ή υποκάτω κλίνης τίθησιν, αλλ’ επί λυχνίας επιτίθησιν, ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως. 17 ου γαρ εστι κρυπτόν ό ου φανερόν γενήσεται, ουδέ απόκρυφον ό ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη. 18 βλέπετε ουν Πως ακούετε· ος γαρ εάν έχη, δοθήσεται αυτω, και ος εάν μη έχη, και ό δοκεί έχειν αρθήσεται απ’ αυτού.
19 Παρεγένοντο δε προς αυτόν η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού, και ουκ ηδύναντο συντυχείν αυτω δια τον όχλον. 20 και απηγγέλη αυτω λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες. 21 ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοί εισιν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν.
22 Και εγένετο εν μια των ημερών και αυτός ενέβη εις πλοίον και οι μαθηταί αυτού, και είπε προς αυτούς· διέλθωμεν εις το πέραν της λίμνης· και ανήχθησαν. 23 πλεόντων δε αυτών αφύπνωσε. και κατέβη λαίλαψ ανέμου εις την λίμνην, και συνεπληρούντο και εκινδύνευον. 24 προσελθόντες δε διήγειραν αυτόν λέγοντες· επιστάτα επιστάτα, απολλύμεθα! ο δε εγερθείς επετίμησε τω ανέμω και τω κλύδωνι του ύδατος, και επαύσαντο, και εγένετο γαλήνη. 25 είπε δε αυτοίς· που εστιν η πίστις υμών; φοβηθέντες δε εθαύμασαν λέγοντες προς αλλήλους· τις άρα ούτός εστιν, ότι και τοις ανέμοις επιτάσσει και τω ύδατι, και υπακούουσιν αυτω;
26 Και κατέπλευσεν εις την χώραν των Γαδαρηνών, ήτις εστίν αντίπερα της Γαλιλαίας. 27 εξελθόντι δε αυτω επί την γην υπήντησεν αυτω ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν. 28 ιδών δε τον Ιησούν και ανακράξας προσέπεσεν αυτω και φωνή μεγάλη είπε· τι εμοί και σοί, Ιησού, υιε του Θεού του υψίστου; δέομαί σου, μη με βασανίσης. 29 παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου. πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους. 30 επηρώτησε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· τι σοί εστιν όνομα; ο δε είπε· λεγεών· ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν· 31 και παρεκάλει αυτόν ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. 32 ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει· και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν· και επέτρεψεν αυτοίς. 33 εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και ωρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη. 34 ιδόντες δε οι βόσκοντες το γεγενημένον έφυγον, και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. 35 εξήλθον δε ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς τον Ιησούν και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ’ ου τα δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του Ιησού, και εφοβήθησαν. 36 απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες Πως εσώθη ο δαιμονισθείς. 37 και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ’ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο· αυτός δε εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν. 38 εδέετο δε αυτού ο ανήρ, αφ’ ου εξεληλύθει τα δαιμόνια, είναι συν αυτω· απέλυσε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· 39 υπόστρεφε εις τον οίκόν σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. και απήλθε καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτω ο Ιησούς.
40 Εγένετο δε εν τω υποστρέψαι τον Ιησούν απεδέξατο αυτόν ο όχλος· ήσαν γαρ πάντες προσδοκώντες αυτόν. 41 και ιδού ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, 42 ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτω ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. 43 και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, 44 προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. 45 και είπεν ο Ιησούς· τις ο αψάμενός μου; αρνουμένων δε πάντων είπεν ο Πέτρος και οι συν αυτω· επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου; 46 ο δε Ιησούς είπεν· ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού. 47 ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτω δι’ ην αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτω ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. 48 ο δε είπεν αυτη· θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην. 49 Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτω ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον διδάσκαλον. 50 ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτω λέγων· μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται. 51 ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μη Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα. 52 έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. ο δε είπε· μη κλαίετε· ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. 53 και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. 54 αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων· η παις, εγείρου. 55 και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτη δοθήναι φαγείν. 56 και εξέστησαν οι γονείς αυτοίς. ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ΄
1 Συγκαλεσάμενος δε τους δώδεκα μαθητάς αυτού έδωκεν αυτοίς δύναμιν και εξουσίαν επί πάντα τα δαιμόνια και νόσους θεραπεύειν· 2 και απέστειλεν αυτούς κηρύσσειν την βασιλείαν του Θεού και ιάσθαι τους ασθενούντας, 3 και είπε προς αυτούς· μηδέν αίρετε εις την οδόν, μήτε ράβδους μήτε πήραν μήτε άρτον μήτε αργύριον μήτε ανά δύο χιτώνας έχειν. 4 και εις ην αν οικίαν εισέλθητε, εκεί μένετε και εκείθεν εξέρχεσθε. 5 και όσοι εάν μη δέξωνται υμάς, εξερχόμενοι από της πόλεως εκείνης και τον κονιορτόν από των ποδών υμών αποτινάξατε εις μαρτύριον επ’ αυτούς. 6 εξερχόμενοι δε διήρχοντο κατά τας κώμας ευαγγελιζόμενοι και θεραπεύοντες πανταχού.
7 Ήκουσε δε Ηρώδης ο τετράρχης τα γινόμενα υπ’ αυτού πάντα, και διηπόρει δια το λέγεσθαι υπό τινων ότι Ιωάννης εγήγερται εκ των νεκρών, 8 υπό τινων δε ότι’Ηλίας εφάνη, άλλων δε ότι προφήτης τις των αρχαίων ανέστη. 9 και είπεν ο Ηρώδης· Ιωάννην εγώ απεκεφάλισα· τις δε εστιν ούτος περί ου εγώ ακούω τοιαύτα; και εζήτει ιδείν αυτόν.
10 Και υποστρέψαντες οι απόστολοι διηγήσαντο αυτω όσα εποίησαν. και παραλαβών αυτούς υπεχώρησε κατ’ ιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά. 11 οι δε όχλοι γνόντες ηκολούθησαν αυτω, και δεξάμενος αυτούς ελάλει αυτοίς περί της βασιλείας του Θεού, και τους χρείαν έχοντας θεραπείας ιάσατο. 12 Η δε ημέρα ήρξατο κλίνειν· προσελθόντες δε οι δώδεκα είπον αυτω· απόλυσον τον όχλον, ίνα πορευθέντες εις τας κύκλω κώμας και τους αγρούς καταλύσωσι και εύρωσιν επισιτισμόν, ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν. 13 είπε δε προς αυτούς· δότε αυτοίς υμείς φαγείν. οι δε είπον· ουκ εισίν ημίν πλείον ή πέντε άρτοι και ιχθύες δύο, ει μήτι πορευθέντες ημείς αγοράσωμεν εις πάντα τον λαόν τούτον βρώματα· ήσαν γαρ ωσεί άνδρες πεντακισχίλιοι. είπε δε προς τους μαθητάς αυτού· κατακλίνατε αυτούς κλισίας ανά πεντήκοντα. 15 και εποίησαν ούτω και ανέκλιναν άπαντας. 16 λαβών δε τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησεν αυτούς και κατέκλασε, και εδίδου τοις μαθηταίς παραθείναι τω όχλω. 17 και έφαγον και εχορτάσθησαν πάντες, και ήρθη το περισσεύσαν αυτοίς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.
18 Και εγένετο εν τω είναι αυτόν προσευχόμενον καταμόνας, συνήσαν αυτω οι μαθηταί, και επηρώτησεν αυτούς λέγων· τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι; 19 οι δε αποκριθέντες είπον· Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε’Ηλίαν, άλλοι δε ότι προφήτης τις των αρχαίων ανέστη. 20 είπε δε αυτοίς· υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; αποκριθείς δε ο Πέτρος είπε· τον Χριστόν του Θεού. 21 ο δε επιτιμήσας αυτοίς παρήγγειλε μηδενί λέγειν τούτο, 22 ειπών ότι δεί τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, και αποκτανθήναι, και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι.
23 Έλεγε δε προς πάντας· ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι. 24 ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος σώσει αυτήν. 25 τι γαρ ωφελείται άνθρωπος κερδήσας τον κόσμον όλον, εαυτόν δε απολέσας ή ζημιωθείς; 26 ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιος του ανθρώπου επαισχυνθήσεται όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων. 27 λέγω δε υμίν αληθώς, εισί τινες των ώδε εστηκότων, οί ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού.
28 Εγένετο δε μετά τους λόγους τούτους ωσεί ημέραι οκτώ και παραλαβών τον Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι. 29 και εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον και ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων. 30 και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτω, οίτινες ήσαν Μωσής και’Ηλίας, 31 οί οφθέντες εν δόξη έλεγον την έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ. 32 ο δε Πέτρος και οι συν αυτω ήσαν βεβαρημένοι ύπνω· διαγρηγορήσαντες δε είδον την δόξαν αυτού και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτω. 33 και εγένετο εν τω διαχωρίζεσθαι αυτούς απ’ αυτού είπεν ο Πέτρος προς τον Ιησούν· επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοί και μίαν Μωσεί και μίαν’Ηλία, μη ειδώς ό λέγει. 34 ταύτα δε αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη και επεσκίασεν αυτούς· εφοβήθησαν δε εν τω εισελθείν εκείνους εις την νεφέλην· 35 και φωνή εγένετο εκ της νεφέλης λέγουσα· ούτός εστιν ο υιος μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε. 36 και εν τω γενέσθαι την φωνήν ευρέθη ο Ιησούς μόνος. και αυτοί εσίγησαν και ουδενί απήγγειλαν εν εκείναις ταις ημέραις ουδέν ων εωράκασιν.
37 Εγένετο δε εν τη εξής ημέρα κατελθόντων αυτών από του όρους συνήντησεν αυτω όχλος πολύς. 38 και ιδού ανήρ από του όχλου ανεβόησε λέγων· διδάσκαλε, δέομαί σου, επίβλεψον επί τον υιόν μου, ότι μονογενής μοί εστι· 39 και ιδού πνεύμα λαμβάνει αυτόν, και εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόγις αποχωρεί απ’ αυτού συντρίβον αυτόν· 40 και εδεήθην των μαθητών σου ίνα εκβάλωσιν αυτό, και ουκ ηδυνήθησαν. 41 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι προς υμάς και ανέξομαι υμών; προσάγαγε τον υιόν σου ώδε. 42 έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν· επετίμησε δε ο Ιησούς τω πνεύματι τω ακαθάρτω, και ιάσατο τον παίδα και απέδωκεν αυτόν τω πατρί αυτού. 43 εξεπλήσσοντο δε πάντες επί τη μεγαλειότητι του Θεού. Πάντων δε θαυμαζόντων επί πάσιν οίς εποίησεν ο Ιησούς, είπε προς τους μαθητάς αυτού· 44 θέσθε υμείς εις τα ώτα υμών τους λόγους τούτους· ο γαρ υιος του ανθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων. 45 οι δε ηγνόουν το ρήμα τούτο, και ην παρακεκαλυμμένον απ’ αυτών ίνα μη αίσθωνται αυτό, και εφοβούντο ερωτήσαι αυτόν περί του ρήματος τούτου. 46 Εισήλθε δε διαλογισμός εν αυτοίς, το τις αν είη μείζων αυτών. 47 ο δε Ιησούς ιδών τον διαλογισμόν της καρδίας αυτών, επιλαβόμενος παιδίου έστησεν αυτό παρ’ εαυτω. 48 και είπεν αυτοίς· ος εάν δέξηται τούτο το παιδίον επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται, και ος εάν εμέ δέξηται, δέχεται τον αποστείλαντά με. ο γαρ μικρότερος εν πάσιν υμίν υπάρχων, ούτός εστι μέγας.
49 Αποκριθείς δε ο Ιωάννης είπεν· επιστάτα, είδομέν τινα επί τω ονόματί σου εκβάλλοντα δαιμόνια, και εκωλύσαμεν αυτόν, ότι ουκ ακολουθεί μεθ’ ημών. 50 και είπε προς αυτόν ο Ιησούς· μη κωλύετε· ου γαρ εστι καθ’ υμών· ος γαρ ουκ έστι καθ’ υμών, υπέρ υμών εστιν.
51 Εγένετο δε εν τω συμπληρούσθαι τας ημέρας της αναλήψεως αυτού και αυτός εστήριξε το πρόσωπον αυτού του πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ, 52 και απέστειλεν αγγέλους προ προσώπου αυτού. και πορευθέντες εισήλθον εις κώμην Σαμαρειτών, ωστε ετοιμάσαι αυτω· 53 και ουκ εδέξαντο αυτόν, ότι το πρόσωπον αυτού ην πορευόμενον εις Ιερουσαλήμ. 54 ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού Ιάκωβος και Ιωάννης είπον· Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι από ουρανού και αναλώσαι αυτούς, ως και’Ηλίας εποίησε; 55 στραφείς δε επετίμησεν αυτοίς και είπεν· ουκ οίδατε ποίου πνεύματός εστε υμείς· 56 ο υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι. και επορεύθησαν εις ετέραν κώμην.
57 Εγένετο δε πορευομένων αυτών εν τη οδω είπέ τις προς αυτόν· ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη, Κύριε. 58 και είπεν αυτω ο Ιησούς· αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιος του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη. 59 Είπε δε προς έτερον· ακολούθει μοι· ο δε είπε· Κύριε, επίτρεψόν μοι απελθόντι πρώτον θάψαι τον πατέρα μου. 60 είπε δε αυτω ο Ιησούς· άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς· συ δε απελθών διάγγελε την βασιλείαν του Θεού. 61 Είπε δε και έτερος· ακολουθήσω σοι, Κύριε· πρώτον δε επίτρεψόν μοι αποτάξασθαι τοις εις τον οίκόν μου. 62 είπε δε ο Ιησούς προς αυτόν· ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετός εστιν εις την βασιλείαν του Θεού.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι΄
1 ΜΕΤΑ δε ταύτα ανέδειξεν ο Κύριος και ετέρους εβδομήκοντα, και απέστειλεν αυτούς ανά δύο προ προσώπου αυτού εις πάσαν πόλιν και τόπον ου ήμελλεν αυτός έρχεσθαι. 2 έλεγεν ουν προς αυτούς· ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι· δεήθητε ουν του κυρίου του θερισμού όπως εκβάλη εργάτας εις τον θερισμόν αυτού. 3 υπάγετε· ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως άρνας εν μέσω λύκων. 4 μη βαστάζετε βαλάντιον, μη πήραν, μηδέ υποδήματα, και μηδένα κατά την οδόν ασπάσησθε. 5 εις ην δ’ αν οικίαν εισέρχησθε, πρώτον λέγετε· ειρήνη τω οίκω τούτω. 6 και εάν ή εκεί υιος ειρήνης, επαναπαύσεται επ’ αυτόν η ειρήνη υμών· ει δε μήγε, εφ’ υμάς επανακάμψει. 7 εν αυτη δε τη οικία μένετε εσθίοντες και πίνοντες τα παρ’ αυτών· άξιος γαρ ο εργάτης του μισθού αυτού εστι· μη μεταβαίνετε εξ οικίας εις οικίαν. 8 και εις ην αν πόλιν εισέρχησθε και δέχωνται υμάς, εσθίετε τα παρατιθέμενα υμίν, 9 και θεραπεύετε τους εν αυτη ασθενείς, και λέγετε αυτοίς· ήγγικεν εφ’ υμάς η βασιλεία του Θεού. 10 εις ην δ’ αν πόλιν εισέρχησθε και μη δέχωνται υμάς, εξελθόντες εις τας πλατείας αυτής είπατε· 11 και τον κονιορτόν τον κολληθέντα ημίν από της πόλεως υμών εις τους πόδας ημών απομασσόμεθα υμίν· πλήν τούτο γινώσκετε, ότι ήγγικεν εφ’ υμάς η βασιλεία του Θεού. 12 λέγω δε υμίν ότι Σοδόμοις εν τη ημέρα εκείνη ανεκτότερον έσται ή τη πόλει εκείνη. 13 ουαί σοι, Χοραζίν, ουαί σοι, Βηθσαϊδά· ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδω καθήμενοι μετενόησαν. 14 πλήν Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν τη κρίσει ή υμίν. 15 και συ, Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση. 16 Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με.
17 Υπέστρεψαν δε οι εβδομήκοντα μετά χαράς λέγοντες· Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου. 18 Είπε δε αυτοίς· εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα. 19 ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μη αδικήση. 20 πλήν εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα πνεύματα υμίν υποτάσσεται· χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς. 21 Εν αυτη τη ωρα ηγαλλιάσατο τω πνεύματι ο Ιησούς και είπεν· εξομολογούμαί σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου. 22 και στραφείς προς τους μαθητάς είπε· πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τις εστιν ο υιος, ει μη ο πατήρ, και τις εστιν ο πατήρ, ει μη ο υιος και ω εάν βούληται ο υιος αποκαλύψαι. 23 Και στραφείς προς τους μαθητάς κατ’ ιδίαν είπε· μακάριοι οι οφθαλμοί οι βλέποντες α βλέπετε. 24 λέγω γαρ υμίν ότι πολλοί προφήται και βασιλείς ηθέλησαν ιδείν α υμείς βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν.
25 Και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν και λέγων· διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; 26 ο δε είπε προς αυτόν· εν τω νόμω τι γέγραπται; Πως αναγινώσκεις; 27 ο δε αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν· 28 είπε δε αυτω· ορθώς απεκρίθης· τούτο ποίει και ζήση. 29 ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον Ιησούν· και τις εστί μου πλησίον; 30 υπολαβών δε ο Ιησούς είπεν· άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, και λησταίς περιέπεσεν· οί και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. 31 κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τη οδω εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. 32 ομοίως δε και Λευϊτης γενόμενος κατά τον τόπον, ελθών και ιδών αντιπαρήλθε. 33 Σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ’ αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, 34 και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού· 35 και επί την αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτω· επιμελήθητι αυτού, και ό,τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι. 36 τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; 37 ο δε είπεν· ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού. είπεν ουν αυτω ο Ιησούς· πορεύου και συ ποίει ομοίως.
38 Εγένετο δε εν τω πορεύεσθαι αυτούς και αυτός εισήλθεν εις κώμην τινά. γυνή δε τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής. 39 και τηδε ην αδελφή καλουμένη Μαρία, ή και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε τον λόγον αυτού. 40 η δε Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν· επιστάσα δε είπε· Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; ειπέ ουν αυτη ίνα μοι συναντιλάβηται. 41 αποκριθείς δε είπεν αυτη ο Ιησούς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· 42 ενός δε εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΑ΄
1 ΚΑΙ εγένετο εν τω είναι αυτόν εν τόπω τινί προσευχόμενον, ως επαύσατο, είπέ τις των μαθητών αυτού προς αυτόν· Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς και Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού. 2 είπε δε αυτοίς· όταν προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανω, και επί της γης· 3 τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου ημίν το καθ’ ημέραν· 4 και άφες ημίν τας αμαρτίας ημών· και γαρ αυτοί αφίεμεν παντί τω οφείλοντι ημίν· και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. 5 Και είπε προς αυτούς· τις εξ υμών έξει φίλον, και πορεύσεται προς αυτόν μεσονυκτίου και ερεί αυτω· φίλε, χρήσόν μοι τρεις άρτους, 6 επειδή φίλος μου παρεγένετο εξ οδού προς με και ουκ έχω ό παραθήσω αυτω· 7 κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη· μη μοι κόπους πάρεχε· ήδη η θύρα κέκλεισται και τα παιδία μου μετ’ εμού εις την κοίτην εισίν· ου δύναμαι αναστάς δούναί σοι; 8 λέγω υμίν, ει και ου δώσει αυτω αναστάς δια το είναι αυτού φίλον, δια γε την αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτω όσων χρήζει. 9 καγώ υμίν λέγω, αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν· 10 πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιχθήσεται. 11 τίνα δε εξ υμών τον πατέρα αιτήσει ο υιος άρτον, μη λίθον επιδώσει αυτω; ή και ιχθύν, μη αντί ιχθύος όφιν επιδώσει αυτω; 12 ή και εάν αιτήση ωόν, μη επιδώσει αυτω σκορπίον; 13 ει ουν υμείς, υπάρχοντες πονηροί, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ ο εξ ουρανού δώσει πνεύμα αγαθόν τοις αιτούσιν αυτόν;
14 Και ην εκβάλλων δαιμόνιον, και αυτό ην κωφόν· εγένετο δε του δαιμονίου εξελθόντος ελάλησεν ο κωφός, και εθαύμαζον οι όχλοι· 15 τινές δε εξ αυτών είπον· εν Βεελζεβούλ τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια. 16 έτεροι δε πειράζοντες σημείον παρ’ αυτού εζήτουν εξ ουρανού. 17 αυτός δε ειδώς αυτών τα διανοήματα είπεν αυτοίς· πάσα βασιλεία εφ’ εαυτήν διαμερισθείσα, ερημούται, και οίκος επί οίκον, πίπτει. 18 ει δε και ο σατανάς εφ’ εαυτόν διεμερίσθη, Πως σταθήσεται η βασιλεία αυτού, ότι λέγετε εν Βεελζεβούλ με εκβάλλειν τα δαιμόνια; 19 ει δε εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια, οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι; δια τούτο αυτοί κριταί υμών έσονται. 20 ει δε εν δακτύλω Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ’ υμάς η βασιλεία του Θεού. 21 όταν ο ισχυρός καθωπλισμένος φυλάσση την εαυτού αυλήν, εν ειρήνη εστί τα υπάρχοντα αυτού· 22 επάν δε ο ισχυρότερος αυτού επελθών νικήση αυτόν, την πανοπλίαν αυτού αίρει, εφ’ ή επεποίθει, και τα σκύλα αυτού διαδίδωσιν. 23 ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει. 24 Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρίσκον λέγει· υποστρέψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον· 25 και ελθόν ευρίσκει σεσαρωμένον και κεκοσμημένον. 26 τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων.
27 Εγένετο δε εν τω λέγειν αυτόν ταύτα επάρασά τις γυνή φωνήν εκ του όχλου είπεν αυτω· μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας. 28 αυτός δε είπε· μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν.
29 Τών δε όχλων επαθροιζομένων ήρξατο λέγειν· η γενεά αύτη γενεά πονηρά εστι· σημείον ζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτη ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου. 30 καθώς γαρ εγένετο Ιωνάς σημείον τοις Νινευϊταις, ούτως έσται και ο υιος του ανθρώπου τη γενεά ταύτη σημείον. 31 βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά των ανδρών της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτούς, ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώντος, και ιδού πλείον Σολομώντος ώδε. 32 άνδρες Νινευϊ αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν, ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά, και ιδού πλείον Ιωνά ώδε. 33 Ουδείς δε λύχνον άψας εις κρυπτήν τίθησιν ουδέ υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσιν. 34 ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός· όταν ουν ο οφθαλμός σου απλούς ή, και όλον το σώμά σου φωτεινόν εστιν· επάν δε πονηρός ή, και το σώμά σου σκοτεινόν. 35 σκόπει ουν μη το φως το εν σοί σκότος εστίν. 36 ει ουν το σώμά σου όλον φωτεινόν, μη έχον τι μέρος σκοτεινόν, έσται φωτεινόν όλον ως όταν ο λύχνος τη αστραπή φωτίζη σε.
37 Εν δε τω λαλήσαι αυτόν ταύτα ηρώτα αυτόν Φαρισαίός τις όπως αριστήση παρ’ αυτω· εισελθών δε ανέπεσεν. 38 ο δε Φαρισαίος ιδών εθαύμασεν ότι ου πρώτον εβαπτίσθη προ του αρίστου. 39 είπε δε ο Κύριος προς αυτόν· νυν υμείς οι Φαρισαίοι το έξωθεν του ποτηρίου και του πίνακος καθαρίζετε, το δε έσωθεν υμών γέμει αρπαγής και πονηρίας. 40 άφρονες! ουχ ο ποιήσας το έξωθεν και το έσωθεν εποίησε; 41 πλήν τα ενόντα δότε ελεημοσύνην, και ιδού άπαντα καθαρά υμίν έσται. 42 αλλ’ ουαί υμίν τοις Φαρισαίοις, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το πήγανον και παν λάχανον, και παρέρχεσθε την κρίσιν και την αγάπην του Θεού· ταύτα δε έδει ποιήσαι, κακείνα μη αφιέναι. 43 ουαί υμίν τοις Φαρισαίοις, ότι αγαπάτε την πρωτοκαθεδρίαν εν ταις συναγωγαίς και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς. 44 ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι εστέ ως τα μνημεία τα άδηλα. και οι άνθρωποι περιπατούντες επάνω ουκ οίδασιν. 45 Αποκριθείς δε τις των νομικών λέγει αυτω· διδάσκαλε, ταύτα λέγων και ημάς υβρίζεις. 46 ο δε είπε· και υμίν τοις νομικοίς ουαί, ότι φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα, και αυτοί ενί των δακτύλων υμών ου προσψαύετε τοις φορτίοις. 47 ουαί υμίν, ότι οικοδομείτε τα μνημεία των προφητών, οι δε πατέρες υμών απέκτειναν αυτούς. 48 άρα μαρτυρείτε και συνευδοκείτε τοις έργοις των πατέρων υμών, ότι αυτοί μεν απέκτειναν αυτούς, υμείς δε οικοδομείτε αυτών τα μνημεία. 49 δια τούτο και η σοφία του Θεού είπεν· αποστελώ εις αυτούς προφήτας και αποστόλους, και εξ αυτών αποκτενούσι και εκδιώξουσιν, 50 ίνα εκζητηθή το αίμα πάντων των προφητών το εκχυνόμενον από καταβολής κόσμου από της γενεάς ταύτης 51 από του αίματος Άβελ έως του αίματος Ζαχαρίου του απολομένου μεταξύ του θυσιαστηρίου και του οίκου· ναί, λέγω υμίν, εκζητηθήσεται από της γενεάς ταύτης. 52 ουαί υμίν τοις νομικοίς ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως· αυτοί ουκ εισήλθετε, και τους εισερχομένους εκωλύσατε. 53 λέγοντος δε αυτού προς αυτούς ταύτα ήρξαντο οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι δεινώς ενέχειν και αποστοματίζειν αυτόν περί πλειόνων, 54 ενεδρεύοντες αυτόν, ζητούντες θηρεύσαί τι εκ του στόματος αυτού, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ΄
1 ΕΝ οίς επισυναχθεισών των μυριάδων του όχλου ως καταπατείν αλλήλους, ήρξατο λέγειν προς τους μαθητάς αυτού πρώτον· προσέχετε εαυτοίς από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστίν υπόκρισις. 2 ουδέν δε συγκεκαλυμμένον εστίν ό ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται· 3 ανθ’ ων όσα εν τη σκοτία είπατε, εν τω φωτί ακουσθήσεται, και ό προς το ους ελαλήσατε εν τοις ταμείοις, κηρυχθήσεται επί των δωμάτων. 4 Λέγω δε υμίν τοις φίλοις μου· μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, και μετά ταύτα μη εχόντων περισσότερόν τι ποιήσαι. 5 υποδείξω δε υμίν τίνα φοβηθήτε· φοβήθητε τον μετά το αποκτείναι έχοντα εξουσίαν εμβαλείν εις την γέενναν· ναί, λέγω υμίν, τούτον φοβήθητε. 6 ουχί πέντε στρουθία πωλείται ασσαρίων δύο; και εν εξ αυτών ουκ έστιν επιλελησμένον ενώπιον του Θεού· 7 αλλά και αι τρίχες της κεφαλής υμών πάσαι ηρίθμηνται. μη ουν φοβείσθε· πολλών στρουθίων διαφέρετε. 8 Λέγω δε υμίν· πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο υιος του ανθρώπου ομολογήσει εν αυτω έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού· 9 ο δε αρνησάμενός με ενώπιον των ανθρώπων απαρνηθήσεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού. 10 και πας ος ερεί λόγον εις τον υιόν του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτω· τω δε εις το Άγιον Πνεύμα βλασφημήσαντι ουκ αφεθήσεται. 11 όταν δε προσφέρωσιν υμάς επί τας συναγωγάς και τας αρχάς και τας εξουσίας, μη μεριμνάτε Πως ή τι απολογήσησθε ή τι είπητε· 12 το γαρ Άγιον Πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτη τη ωρα α δεί ειπείν.
13 Είπε δε τις αυτω εκ του όχλου· διδάσκαλε, ειπέ τω αδελφω μου μερίσασθαι την κληρονομίαν μετ’ εμού. 14 ο δε είπεν αυτω· άνθρωπε, τις με κατέστησε δικαστήν ή μεριστήν εφ’ υμάς; 15 είπε δε προς αυτούς· οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας· ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού. 16 Είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα· 17 και διελογίζετο εν εαυτω λέγων· τι ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου; 18 και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, 19 και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 είπε δε αυτω ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται; 21 ούτως ο θησαυρίζων εαυτω, και μη εις Θεόν πλουτών. 22 Είπε δε προς τους μαθητάς αυτού· δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε. 23 ουχί η ψυχή πλείόν εστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος; 24 κατανοήσατε τους κόρακας, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, οίς ουκ έστι ταμείον ουδέ αποθήκη, και ο Θεός τρέφει αυτούς· πόσω μάλλον υμείς διαφέρετε των πετεινών; 25 τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 26 ει ουν ούτε ελάχιστον δύνασθε, τι περί των λοιπών μεριμνάτε; 27 κατανοήσατε τα κρίνα Πως αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει· λέγω δε υμίν, ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. 28 ει δε τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσι, πόσω μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; 29 και υμείς μη ζητείτε τι φάγητε και τι πίητε, και μη μετεωρίζεσθε· 30 ταύτα γαρ πάντα τα έθνη του κόσμου επιζητεί· υμών δε ο πατήρ οίδεν ότι χρήζετε τούτων· 31 πλήν ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. 32 Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον· ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν. 33 πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην. ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς όπου κλέπτης ουκ εγγίζει ουδέ σής διαφθείρει· 34 όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται. 35 Έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι· 36 και υμείς όμοιοι ανθρώποις προσδεχομένοις τον κύριον εαυτών, πότε αναλύσει εκ των γάμων, ίνα ελθόντος και κρούσαντος ευθέως ανοίξωσιν αυτω. 37 μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, ους ελθών ο κύριος ευρήσει γρηγορούντας. αμήν λέγω υμίν ότι περιζώσεται και ανακλινεί αυτούς, και παρελθών διακονήσει αυτοίς. 38 και εάν έλθη εν τη δευτέρα φυλακή και εν τη τρίτη φυλακή έλθη και εύρη ούτω, μακάριοί εισιν οι δούλοι εκείνοι. 39 τούτο δε γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία ωρα ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν και ουκ αν αφήκε διορυγήναι τον οίκον αυτού. 40 και υμείς ουν γίνεσθε έτοιμοι· ότι ή ωρα ου δοκείτε ο υιος του ανθρώπου έρχεται. 41 είπε δε αυτω ο Πέτρος· Κύριε, προς ημάς την παραβολήν ταύτην λέγεις ή και προς πάντας; 42 είπε δε ο Κύριος· τις άρα εστίν ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος, ον καταστήσει ο κύριος επί της θεραπείας αυτού του διδόναι εν καιρω το σιτομέτριον; 43 μακάριος ο δούλος εκείνος, ον ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ούτω ποιούντα. 44 αληθώς λέγω υμίν ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. 45 εάν δε είπη ο δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριός μου έρχεσθαι, και άρξηται τύπτειν τους παίδας και τας παιδίσκας, εσθίειν τε και πίνειν και μεθύσκεσθαι, 46 ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου εν ημέρα ή ου προσδοκά και εν ωρα ή ου γινώσκει, και διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίστων θήσει. 47 εκείνος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς· 48 ο δε μη γνούς, ποιήσας δε άξια πληγών, δαρήσεται ολίγας. παντί δε ω εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ’ αυτού, και ω παρέθεντο πολύ, περισσότερον αιτήσουσιν αυτόν. 49 Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη! 50 βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι, και Πως συνέχομαι έως ου τελεσθή! 51 δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν. 52 έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί· 53 διαμερισθήσονται πατήρ επί υιω και υιος επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθερά επί την νύμφην αυτής και νύμφη επί την πενθεράν αυτής. 54 Έλεγε δε και τοις όχλοις· όταν ίδητε την νεφέλην ανατέλλουσαν από δυσμών, ευθέως λέγετε, όμβρος έρχεται, και γίνεται ούτω· 55 και όταν νότον πνέοντα, λέγετε ότι καύσων έσται, και γίνεται. 56 υποκριταί, το πρόσωπον του ουρανού και της γης οίδατε δοκιμάζειν, τον δε καιρόν τούτον Πως ου δοκιμάζετε; 57 τι δε και αφ’ εαυτών ου κρίνετε το δίκαιον; 58 ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ’ άρχοντα, εν τη οδω δος εργασίαν απηλλάχθαι απ’ αυτού, μήποτε κατασύρη σε προς τον κριτήν, και ο κριτής σε παραδω τω πράκτορι, και ο πράκτωρ σε βαλεί εις φυλακήν. 59 λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου και το έσχατον λεπτόν α-
ποδως.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ΄
1 ΠΑΡΗΣΑΝ δε τινες εν αυτω τω καιρω απαγγέλλοντες αυτω περί των Γαλιλαίων, ων το αίμα Πιλάτος έμιξε μετά των θυσιών αυτών. 2 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· δοκείτε ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι αμαρτωλοί παρά πάντας τους Γαλιλαίους εγένοντο, ότι τοιαύτα πεπόνθασιν; 3 ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ εάν μη μετανοήτε, πάντες ωσαύτως απολείσθε. 4 ή εκείνοι οι δέκα και οκτώ, εφ’ ους έπεσεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ και απέκτεινεν αυτούς, δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο παρά πάντας τους ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ; 5 ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ εάν μη μετανοήσητε, πάντες ομοίως απολείσθε. 6 Έλεγε δε ταύτην την παραβολήν· συκήν είχέ τις εν τω αμπελώνι αυτού πεφυτευμένην, και ήλθε ζητών καρπόν εν αυτη, και ουχ εύρεν. 7 είπε δε προς τον αμπελουργόν· ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκή ταύτη, και ουχ ευρίσκω· έκκοψον αυτήν· ινατί και την γην καταργεί; 8 ο δε αποκριθείς είπεν αυτω· κύριε, άφες αυτήν και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν και βάλω κόπρια. 9 καν μεν ποιήση καρπόν· ει δε μήγε, εις το μέλλον εκκόψεις αυτήν.
10 Ην δε διδάσκων εν μια των συναγωγών εν τοις σάββασι. 11 και ιδού γυνή ην πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, και ην συγκύπτουσα και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. 12 ιδών δε αυτήν ο Ιησούς προσεφώνησε και είπεν αυτη· γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου· 13 και επέθηκεν αυτη τας χείρας· και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν. 14 αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω· εξ ημέραι εισίν εν αις δεί εργάζεσθαι· εν ταύταις ουν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του σαββάτου. 15 απεκρίθη ουν αυτω ο Κύριος και είπεν· υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βούν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει; 16 ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου; 17 και ταύτα λέγοντος αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτω, και πας ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ αυτού.
18 Έλεγε δε· τίνι ομοία εστίν η βασιλεία του Θεού, και τίνι ομοιώσω αυτήν; 19 ομοία εστί κόκκω σινάπεως, ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού· και ηύξησε και εγένετο εις δένδρον μέγα, και τα πετεινά του ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοις κλάδοις αυτού. 20 Πάλιν είπε· τίνι ομοιώσω την βασιλείαν του Θεού; 21 ομοία εστί ζύμη, ην λαβούσα γυνή έκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ου εζυμώθη όλον.
22 Και διεπορεύετο κατά πόλεις και κώμας διδάσκων και πορείαν ποιούμενος εις Ιερουσαλήμ. 23 είπε δε τις αυτω· Κύριε, ει ολίγοι οι σωζόμενοι; ο δε είπε προς αυτούς· 24 αγωνίζεσθε εισελθείν δια της στενής πύλης· ότι πολλοί, λέγω υμίν, ζητήσουσιν εισελθείν και ουκ ισχύσουσιν. 25 αφ’ ου αν εγερθή ο οικοδεσπότης και αποκλείση την θύραν, και άρξησθε έξω εστάναι και κρούειν την θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, άνοιξον ημίν· και αποκριθείς ερεί υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ. 26 τότε άρξεσθε λέγειν· εφάγομεν ενώπιόν σου και επίομεν, και εν ταις πλατείαις ημών εδίδαξας· 27 και ερεί· λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ· απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας. 28 εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων, όταν όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του Θεού, υμάς δε εκβαλλομένους έξω, 29 και ήξουσιν από ανατολών και δυσμών και από βορρά και νότου, και ανακλιθήσονται εν τη βασιλεία του Θεού. 30 και ιδού εισίν έσχατοι οί έσονται πρώτοι, και εισί πρώτοι οί έσονται έσχατοι.
31 Εν αυτη τη ημέρα προσήλθόν τινες Φαρισαίοι λέγοντες αυτω· έξελθε και πορεύου εντεύθεν, ότι Ηρώδης θέλει σε αποκτείναι. 32 και είπεν αυτοίς· πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη· ιδού εκβάλλω δαιμόνια και ιάσεις επιτελώ σήμερον και αύριον, και τη τρίτη τελειούμαι· 33 πλήν δεί με σήμερον και αύριον και τη εχομένη πορεύεσθαι, ότι ουκ ενδέχεται προφήτην απολέσθαι έξω Ιερουσαλήμ. 34 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν! ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις την εαυτής νοσσιάν υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε! 35 ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. λέγω δε υμίν ότι ου μη με ίδητε έως αν ήξη ότε είπητε· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ΄
1 ΚΑΙ εγένετο εν τω ελθείν αυτόν εις οίκόν τινος των αρχόντων των Φαρισαίων σαββάτω φαγείν άρτον, και αυτοί ήσαν παρατηρούμενοι αυτόν. 2 και ιδού άνθρωπός τις ην υδρωπικός έμπροσθεν αυτού. 3 και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς τους νομικούς και Φαρισαίους λέγων· ει έξεστι τω σαββάτω θεραπεύειν; οι δε ησύχασαν. 4 και επιλαβόμενος ιάσατο αυτόν και απέλυσε. 5 και αποκριθείς προς αυτούς είπε· τίνος υμών υιος ή βούς εις φρέαρ εμπεσείται, και ουκ ευθέως ανασπάσει αυτόν εν τη ημέρα του σαββάτου; 6 και ουκ ίσχυσαν ανταποκριθήναι αυτω προς ταύτα. 7 Έλεγε δε προς τους κεκλημένους παραβολήν, επέχων Πως τας πρωτοκλισίας εξελέγοντο, λέγων προς αυτούς· 8 όταν κληθής υπό τινος εις γάμους, μη κατακλιθής εις την πρωτοκλισίαν, μήποτε εντιμότερός σου ή κεκλημένος υπ’ αυτού, 9 και ελθών ο σε και αυτόν καλέσας ερεί σοι· δος τούτω τόπον· και τότε άρξη μετ’ αισχύνης τον έσχατον τόπον κατέχειν. 10 αλλ’ όταν κληθής, πορευθείς ανάπεσε εις τον έσχατον τόπον, ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε είπη σοι· φίλε, προσανάβηθι ανώτερον· τότε έσται σοι δόξα ενώπιον των συνανακειμένων σοι. 11 ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται. 12 Έλεγε δε και τω κεκληκότι αυτόν· όταν ποιής άριστον ή δείπνον, μη φώνει τους φίλους σου μηδέ τους αδελφούς σου μηδέ τους συγγενείς σου μηδέ γείτονας πλουσίους, μήποτε και αυτοί σε αντικαλέσωσι, και γενήσεταί σοι ανταπόδομα. 13 αλλ’ όταν ποιής δοχήν, κάλει πτωχούς, αναπήρους, χωλούς, τυφλούς, 14 και μακάριος έση, ότι ουκ έχουσιν ανταποδούναί σοι· ανταποδοθήσεται γαρ σοι εν τη αναστάσει των δικαίων.
15 Ακούσας δε τις των συνανακειμένων ταύτα είπεν αυτω· μακάριος ος φάγεται άριστον εν τη βασιλεία του Θεού. 16 ο δε είπεν αυτω· άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς· 17 και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ωρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις· έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά εστι πάντα. 18 και ήρξαντο από μιας παραιτείσθαι πάντες. ο πρώτος είπεν αυτω· αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. 19 και έτερος είπε· ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. 20 και έτερος είπε· γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν. 21 και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. 22 και είπεν ο δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. 23 και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. 24 λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου.
25 Συνεπορεύοντο δε αυτω όχλοι πολλοί. και στραφείς είπε προς αυτούς· 26 ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι. 27 και όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναί μου μαθητής. 28 τις γαρ εξ υμών, θέλων πύργον οικοδομήσαι, ουχί πρώτον καθίσας ψηφίζει την δαπάνην, ει έχει τα προς απαρτισμόν; 29 ίνα μήποτε, θέντος αυτού θεμέλιον και μη ισχύσαντος εκτελέσαι, πάντες οι θεωρούντες άρξωνται αυτω εμπαίζειν, 30 λέγοντες ότι ούτος ο άνθρωπος ήρξατο οικοδομείν και ουκ ίσχυσεν εκτελέσαι; 31 ή τις βασιλεύς, πορευόμενος συμβαλείν ετέρω βασιλεί εις πόλεμον, ουχί πρώτον καθίσας βουλεύεται ει δυνατός εστιν εν δέκα χιλιάσιν απαντήσαι τω μετά είκοσι χιλιάδων ερχομένω επ’ αυτόν; 32 ει δε μήγε, έτι πόρρω αυτού όντος πρεσβείαν αποστείλας ερωτά τα προς ειρήνην. 33 ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναί μου μαθητής. 34 Καλόν το άλας· εάν δε και το άλας μωρανθή, εν τίνι αρτυθήσεται; 35 ούτε εις γην ούτε εις κοπρίαν εύθετόν εστιν· έξω βάλλουσιν αυτό. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ΄
1 ΗΣΑΝ δε εγγίζοντες αυτω πάντες οι τελώναι και οι αμαρτωλοί ακούειν αυτού. 2 και διεγόγγυζον οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς λέγοντες ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς. 3 είπε δε προς αυτούς την παραβολήν ταύτην λέγων· 4 τις άνθρωπος εξ υμών έχων εκατόν πρόβατα, και απολέσας εν εξ αυτών, ου καταλείπει τα ενενήκοντα εννέα εν τη ερήμω και πορεύεται επί το απολωλός έως ου εύρη αυτό; 5 και ευρών επιτίθησιν επί τους ώμους αυτού χαίρων, 6 και ελθών εις τον οίκον συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονας λέγων αυτοίς· συγχάρητέ μοι ότι εύρον το πρόβατόν μου το απολωλός. 7 λέγω υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανω επί ενί αμαρτωλω μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες ου χρείαν έχουσι μετανοίας. 8 Ή τις γυνή δραχμάς έχουσα δέκα, εάν απολέση δραχμήν μίαν, ουχί άπτει λύχνον και σαροί την οικίαν και ζητεί επιμελώς έως ότου εύρη; 9 και ευρούσα συγκαλεί τας φίλας και τας γείτονας λέγουσα· συγχάρητέ μοι ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα. 10 ούτω, λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλω μετανοούντι.
11 Είπε δε· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. 12 και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. και διείλεν αυτοίς τον βίον. 13 και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιος απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. 14 δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. 15 και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. 16 και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτω. 17 εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμω απόλλυμαι! 18 αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτω· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. 19 ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου. 20 και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. 21 είπε δε αυτω ο υιος· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου. 22 είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, 23 και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, 24 ότι ούτος ο υιος μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη. και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. 25 Ην δε ο υιος αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρω· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία ήκουσε συμφωνίας και χορών, 26 και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. 27 ο δε είπεν αυτω ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. 28 ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. 29 ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· 30 ότε δε ο υιος σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτω τον μόσχον τον σιτευτόν. 31 ο δε είπεν αυτω· τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σά εστιν· 32 ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΣΤ΄
1 ΕΛΕΓΕ δε και προς τους μαθητάς αυτού· άνθρωπός τις ην πλούσιος, ος είχεν οικονόμον, και ούτος διεβλήθη αυτω ως διασκορπίζων τα υπάρχοντα αυτού 2 και φωνήσας αυτόν είπεν αυτω· τι τούτο ακούω περί σου; απόδος τον λόγον της οικονομίας σου· ου γαρ δύνη έτι οικονομείν. 3 είπε δε εν εαυτω ο οικονόμος· τι ποιήσω, ότι ο κύριός μου αφαιρείται την οικονομίαν απ’ εμού; σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αισχύνομαι· 4 έγνων τι ποιήσω, ίνα, όταν μετασταθώ εκ της οικονομίας, δέξωνταί με εις τους οίκους εαυτών. 5 και προσκαλεσάμενος ένα έκαστον των χρεωφειλετών του κυρίου έλεγε τω πρώτω· πόσον οφείλεις συ τω κυρίω μου; 6 ο δε είπεν· εκατόν βάτους ελαίου. και είπεν αυτω· δέξαι σου το γράμμα και καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 7 έπειτα ετέρω είπε· συ δε πόσον οφείλεις; ο δε είπεν· εκατόν κόρους σίτου. και λέγει αυτω· δέξαι σου το γράμμα και γράψον ογδοήκοντα. 8 και επήνεσεν ο κύριος τον οικονόμον της αδικίας, ότι φρονίμως εποίησεν· ότι οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμότεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών εισι. 9 καγώ υμίν λέγω· ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας, ίνα, όταν εκλίπητε, δέξωνται υμάς εις τας αιωνίους σκηνάς. 10 ο πιστός εν ελαχίστω και εν πολλω πιστός εστι, και ο εν ελαχίστω άδικος και εν πολλω άδικός εστιν. 11 ει ουν εν τω αδίκω μαμωνά πιστοί ουκ εγένεσθε, το αληθινόν τις υμίν πιστεύσει; 12 και ει εν τω αλλοτρίω πιστοί ουκ εγένεσθε, το υμέτερον τις υμίν δώσει; 13 Ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε Θεω δουλεύειν και μαμωνά. 14 Ήκουον δε ταύτα πάντα και οι Φαρισαίοι φιλάργυροι υπάρχοντες, και εξεμυκτήριζον αυτόν. 15 και είπεν αυτοίς· υμείς εστε οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων, ο δε Θεός γινώσκει τας καρδίας υμών· ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. 16 Ο νόμος και οι προφήται έως Ιωάννου· από τότε η βασιλεία του Θεού ευαγγελίζεται, και πας εις αυτήν βιάζεται. 17 ευκοπώτερον δε εστι τον ουρανόν και την γην παρελθείν ή του νόμου μίαν κεραίαν πεσείν. 18 Πας ο απολύων την γυναίκα αυτού και γαμών ετέραν μοιχεύει, και πας ο απολελυμένην από ανδρός γαμών μοιχεύει. 19 Άνθρωπος δε τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. 20 πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος 21 και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. 22 εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. 23 και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. 24 και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. 25 είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· 26 και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. 27 είπε δε· ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· 28 έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. 29 λέγει αυτω Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών. 30 ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. 31 είπε δε αυτω· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστη πεισθήσονται.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΖ΄
1 ΕΛΕΓΕ δε και προς τους μαθητάς αυτού· ανένδεκτόν εστι του μη ελθείν τα σκάνδαλα· ουαί δε δι’ ου έρχεται. 2 λυσιτελεί αυτω ει λίθος μυλικός περίκειται περί τον τράχηλον αυτού και έρριπται εις την θάλασσαν, ή ίνα σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων. 3 προσέχετε εαυτοίς. εάν δε αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, επιτίμησον αυτω· και εάν μετανοήση, άφες αυτω· 4 και εάν επτάκις της ημέρας αμάρτη εις σε και επτάκις της ημέρας επιστρέψη προς σε λέγων, μετανοώ, αφήσεις αυτω. 5 Και είπον οι απόστολοι τω Κυρίω· πρόσθες ημίν πίστιν. 6 είπε δε ο Κύριος· ει έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ελέγετε αν τη συκαμίνω ταύτη, εκριζώθητι και φυτεύθητι εν τη θαλάσση, και υπήκουσεν αν υμίν. 7 Τις δε εξ υμών δούλον έχων αροτριώντα ή ποιμαίνοντα, ος εισελθόντι εκ του αγρού ερεί, ευθέως παρελθών ανάπεσε, 8 αλλ’ ουχί ερεί αυτω· ετοίμασον τι δειπνήσω, και περιζωσάμενος διακόνει μοι έως φάγω και πίω, και μετά ταύτα φάγεσαι και πίεσαι συ; 9 μη χάριν έχει τω δούλω εκείνω ότι εποίησε τα διαταχθέντα; ου δοκώ. 10 ούτω και υμείς, όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν.
11 Και εγένετο εν τω πορεύεσθαι αυτόν εις Ιερουσαλήμ και αυτός διήρχετο δια μέσου Σαμαρείας και Γαλιλαίας. 12 και εισερχομένου αυτού εις τινα κώμην απήντησαν αυτω δέκα λεπροί άνδρες, οί έστησαν πόρρωθεν, 13 και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες· Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς. 14 και ιδών είπεν αυτοίς· πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι. και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν. 15 εις δε εξ αυτών, ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, 16 και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτω· και αυτός ην Σαμαρείτης. 17 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα που; 18 ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεω ει μη ο αλλογενής ούτος; 19 και είπεν αυτω· αναστάς πορεύου· η πίστις σου σέσωκέ σε.
20 Επερωτηθείς δε υπό των Φαρισαίων πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, απεκρίθη αυτοίς και είπεν· ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως, 21 ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί· ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν. 22 Είπε δε προς τους μαθητάς· ελεύσονται ημέραι ότε επιθυμήσετε μίαν των ημερών του υιού του ανθρώπου ιδείν, και ουκ όψεσθε. 23 και ερούσιν υμίν· ιδού ώδε, ιδού εκεί· μη απέλθητε μηδέ διώξητε. 24 ωσπερ γαρ η αστραπή αστράπτουσα εκ της υπ’ ουρανόν εις την υπ’ ουρανόν λάμπει, ούτως έσται και ο υιος του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού. 25 πρώτον δε δεί αυτόν πολλά παθείν και αποδοκιμασθήναι από της γενεάς ταύτης. 26 και καθώς εγένετο εν ταις ημέραις Νώε ούτως έσται και εν ταις ημέραις του υιού του ανθρώπου· 27 ήσθιον, έπινον, εγάμουν, εξεγαμίζοντο, άχρι ης ημέρας εισήλθε ο Νώε εις την κιβωτόν, και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας. 28 ομοίως και ως εγένετο εν ταις ημέραις Λωτ· ήσθιον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν· 29 ή δε ημέρα εξήλθε Λωτ από Σοδόμων, έβρεξε πυρ και θείον απ’ ουρανού και απώλεσεν άπαντας. 30 κατά τα αυτά έσται ή ημέρα ο υιος του ανθρώπου αποκαλύπτεται. 31 εν εκείνη τη ημέρα ος έσται επί του δώματος και τα σκεύη αυτού εν τη οικία, μη καταβάτω άραι αυτά, και ο εν τω αγρω ομοίως μη επιστρεψάτω εις τα οπίσω. 32 μνημονεύετε της γυναικός Λωτ. 33 ος εάν ζητήση την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν, και ος εάν απολέση αυτήν, ζωογονήσει αυτήν. 34 λέγω υμίν, ταύτη τη νυκτί δύο έσονται επί κλίνης μιας, εις παραληφθήσεται και ο έτερος αφεθήσεται· 35 δύο έσονται αλήθουσαι επί το αυτό, μία παραληφθήσεται και η ετέρα αφεθήσεται· 36 δύο εν τω αγρω, εις παραληφθήσεται και ο έτερος αφεθήσεται. 37 και αποκριθέντες λέγουσιν αυτω· που, Κύριε; ο δε είπεν αυτοίς· όπου το σώμα, εκεί επισυναχθήσονται και οι αετοί.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ΄
1 ΕΛΕΓΕ δε και παραβολήν αυτοίς προς το δείν πάντοτε προσεύχεσθαι αυτούς και μη εκκακείν, 2 λέγων· κριτής τις ην εν τινι πόλει τον Θεόν μη φοβούμενος και άνθρωπον μη εντρεπόμενος. 3 χήρα δε ην εν τη πόλει εκείνη, και ήρχετο προς αυτόν λέγουσα· εκδίκησόν με από του αντιδίκου μου. 4 και ουκ ηθέλησεν επί χρόνον· μετά δε ταύτα είπεν εν εαυτω· ει και τον Θεόν ου φοβούμαι και άνθρωπον ουκ εντρέπομαι, 5 δια γε το παρέχειν μοι κόπον την χήραν ταύτην εκδικήσω αυτήν, ίνα μη εις τέλος ερχομένη υποπιάζη με. 6 είπε δε ο Κύριος· ακούσατε τι ο κριτής της αδικίας λέγει· 7 ο δε Θεός ου μη ποιήση την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός, και μακροθυμών επ’ αυτοίς; 8 λέγω υμίν ότι ποιήσει την εκδίκησιν αυτών εν τάχει. πλήν ο υιος του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;
9 Είπε δε και προς τινας τους πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς, την παραβολήν ταύτην· 10 άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. 11 ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο· ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ωσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης· 12 νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. 13 και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλω. 14 λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος· ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.
15 Προσέφερον δε αυτω και τα βρέφη ίνα αυτών άπτηται· και ιδόντες οι μαθηταί επετίμησαν αυτοίς. 16 ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτά είπεν· άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. 17 αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν.
18 Και επηρώτησέ τις αυτόν άρχων λέγων· διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; 19 είπε δε αυτω ο Ιησούς· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός. 20 τας εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. 21 ο δε είπε· ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. 22 ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτω· έτι εν σοι λείπει· πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανω, και δεύρο ακολούθει μοι. 23 ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα. 24 ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε· Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού! 25 ευκοπώτερον γαρ εστι κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. 26 είπον δε οι ακούσαντες· και τις δύναται σωθήναι; 27 ο δε είπε· τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεω εστιν. 28 Είπε δε ο Πέτρος· ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι. 29 ο δε είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι ουδείς εστιν ος αφήκεν οικίαν ή γονείς ή αδελφούς ή γυναίκα ή τέκνα ένεκεν της βασιλείας του Θεού, 30 ος ου μη απολάβη πολλαπλασίονα εν τω καιρω τούτω και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον.
31 Παραλαβών δε τους δώδεκα είπε προς αυτούς· ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και τελειωθήσεται πάντα τα γεγραμμένα δια των προφητών τω υιω του ανθρώπου. 32 παραδοθήσεται γαρ τοις έθνεσι και εμπαιχθήσεται και υβρισθήσεται και εμπτυσθήσεται, 33 και μαστιγώσαντες αποκτενούσιν αυτόν, και τη ημέρα τη τρίτη αναστήσεται. 34 και αυτοί ουδέν τούτων συνήκαν, και ην το ρήμα τούτο κεκρυμμένον απ’ αυτών, και ουκ εγίνωσκον τα λεγόμενα.
35 Εγένετο δε εν τω εγγίζειν αυτόν εις Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών· 36 ακούσας δε όχλου διαπορευομένου επυνθάνετο τι είη ταύτα. 37 απήγγειλαν δε αυτω ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. 38 και εβόησε λέγων· Ιησού υιε Δαυϊδ, ελέησόν με· 39 και οι προάγοντες επετίμων αυτω ίνα σιωπήση· αυτός δε πολλω μάλλον έκραζεν· υιε Δαυϊδ, ελέησόν με. 40 σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν, εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν 41 λέγων· τι σοι θέλεις ποιήσω; ο δε είπε· Κύριε, ίνα αναβλέψω. 42 και ο Ιησούς είπεν αυτω· ανάβλεψον· η πίστις σου σέσωκέ σε. 43 και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτω δοξάζων τον Θεόν· και πας ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τω Θεω.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ΄
1 ΚΑΙ εισελθών διήρχετο την Ιεριχώ· 2 και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης, και ούτος ην πλούσιος, 3 και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τις εστι, και ουκ ηδύνατο από του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ην. 4 και προδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν, ότι εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι. 5 και ως ήλθεν επί τον τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν και είπε προς αυτόν· Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι. 6 και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων. 7 και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλω ανδρί εισήλθε καταλύσαι. 8 σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κύριον· ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν. 9 είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιος Αβραάμ εστιν. 10 ήλθε γαρ ο υιος του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός.
11 Ακουόντων δε αυτών ταύτα προσθείς είπε παραβολήν, δια το εγγύς αυτόν είναι Ιερουσαλήμ και δοκείν αυτούς ότι παραχρήμα μέλλει η βασιλεία του Θεού αναφαίνεσθαι· 12 είπεν ουν· άνθρωπός τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτω βασιλείαν και υποστρέψαι. 13 καλέσας δε δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνάς και είπε προς αυτούς· πραγματεύσασθε εν ω έρχομαι. 14 οι δε πολίται αυτού εμίσουν αυτόν, και απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες· ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ’ ημάς. 15 και εγένετο εν τω επανελθείν αυτόν λαβόντα την βασιλείαν, και είπε φωνηθήναι αυτω τους δούλους τούτους οίς έδωκε το αργύριον, ίνα επιγνω τις τι διεπραγματεύσατο. 16 παρεγένετο δε ο πρώτος λέγων· κύριε, η μνά σου προσειργάσατο δέκα μνάς. 17 και είπεν αυτω· εύ, αγαθέ δούλε! ότι εν ελαχίστω πιστός εγένου, ίσθι εξουσίαν έχων επάνω δέκα πόλεων. 18 και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· κύριε, η μνά σου εποίησε πέντε μνάς. 19 είπε δε και τούτω· και συ γίνου επάνω πέντε πόλεων. 20 και έτερος ήλθε λέγων· κύριε, ιδού η μνά σου, ην είχον αποκειμένην εν σουδαρίω. 21 εφοβούμην γαρ σε, ότι άνθρωπος αυστηρός ει· αίρεις ό ουκ έθηκας, και θερίζεις ό ουκ έσπειρας, και συνάγεις όθεν ου διεσκόρπισας. 22 λέγει αυτω· εκ του στόματός σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε. ήδεις ότι άνθρωπος αυστηρός ειμι εγώ, αίρων ό ουκ έθηκα, και θερίζων ό ουκ έσπειρα, και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισα· 23 και διατί ουκ έδωκας το αργύριόν μου επί την τράπεζαν, και εγώ ελθών συν τόκω αν έπραξα αυτό; 24 και τοις παρεστώσιν είπεν. άρατε απ’ αυτού την μνάν και δότε τω τας δέκα μνάς έχοντι. 25 και είπον αυτω· κύριε, έχει δέκα μνάς. 26 λέγω γαρ υμίν ότι παντί τω έχοντι δοθήσεται, από δε του μη έχοντος και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού. 27 πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.
28 Και ειπών ταύτα επορεύετο έμπροσθεν αναβαίνων εις Ιεροσόλυμα. 29 και εγένετο ως ήγγισεν εις Βηθσφαγή και Βηθανίαν προς το όρος το καλούμενον ελαιών, απέστειλε δύο των μαθητών αυτού 30 ειπών· υπάγετε εις την κατέναντι κώμην, εν ή εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον, εφ’ ον ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισε· λύσαντες αυτόν αγάγετε. 31 και εάν τις υμάς ερωτά, διατί λύετε; ούτως ερείτε αυτω, ότι ο Κύριος αυτού χρείαν έχει. 32 απελθόντες δε οι απεσταλμένοι εύρον καθώς είπεν αυτοίς, εστώτα τον πώλον· 33 λυόντων δε αυτών τον πώλον είπον οι κύριοι αυτού προς αυτούς· τι λύετε τον πώλον; 34 οι δε είπον ότι ο Κύριος αυτού χρείαν έχει. 35 και ήγαγον αυτόν προς τον Ιησούν, και επιρρίψαντες εαυτών τα ιμάτια επί τον πώλον επεβίβασαν τον Ιησούν. 36 πορευομένου δε αυτού υπεστρώννυον τα ιμάτια αυτών εν τη οδω. 37 εγγίζοντος δε αυτού ήδη προς τη καταβάσει του όρους των ελαιών ήρξατο άπαν το πλήθος των μαθητών χαίροντες αινείν τον Θεόν φωνή μεγάλη περί πασών ων είδον δυνάμεων 38 λέγοντες· ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς εν ονόματι Κυρίου· ειρήνη εν ουρανω και δόξα εν υψίστοις. 39 και τινες των Φαρισαίων από του όχλου είπον προς αυτόν· διδάσκαλε, επιτίμησον τοις μαθηταίς σου. 40 και αποκριθείς είπεν αυτοίς· λέγω υμίν ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται. 41 και ως ήγγισεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτη, λέγων 42 ότι ει έγνως και συ, και γε εν τη ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου! νυν δε εκρύβη από οφθαλμών σου· 43 ότι ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, 44 και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ’ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.
45 Και εισελθών εις το ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας εν αυτω και αγοράζοντας 46 λέγων αυτοίς· γέγραπται ότι ο οίκός μου οίκος προσευχής εστιν· υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών.
47 Και ην διδάσκων το καθ’ ημέραν εν τω ιερω· οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς εζήτουν αυτόν απολέσαι και οι πρώτοι του λαού, 48 και ουχ εύρισκον το τι ποιήσουσιν· ο λαός γαρ άπας εξεκρέματο αυτού ακούων.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ΄
1 ΚΑΙ εγένετο εν μια των ημερών εκείνων διδάσκοντος αυτού τον λαόν εν τω ιερω και ευαγγελιζομένου επέστησαν οι ιερείς και οι γραμματείς συν τοις πρεσβυτέροις 2 και είπον προς αυτόν λέγοντες· ειπέ ημίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, ή τις εστιν ο δούς σοι την εξουσίαν ταύτην; 3 αποκριθείς δε είπε προς αυτούς· ερωτήσω υμάς καγώ ένα λόγον και είπατέ μοι· 4 το βάπτισμα Ιωάννου εξ ουρανού ην ή εξ ανθρώπων; 5 οι δε συνελογίσαντο προς εαυτούς λέγοντες ότι εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτω; 6 εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, πας ο λαός καταλιθάσει ημάς· πεπεισμένος γαρ εστιν Ιωάννην προφήτην είναι. 7 και απεκρίθησαν μη ειδέναι πόθεν. 8 και ο Ιησούς είπεν αυτοίς· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.
9 Ήρξατο δε προς τον λαόν λέγειν την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις εφύτευσεν αμπελώνα, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησε χρόνους ικανούς. 10 και εν τω καιρω απέστειλε προς τους γεωργούς δούλον ίνα από του καρπού του αμπελώνος δώσωσιν αυτω· οι δε γεωργοί δείραντες αυτόν εξαπέστειλαν κενόν. 11 και προσέθετο αυτοίς πέμψαι έτερον δούλον. οι δε κακείνον δείραντες και ατιμάσαντες εξαπέστειλαν κενόν. 12 και προσέθετο πέμψαι τρίτον. οι δε και τούτον τραυματίσαντες εξέβαλον. 13 είπε δε ο κύριος του αμπελώνος· τι ποιήσω; πέμψω τον υιόν μου τον αγαπητόν· ίσως τούτον ιδόντες εντραπήσονται. 14 ιδόντες δε αυτόν οι γεωργοί διελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες· ούτός εστιν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν, ίνα ημών γένηται η κληρονομία. 15 και εκβαλόντες αυτόν έξω του αμπελώνος απέκτειναν. τι ουν ποιήσει αυτοίς ο κύριος του αμπελώνος; 16 ελεύσεται και απολέσει τους γεωργούς τούτους, και δώσει τον αμπελώνα άλλοις. ακούσαντες δε είπον· μη γένοιτο. 17 ο δε εμβλέψας αυτοίς είπε· τι ουν εστι το γεγραμμένον τούτο, λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας; 18 πας ο πεσών επ’ εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται· εφ’ ον δ’ αν πέση, λικμήσει αυτόν. 19 Και εζήτησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς επιβαλείν επ’ αυτόν τας χείρας εν αυτη τη ωρα, και εφοβήθησαν τον λαόν· έγνωσαν γαρ ότι προς αυτούς τας παραβολάς έλεγε.
20 Και παρατηρήσαντες απέστειλαν εγκαθέτους, υποκρινομένους εαυτούς δικαίους είναι, ίνα επιλάβωνται αυτού λόγου εις το παραδούναι αυτόν τη αρχή και τη εξουσία του ηγεμόνος. 21 και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες· διδάσκαλε, οίδαμεν ότι ορθώς λέγεις και διδάσκεις, και ου λαμβάνεις πρόσωπον, αλλ’ επ’ αληθείας την οδόν του Θεού διδάσκεις· 22 έξεστιν ημίν Καίσαρι φόρον δούναι ή ου; 23 κατανοήσας δε αυτών την πανουργίαν είπε προς αυτούς· τι με πειράζετε; 24 δείξατέ μοι δηνάριον· τίνος έχει εικόνα και επιγραφήν; αποκριθέντες δε είπον· Καίσαρος. 25 ο δε είπεν αυτοίς· απόδοτε τοίνυν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεω. 26 και ουκ ίσχυσαν επιλαβέσθαι αυτού ρήματος εναντίον του λαού, και θαυμάσαντες επί τη αποκρίσει αυτού εσίγησαν.
27 Προσελθόντες δε τινες των Σαδδουκαίων, οι λέγοντες μη είναι ανάστασιν, επηρώτησαν αυτόν 28 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωϋσής έγραψεν ημίν, εάν τινος αδελφός αποθάνη έχων γυναίκα, και ούτος άτεκνος αποθάνη, ίνα λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα και εξαναστήση σπέρμα τω αδελφω αυτού. 29 επτά ουν αδελφοί ήσαν· και ο πρώτος λαβών γυναίκα απέθανεν άτεκνος· 30 και έλαβεν ο δεύτερος την γυναίκα, και ούτος απέθανεν άτεκνος· 31 και ο τρίτος έλαβεν αυτήν ωσαύτως· ωσαύτως δε και οι επτά· ου κατέλιπον τέκνα, και απέθανον· 32 ύστερον δε πάντων και η γυνή απέθανεν. 33 εν τη αναστάσει ουν τίνος αυτών γίνεται γυνή; οι γαρ επτά έσχον αυτήν γυναίκα. 34 και αποκριθείς είπεν αυτοίς ο Ιησούς· οι υιοί του αιώνος τούτου γαμούσι και εκγαμίζονται· 35 οι δε καταξιωθέντες του αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται· 36 ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ισάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες. 37 ότι δε εγείρονται οι νεκροί, και Μωϋσής εμήνυσεν επί της βάτου, ως λέγει Κύριον τον Θεόν Αβραάμ και τον Θεόν Ισαάκ και τον Θεόν Ιακώβ. 38 Θεός δε ουκ έστι νεκρών, αλλά ζώντων· πάντες γαρ αυτω ζώσιν. 39 αποκριθέντες δε τινες των γραμματέων είπον· διδάσκαλε, καλώς είπας. 40 ουκέτι δε ετόλμων επερωτάν αυτόν ουδέν.
41 Είπε δε προς αυτούς· Πως λέγουσι τον Χριστόν υιόν Δαυϊδ είναι; 42 και αυτός Δαυϊδ λέγει εν βίβλω των ψαλμών· είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου 43 έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. 44 Δαυϊδ ουν αυτόν Κύριον καλεί· και Πως υιος αυτού εστιν; 45 Ακούοντος δε παντός του λαού είπε τοις μαθηταίς αυτού· 46 προσέχετε από των γραμματέων των θελόντων περιπατείν εν στολαίς και φιλούντων ασπασμούς εν ταις αγοραίς και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και πρωτοκλισίας εν τοις δείπνοις, 47 οί κατεσθίουσι τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσεύχονται· ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΑ΄
1 ΑΝΑΒΛΕΨΑΣ δε είδε τους βάλλοντας τα δώρα αυτών εις το γαζοφυλάκιον πλουσίους. 2 είδε δε τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν εκεί δύο λεπτά, 3 και είπεν· αληθώς λέγω υμίν ότι η χήρα η πτωχή αύτη πλείον πάντων έβαλεν· 4 άπαντες γαρ ούτοι εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον εις τα δώρα του Θεού, αύτη δε εκ του υστερήματος αυτής άπαντα τον βίον ον είχεν έβαλε.
5 Και τινων λεγόντων περί του ιερού ότι λίθοις καλοίς και αναθήμασι κεκόσμηται, είπε· 6 ταύτα α θεωρείτε, ελεύσονται ημέραι εν αις ουκ αφεθήσεται λίθος επί λίθω ος ου καταλυθήσεται. 7 επηρώτησαν δε αυτόν λέγοντες· διδάσκαλε, πότε ουν ταύτα έσται και τι το σημείον όταν μέλλη ταύτα γίνεσθαι; 8 ο δε είπε· βλέπετε μη πλανηθήτε· πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες ότι εγώ ειμι και ο καιρός ήγγικε. μη ουν πορευθήτε οπίσω αυτών. 9 όταν δε ακούσητε πολέμους και ακαταστασίας, μη πτοηθήτε· δεί γαρ ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ’ ουκ ευθέως το τέλος. 10 τότε έλεγεν αυτοίς· εγερθήσεται έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, 11 σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους και λιμοί και λοιμοί έσονται, φόβητρά τε και σημεία απ’ ουρανού μεγάλα έσται. 12 προ δε τούτων πάντων επιβαλούσιν εφ’ υμάς τας χείρας αυτών και διώξουσι, παραδιδόντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επί βασιλείς και ηγεμόνας ένεκεν του ονόματός μου· 13 αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. 14 θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών μη προμελετάν απολογηθήναι· 15 εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, ή ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν. 16 παραδοθήσεσθε δε και υπό γονέων και συγγενών και φίλων και αδελφών, και θανατώσουσιν εξ υμών, 17 και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου· 18 και θρίξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται· 19 εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών. 20 όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής. 21 τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη, και οι εν μέσω αυτής εκχωρείτωσαν, και οι εν ταις χώραις μη εισερχέσθωσαν εις αυτήν, 22 ότι ημέραι εκδικήσεως αύταί εισι του πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα. 23 ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις· έσται γαρ τότε ανάγκη μεγάλη επί της γης και οργή τω λαω τούτω, 24 και πεσούνται στόματι μαχαίρας, και αιχμαλωτισθήσονται εις πάντα τα έθνη, και Ιερουσαλήμ έσται πατουμένη υπό εθνών άχρι πληρωθώσι καιροί εθνών. 25 Και έσται σημεία εν ηλίω και σελήνη και άστροις, και επί της γης συνοχή εθνών εν απορία ηχούσης θαλάσσης και σάλου, 26 αποψυχόντων ανθρώπων από φόβου και προσδοκίας των επερχομένων τη οικουμένη· αι γαρ δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. 27 και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλη μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. 28 αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών. 29 Και είπε παραβολήν αυτοίς· ίδετε την συκήν και πάντα τα δένδρα. 30 όταν προβάλωσιν ήδη, βλέποντες αφ’ εαυτών γινώσκετε ότι ήδη εγγύς το θέρος εστίν. 31 ούτω και υμείς, όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν η βασιλεία του Θεού. 32 αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα γένηται. 33 ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι. 34 Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικαίς, και αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστη η ημέρα εκείνη· 35 ως παγίς γαρ επελεύσεται επί πάντας τους καθημένους επί πρόσωπον πάσης της γης. 36 αγρυπνείτε ουν εν παντί καιρω δεόμενοι ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του υιού του ανθρώπου.
37 Ην δε τας ημέρας εν τω ιερω διδάσκων, τας δε νύκτας εξερχόμενος ηυλίζετο εις το όρος το καλούμενον ελαιών· 38 και πας ο λαός ώρθριζε προς αυτόν εν τω όρει ακούειν αυτού.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ΄
1 ΗΓΓΙΖΕ δε η εορτή των αζύμων η λεγομένη πάσχα. 2 και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς το Πως ανέλωσιν αυτόν· εφοβούντο γαρ τον λαόν.
3 Εισήλθε δε ο σατανάς εις Ιούδαν τον επικαλούμενον Ισκαριώτην, όντα εκ του αριθμού των δώδεκα, 4 και απελθών συνελάλησε τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και στρατηγοίς το Πως αυτόν παραδώ αυτοίς. 5 και εχάρησαν, και συνέθεντο αυτω αργύρια δούναι· 6 και εξωμολόγησε, και εζήτει ευκαιρίαν του παραδούναι αυτόν αυτοίς άτερ όχλου.
7 Ήλθε δε η ημέρα των αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα, 8 και απέστειλε Πέτρον και Ιωάννην ειπών· πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το πάσχα ίνα φάγωμεν. 9 οι δε είπον αυτω· που θέλεις ετοιμάσωμεν; 10 ο δε είπεν αυτοίς· ιδού εισελθόντων υμών εις την πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων· ακολουθήσατε αυτω εις την οικίαν ου εισπορεύεται, 11 και ερείτε τω οικοδεσπότη της οικίας· λέγει σοι ο διδάσκαλος, που εστι το κατάλυμα όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω; 12 κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον· εκεί ετοιμάσατε. 13 απελθόντες δε εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα.
14 Και ότε εγένετο η ωρα, ανέπεσε, και οι δώδεκα απόστολοι συν αυτω. 15 και είπε προς αυτούς. επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν· 16 λέγω γαρ υμίν ότι ουκέτι ου μη φάγω εξ αυτού έως ότου πληρωθή εν τη βασιλεία του Θεού. 17 και δεξάμενος το ποτήριον ευχαριστήσας είπε· λάβετε τούτο και διαμερίσατε εαυτοίς· 18 λέγω γαρ υμίν ότι ου μη πίω από του γενήματος της αμπέλου έως ότου η βασιλεία του Θεού έλθη. 19 και λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε και έδωκεν αυτοίς λέγων· τούτό εστι το σώμά μου το υπέρ υμών διδόμενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. 20 ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον. 21 πλήν ιδού η χείρ του παραδιδόντος με μετ’ εμού επί της τραπέζης. 22 και ο μεν υιος του ανθρώπου πορεύεται κατά το ωρισμένον· πλήν ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου παραδίδοται. 23 και αυτοί ήρξαντο συζητείν προς εαυτούς το τις άρα είη εξ αυτών ο τούτο μέλλων πράσσειν.
24 Εγένετο δε και φιλονεικία εν αυτοίς, το τις αυτών δοκεί είναι μείζων. 25 ο δε είπεν αυτοίς· οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται· 26 υμείς δε ουχ ούτως, αλλ’ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. 27 τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών. 28 υμείς δε εστε οι διαμεμενηκότες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου· 29 καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν, 30 ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη βασιλεία μου, και καθίσεσθε επί θρόνων κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. 31 Είπε δε ο Κύριος· Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του σινιάσαι ως τον σίτον· 32 εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου. 33 ο δε είπεν αυτω· Κύριε, μετά σου έτοιμός ειμι και εις φυλακήν και εις θάνατον πορεύεσθαι. 34 ο δε είπε· λέγω σοι, Πέτρε, ου φωνήσει σήμερον αλέκτωρ πριν ή τρίς απαρνήση μη ειδέναι με. 35 Και είπεν αυτοίς· ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλλαντίου και πήρας και υποδημάτων, μη τινος υστερήθητε; οι δε είπον· ουθενός. 36 είπεν ουν αυτοίς· αλλά νυν ο έχων βαλλάντιον αράτω, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλήσει το ιμάτιον αυτού και αγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γαρ υμίν ότι έτι τούτο το γεγραμμένον δεί τελεσθήναι εν εμοί, το και μετά ανόμων ελογίσθη· και γαρ τα περί εμού τέλος έχει. 38 οι δε είπον· Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δε είπεν αυτοίς· ικανόν εστι.
39 Και εξελθών επορεύθη κατά το έθος εις το όρος των ελαιών· ηκολούθησαν δε αυτω και οι μαθηταί αυτού. 40 γενόμενος δε επί του τόπου είπεν αυτοίς· προσεύχεσθε μη εισελθείν εις πειρασμόν. 41 και αυτός απεσπάσθη απ’ αυτών ωσεί λίθου βολήν, και θείς τα γόνατα προσηύχετο 42 λέγων· πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού· πλήν μη το θέλημά μου, αλλά το σόν γινέσθω. 43 ώφθη δε αυτω άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν. 44 και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην. 45 και αναστάς από της προσευχής, ελθών προς τους μαθητάς εύρεν αυτούς κοιμωμένους από της λύπης, 46 και είπεν αυτοίς· τι καθεύδετε; αναστάντες προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν.
47 Έτι δε αυτού λαλούντος ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, εις των δώδεκα, προήγεν αυτούς, και ήγγισε τω Ιησού φιλήσαι αυτόν· τούτο γαρ σημείον δεδώκει αυτοίς· ον αν φιλήσω, αυτός εστιν. 48 ο δε Ιησούς είπεν αυτω· Ιούδα, φιλήματι τον υιόν του ανθρώπου παραδίδως; 49 ιδόντες δε οι περί αυτόν το εσόμενον είπον αυτω· Κύριε, ει πατάξομεν εν μαχαίρα; 50 και επάταξεν εις τις εξ αυτών τον δούλον του αρχιερέως και αφείλεν αυτού το ους το δεξιόν. 51 αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· εάτε έως τούτου· και αψάμενος του ωτίου αυτού ιάσατο αυτόν· 52 είπε δε ο Ιησούς προς τους παραγενομένους επ’ αυτόν αρχιερείς και στρατηγούς του ιερού και πρεσβυτέρους· ως επί ληστήν εξεληλύθατε μετά μαχαιρών και ξύλων; 53 καθ’ ημέραν όντος μου μεθ’ υμών εν τω ιερω ουκ εξετείνατε τας χείρας επ’ εμέ. αλλ’ αύτη εστίν υμών η ωρα και η εξουσία του σκότους.
54 Συλλαβόντες δε αυτόν ήγαγον και εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον του αρχιερέως. ο δε Πέτρος ηκολούθει μακρόθεν. 55 αψάντων δε πυράν εν μέσω της αυλής και συγκαθισάντων αυτών εκάθητο ο Πέτρος εν μέσω αυτών. 56 ιδούσα δε αυτόν παιδίσκη τις καθήμενον προς το φως και ατενίσασα αυτω είπε· και ούτος συν αυτω ην. 57 ο δε ηρνήσατο λέγων· γύναι, ουκ οίδα αυτόν. 58 και μετά βραχύ έτερος ιδών αυτόν έφη· και συ εξ αυτών ει. ο δε Πέτρος είπεν· άνθρωπε, ουκ ειμί. 59 και διαστάσης ωσεί ωρας μιας άλλος τις διισχυρίζετο λέγων· επ’ αληθείας και ούτος μετ’ αυτού ην· και γαρ Γαλιλαίός εστιν. 60 είπε δε ο Πέτρος· άνθρωπε, ουκ οίδα ό λέγεις. και παραχρήμα, έτι λαλούντος αυτού, εφώνησεν αλέκτωρ. 61 και στραφείς ο Κύριος ενέβλεψε τω Πέτρω, και υπεμνήσθη ο Πέτρος του λόγου του Κυρίου, ως είπεν αυτω ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι απαρνήση με τρίς· 62 και εξελθών έξω ο Πέτρος έκλαυσε πικρώς.
63 Και οι άνδρες οι συνέχοντες τον Ιησούν ενέπαιζον αυτω δέροντες, 64 και περικαλύψαντες αυτόν έτυπτον αυτού το πρόσωπον και επηρώτων αυτόν λέγοντες· προφήτευσον τις εστιν ο παίσας σε; 65 και έτερα πολλά βλασφημούντες έλεγον εις αυτόν.
66 Και ως εγένετο ημέρα, συνήχθη το πρεσβυτέριον του λαού, αρχιερείς και γραμματείς, και ανήγαγον αυτόν εις το συνέδριον εαυτών λέγοντες· ει συ ει ο Χριστός, ειπέ ημίν. 67 είπε δε αυτοίς· εάν υμίν είπω, ου μη πιστεύσητε, 68 εάν δε και ερωτήσω, ου μη αποκριθήτέ μοι ή απολύσητε· 69 από του νυν έσται ο υιος του ανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού. 70 είπον δε πάντες· συ ουν ει ο υιος του Θεού; ο δε προς αυτούς έφη· υμείς λέγετε ότι εγώ ειμι. 71 οι δε είπον· τι έτι χρείαν έχομεν μαρτυρίας; αυτοί γαρ ηκούσαμεν από του στόματος αυτού.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ΄
1 ΚΑΙ αναστάν άπαν το πλήθος αυτών ήγαγον αυτόν επί τον Πιλάτον. 2 ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες· τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι. 3 ο δε Πιλάτος επηρώτησεν αυτόν λέγων· συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε αποκριθείς αυτω έφη· συ λέγεις. 4 ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους ότι ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τω ανθρώπω τούτω. 5 οι δε επίσχυον λέγοντες ότι ανασείει τον λαόν διδάσκων καθ’ όλης της Ιουδαίας, αρξάμενος από της Γαλιλαίας έως ώδε. 6 Πιλάτος δε ακούσας Γαλιλαίαν επηρώτησεν ει ο άνθρωπος Γαλιλαίός εστι, 7 και επιγνούς ότι εκ της εξουσίας Ηρώδου εστίν, ανέπεμψεν αυτόν προς Ηρώδην, όντα και αυτόν εν Ιεροσολύμοις εν ταύταις ταις ημέραις. 8 ο δε Ηρώδης ιδών τον Ιησούν εχάρη λίαν· ην γαρ εξ ικανού θέλων ιδείν αυτόν δια το ακούειν αυτόν πολλά περί αυτού, και ήλπιζέ τι σημείον ιδείν υπ’ αυτού γινόμενον. 9 επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς· αυτός δε ουδέν απεκρίνατο αυτω. 10 ειστήκεισαν δε οι γραμματείς και οι αρχιερείς ευτόνως κατηγορούντες αυτού. 11 εξουθενήσας δε αυτόν ο Ηρώδης συν τοις στρατεύμασιν αυτού και εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τω Πιλάτω. 12 εγένοντο δε φίλοι ό τε Ηρώδης και ο Πιλάτος εν αυτη τη ημέρα μετ’ αλλήλων· προϋπήρχον γαρ εν έχθρα όντες προς εαυτούς. 13 Πιλάτος δε συγκαλεσάμενος τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν 14 είπε προς αυτούς· προσηνέγκατέ μοι τον άνθρωπον τούτον ως αποστρέφοντα τον λαόν, και ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ’ αυτού. 15 αλλ’ ουδέ Ηρώδης· ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν· και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτω. 16 παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω. 17 ανάγκην δε είχεν απολύειν αυτοίς κατά εορτήν ένα. 18 ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν· 19 όστις ην δια στάσιν τινά γενομένην εν τη πόλει και φόνον βεβλημένος εις την φυλακήν. 20 πάλιν ουν ο Πιλάτος προσεφώνησε, θέλων απολύσαι τον Ιησούν. 21 οι δε επεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. 22 ο δε τρίτον είπε προς αυτούς· τι γαρ κακόν εποίησεν ούτος; ουδέν άξιον θανάτου εύρον εν αυτω· παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω. 23 οι δε επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι, και κατίσχυον αι φωναί αυτών και των αρχιερέων. 24 ο δε Πιλάτος επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών, 25 απέλυσε δε αυτοίς τον Βαραββάν τον δια στάσιν και φόνον βεβλημένον εις την φυλακήν, ον ητούντο, τον δε Ιησούν παρέδωκε τω θελήματι αυτών.
26 Και ως απήγαγον αυτόν, επιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ερχομένου απ’ αγρού, επέθηκαν αυτω τον σταυρόν φέρειν οπίσω του Ιησού. 27 ηκολούθει δε αυτω πολύ πλήθος του λαού και γυναικών αι και εκόπτοντο και εθρήνουν αυτόν. 28 στραφείς δε προς αυτάς ο Ιησούς είπε· θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλήν εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών. 29 ότι ιδού έρχονται ημέραι εν αις ερούσι· μακάριαι αι στείραι και κοιλίαι αι ουκ εγέννησαν, και μαστοί οί ουκ εθήλασαν. 30 τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι, πέσετε εφ’ ημάς, και τοις βουνοίς, καλύψατε ημάς· 31 ότι ει εν τω υγρω ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τω ξηρω τι γένηται; 32 Ήγοντο δε και έτεροι δύο κακούργοι συν αυτω αναιρεθήναι.
33 Και ότε απήλθον επί τον τόπον τον καλούμενον Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους ον μεν εκ δεξιών ον δε εξ αριστερών. 34 ο δε Ιησούς έλεγε· πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. διαμεριζόμενοι δε τα ιμάτια αυτού έβαλον κλήρον. 35 και ειστήκει ο λαός θεωρών. εξεμυκτήριζον δε και οι άρχοντες συν αυτοίς λέγοντες· άλλους έσωσε, σωσάτω εαυτόν, ει ούτός εστιν ο Χριστός ο του Θεού εκλεκτός. 36 ενέπαιζον δε αυτω και οι στρατιώται προσερχόμενοι και όξος προσφέροντες αυτω 37 και λέγοντες· ει συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσον σεαυτόν. 38 Ην δε και επιγραφή γεγραμμένη επ’ αυτω γράμμασιν ελληνικοίς και ρωμαϊκοίς και εβραϊκοίς· ούτός εστιν ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 39 Εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων· ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς. 40 αποκριθείς δε ο έτερος επετίμα αυτω λέγων· ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτω κρίματι ει; 41 και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε. 42 και έλεγε τω Ιησού· μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. 43 και είπεν αυτω ο Ιησούς· αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω. 44 Ην δε ωσεί ωρα έκτη και σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ωρας ενάτης, του ηλίου εκλείποντος, 45 και εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού μέσον· 46 και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε· πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου· και ταύτα ειπών εξέπνευσεν. 47 ιδών δε ο εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν λέγων· όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην. 48 και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον. 49 ειστήκεισαν δε πάντες οι γνωστοί αυτού από μακρόθεν, και γυναίκες αι συνακολουθήσασαι αυτω από της Γαλιλαίας, ορώσαι ταύτα.
50 Και ιδού ανήρ ονόματι Ιωσήφ, βουλευτής υπάρχων και ανήρ αγαθός και δίκαιος -51 ούτος ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών- από Αριμαθαίας πόλεως των Ιουδαίων, ος προσεδέχετο και αυτός την βασιλείαν του Θεού, 52 ούτος προσελθών τω Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού, 53 και καθελών αυτό ενετύλιξε σινδόνι και έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτω, ου ουκ ην ουδείς ουδέπω κείμενος· 54 και ημέρα ην παρασκευή, σάββατον επέφωσκε.
55 Κατακολουθήσασαι δε αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτω εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού, 56 υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα. και το μεν σάββατον ησύχασαν κατά την εντολήν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ΄
1 Τ… δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα, και τινες συν αυταίς. 2 εύρον δε τον λίθον αποκεκυλισμένον από του μνημείου, 3 και εισελθούσαι ουχ εύρον το σώμα του Κυρίου Ιησού. 4 και εγένετο εν τω διαπορείσθαι αυτάς περί τούτου και ιδού άνδρες δύο επέστησαν αυταίς εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις. 5 εμφόβων δε γενομένων αυτών και κλινουσών το πρόσωπον εις την γην είπον προς αυτάς· τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών; 6 ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη· μνήσθητε ως ελάλησεν υμίν έτι ων εν τη Γαλιλαία, 7 λέγων ότι δεί τον υιόν του ανθρώπου παραδοθήναι εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών και σταυρωθήναι, και τη τρίτη ημέρα αναστήναι. 8 και εμνήσθησαν των ρημάτων αυτού, 9 και υποστρέψασαι από του μνημείου απήγγειλαν ταύτα πάντα τοις ένδεκα και πάσι τοις λοιποίς. 10 ήσαν δε η Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και Μαρία Ιακώβου και οι λοιπαί συν αυταίς, αι έλεγον προς τους αποστόλους ταύτα. 11 και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς. 12 ο δε Πέτρος αναστάς έδραμεν επί το μνημείον, και παρακύψας βλέπει τα οθόνια κείμενα μόνα, και απήλθε προς εαυτόν θαυμάζων το γεγονός.
13 Και ιδού δύο εξ αυτών ήσαν πορευόμενοι εν αυτη τη ημέρα εις κώμην απέχουσαν σταδίους εξήκοντα από Ιερουσαλήμ, ή όνομα Εμμαούς. 14 και αυτοί ωμίλουν προς αλλήλους περί πάντων των συμβεβηκότων τούτων. 15 και εγένετο εν τω ομιλείν αυτούς και συζητείν και αυτός ο Ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς· 16 οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν. 17 είπε δε προς αυτούς· τίνες οι λόγοι ούτοι ους αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες και εστε σκυθρωποί; 18 αποκριθείς δε ο εις, ω όνομα Κλεόπας, είπε προς αυτόν· συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτη εν ταις ημέραις ταύταις; 19 και είπεν αυτοίς· ποία; οι δε είπον αυτω· τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο ανήρ προφήτης δυνατός εν έργω και λόγω εναντίον του Θεού και παντός του λαού, 20 όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου και εσταύρωσαν αυτόν. 21 ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ· αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον αφ’ ου ταύτα εγένετο. 22 αλλά και γυναίκές τινες εξ ημών εξέστησαν ημάς γενόμεναι όρθριαι επί το μνημείον, 23 και μη ευρούσαι το σώμα αυτού ήλθον λέγουσαι και οπτασίαν αγγέλων εωρακέναι, οί λέγουσιν αυτόν ζήν. 24 και απήλθόν τινες των συν ημίν επί το μνημείον, και εύρον ούτω καθώς και αι γυναίκες είπον, αυτόν δε ουκ είδον. 25 και αυτός είπε προς αυτούς· ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οίς ελάλησαν οι προφήται! 26 ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού; 27 και αρξάμενος από Μωϋσέως και από πάντων των προφητών διηρμήνευεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού. 28 Και ήγγισαν εις την κώμην ου επορεύοντο, και αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι· 29 και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες· μείνον μεθ’ ημών, ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα. και εισήλθε του μείναι συν αυτοίς. 30 και εγένετο εν τω κατακλιθήναι αυτόν μετ’ αυτών λαβών τον άρτον ευλόγησε, και κλάσας επεδίδου αυτοίς. 31 αυτών δε διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, και επέγνωσαν αυτόν· και αυτός άφαντος εγένετο απ’ αυτών. 32 και είπον προς αλλήλους· ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδω και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς; 33 Και αναστάντες αυτη τη ωρα υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους συν αυτοίς, 34 λέγοντας ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως και ώφθη Σίμωνι. 35 και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδω και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου. 36 Ταύτα δε αυτών λαλούντων αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν. 37 πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν. 38 και είπεν αυτοίς· τι τεταραγμένοι εστέ, και διατί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών; 39 ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας. 41 έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς και θαυμαζόντων είπεν αυτοίς· έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε; 42 οι δε επέδωκαν αυτω ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου, 43 και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν. 44 είπε δε αυτοίς· ούτοι οι λόγοι ους ελάλησα προς υμάς έτι ων συν υμίν, ότι δεί πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωϋσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού. 45 τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς, 46 και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, 47 και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. 48 υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. 49 και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους.
50 Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. 51 και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. 52 και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, 53 και ήσαν δια παντός εν τω ιερω αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αμήν.
——————————————————-
ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
1 ΕΝ αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. 2 Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. 3 πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν. 4 εν αυτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. 5 και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.
6 Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτω Ιωάννης· 7 ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού. 8 ουκ ην εκείνος το φως, αλλ’ ίνα μαρτυρήση περί του φωτός. 9 Ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. 10 εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. 11 εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. 12 όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, 13 οί ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν. 14 Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας. 15 Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού και κέκραγε λέγων· ούτος ην ον είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτός μου ην. 16 Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· 17 ότι ο νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο. 18 Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής υιος ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο.
19 Και αύτη εστίν η μαρτυρία του Ιωάννου, ότε απέστειλαν οι Ιουδαίοι εξ Ιεροσολύμων ιερείς και Λευϊτας ίνα ερωτήσωσιν αυτόν· συ τις ει; 20 και ωμολόγησε, και ουκ ηρνήσατο· και ωμολόγησεν ότι ουκ ειμί εγώ ο Χριστός. 21 και ηρώτησαν αυτόν· τι ουν;’Ηλίας ει συ; και λέγει· ουκ ειμί. ο προφήτης ει συ; και απεκρίθη, ου. 22 είπον ουν αυτω· τις ει; ίνα απόκρισιν δώμεν τοις πέμψασιν ημάς· τι λέγεις περί σεαυτού; 23 έφη· εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου, καθώς είπεν Ησαϊας ο προφήτης. 24 και οι απεσταλμένοι ήσαν εκ των Φαρισαίων· 25 και ηρώτησαν αυτόν και είπον αυτω· τι ουν βαπτίζεις, ει συ ουκ ει ο Χριστός ούτε’Ηλίας ούτε ο προφήτης; 26 απεκρίθη αυτοίς ο Ιωάννης λέγων· εγώ βαπτίζω εν ύδατι· μέσος δε υμών έστηκεν ον υμείς ουκ οίδατε. 27 αυτός εστιν ο οπίσω μου ερχόμενος, ος έμπροσθέν μου γέγονεν, ου εγώ ουκ ειμί άξιος ίνα λύσω αυτού τον ιμάντα του υποδήματος. 28 Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδάνου, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων.
29 Τη επαύριον βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν ερχόμενον προς αυτόν και λέγει· ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. 30 ούτός εστι περί ου εγώ είπον· οπίσω μου έρχεται ανήρ ος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτός μου ην. 31 καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ’ ίνα φανερωθή τω Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων. 32 και εμαρτύρησεν Ιωάννης λέγων ότι τεθέαμαι το Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν. 33 καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ’ ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνός μοι είπεν· εφ’ ον αν ίδης το Πνεύμα καταβαίνον και μένον επ’ αυτόν, ούτός εστιν ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω. 34 καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο υιος του Θεού.
35 Τη επαύριον πάλιν ειστήκει ο Ιωάννης και εκ των μαθητών αυτού δύο, 36 και εμβλέψας τω Ιησού περιπατούντι λέγει· ίδε ο αμνός του Θεού. 37 και ήκουσαν αυτού οι δύο μαθηταί λαλούντος, και ηκολούθησαν τω Ιησού. 38 στραφείς δε ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς· 39 τι ζητείτε; οι δε είπον αυτω· ραββί· ό λέγεται ερμηνευόμενον διδάσκαλε· που μένεις; 40 λέγει αυτοίς· έρχεσθε και ίδετε. ήλθον ουν και είδον που μένει και παρ’ αυτω έμειναν την ημέραν εκείνην· ωρα ην ως δεκάτη. 41 ην Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου εις εκ των δύο των ακουσάντων παρά Ιωάννου και ακολουθησάντων αυτω. 42 ευρίσκει ούτος πρώτος τον αδελφόν τον ίδιον Σίμωνα και λέγει αυτω· ευρήκαμεν τον Μεσσίαν· ό εστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· 43 και ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν. εμβλέψας αυτω ο Ιησούς είπε· συ ει Σίμων ο υιος Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς, ό ερμηνεύεται Πέτρος.
44 Τη επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν· και ευρίσκει Φίλιππον και λέγει αυτω· ακολούθει μοι. 45 ην δε ο Φίλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου. 46 ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτω· ον έγραψε Μωϋσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ. 47 και είπεν αυτω Ναθαναήλ· εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; λέγει αυτω Φίλιππος· έρχου και ίδε. 48 είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ ερχόμενον προς αυτόν και λέγει περί αυτού· ίδε αληθώς Ισραηλίτης εν ω δόλος ουκ έστι. 49 λέγει αυτω Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτω· προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε. 50 απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει αυτω· ραββί, συ ει ο υιος του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ. 51 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτω· ότι είπόν σοι, είδόν σε υποκάτω της συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων όψει. 52 και λέγει αυτω· αμήν αμήν λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Β΄
1 ΚΑΙ τη ημέρα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά της Γαλιλαίας, και ην η μήτηρ του Ιησού εκεί· 2 εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τον γάμον. 3 και υστερήσαντος οίνου λέγει η μήτηρ του Ιησού προς αυτόν· οίνον ουκ έχουσι. 4 λέγει αυτη ο Ιησούς· τι εμοί και σοί, γύναι; ούπω ήκει η ωρα μου. 5 λέγει η μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε. 6 ήσαν δε εκεί υδρίαι λίθιναι εξ κείμεναι κατά τον καθαρισμόν των Ιουδαίων, χωρούσαι ανά μετρητάς δύο ή τρεις. 7 λέγει αυτοίς ο Ιησούς· γεμίσατε τας υδρίας ύδατος. και εγέμισαν αυτάς έως άνω. 8 και λέγει αυτοίς· αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω. και ήνεγκαν. 9 ως δε εγεύσατο ο αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον -και ουκ ήδει πόθεν εστίν· οι δε διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες το ύδωρ- φωνεί τον νυμφίον ο αρχιτρίκλινος 10 και λέγει αυτω· πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· συ τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι. 11 Ταύτην εποίησε την αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού, και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού.
12 Μετά τούτο κατέβη εις Καπερναούμ αυτός και η μήτηρ αυτού και οι αδελφοί αυτού και οι μαθηταί αυτού, και εκεί έμειναν ου πολλάς ημέρας. 13 και εγγύς ην το πάσχα των Ιουδαίων, και ανέβη εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς. 14 και εύρεν εν τω ιερω τους πωλούντας βόας και πρόβατα και περιστεράς, και τους κερματιστάς καθημένους. 15 και ποιήσας φραγγέλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του ιερού, τα τε πρόβατα και τους βόας, και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε, 16 και τοις τας περιστεράς πωλούσιν είπεν· άρατε ταύτα εντεύθεν· μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου οίκον εμπορίου. 17 εμνήσθησαν δε οι μαθηταί αυτού ότι γεγραμμένον εστίν, ο ζήλος του οίκου σου καταφάγεταί με. 18 απεκρίθησαν ουν οι Ιουδαίοι και είπον αυτω· τι σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς; 19 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. 20 είπον ουν οι Ιουδαίοι· τεσσαράκοντα και εξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, και συ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν; 21 εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. 22 ότε ουν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, και επίστευσαν τη γραφή και τω λόγω ω είπεν ο Ιησούς.
23 Ως δε ην εν τοις Ιεροσολύμοις εν τω πάσχα εν τη εορτη, πολλοί επίστευσαν εις το όνομα αυτού, θεωρούντες αυτού τα σημεία α εποίει. 24 αυτός δε ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς δια το αυτόν γινώσκειν πάντας, 25 και ότι ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου· αυτός γαρ εγίνωσκε τι ην εν τω ανθρώπω.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ΄
1 ΗΝ δε άνθρωπος εκ των Φαρισαίων, Νικόδημος όνομα αυτω, άρχων των Ιουδαίων. 2 ούτος ήλθε προς αυτόν νυκτός και είπεν αυτω· ραββί, οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος· ουδείς γαρ ταύτα τα σημεία δύναται ποιείν α συ ποιείς, εάν μη ή ο Θεός μετ’ αυτού. 3 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτω· αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού. 4 λέγει προς αυτόν ο Νικόδημος· Πως δύναται άνθρωπος γεννηθήναι γέρων ων; μη δύναται εις την κοιλίαν της μητρός αυτού δεύτερον εισελθείν και γεννηθήναι; 5 απεκρίθη Ιησούς· αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού. 6 το γεγεννημένον εκ της σαρκός σάρξ εστι, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμά εστι. 7 μη θαυμάσης ότι είπόν σοι, δεί υμάς γεννηθήναι άνωθεν. 8 το πνεύμα όπου θέλει πνεί, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει· ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος. 9 απεκρίθη Νικόδημος και είπεν αυτω· Πως δύναται ταύτα γενέσθαι; 10 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτω· συ ει ο διδάσκαλος του Ισραήλ και ταύτα ου γινώσκεις; 11 αμήν αμήν λέγω σοι ότι ό οίδαμεν λαλούμεν και ό εωράκαμεν μαρτυρούμεν, και την μαρτυρίαν ημών ου λαμβάνετε. 12 ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, Πως εάν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε; 13 και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιος του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανω. 14 και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δεί τον υιόν του ανθρώπου, 15 ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. 16 ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ωστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. 17 ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού. 18 ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δε μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού. 19 αύτη δε εστιν η κρίσις, ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως· ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα. 20 πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού· 21 ο δε ποιών την αλήθειαν έρχεται προς το φως, ίνα φανερωθή αυτού τα έργα, ότι εν Θεω εστιν ειργασμένα.
22 Μετά ταύτα ήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις την Ιουδαίαν γην, και εκεί διέτριβε μετ’ αυτών και εβάπτιζεν. 23 ην δε και Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς του Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγίνοντο και εβαπτίζοντο· 24 ούπω γαρ ην βεβλημένος εις την φυλακήν ο Ιωάννης. 25 Εγένετο ουν ζήτησις εκ των μαθητών Ιωάννου μετά Ιουδαίου περί καθαρισμού. 26 και ήλθον προς τον Ιωάννην και είπον αυτω· ραββί, ος ην μετά σου πέραν του Ιορδάνου, ω συ μεμαρτύρηκας, ίδε ούτος βαπτίζει και πάντες έρχονται προς αυτόν. 27 απεκρίθη Ιωάννης και είπεν· ου δύναται άνθρωπος λαμβάνειν ουδέν, εάν μη ή δεδομένον αυτω εκ του ουρανού. 28 αυτοί υμείς μοι μαρτυρείτε ότι είπον· ουκ ειμί εγώ ο Χριστός, αλλ’ ότι απεσταλμένος ειμί έμπροσθεν εκείνου. 29 ο έχων την νύμφην νυμφίος εστίν· ο δε φίλος του νυμφίου, ο εστηκώς και ακούων αυτού, χαρά χαίρει δια την φωνήν του νυμφίου. αύτη ουν η χαρά η εμή πεπλήρωται. 30 εκείνον δεί αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι. 31 ο άνωθεν ερχόμενος επάνω πάντων εστίν. ο ων εκ της γης εκ της γης εστι και εκ της γης λαλεί· ο εκ του ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί, 32 και ό εώρακε και ήκουσε, τούτο μαρτυρεί, και την μαρτυρίαν αυτού ουδείς λαμβάνει. 33 ο λαβών αυτού την μαρτυρίαν εσφράγισεν ότι ο Θεός αληθής εστιν. 34 ον γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα του Θεού λαλεί· ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα. 35 ο πατήρ αγαπά τον υιόν και πάντα δέδωκεν εν τη χειρί αυτού. 36 ο πιστεύων εις τον υιόν έχει ζωήν αιώνιον· ο δε απειθών τω υιω ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Δ΄
1 ΩΣ ουν έγνω ο Κύριος ότι ήκουσαν οι Φαρισαίοι ότι Ιησούς πλείονας μαθητάς ποιεί και βαπτίζει ή Ιωάννης- 2 καίτοιγε Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν, αλλ’ οι μαθηταί αυτού- 3 αφήκε την Ιουδαίαν και απήλθεν εις την Γαλιλαίαν. 4 Έδει δε αυτόν διέρχεσθαι δια της Σαμαρείας. 5 έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ό έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιω αυτού· 6 ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· ωρα ην ωσεί έκτη. 7 έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. λέγει αυτη ο Ιησούς· δος μοι πιείν. 8 οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι. 9 λέγει ουν αυτω η γυνή η Σαμαρείτις· Πως συ Ιουδαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. 10 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτη· ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων. 11 λέγει αυτω η γυνή· Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; 12 μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού; 13 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτη· πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14 ος δι’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτω, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ό δώσω αυτω, γενήσεται εν αυτω πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. 15 λέγει προς αυτόν η γυνή· Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν. 16 λέγει αυτη ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. 17 απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. λέγει αυτη ο Ιησούς· καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· 18 πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας. 19 λέγει αυτω η γυνή· Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. 20 οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν· και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν. 21 λέγει αυτη ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ωρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. 22 υμείς προσκυνείτε ό ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ό οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. 23 αλλ’ έρχεται ωρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. 24 πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν. 25 λέγει αυτω η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. 26 λέγει αυτη ο Ιησούς· εγώ ειμι ο λαλών σοι. 27 και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει· ουδείς μέντοι είπε, τι ζητείς ή τι λαλείς μετ’ αυτής; 28 Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις· 29 δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα· μήτι ούτός εστιν ο Χριστός; 30 εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν.
31 Εν δε τω μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε. 32 ο δε είπεν αυτοίς· εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. 33 έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους· μη τις ήνεγκεν αυτω φαγείν; 34 λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον. 35 ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θερισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη. 36 και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. 37 εν γαρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. 38 εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ό ουχ υμείς κεκοπιάκατε· άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε. 39 Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. 40 ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ’ αυτοίς· και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. 41 και πολλω πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού, 42 τη τε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι δια την σήν λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός.
43 Μετά δε τας δύο ημέρας εξήλθεν εκείθεν και απήλθεν εις την Γαλιλαίαν. 44 αυτός γαρ ο Ιησούς εμαρτύρησεν ότι προφήτης εν τη ιδία πατρίδι τιμήν ουκ έχει. 45 ότε ουν ήλθεν εις την Γαλιλαίαν, εδέξαντο αυτόν οι Γαλιλαίοι, πάντα εωρακότες α εποίησεν εν Ιεροσολύμοις εν τη εορτη· και αυτοί γαρ ήλθον εις την εορτήν.
46 Ήλθεν ουν πάλιν ο Ιησούς εις την Κανά της Γαλιλαίας, όπου εποίησε το ύδωρ οίνον. και ην τις βασιλικός, ου ο υιος ησθένει εν Καπερναούμ· 47 ούτος ακούσας ότι Ιησούς ήκει εκ της Ιουδαίας εις την Γαλιλαίαν, απήλθε προς αυτόν και ηρώτα αυτόν ίνα καταβή και ιάσηται αυτού τον υιόν· ήμελλε γαρ αποθνήσκειν. 48 είπεν ουν ο Ιησούς προς αυτόν· εάν μη σημεία και τέρατα ίδητε, ου μη πιστεύσητε. 49 λέγει προς αυτόν ο βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πριν αποθανείν το παιδίον μου. 50 λέγει αυτω ο Ιησούς· πορεύου· ο υιος σου ζη. και επίστευσεν ο άνθρωπος τω λόγω ω είπεν αυτω ο Ιησούς, και επορεύετο. 51 ήδη δε αυτού καταβαίνοντος οι δούλοι αυτού απήντησαν αυτω και απήγγειλαν λέγοντες ότι ο παις σου ζη. 52 επύθετο ουν παρ’ αυτών την ωραν εν ή κομψότερον έσχε. και είπον αυτω ότι χθές ωραν εβδόμην αφήκεν αυτόν ο πυρετός. 53 έγνω ουν ο πατήρ ότι εν εκείνη τη ωρα εν ή είπεν αυτω ο Ιησούς ότι ο υιος σου ζη· και επίστευσεν αυτός και η οικία αυτού όλη. 54 Τούτο πάλιν δεύτερον σημείον εποίησεν ο Ιησούς ελθών εκ της Ιουδαίας εις την Γαλιλαίαν.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ε΄
1 ΜΕΤΑ ταύτα ην η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. 2 έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. 3 εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. 4 άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ· ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ην δε τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. 6 τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτω· θέλεις υγιής γενέσθαι; 7 απεκρίθη αυτω ο ασθενών· Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν· εν ω δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει. 8 λέγει αυτω ο Ιησούς· έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. 9 και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. ην δε σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. 10 έλεγον ουν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω· σάββατόν εστιν· ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον. 11 απεκρίθη αυτοίς· ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν· άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. 12 ηρώτησαν ουν αυτόν· τις εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει; 13 ο δε ιαθείς ουκ ήδει τις εστιν· ο γαρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. 14 μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερω και είπεν αυτω· ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται. 15 απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
16 Και δια τούτο εδίωκον τον Ιησούν οι Ιουδαίοι και εζήτουν αυτόν αποκτείναι, ότι ταύτα εποίει εν σαββάτω. 17 ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς· ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι. 18 δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε το σάββατον, αλλά και πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεω. 19 απεκρίνατο ουν ο Ιησούς και είπεν αυτοίς· αμήν αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο υιος ποιείν αφ’ εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον πατέρα ποιούντα· α γαρ αν εκείνος ποιή, ταύτα και ο υιος ομοίως ποιεί. 20 ο γαρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτω α αυτός ποιεί, και μείζονα τούτων δείξει αυτω έργα, ίνα υμείς θαυμάζητε. 21 ωσπερ γαρ ο πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο υιος ους θέλει ζωοποιεί. 22 ουδέ γαρ ο πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιω, 23 ίνα πάντες τιμώσι τον υιόν, καθώς τιμώσι τον πατέρα. ο μη τιμών τον υιόν ου τιμά τον πατέρα τον πέμψαντα αυτόν. 24 αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν. 25 αμήν αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ωρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται· 26 ωσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτω, ούτως έδωκε και τω υιω ζωήν έχειν εν εαυτω· 27 και εξουσίαν έδωκεν αυτω και κρίσιν ποιείν, ότι υιος ανθρώπου εστί. 28 μη θαυμάζετε τούτο· ότι έρχεται ωρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού, 29 και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως. 30 ου δύναμαι εγώ ποιείν απ’ εμαυτού ουδέν. καθώς ακούω κρίνω, και η κρίσις η εμή δικαία εστίν· ότι ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός. 31 Εάν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, η μαρτυρία μου ουκ έστιν αληθής. 32 άλλος εστίν ο μαρτυρών περί εμού, και οίδα ότι αληθής εστιν η μαρτυρία ην μαρτυρεί περί εμού. 33 υμείς απεστάλκατε προς Ιωάννην, και μεμαρτύρηκε τη αληθεία· 34 εγώ δε ου παρά ανθρώπου την μαρτυρίαν λαμβάνω, αλλά ταύτα λέγω ίνα υμείς σωθήτε. 35 εκείνος ην ο λύχνος ο καιόμενος και φαίνων, υμείς δε ηθελήσατε αγαλλιαθήναι προς ωραν εν τω φωτί αυτού. 36 εγώ δε έχω την μαρτυρίαν μείζω του Ιωάννου· τα γαρ έργα α έδωκέ μοι ο πατήρ ίνα τελειώσω αυτά, αυτά τα έργα α εγώ ποιώ, μαρτυρεί περί εμού ότι ο πατήρ με απέσταλκε. 37 και ο πέμψας με πατήρ, αυτός μεμαρτύρηκε περί εμού. ούτε φωνήν αυτού ακηκόατε πώποτε ούτε είδος αυτού εωράκατε, 38 και τον λόγον αυτού ουκ έχετε μένοντα εν υμίν, ότι ον απέστειλεν εκείνος, τούτω υμείς ου πιστεύετε. 39 ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν· και εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού· 40 και ου θέλετε ελθείν προς με ίνα ζωήν έχητε. 41 δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω· 42 αλλ’ έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς. 43 εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με· εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε. 44 Πως δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε; 45 μη δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών προς τον πατέρα· έστιν ο κατηγορών υμών Μωϋσής, εις ον υμείς ηλπίκατε. 46 ει γαρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί· περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. 47 ει δε τοις εκείνου γράμμασιν ου πιστεύετε, Πως τοις εμοίς ρήμασι πιστεύσετε;
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΣΤ΄
1 ΜΕΤΑ ταύτα απήλθεν ο Ιησούς πέραν της θαλάσσης της Γαλιλαίας της Τιβεριάδος· 2 και ηκολούθει αυτω όχλος πολύς, ότι εώρων αυτού τα σημεία α εποίει επί των ασθενούντων. 3 ανήλθε δε εις το όρος ο Ιησούς και εκεί εκάθητο μετά των μαθητών αυτού. 4 ην δε εγγύς το πάσχα, η εορτή των Ιουδαίων. 5 επάρας ουν ο Ιησούς τους οφθαλμούς και θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται προς αυτόν, λέγει προς τον Φίλιππον· πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι; 6 τούτο δε έλεγε πειράζων αυτόν· αυτός γαρ ήδει τι έμελλε ποιείν. 7 απεκρίθη αυτω Φίλιππος· διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη. 8 λέγει αυτω εις εκ των μαθητών αυτού, Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου. 9 έστι παιδάριον εν ώδε, ος έχει πέντε άρτους κριθίνους και δύο οψάρια· αλλά ταύτα τι εστιν εις τοσούτους; 10 είπε δε ο Ιησούς· ποιήσατε τους ανθρώπους αναπεσείν· ην δε χόρτος πολύς εν τω τόπω. ανέπεσον ουν οι άνδρες τον αριθμόν ωσεί πεντακισχίλιοι. 11 έλαβε δε τους άρτους ο Ιησούς και ευχαριστήσας διέδωκε τοις μαθηταίς, οι δε μαθηταί τοις ανακειμένοις· ομοίως και εκ των οψαρίων όσον ήθελον. 12 ως δε ενεπλήσθησαν, λέγει τοις μαθηταίς αυτού· συναγάγετε τα περισσεύσαντα κλάσματα, ίνα μη τι απόληται. 13 συνήγαγον ουν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων α επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν. 14 Οι ουν άνθρωποι, ιδόντες ό εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτός εστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον. 15 Ιησούς ουν γνούς ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος.
16 Ως δε οψία εγένετο, κατέβησαν οι μαθηταί αυτού επί την θάλασσαν, 17 και εμβάντες εις το πλοίον ήρχοντο πέραν της θαλάσσης εις Καπερναούμ. και σκοτία ήδη εγεγόνει και ουκ εληλύθει προς αυτούς ο Ιησούς, 18 ή τε θάλασσα ανέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο. 19 εληλακότες ουν ως σταδίους είκοσι πέντε ή τριάκοντα θεωρούσι τον Ιησούν περιπατούντα επί της θαλάσσης και εγγύς του πλοίου γινόμενον, και εφοβήθησαν. 20 ο δε λέγει αυτοίς· εγώ ειμι· μη φοβείσθε. 21 ήθελον ουν λαβείν αυτόν εις το πλοίον, και ευθέως το πλοίον εγένετο επί της γης εις ην υπήγον.
22 Τη επαύριον ο όχλος ο εστηκώς πέραν της θαλάσσης ιδών ότι πλοιάριον άλλο ουκ ην εκεί ει μη εν εκείνο εις ό ενέβησαν οι μαθηταί αυτού, και ότι ου συνεισήλθε τοις μαθηταίς αυτού ο Ιησούς εις το πλοιάριον, αλλά μόνοι οι μαθηταί αυτού απήλθον· 23 άλλα δε ήλθε πλοιάρια εκ Τιβεριάδος εγγύς του τόπου, όπου έφαγον τον άρτον ευχαριστήσαντος του Κυρίου· 24 ότε ουν είδεν ο όχλος ότι Ιησούς ουκ έστιν εκεί ουδέ οι μαθηταί αυτού, ενέβησαν αυτοί εις τα πλοία και ήλθον εις Καπερναούμ ζητούντες τον Ιησούν. 25 και ευρόντες αυτόν πέραν της θαλάσσης είπον αυτω· ραββί, πότε ώδε γέγονας; 26 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς και είπεν· αμήν αμήν λέγω υμίν, ζητείτέ με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε. 27 εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, ην ο υιος του ανθρώπου υμίν δώσει· τούτον γαρ ο πατήρ εσφράγισεν ο Θεός. 28 είπον ουν προς αυτόν· τι ποιώμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού; 29 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· τούτό εστι το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις ον απέστειλεν εκείνος. 30 είπον ουν αυτω· τι ουν ποιείς συ σημείον ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν σοι; τι εργάζη; 31 οι πατέρες ημών το μάννα έφαγον εν τη ερήμω, καθώς εστι γεγραμμένον· άρτον εκ του ουρανού έδωκεν αυτοίς φαγείν. 32 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν, ου Μωϋσής δέδωκεν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού, αλλ’ ο πατήρ μου δίδωσιν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν. 33 ο γαρ άρτος του Θεού εστιν ο καταβαίνων εκ του ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω. 34 είπον ουν προς αυτόν· Κύριε, πάντοτε δος ημίν τον άρτον τούτον. 35 είπε δε αυτοίς ο Ιησούς· εγώ ειμι ο άρτος της ζωής· ο ερχόμενος προς με ου μη πεινάση, και ο πιστεύων εις εμέ ου μη διψήση πώποτε. 36 αλλ’ είπον υμίν ότι και εωράκατέ με και ου πιστεύετε. 37 Παν ό δίδωσί μοι ο πατήρ, προς εμέ ήξει, και τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω· 38 ότι καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. 39 τούτο δε εστι το θέλημα του πέμψαντός με πατρός, ίνα παν ό δέδωκέ μοι μη απολέσω εξ αυτού, αλλά αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. 40 τούτο δε εστι το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον, και αναστήσω αυτόν εγώ τη εσχάτη ημέρα. 41 Εγόγγυζον ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι είπεν, εγώ ειμι ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού, 42 και έλεγον· ουχ ούτός εστιν Ιησούς ο υιος Ιωσήφ, ου ημείς οίδαμεν τον πατέρα και την μητέρα; Πως ουν λέγει ούτος ότι εκ του ουρανού καταβέβηκα; 43 απεκρίθη ουν ο Ιησούς και είπεν αυτοίς· μη γογγύζετε μετ’ αλλήλων. 44 ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν, και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα. 45 έστι γεγραμμένον εν τοις προφήταις· και έσονται πάντες διδακτοί Θεού. πας ο ακούων παρά του πατρός και μαθών έρχεται προς με· 46 ουχ ότι τον πατέρα τις εώρακεν, ει μη ο ων παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον πατέρα. 47 αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. 48 εγώ ειμι ο άρτος της ζωής. 49 οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον· 50 ούτός εστιν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβαίνων, ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. 51 εγώ ειμι ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σάρξ μου εστιν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. 52 Εμάχοντο ουν προς αλλήλους οι Ιουδαίοι λέγοντες· Πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φαγείν; 53 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. 54 ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. 55 η γαρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις, και το αίμά μου αληθώς εστι πόσις. 56 ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτω. 57 καθώς απέστειλέ με ο ζων πατήρ καγώ ζω δια τον πατέρα, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ. 58 ούτός εστιν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς, ου καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα και απέθανον· ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα. 59 Ταύτα είπεν εν συναγωγή διδάσκων εν Καπερναούμ.
60 Πολλοί ουν ακούσαντες εκ των μαθητών αυτού είπον· σκληρός εστιν ούτος ο λόγος· τις δύναται αυτού ακούειν; 61 ειδώς δε ο Ιησούς εν εαυτω ότι γογγύζουσι περί τούτου οι μαθηταί αυτού, είπεν αυτοίς· τούτο υμάς σκανδαλίζει; 62 εάν ουν θεωρήτε τον υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ην το πρότερον; 63 το πνεύμά εστι το ζωοποιούν, η σάρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι και ζωή εστιν. 64 αλλ’ εισίν εξ υμών τινες οί ου πιστεύουσιν. ήδει γαρ εξ αρχής ο Ιησούς τίνες εισίν οι μη πιστεύοντες και τις εστιν ο παραδώσων αυτόν. 65 και έλεγε· δια τούτο είρηκα υμίν ότι ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ή δεδομένον αυτω εκ του πατρός μου. 66 Εκ τούτου πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετ’ αυτού περιεπάτουν. 67 είπεν ουν ο Ιησούς τοις δώδεκα· μη και υμείς θέλετε υπάγειν; 68 απεκρίθη ουν αυτω Σίμων Πέτρος· Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις· 69 και ημείς πεπιστεύκαμεν και εγνώκαμεν ότι συ ει ο Χριστός ο υιος του Θεού του ζώντος. 70 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· ουκ εγώ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην; και εξ υμών εις διάβολός εστιν. 71 έλεγε δε τον Ιούδαν Σίμωνος Ισκαριώτην· ούτος γαρ έμελλεν αυτόν παραδιδόναι, εις ων εκ των δώδεκα.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ΄
1 ΚΑΙ περιεπάτει ο Ιησούς μετά ταύτα εν τη Γαλιλαία· ου γαρ ήθελεν εν τη Ιουδαία περιπατείν, ότι εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι. 2 ην δε εγγύς η εορτή των Ιουδαίων η σκηνοπηγία. 3 είπον ουν προς αυτόν οι αδελφοί αυτού· μετάβηθι εντεύθεν και ύπαγε εις την Ιουδαίαν, ίνα και οι μαθηταί σου θεωρήσωσι τα έργα σου α ποιείς· 4 ουδείς γαρ εν κρυπτω τι ποιεί και ζητεί αυτός εν παρρησία είναι. ει ταύτα ποιείς, φανέρωσον σεαυτόν τω κόσμω. 5 ουδέ γαρ οι αδελφοί αυτού επίστευον εις αυτόν. 6 λέγει ουν αυτοίς ο Ιησούς· ο καιρός ο εμός ούπω πάρεστιν, ο δε καιρός ο υμέτερος πάντοτέ εστιν έτοιμος. 7 ου δύναται ο κόσμος μισείν υμάς· εμέ δε μισεί, ότι εγώ μαρτυρώ περί αυτού ότι τα έργα αυτού πονηρά εστιν. 8 υμείς ανάβητε εις την εορτήν ταύτην· εγώ ούπω αναβαίνω εις την εορτήν ταύτην, ότι ο καιρός ο εμός ούπω πεπλήρωται. 9 ταύτα δε ειπών αυτοίς έμεινεν εν τη Γαλιλαία. 10 Ως δε ανέβησαν οι αδελφοί αυτού, τότε και αυτός ανέβη εις την εορτήν, ου φανερώς, αλλ’ ως εν κρυπτω. 11 οι ουν Ιουδαίοι εζήτουν αυτόν εν τη εορτη και έλεγον· που εστιν εκείνος; 12 και γογγυσμός πολύς περί αυτού ην εν τοις όχλοις. οι μεν έλεγον ότι αγαθός εστιν· άλλοι έλεγον, ου, αλλά πλανά τον όχλον. 13 ουδείς μέντοι παρρησία ελάλει περί αυτού δια τον φόβον των Ιουδαίων.
14 Ήδη δε της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν και εδίδασκε. 15 και εθαύμαζον οι Ιουδαίοι λέγοντες· Πως ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς; 16 απεκρίθη ουν αυτοίς ο Ιησούς και είπεν· η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με· 17 εάν τις θέλη το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν ή εγώ απ’ εμαυτού λαλώ. 18 ο αφ’ εαυτού λαλών την δόξαν την ιδίαν ζητεί, ο δε ζητών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής εστι, και αδικία εν αυτω ουκ έστιν. 19 ου Μωϋσής δέδωκεν υμίν τον νόμον; και ουδείς εξ υμών ποιεί τον νόμον. τι με ζητείτε αποκτείναι; 20 απεκρίθη ο όχλος και είπε· δαιμόνιον έχεις· τις σε ζητεί αποκτείναι; 21 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· εν έργον εποίησα, και πάντες θαυμάζετε δια τούτο. 22 Μωϋσής δέδωκεν υμίν την περιτομήν, ουχ ότι εκ του Μωϋσέως εστίν, αλλ’ εκ των πατέρων, και εν σαββάτω περιτέμνετε άνθρωπον. 23 ει περιτομήν λαμβάνει άνθρωπος εν σαββάτω ίνα μη λυθή ο νόμος Μωϋσέως, εμοί χολάτε ότι όλον άνθρωπον υγιή εποίησα εν σαββάτω! 24 μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε. 25 Έλεγον ουν τινες εκ των Ιεροσολυμιτών· ουχ ούτός εστιν ον ζητούσιν αποκτείναι; 26 και ίδε παρρησία λαλεί, και ουδέν αυτω λέγουσι. μήποτε αληθώς έγνωσαν οι άρχοντες ότι ούτός εστιν αληθώς ο Χριστός; 27 αλλά τούτον οίδαμεν πόθεν εστίν· ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν εστίν. 28 έκραξεν ουν εν τω ιερω διδάσκων ο Ιησούς και λέγων· καμέ οίδατε, και οίδατε πόθεν ειμί· και απ’ εμαυτού ουκ ελήλυθα αλλ’ έστιν αληθινός ο πέμψας με, ον υμείς ουκ οίδατε· 29 εγώ οίδα αυτόν, ότι παρ’ αυτού ειμι κακείνός με απέστειλεν. 30 Εζήτουν ουν αυτόν πιάσαι, και ουδείς επέβαλεν επ’ αυτόν την χείρα, ότι ούπω εληλύθει η ωρα αυτού. 31 πολλοί δε εκ του όχλου επίστευσαν εις αυτόν και έλεγον ότι ο Χριστός όταν έλθη, μήτι πλείονα σημεία τούτων ποιήσει ων ούτος εποίησεν; 32 ήκουσαν οι Φαρισαίοι του όχλου γογγύζοντος περί αυτού ταύτα, και απέστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς ίνα πιάσωσιν αυτόν. 33 είπεν ουν ο Ιησούς· έτι μικρόν χρόνον μεθ’ υμών ειμι και υπάγω προς τον πέμψαντά με. 34 ζητήσετέ με και ουχ ευρήσετε· και όπου ειμί εγώ, υμείς ου δύνασθε ελθείν. 35 είπον ουν οι Ιουδαίοι προς εαυτούς· που ούτος μέλλει πορεύεσθαι, ότι ημείς ουχ ευρήσομεν αυτόν; μη εις την διασποράν των Ελλήνων μέλλει πορεύεσθαι και διδάσκειν τους΄Ελληνας; 36 τις εστιν ούτος ο λόγος ον είπε, ζητήσετέ με και ουχ ευρήσετε, και όπου ειμί εγώ, υμείς ου δύνασθε ελθείν;
37 Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω. 38 ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. 39 τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν· ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη. 40 πολλοί ουν εκ του όχλου ακούσαντες τον λόγον έλεγον· ούτός εστιν αληθώς ο προφήτης· 41 άλλοι έλεγον· ούτός εστιν ο Χριστός· άλλοι έλεγον· μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; 42 ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυϊδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ην Δαυϊδ, ο Χριστός έρχεται; 43 σχίσμα ουν εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτόν. 44 τινές δε ήθελον εξ αυτών πιάσαι αυτόν, αλλ’ ουδείς επέβαλεν επ’ αυτόν τας χείρας. 45 Ήλθον ουν οι υπηρέται προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον αυτοίς εκείνοι· διατί ουκ ηγάγετε αυτόν; 46 απεκρίθησαν οι υπηρέται· ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος. 47 απεκρίθησαν ουν αυτοίς οι Φαρισαίοι· μη και υμείς πεπλάνησθε; 48 μη τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν ή εκ των Φαρισαίων; 49 αλλ’ ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον επικατάρατοί εισι! 50 λέγει Νικόδημος προς αυτούς, ο ελθών νυκτός προς αυτόν, εις ων εξ αυτών· 51 μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τι ποιεί; 52 απεκρίθησαν και είπον αυτω· μη και συ εκ της Γαλιλαίας ει; ερεύνησον και ίδε ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται. 53 Και απήλθεν έκαστος εις τον οίκον αυτού.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η΄
1 ΙΗΣΟΥΣ δε επορεύθη εις το όρος των ελαιών· όρθρου δε πάλιν παρεγένετο εις το ιερόν, 2 και πας ο λαός ήρχετο προς αυτόν· και καθίσας εδίδασκεν αυτούς. 3 άγουσι δε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι γυναίκα επί μοιχεία κατειλημμένην, και στήσαντες αυτήν εν μέσω 4 λέγουσιν αυτω· διδάσκαλε, αύτη η γυνή κατείληπται επ’ αυτοφώρω μοιχευομένη· 5 και εν τω νόμω ημών Μωϋσής ενετείλατο τας τοιαύτας λιθάζειν. 6 συ ουν τι λέγεις; τούτο δε είπον εκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ’ αυτού. ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην. 7 ως δε επέμενον ερωτώντες αυτόν, ανέκυψε και είπεν αυτοίς· ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν. 8 και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γην. 9 οι δε ακούσαντες εξήρχοντο εις καθ’ εις, αρξάμενοι από των πρεσβυτέρων, και κατελείφθη ο Ιησούς και η γυνή εν μέσω ούσα. 10 ανακύψας δε ο Ιησούς είπεν αυτη· γύναι, που εισιν; ουδείς σε κατέκρινεν; 11 η δε είπεν· ουδείς, Κύριε. είπε δε ο Ιησούς· ουδέ εγώ σε κατακρίνω· πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε.
12 Πάλιν ουν αυτοίς ο Ιησούς ελάλησε λέγων· εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής. 13 είπον ουν αυτω οι Φαρισαίοι· συ περί σεαυτού μαρτυρείς· η μαρτυρία σου ουκ έστιν αληθής. 14 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· καν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, αληθής εστιν η μαρτυρία μου, ότι οίδα πόθεν ήλθον και που υπάγω· υμείς δε ουκ οίδατε πόθεν έρχομαι ή που υπάγω. 15 υμείς κατά την σάρκα κρίνετε· εγώ ου κρίνω ουδένα. 16 και εάν κρίνω δε εγώ, η κρίσις η εμή αληθής εστιν, ότι μόνος ουκ ειμί, αλλ’ εγώ και ο πέμψας με πατήρ. 17 και εν τω νόμω δε τω υμετέρω γέγραπται ότι δύο ανθρώπων η μαρτυρία αληθής εστιν. 18 εγώ ειμι ο μαρτυρών περί εμαυτού, και μαρτυρεί περί εμού ο πέμψας με πατήρ. 19 έλεγον ουν αυτω· που εστιν ο πατήρ σου; απεκρίθη Ιησούς· ούτε εμέ οίδατε ούτε τον πατέρα μου· ει εμέ ήδειτε, και τον πατέρα μου ήδειτε αν. 20 Ταύτα τα ρήματα ελάλησεν ο Ιησούς εν τω γαζοφυλακίω, διδάσκων εν τω ιερω, και ουδείς επίασεν αυτόν, ότι ούπω εληλύθει η ωρα αυτού.
21 Είπεν ουν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς· εγώ υπάγω και ζητήσετέ με, και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε· όπου εγώ υπάγω, υμείς ου δύνασθε ελθείν. 22 έλεγον ουν οι Ιουδαίοι· μήτι αποκτενεί εαυτόν, ότι λέγει, όπου εγώ υπάγω, υμείς ου δύνασθε ελθείν; 23 και είπεν αυτοίς· υμείς εκ των κάτω εστέ, εγώ εκ των άνω ειμί· υμείς εκ του κόσμου τούτου εστέ, εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου. 24 είπον ουν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών· εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. 25 έλεγον ουν αυτω· συ τις ει; και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· την αρχήν ότι και λαλώ υμίν. 26 πολλά έχω περί υμών λαλείν και κρίνειν· αλλ’ ο πέμψας με αληθής εστι, καγώ α ήκουσα παρ’ αυτού, ταύτα λέγω εις τον κόσμον. 27 ουκ έγνωσαν ότι τον πατέρα αυτοίς έλεγεν. 28 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· όταν υψώσητε τον υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι εγώ ειμι, και απ’ εμαυτού ποιώ ουδέν, αλλά καθώς εδίδαξέ με ο πατήρ μου, ταύτα λαλώ. 29 και ο πέμψας με μετ’ εμού εστιν· ουκ αφήκέ με μόνον ο πατήρ, ότι εγώ τα αρεστά αυτω ποιώ πάντοτε. 30 Ταύτα αυτού λαλούντος πολλοί επίστευσαν εις αυτόν.
31 Έλεγεν ουν ο Ιησούς προς τους πεπιστευκότας αυτω Ιουδαίους· εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμω, αληθώς μαθηταί μου εστε, 32 και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. 33 απεκρίθησαν αυτω· σπέρμα Αβραάμ εσμεν και ουδενί δεδουλεύκαμεν πώποτε· Πως συ λέγεις ότι ελεύθεροι γενήσεσθε; 34 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν ότι πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας. 35 ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα· ο υιος μένει εις τον αιώνα. 36 εάν ουν ο υιος υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε. 37 οίδα ότι σπέρμα Αβραάμ εστε· αλλά ζητείτέ με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν. 38 εγώ ό εώρακα παρά τω πατρί μου λαλώ· και υμείς ουν ό εωράκατε παρά τω πατρί υμών ποιείτε. 39 απεκρίθησαν και είπον αυτω· ο πατήρ ημών Αβραάμ εστι. λέγει αυτοίς ο Ιησούς· ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε. 40 νυν δε ζητείτέ με αποκτείναι, άνθρωπον ος την αλήθειαν υμίν λελάληκα, ην ήκουσα παρά του Θεού· τούτο Αβραάμ ουκ εποίησεν. 41 υμείς ποιείτε τα έργα του πατρός υμών. είπον ουν αυτω· ημείς εκ πορνείας ου γεγεννήμεθα· ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν. 42 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· ει ο Θεός πατήρ υμών ην, ηγαπάτε αν εμέ· εγώ γαρ εκ του Θεού εξήλθον και ήκω· ουδέ γαρ απ’ εμαυτού ελήλυθα, αλλ’ εκείνός με απέστειλε. 43 διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε; ότι ου δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν. 44 υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν. εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής και εν τη αληθεία ουχ έστηκεν, ότι ουκ έστιν αλήθεια εν αυτω· όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί, ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού. 45 εγώ δε ότι την αλήθειαν λέγω, ου πιστεύετέ μοι. 46 τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας; ει δε αλήθειαν λέγω, διατί υμείς ου πιστεύετέ μοι; 47 ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει· δια τούτο υμείς ουκ ακούετε, ότι εκ του Θεού ουκ εστέ. 48 απεκρίθησαν ουν οι Ιουδαίοι και είπον αυτω· ου καλώς λέγομεν ημείς ότι Σαμαρείτης ει συ και δαιμόνιον έχεις; 49 απεκρίθη Ιησούς· εγώ δαιμόνιον ουκ έχω, αλλά τιμώ τον πατέρα μου, και υμείς ατιμάζετέ με. 50 εγώ δε ου ζητώ την δόξαν μου· έστιν ο ζητών και κρίνων. 51 αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα. 52 είπον ουν αυτω οι Ιουδαίοι· νυν εγνώκαμεν ότι δαιμόνιον έχεις. Αβραάμ απέθανε και οι προφήται, και συ λέγεις, εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ου μη γεύσηται θανάτου εις τον αιώνα; 53 μη συ μείζων ει του πατρός ημών Αβραάμ, όστις απέθανε; και οι προφήται απέθανον· τίνα σεαυτόν συ ποιείς; 54 απεκρίθη Ιησούς· εάν εγώ δοξάζω εμαυτόν, η δόξα μου ουδέν εστιν· έστιν ο πατήρ μου ο δοξάζων με, ον υμείς λέγετε ότι Θεός υμών εστι, 55 και ουκ εγνώκατε αυτόν· εγώ δε οίδα αυτόν. και εάν είπω ότι ουκ οίδα αυτόν, έσομαι όμοιος υμών ψεύστης· αλλ’ οίδα αυτόν και τον λόγον αυτού τηρώ. 56 Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδε και εχάρη. 57 είπον ουν οι Ιουδαίοι προς αυτόν· πεντήκοντα έτη ούπω έχεις και Αβραάμ εώρακας; 58 είπεν αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν, πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι. 59 ήραν ουν λίθους ίνα βάλωσιν επ’ αυτόν. Ιησούς δε εκρύβη, και εξήλθεν εκ του ιερού διελθών δια μέσου αυτών, και παρήγεν ούτως.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ΄
1 ΚΑΙ παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. 2 και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; 3 απεκρίθη Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτω. 4 εμέ δεί εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν· έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. 5 όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμι του κόσμου. 6 ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού 7 και είπεν αυτω· ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ό ερμηνεύεται απεσταλμένος. απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων.
8 Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον· ουχ ούτός εστιν ο καθήμενος και προσαιτών; 9 άλλοι έλεγον ότι ούτός εστιν· άλλοι δε ότι όμοιος αυτω εστιν. εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμι. 10 έλεγον ουν αυτω· Πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; 11 απεκρίθη εκείνος και είπεν· άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι· ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. 12 είπον ουν αυτω· που εστιν εκείνος; λέγει· ουκ οίδα.
13 Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτε τυφλόν. 14 ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. 15 πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι Πως ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. 16 έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές· ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. άλλοι έλεγον· Πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; και σχίσμα ην εν αυτοίς. 17 λέγουσι τω τυφλω πάλιν· συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. 18 ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος 19 και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· ούτός εστιν ο υιος υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πως ουν άρτι βλέπει; 20 απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον· οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιος ημών και ότι τυφλός εγεννήθη· 21 Πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. 22 ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. 23 δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. 24 εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτω· δος δόξαν τω Θεω· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. 25 απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν· ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. 26 είπον δε αυτω πάλιν· τι εποίησέ σοι; Πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; 27 απεκρίθη αυτοίς· είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; 28 ελοιδόρησαν αυτόν και είπον· συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. 29 ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. 30 απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. 31 οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. 32 εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. 33 ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. 34 απεκρίθησαν και είπον αυτω· εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. 35 Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτω· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; 36 απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; 37 είπε δε αυτω ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνός εστιν. 38 ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτω. 39 και είπεν ο Ιησούς· εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται. 40 και ήκουσαν εκ των Φαρισαίων ταύτα οι όντες μετ’ αυτού, και είπον αυτω· μη και ημείς τυφλοί εσμεν; 41 είπεν αυτοίς ο Ιησούς· ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν· νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η ουν αμαρτία υμών μένει.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι΄
1 ΑΜΗΝ αμήν λέγω υμίν, ο μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής· 2 ο δε εισερχόμενος δια της θύρας ποιμήν εστι των προβάτων. 3 τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά. 4 και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτω ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού· 5 αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν. 6 Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς· εκείνοι δε ουκ έγνωσαν τίνα ην α ελάλει αυτοίς. 7 Είπεν ουν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν ότι εγώ ειμι η θύρα των προβάτων. 8 πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί· αλλ’ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. 9 εγώ ειμι η θύρα· δι’ εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει. 10 ο κλέπτης ουκ έρχεται ει μη ίνα κλέψη και θύση και απολέση· εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν. 11 εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός. ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων· 12 ο μισθωτός δε και ουκ ων ποιμήν, ου ουκ εισί τα πρόβατα ίδια, θεωρεί τον λύκον ερχόμενον και αφίησι τα πρόβατα και φεύγει· και ο λύκος αρπάζει αυτά και σκορπίζει τα πρόβατα. 13 ο δε μισθωτός φεύγει, ότι μισθωτός εστι και ου μέλει αυτω περί των προβάτων. 14 εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών, 15 καθώς γινώσκει με ο πατήρ καγώ γινώσκω τον πατέρα, και την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων. 16 και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης· κακείνά με δεί αγαγείν, και της φωνής μου ακούσουσι, και γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν. 17 δια τούτο ο πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν. 18 ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού· εξουσίαν έχω θείναι αυτήν, και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν· ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του πατρός μου. 19 Σχίσμα ουν πάλιν εγένετο εν τοις Ιουδαίοις δια τους λόγους τούτους. 20 έλεγον δε πολλοί εξ αυτών· δαιμόνιον έχει και μαίνεται· τι αυτού ακούετε; 21 άλλοι έλεγον· ταύτα τα ρήματα ουκ έστι δαιμονιζομένου· μη δαιμόνιον δύναται τυφλών οφθαλμούς ανοίγειν;
22 Εγένετο δε τα εγκαίνια εν τοις Ιεροσολύμοις, και χειμών ην· 23 και περιεπάτει ο Ιησούς εν τω ιερω εν τη στοά του Σολομώντος. 24 εκύκλωσαν ουν αυτόν οι Ιουδαίοι και έλεγον αυτω· έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις; ει συ ει ο Χριστός, ειπέ ημίν παρρησία. 25 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· είπον υμίν, και ου πιστεύετε· τα έργα α εγώ ποιώ εν τω ονόματι του πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού· 26 αλλ’ υμείς ου πιστεύετε· ου γαρ εστε εκ των προβάτων των εμών, καθώς είπον υμίν. 27 τα πρόβατα τα εμά της φωνής μου ακούει, καγώ γινώσκω αυτά, και ακολουθούσί μοι, 28 καγώ ζωήν αιώνιον δίδωμι αυτοίς, και ου μη απόλωνται εις τον αιώνα, και ουχ αρπάσει τις αυτά εκ της χειρός μου. 29 ο πατήρ μου, ος δέδωκέ μοι, μείζων πάντων εστί, και ουδείς δύναται αρπάζειν εκ της χειρός του πατρός μου. 30 εγώ και ο πατήρ εν εσμεν. 31 Εβάστασαν ουν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν. 32 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· πολλά καλά έργα έδειξα υμίν εκ του πατρός μου· δια ποίον αυτών έργον λιθάζετέ με; 33 απεκρίθησαν αυτω οι Ιουδαίοι λέγοντες· περί καλού έργου ου λιθάζομέν σε, αλλά περί βλασφημίας, και ότι συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν Θεόν. 34 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· ουκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, εγώ είπα, θεοί εστε; 35 ει εκείνους είπε θεούς, προς ους ο λόγος του Θεού εγένετο, και ου δύναται λυθήναι η γραφή, 36 ον ο πατήρ ηγίασε και απέστειλεν εις τον κόσμον, υμείς λέγετε ότι βλασφημείς, ότι είπον, υιος του Θεού ειμι; 37 ει ου ποιώ τα έργα του πατρός μου, μη πιστεύετέ μοι· 38 ει δε ποιώ, καν εμοί μη πιστεύητε, τοις έργοις πιστεύσατε, ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο πατήρ καγώ εν αυτω. 39 Εζήτουν ουν πάλιν πιάσαι αυτόν· και εξήλθεν εκ της χειρός αυτών.
40 Και απήλθε πάλιν πέραν του Ιορδάνου, εις τον τόπον όπου ην Ιωάννης το πρώτον βαπτίζων, και έμεινεν εκεί. 41 και πολλοί ήλθον προς αυτόν και έλεγον ότι Ιωάννης μεν σημείον εποίησεν ουδέν, πάντα δε όσα είπεν Ιωάννης περί τούτου, αληθή ην. 42 και επίστευσαν πολλοί εκεί εις αυτόν.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΑ΄
1 ΗΝ δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. 2 ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει. 3 απέστειλαν ουν αι αδελφαί προς αυτόν λέγουσαι· Κύριε, ίδε ον φιλείς ασθενεί. 4 ακούσας δε ο Ιησούς είπεν· αύτη η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιος του Θεού δι’ αυτής. 5 ηγάπα δε ο Ιησούς την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον. 6 ως ουν ήκουσεν ότι ασθενεί, τότε μεν έμεινεν εν ω ην τόπω δύο ημέρας· 7 έπειτα μετά τούτο λέγει τοις μαθηταίς· άγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αυτω οι μαθηταί· ραββί, νυν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί; 9 απεκρίθη Ιησούς· ουχί δώδεκά εισιν ώραι της ημέρας; εάν τις περιπατη εν τη ημέρα, ου προσκόπτει, ότι το φως του κόσμου τούτου βλέπει· 10 εάν δε τις περιπατη εν τη νυκτί, προσκόπτει, ότι το φως ουκ έστιν εν αυτω. 11 ταύτα είπε, και μετά τούτο λέγει αυτοίς· Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται· αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν. 12 είπον ουν οι μαθηταί αυτού· Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού· εκείνοι δε έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει. 14 τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία· Λάζαρος απέθανε, 15 και χαίρω δι’ υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί· αλλ’ άγωμεν προς αυτόν. 16 είπεν ουν Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος τοις συμμαθηταίς· άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ’ αυτού.
17 Ελθών ουν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας ήδη έχοντα εν τω μνημείω. 18 ην δε η Βηθανία εγγύς των Ιεροσολύμων ως από σταδίων δεκαπέντε, 19 και πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν ίνα παραμυθήσωνται αυτάς περί του αδελφού αυτών. 20 η ουν Μάρθα ως ήκουσεν ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτω· Μαρία δε εν τω οίκω εκαθέζετο. 21 είπεν ουν η Μάρθα προς τον Ιησούν· Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. 22 αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός. 23 λέγει αυτη ο Ιησούς· αναστήσεται ο αδελφός σου. 24 λέγει αυτω Μάρθα· οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα. 25 είπεν αυτη ο Ιησούς· εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. 26 ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. πιστεύεις τούτο; 27 λέγει αυτω· ναί, Κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι συ ει ο Χριστός ο υιος του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος. 28 και ταύτα ειπούσα απήλθε και εφώνησε Μαρίαν την αδελφήν αυτής λάθρα ειπούσα· ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε. 29 εκείνη ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς αυτόν. 30 ούπω δε εληλύθει ο Ιησούς εις την κώμην, αλλ’ ην εν τω τόπω όπου υπήντησεν αυτω η Μάρθα. 31 οι ουν Ιουδαίοι οι όντες μετ’ αυτής εν τη οικία και παραμυθούμενοι αυτήν, ιδόντες την Μαρίαν ότι ταχέως ανέστη και εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτη, λέγοντες ότι υπάγει εις το μνημείον ίνα κλαύση εκεί. 32 η ουν Μαρία ως ήλθεν όπου ην ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν έπεσε αυτού εις τους πόδας λέγουσα αυτω· Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός. 33 Ιησούς ουν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας αυτη Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν, 34 και είπε· που τεθείκατε αυτόν; 35 λέγουσιν αυτω· Κύριε, έρχου και ίδε. εδάκρυσεν ο Ιησούς. 36 έλεγον ουν οι Ιουδαίοι· ίδε Πως εφίλει αυτόν· 37 τινές δε εξ αυτών είπον· ουκ ηδύνατο ούτος, ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού, ποιήσαι ίνα και ούτος μη αποθάνη; 38 Ιησούς ουν, πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτω, έρχεται εις το μνημείον· ην δε σπήλαιον, και λίθος επέκειτο επ’ αυτω. 39 λέγει ο Ιησούς· άρατε τον λίθον. λέγει αυτω η αδελφή του τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ήδη όζει· τεταρταίος γαρ εστι. 40 λέγει αυτη ο Ιησούς· ουκ είπόν σοι ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού; 41 ήραν ουν τον λίθον ου ην ο τεθνηκώς κείμενος. ο δε Ιησούς ήρε τους οφθαλμούς άνω και είπε· πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. 42 εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις· αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας. 43 και ταύτα ειπών φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. 44 και εξήλθεν ο τεθνηκώς δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις, και η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο. λέγει αυτοίς ο Ιησούς· λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν.
45 Πολλοί ουν εκ των Ιουδαίων, οι ελθόντες προς την Μαρίαν και θεασάμενοι α εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν. 46 τινές δε εξ αυτών απήλθον προς τους Φαρισαίους και είπον αυτοίς α εποίησεν ο Ιησούς. 47 συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συνέδριον και έλεγον· τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; 48 εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. 49 εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· υμείς ουκ οίδατε ουδέν, 50 ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται. 51 τούτο δε αφ’ εαυτού ουκ είπεν, αλλά αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς αποθνήσκειν υπέρ του έθνους, 52 και ουχ υπέρ του έθνους μόνον, αλλ’ ίνα και τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν. 53 απ’ εκείνης ουν της ημέρας συνεβουλεύσαντο ίνα αποκτείνωσιν αυτόν. 54 Ιησούς ουν ουκέτι παρρησία περιεπάτει εν τοις Ιουδαίοις, αλλά απήλθεν εκείθεν εις την χώραν εγγύς της ερήμου, εις Εφραίμ λεγομένην πόλιν, κακεί διέτριβε μετά των μαθητών αυτού. 55 ην δε εγγύς το πάσχα των Ιουδαίων, και ανέβησαν πολλοί εις Ιεροσόλυμα εκ της χώρας προ του πάσχα ίνα αγνίσωσιν εαυτούς. 56 εζήτουν ουν τον Ιησούν και έλεγον μετ’ αλλήλων εν τω ιερω εστηκότες· τι δοκεί υμίν, ότι ου μη έλθη εις την εορτήν; 57 δεδώκεισαν δε και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εντολήν ίνα εάν τις γνω που εστι, μηνύση, όπως πιάσωσιν αυτόν.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ΄
1 Ο ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. 2 εποίησαν ουν αυτω δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτω. 3 η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. 4 λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι· 5 διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; 6 είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτω, αλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. 7 είπεν ουν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. 8 τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. 9 Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστι, και ήλθον ου δια τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. 10 εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, 11 ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.
12 Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, 13 έλαβον τα βαϊα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτω, και έκραζον· ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ. 14 ευρών δε ο Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό, καθώς εστι γεγραμμένον· 15 μη φοβού, θύγατερ Σιών· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου. 16 Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, αλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτω γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτω. 17 Εμαρτύρει ουν ο όχλος ο ων μετ’ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. 18 δια τούτο και υπήντησεν αυτω ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον. 19 οι ουν Φαρισαίοι είπον προς εαυτούς· θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν; ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν.
20 Ήσαν δε τινες΄Ελληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτη. 21 ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και ηρώτων αυτόν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. 22 έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού· 23 ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων· ελήλυθεν η ωρα ίνα δοξασθή ο υιος του ανθρώπου. 24 αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει. 25 ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν. 26 εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται· και εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο πατήρ. 27 Νυν η ψυχή μου τετάρακται, και τι είπω; πάτερ, σώσον με εκ της ωρας ταύτης. αλλά δια τούτο ήλθον εις την ωραν ταύτην. 28 πάτερ, δόξασόν σου το όνομα. ήλθεν ουν φωνή εκ του ουρανού· και εδόξασα και πάλιν δοξάσω. 29 ο ουν όχλος ο εστώς και ακούσας έλεγε βροντήν γεγονέναι· άλλοι έλεγον· άγγελος αυτω λελάληκεν. 30 απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν· ου δι’ εμέ αύτη η φωνή γέγονεν, αλλά δι’ υμάς. 31 νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω· 32 καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν. 33 τούτο δε έλεγε σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. 34 απεκρίθη αυτω ο όχλος· ημείς ηκούσαμεν εκ του νόμου ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα, και Πως συ λέγεις, δεί υψωθήναι τον υιόν του ανθρώπου; τις εστιν ούτος ο υιος του ανθρώπου; 35 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· έτι μικρόν χρόνον το φως μεθ’ υμών εστι· περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη· και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδε που υπάγει. 36 έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, και απελθών εκρύβη απ’ αυτών.
37 Τοσαύτα δε αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν, 38 ίνα ο λόγος Ησαϊου του προφήτου πληρωθή ον είπε· Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; 39 δια τούτο ουκ ηδύναντο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν Ησαϊας· 40 τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς. 41 ταύτα είπεν Ησαϊας ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού. 42 όμως μέντοι και εκ των αρχόντων πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, αλλά δια τους Φαρισαίους ουχ ωμολόγουν, ίνα μη αποσυνάγωγοι γένωνται· 43 ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού. 44 Ιησούς δε έκραξε και είπεν· ο πιστεύων εις εμέ ου πιστεύει εις εμέ, αλλ’ εις τον πέμψαντά με, 45 και ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με. 46 εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη. 47 και εάν τις μου ακούση των ρημάτων και μη πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν· ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον. 48 ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν· ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα· 49 ότι εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι είπω και τι λαλήσω· 50 και οίδα ότι η εντολή αυτού ζωή αιώνιός εστιν. α ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλώ.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΓ΄
1 ΠΡΟ δε της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ωρα ίνα μεταβή εκ του κόσμου τούτου προς τον πατέρα, αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς. 2 και δείπνου γενομένου, του διαβόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παραδω, 3 ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα δέδωκεν αυτω ο πατήρ εις τας χείρας, και ότι από Θεού εξήλθε και προς τον Θεόν υπάγει, 4 εγείρεται εκ του δείπνου και τίθησι τα ιμάτια, και λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν. 5 είτα βάλλει ύδωρ εις τον νιπτήρα, και ήρξατο νίπτειν τους πόδας των μαθητών και εκμάσσειν τω λεντίω ω ην διεζωσμένος. 6 έρχεται ουν προς Σίμωνα Πέτρον, και λέγει αυτω εκείνος· Κύριε, συ μου νίπτεις τους πόδας; 7 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτω· ό εγώ ποιώ, συ ουκ οίδας άρτι, γνώση δε μετά ταύτα. 8 λέγει αυτω Πέτρος· ου μη νίψης τους πόδας μου εις τον αιώνα. απεκρίθη αυτω ο Ιησούς· εάν μη νίψω σε, ουκ έχεις μέρος μετ’ εμού. 9 λέγει αυτω Σίμων Πέτρος· Κύριε, μη τους πόδας μου μόνον, αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν. 10 λέγει αυτω ο Ιησούς· ο λελουμένος ου χρείαν έχει ή τους πόδας νίψασθαι, αλλ’ έστι καθαρός όλος· και υμείς καθαροί εστε, αλλ’ ουχί πάντες. 11 ήδει γαρ τον παραδιδόντα αυτόν· δια τούτο είπεν· ουχί πάντες καθαροί εστε.
12 Οτε ουν ένιψε τους πόδας αυτών και έλαβε τα ιμάτια αυτού, αναπεσών πάλιν είπεν αυτοίς· γινώσκετε τι πεποίηκα υμίν; 13 υμείς φωνείτέ με, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος, και καλώς λέγετε· ειμί γαρ. 14 ει ουν εγώ ένιψα υμών τους πόδας, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας. 15 υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε· 16 αμήν αμήν λέγω υμίν, ουκ έστι δούλος μείζων του κυρίου αυτού, ουδέ απόστολος μείζων του πέμψαντος αυτόν. 17 ει ταύτα οίδατε, μακάριοί εστε εάν ποιήτε αυτά. 18 ου περί πάντων υμών λέγω· εγώ οίδα ους εξελεξάμην· αλλ’ ίνα η γραφή πληρωθή, ο τρώγων μετ’ εμού τον άρτον επήρεν επ’ εμέ την πτέρναν αυτού. 19 απ’ άρτι λέγω υμίν προ του γενέσθαι, ίνα όταν γένηται πιστεύσητε ότι εγώ ειμι. 20 αμήν αμήν λέγω υμίν, ο λαμβάνων εάν τινα πέμψω, εμέ λαμβάνει, ο δε εμέ λαμβάνων λαμβάνει τον πέμψαντά με. 21 Ταύτα ειπών ο Ιησούς εταράχθη τω πνεύματι, και εμαρτύρησε και είπεν· αμήν αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με. 22 έβλεπον ουν εις αλλήλους οι μαθηταί, απορούμενοι περί τίνος λέγει. 23 ην δε ανακείμενος εις εκ των μαθητών αυτού εν τω κόλπω του Ιησού, ον ηγάπα ο Ιησούς· 24 νεύει ουν τούτω Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τις αν είη περί ου λέγει. 25 επιπεσών δε εκείνος επί το στήθος του Ιησού λέγει αυτω· Κύριε, τις εστιν; 26 αποκρίνεται ο Ιησούς· εκείνός εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω. και εμβάψας το ψωμίον δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτη. 27 και μετά το ψωμίον τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς. λέγει ουν αυτω ο Ιησούς· ό ποιείς, ποίησον τάχιον. 28 τούτο δε ουδείς έγνω των ανακειμένων προς τι είπεν αυτω· 29 τινές γαρ εδόκουν, επεί το γλωσσόκομον είχεν ο Ιούδας, ότι λέγει αυτω ο Ιησούς, αγόρασον ων χρείαν έχομεν εις την εορτήν, ή τοις πτωχοίς ίνα τι δώ. 30 λαβών ουν το ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθεν· ην δε νύξ.
31 Οτε ουν εξήλθε, λέγει ο Ιησούς· νυν εδοξάσθη ο υιος του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτω. 32 ει ο Θεός εδοξάσθη εν αυτω, και ο Θεός δοξάσει αυτόν εν εαυτω, και ευθύς δοξάσει αυτόν. 33 τεκνία, έτι μικρόν μεθ’ υμών ειμι. ζητήσετέ με, και καθώς είπον τοις Ιουδαίοις ότι όπου υπάγω εγώ, υμείς ου δύνασθε ελθείν, και υμίν λέγω άρτι. 34 εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. 35 εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις. 36 λέγει αυτω Σίμων Πέτρος· Κύριε, που υπάγεις; απεκρίθη αυτω ο Ιησούς· όπου εγώ υπάγω, ου δύνασαί μοι νυν ακολουθήσαι, ύστερον δε ακολουθήσεις μοι. 37 λέγει αυτω ο Πέτρος· Κύριε, διατί ου δύναμαί σοι ακολουθήσαι άρτι; την ψυχήν μου υπέρ σου θήσω. 38 απεκρίθη αυτω ο Ιησούς· την ψυχήν σου υπέρ εμού θήσεις! αμήν αμήν λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει έως ου απαρνήση με τρίς.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΔ΄
1 ΜΗ ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε. 2 εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν· ει δε μη, είπον αν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν· 3 και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε. 4 και όπου εγώ υπάγω οίδατε, και την οδόν οίδατε. 5 Λέγει αυτω Θωμάς· Κύριε, ουκ οίδαμεν που υπάγεις· και Πως δυνάμεθα την οδόν ειδέναι; 6 λέγει αυτω ο Ιησούς· εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού. 7 ει εγνώκειτέ με, και τον πατέρα μου εγνώκειτε αν. και απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν και εωράκατε αυτόν. 8 Λέγει αυτω Φίλιππος· Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. 9 λέγει αυτω ο Ιησούς· τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα· και Πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; 10 ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ· ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. 11 πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί· ει δε μη, δια τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι. 12 αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει, ότι εγώ προς τον πατέρα μου πορεύομαι, 13 και ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υιω. 14 εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω.
15 Εάν αγαπάτέ με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε, 16 και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, 17 το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό· υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν έσται. 18 ουκ αφήσω υμάς ορφανούς· έρχομαι προς υμάς. 19 έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτέ με, ότι εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε. 20 εν εκείνη τη ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν. 21 ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτω εμαυτόν. 22 Λέγει αυτω Ιούδας, ουχ ο Ισκαριώτης· Κύριε, και τι γέγονεν ότι ημίν μέλλεις εμφανίζειν σεαυτόν και ουχί τω κόσμω; 23 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτω· εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτω ποιήσομεν. 24 ο μη αγαπών με τους λόγους μου ου τηρεί· και ο λόγος ον ακούετε ουκ έστιν εμός, αλλά του πέμψαντός με πατρός.
25 Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων· 26 ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν. 27 Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν. μη ταρασσέσθω υμών η καρδία μηδέ δειλιάτω. 28 ηκούσατε ότι εγώ είπον υμίν, υπάγω και έρχομαι προς υμάς· ει ηγαπάτέ με, εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι προς τον πατέρα· ότι ο πατήρ μου μείζων μου εστι· 29 και νυν είρηκα υμίν πριν γενέσθαι, ίνα όταν γένηται πιστεύσητε. 30 ουκέτι πολλά λαλήσω μεθ’ υμών· έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν· 31 αλλ’ ίνα γνω ο κόσμος ότι αγαπώ τον πατέρα, και καθώς ενετείλατό μοι ο πατήρ, ούτω ποιώ. εγείρεσθε άγωμεν εντεύθεν.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΕ΄
1 ΕΓΩ ειμι η άμπελος η αληθινή, και ο πατήρ μου ο γεωργός εστι. 2 παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη. 3 ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον ον λελάληκα υμίν. 4 μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν. καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε. 5 εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα. ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτω, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν. 6 εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται. 7 εάν μείνητε εν εμοί και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη, ό εάν θέλητε αιτήσασθε, και γενήσεται υμίν. 8 εν τούτω εδοξάσθη ο πατήρ μου, ίνα καρπόν πολύν φέρητε, και γενήσεσθε εμοί μαθηταί. 9 καθώς ηγάπησέ με ο πατήρ, καγώ ηγάπησα υμάς· μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. 10 εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ τας εντολάς του πατρός μου τετήρηκα και μένω αυτού εν τη αγάπη. 11 Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή. 12 αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. 13 μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού. 14 υμείς φίλοι μου εστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. 15 ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν. 16 ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη, ίνα ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν. 17 ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους.
18 Ει ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκετε ότι εμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν. 19 ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει· ότι δε εκ του κόσμου ουκ εστέ, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ο κόσμος. 20 μνημονεύετε του λόγου ου εγώ είπον υμίν· ουκ έστι δούλος μείζων του κυρίου αυτού. ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν· ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσιν. 21 αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν δια το όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τον πέμψαντά με. 22 ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον· νυν δε πρόφασιν ουκ έχουσι περί της αμαρτίας αυτών. 23 ο εμέ μισών και τον πατέρα μου μισεί. 24 ει τα έργα μη εποίησα εν αυτοίς α ουδείς άλλος πεποίηκεν, αμαρτίαν ουκ είχον· νυν δε και εωράκασι και μεμισήκασι και εμέ και τον πατέρα μου. 25 αλλ’ ίνα πληρωθή ο λόγος ο γεγραμμένος εν τω νόμω αυτών, ότι εμίσησάν με δωρεάν. 26 όταν δε έλθη ο παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού· 27 και υμείς δε μαρτυρείτε, ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστε.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΣΤ΄
1 ΤΑΥΤΑ λελάληκα υμίν ίνα μη σκανδαλισθήτε. 2 αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς· αλλ’ έρχεται ωρα ίνα πας ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεω. 3 και ταύτα ποιήσουσιν, ότι ουκ έγνωσαν τον πατέρα ουδέ εμέ. 4 αλλά ταύτα λελάληκα υμίν ίνα όταν έλθη η ωρα, μνημονεύητε αυτών ότι εγώ είπον υμίν. ταύτα δε υμίν εξ αρχής ουκ είπον, ότι μεθ’ υμών ήμην. 5 νυν δε υπάγω προς τον πέμψαντά με, και ουδείς εξ υμών ερωτά με που υπάγεις! 6 αλλ’ ότι ταύτα λελάληκα υμίν, η λύπη πεπλήρωκεν υμών την καρδίαν. 7 αλλ’ εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν· συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς· εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς· 8 και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. 9 περί αμαρτίας μεν, ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ· 10 περί δικαιοσύνης δε, ότι προς τον πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτέ με· 11 περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται. 12 Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. 13 όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν· ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. 14 εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. 15 πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι· δια τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. 16 μικρόν και ου θεωρείτέ με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον πατέρα. 17 Είπον ουν εκ των μαθητών αυτού προς αλλήλους· τι εστι τούτο ό λέγει ημίν, μικρόν και ου θεωρείτέ με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, και ότι εγώ υπάγω προς τον πατέρα; 18 έλεγον ουν· τούτο τι εστιν ό λέγει το μικρόν; ουκ οίδαμεν τι λαλεί. 19 έγνω ουν ο Ιησούς ότι ήθελον αυτόν ερωτάν, και είπεν αυτοίς· περί τούτου ζητείτε μετ’ αλλήλων ότι είπον, μικρόν και ου θεωρείτέ με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με; 20 αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται· 21 η γυνή όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ωρα αυτής· όταν δε γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. 22 και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών. 23 και εν εκείνη τη ημέρα εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν· αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δώσει υμίν. 24 έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου· αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών ή πεπληρωμένη. 25 Ταύτα εν παροιμίαις λελάληκα υμίν· αλλ’ έρχεται ωρα ότε ουκέτι εν παροιμίαις λαλήσω υμίν, αλλά παρρησία περί του πατρός αναγγελώ υμίν. 26 εν εκείνη τη ημέρα εν τω ονόματί μου αιτήσεσθε· και ου λέγω υμίν ότι εγώ ερωτήσω τον πατέρα περί υμών· 27 αυτός γαρ ο πατήρ φιλεί υμάς, ότι υμείς εμέ πεφιλήκατε, και πεπιστεύκατε ότι εγώ παρά του Θεού εξήλθον. 28 εξήλθον παρά του πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον· πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον πατέρα. 29 Λέγουσιν αυτω οι μαθηταί αυτού· ίδε νυν παρρησία λαλείς, και παροιμίαν ουδεμίαν λέγεις. 30 νυν οίδαμεν ότι οίδας πάντα και ου χρείαν έχεις ίνα τις σε ερωτά. εν τούτω πιστεύομεν ότι από Θεού εξήλθες. 31 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· άρτι πιστεύετε· 32 ιδού έρχεται ωρα, και νυν ελήλυθεν, ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε· και ουκ ειμί μόνος, ότι ο πατήρ μετ’ εμού εστι. 33 ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ΄
1 ΤΑΥΤΑ ελάλησεν ο Ιησούς, και επήρε τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε· πάτερ, ελήλυθεν η ωρα· δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιος σου δοξάση σε, 2 καθώς έδωκας αυτω εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα παν ό δέδωκας αυτω δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. 3 αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν. 4 εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα ό δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω· 5 και νυν δόξασόν με συ, πάτερ, παρά σεαυτω τη δόξη ή είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί. 6 Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου. σοί ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. 7 νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστιν· 8 ότι τα ρήματα α δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας. 9 Εγώ περί αυτών ερωτώ· ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι, ότι σοί εισι, 10 και τα εμά πάντα σά εστι και τα σά εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. 11 και ουκέτι ειμί εν τω κόσμω, και ούτοι εν τω κόσμω εισί, και εγώ προς σε έρχομαι. πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς. 12 ότε ήμην μετ’ αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματί σου· ους δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιος της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. 13 νυν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς. 14 εγώ δέδωκα αυτοίς τον λόγον σου, και ο κόσμος εμίσησεν αυτούς, ότι ουκ εισίν εκ του κόσμου, καθώς εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου. 15 ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού. 16 εκ του κόσμου ουκ εισί, καθώς εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί. 17 αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου· ο λόγος ο σός αλήθειά εστι. 18 καθώς εμέ απέστειλας εις τον κόσμον, καγώ απέστειλα αυτούς εις τον κόσμον. 19 και υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία. 20 Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ, 21 ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας. 22 και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμεν, 23 εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. 24 πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου. 25 πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος σε ουκ έγνω, εγώ δε σε έγνων, και ούτοι έγνωσαν ότι συ με απέστειλας· 26 και εγνώρισα αυτοίς το όνομά σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ην ηγάπησάς με εν αυτοίς ή, καγώ εν αυτοίς.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΗ΄
1 ΤΑΥΤΑ ειπών ο Ιησούς εξήλθε συν τοις μαθηταίς αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων, όπου ην κήπος, εις ον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί αυτού. 2 ήδει δε και Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν τον τόπον, ότι πολλάκις συνήχθη και ο Ιησούς εκεί μετά των μαθητών αυτού. 3 ο ουν Ιούδας λαβών την σπείραν και εκ των αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας έρχεται εκεί μετά φανών και λαμπάδων και όπλων. 4 Ιησούς ουν ειδώς πάντα τα ερχόμενα επ’ αυτόν, εξελθών είπεν αυτοίς· τίνα ζητείτε; 5 απεκρίθησαν αυτω· Ιησούν τον Ναζωραίον. λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εγώ ειμι. ειστήκει δε και Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν μετ’ αυτών. 6 ως ουν είπεν αυτοίς ότι εγώ ειμι, απήλθον εις τα οπίσω και έπεσον χαμαί. 7 πάλιν ουν αυτούς επηρώτησε· τίνα ζητείτε; οι δε είπον· Ιησούν τον Ναζωραίον. 8 απεκρίθη Ιησούς· είπον υμίν ότι εγώ ειμι. ει ουν εμέ ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν· 9 ίνα πληρωθή ο λόγος ον είπεν, ότι ους δέδωκάς μοι, ουκ απώλεσα εξ αυτών ουδένα. 10 Σίμων ουν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, και έπαισε τον του αρχιερέως δούλον και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν· ην δε όνομα τω δούλω Μάλχος. 11 είπεν ουν ο Ιησούς τω Πέτρω· βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το ποτήριον ό δέδωκέ μοι ο πατήρ, ου μη πίω αυτό;
12 Η ουν σπείρα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέται των Ιουδαίων συνέλαβον τον Ιησούν και έδησαν αυτόν, 13 και απήγαγον αυτόν προς Άνναν πρώτον· ην γαρ πενθερός του Καϊάφα, ος ην αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου. 14 ην δε Καϊάφας ο συμβουλεύσας τοις Ιουδαίοις ότι συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού. 15’Ηκολούθει δε τω Ιησού Σίμων Πέτρος και ο άλλος μαθητής. ο δε μαθητής εκείνος ην γνωστός τω αρχιερεί, και συνεισήλθε τω Ιησού εις την αυλήν του αρχιερέως· 16 ο δε Πέτρος ειστήκει προς τη θύρα έξω. εξήλθεν ουν ο μαθητής ο άλλος, ος ην γνωστός τω αρχιερεί, και είπε τη θυρωρω, και εισήγαγε τον Πέτρον. 17 λέγει ουν η παιδίσκη η θυρωρός τω Πέτρω· μη και συ εκ των μαθητών ει του ανθρώπου τούτου; λέγει εκείνος· ουκ ειμί. 18 ειστήκεισαν δε οι δούλοι και οι υπηρέται ανθρακιάν πεποιηκότες, ότι ψύχος ην, και εθερμαίνοντο· ην δε μετ’ αυτών ο Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος. 19 Ο ουν αρχιερεύς ηρώτησε τον Ιησούν περί των μαθητών αυτού και περί της διδαχής αυτού. 20 απεκρίθη αυτω ο Ιησούς· εγώ παρρησία ελάλησα τω κόσμω· εγώ πάντοτε εδίδαξα εν συναγωγή και εν τω ιερω, όπου πάντοτε οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και εν κρυπτω ελάλησα ουδέν. 21 τι με επερωτάς; επερώτησον τους ακηκοότας τι ελάλησα αυτοίς· ίδε ούτοι οίδασιν α είπον εγώ. 22 ταύτα δε αυτού ειπόντος εις των υπηρετών παρεστηκώς έδωκε ράπισμα τω Ιησού ειπών· ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί; 23 απεκρίθη αυτω ο Ιησούς· ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· ει δε καλώς, τι με δέρεις; 24 απέστειλεν αυτόν ο Άννας δεδεμένον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα. 25 Ην δε Σίμων Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος. είπον ουν αυτω· μη και συ εκ των μαθητών αυτού ει; 26 ηρνήσατο ουν εκείνος και είπεν· ουκ ειμί. λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως, συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον· ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ’ αυτού; 27 πάλιν ουν ηρνήσατο ο Πέτρος, και ευθέως αλέκτωρ εφώνησεν.
28 Άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον· ην δε πρωϊ· και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον, ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το πάσχα. 29 εξήλθεν ουν ο Πιλάτος προς αυτούς και είπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου; 30 απεκρίθησαν και είπον αυτω· ει μη ην ούτος κακοποιός, ουκ αν σοι παρεδώκαμεν αυτόν. 31 είπεν ουν αυτοίς ο Πιλάτος· λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν. είπον ουν αυτω οι Ιουδαίοι· ημίν ουκ έξεστιν αποκτείναι ουδένα· 32 ίνα ο λόγος του Ιησού πληρωθή ον είπε σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. 33 Εισήλθεν ουν εις το πραιτώριον πάλιν ο Πιλάτος και εφώνησε τον Ιησούν και είπεν αυτω· συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; 34 απεκρίθη αυτω ο Ιησούς· αφ’ εαυτού συ τούτο λέγεις ή άλλοι σοι είπον περί εμού; 35 απεκρίθη ο Πιλάτος· μήτι εγώ Ιουδαίός ειμι; το έθνος το σόν και οι αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί· τι εποίησας; 36 απεκρίθη Ιησούς· η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου· ει εκ του κόσμου τούτου ην η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται αν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μη παραδοθώ τοις Ιουδαίοις· νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν. 37 είπεν ουν αυτω ο Πιλάτος· ουκούν βασιλεύς ει συ; απεκρίθη Ιησούς· συ λέγεις ότι βασιλεύς ειμι εγώ. εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία. πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. 38 λέγει αυτω ο Πιλάτος· τι εστιν αλήθεια; και τούτο ειπών πάλιν εξήλθε προς τους Ιουδαίους και λέγει αυτοίς· εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτω· 39 έστι δε συνήθεια υμίν ίνα ένα υμίν απολύσω εν τω πάσχα· βούλεσθε ουν υμίν απολύσω τον βασιλέα των Ιουδαίων; 40 εκραύγασαν ουν πάλιν πάντες λέγοντες· μη τούτον, αλλά τον Βαραββάν. ην δε ο Βαραββάς ληστής.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ΄
1 ΤΟΤΕ ουν έλαβεν ο Πιλάτος τον Ιησούν και εμαστίγωσε. 2 και οι στρατιώται πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν αυτού τη κεφαλή, και ιμάτιον πορφυρούν περιέβαλον αυτόν 3 και έλεγον· χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων· και εδίδουν αυτω ραπίσματα. 4 εξήλθεν ουν πάλιν έξω ο Πιλάτος και λέγει αυτοίς· ίδε άγω υμίν αυτόν έξω, ίνα γνώτε ότι εν αυτω ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω. 5 εξήλθεν ουν ο Ιησούς έξω φορών τον ακάνθινον στέφανον και το πορφυρούν ιμάτιον, 6 και λέγει αυτοίς· ίδε ο άνθρωπος. ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε· εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτω αιτίαν. 7 απεκρίθησαν αυτω οι Ιουδαίοι· ημείς νόμον έχομεν, και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν. 8 Οτε ουν ήκουσεν ο Πιλάτος τούτον τον λόγον, μάλλον εφοβήθη, 9 και εισήλθεν εις το πραιτώριον πάλιν και λέγει τω Ιησού· πόθεν ει συ; ο δε Ιησούς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτω. 10 λέγει ουν αυτω ο Πιλάτος· εμοί ου λαλείς; ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε και εξουσίαν έχω απολύσαί σε; 11 απεκρίθη Ιησούς· ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν· δια τούτο ο παραδιδούς με σοι μείζονα αμαρτίαν έχει. 12 εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν· οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες· εάν τούτον απολύσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι. 13 ο ουν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον ήγαγεν έξω τον Ιησούν, και εκάθισεν επί του βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, εβραϊστί δε Γαββαθά· 14 ην δε παρασκευή του πάσχα, ωρα δε ωσεί έκτη· και λέγει τοις Ιουδαίοις· ίδε ο βασιλεύς υμών. 15 οι δε εκραύγασαν· άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· τον βασιλέα υμών σταυρώσω; απεκρίθησαν οι αρχιερείς· ουκ έχομεν βασιλέα ει μη Καίσαρα. 16 τότε ουν παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή.
17 Παρέλαβον δε τον Ιησούν και ήγαγον· και βαστάζων τον σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον, ος λέγεται εβραϊστί Γολγοθά, 18 όπου αυτόν εσταύρωσαν, και μετ’ αυτού άλλους δύο εντεύθεν και εντεύθεν, μέσον δε τον Ιησούν. 19 έγραψε δε και τίτλον ο Πιλάτος και έθηκεν επί του σταυρού· ην δε γεγραμμένον· Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 20 τούτον ουν τον τίτλον πολλοί ανέγνωσαν των Ιουδαίων, ότι εγγύς ην της πόλεως ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς· και ην γεγραμμένον εβραϊστί, ελληνιστί, ρωμαϊστί. 21 έλεγον ουν τω Πιλάτω οι αρχιερείς των Ιουδαίων· μη γράφε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ’ ότι εκείνος είπε, βασιλεύς ειμι των Ιουδαίων. 22 απεκρίθη ο Πιλάτος· ό γέγραφα, γέγραφα.
23 Οι ουν στρατιώται ότε εσταύρωσαν τον Ιησούν, έλαβον τα ιμάτια αυτού και εποίησαν τέσσαρα μέρη, εκάστω στρατιώτη μέρος, και τον χιτώνα· ην δε ο χιτών άρραφος, εκ των άνωθεν υφαντός δι’ όλου. 24 είπον ουν προς αλλήλους· μη σχίσωμεν αυτόν, αλλά λάχωμεν περί αυτού τίνος έσται· ίνα η γραφή πληρωθή η λέγουσα· διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. 25 Οι μεν ουν στρατιώται ταύτα εποίησαν. ειστήκεισαν δε παρά τω σταυρω του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ιησούς ουν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού· γύναι, ίδε ο υιος σου. 27 είτα λέγει τω μαθητη· ιδού η μήτηρ σου. και απ’ εκείνης της ωρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια. 28 Μετά τούτο ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή η γραφή, λέγει· διψώ. 29 σκεύος ουν έκειτο όξους μεστόν· οι δε πλήσαντες σπόγγον όξους και υσσώπω περιθέντες προσήνεγκαν αυτού τω στόματι. 30 ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε, τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα.
31 Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί παρασκευή ην· ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου· ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν. 32 ήλθον ουν οι στρατιώται, και του μεν πρώτου κατέαξαν τα σκέλη και του άλλου του συσταυρωθέντος αυτω· 33 επί δε τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, 34 αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ. 35 και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε. 36 εγένετο γαρ ταύτα, ίνα η γραφή πληρωθή, οστούν ου συντριβήσεται αυτού. 37 και πάλιν ετέρα γραφή λέγει· όψονται εις ον εξεκέντησαν.
38 Μετά δε ταύτα ηρώτησε τον Πιλάτον Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ων μαθητής του Ιησού, κεκρυμμένος δε δια τον φόβον των Ιουδαίων, ίνα άρη το σώμα του Ιησού· και επέτρεψεν ο Πιλάτος. ήλθεν ουν και ήρε το σώμα του Ιησού. 39 ήλθε δε και Νικόδημος ο ελθών προς τον Ιησούν νυκτός το πρώτον, φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν. 40 έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν. 41 ην δε εν τω τόπω όπου εσταυρώθη κήπος, και εν τω κήπω μνημείον καινόν, εν ω ουδέπω ουδείς ετέθη· 42 εκεί ουν δια την παρασκευήν των Ιουδαίων, ότι εγγύς ην το μνημείον, έθηκαν τον Ιησούν.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ΄
1 Τ… δε μια των σαββάτων Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωϊ σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον, και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου. 2 τρέχει ουν και έρχεται προς Σίμωνα Πέτρον και προς τον άλλον μαθητήν ον εφίλει ο Ιησούς, και λέγει αυτοίς· ήραν τον Κύριον εκ του μνημείου, και ουκ οίδαμεν που έθηκαν αυτόν. 3 εξήλθεν ουν ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και ήρχοντο εις το μνημείον. 4 έτρεχον δε οι δύο ομού· και ο άλλος μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου και ήλθε πρώτος εις το μνημείον, 5 και παρακύψας βλέπει κείμενα τα οθόνια, ου μέντοι εισήλθεν. 6 έρχεται ουν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτω, και εισήλθεν εις το μνημείον και θεωρεί τα οθόνια κείμενα, 7 και το σουδάριον, ό ην επί της κεφαλής αυτού, ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον. 8 τότε ουν εισήλθε και ο άλλος μαθητής ο ελθών πρώτος εις το μνημείον, και είδε και επίστευσεν· 9 ουδέπω γαρ ήδεισαν την γραφήν ότι δεί αυτόν εκ νεκρών αναστήναι. 10 απήλθον ουν πάλιν προς εαυτούς οι μαθηταί. 11 Μαρία δε ειστήκει προς τω μνημείω κλαίουσα έξω. 12 ως ουν έκλαιε, παρέκυψεν εις το μνημείον και θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους, ένα προς τη κεφαλή και ένα προς τοις ποσίν, όπου έκειτο το σώμα του Ιησού. 13 και λέγουσιν αυτη εκείνοι· γύναι, τι κλαίεις; λέγει αυτοίς· ότι ήραν τον Κύριόν μου, και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν. 14 και ταύτα ειπούσα εστράφη εις τα οπίσω, και θεωρεί τον Ιησούν εστώτα, και ουκ ήδει ότι Ιησούς εστι. 15 λέγει αυτη ο Ιησούς· γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς; εκείνη δοκούσα ότι ο κηπουρός εστι, λέγει αυτω· κύριε, ει συ εβάστασας αυτόν, ειπέ μοι που έθηκας αυτόν, καγώ αυτόν αρώ. 16 λέγει αυτη ο Ιησούς· Μαρία. στραφείσα εκείνη λέγει αυτω· ραββουνί, ό λέγεται, διδάσκαλε. 17 λέγει αυτη ο Ιησούς· μη μου άπτου· ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου· πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς· αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών. 18 έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλλουσα τοις μαθηταίς ότι εώρακε τον Κύριον, και ταύτα είπεν αυτη.
19 Ούσης ουν οψίας τη ημέρα εκείνη τη μια των σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν. 20 και τούτο ειπών έδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν αυτού. εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον. 21 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν· ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. 22 και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· 23 αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται. 24 Θωμάς δε εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ’ αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. 25 έλεγον ουν αυτω οι άλλοι μαθηταί· εωράκαμεν τον Κύριον. ο δε είπεν αυτοίς· εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. 26 Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ’ αυτών. έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· ειρήνη υμίν. 27 είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός. 28 και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτω· ο Κύριός μου και ο Θεός μου. 29 λέγει αυτω ο Ιησούς· ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες.
30 Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω· 31 ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο υιος του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ΄
1 ΜΕΤΑ ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς τοις μαθηταίς επί της θαλάσσης της Τιβεριάδος· εφανέρωσε δε ούτως. 2 ήσαν ομού Σίμων Πέτρος, και Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος, και Ναθαναήλ ο από Κανά της Γαλιλαίας, και οι του Ζεβεδαίου, και άλλοι εκ των μαθητών αυτού δύο. 3 λέγει αυτοίς Σίμων Πέτρος· υπάγω αλιεύειν. λέγουσιν αυτω· ερχόμεθα και ημείς συν σοί. εξήλθον και ενέβησαν εις το πλοίον ευθύς, και εν εκείνη τη νυκτί επίασαν ουδέν. 4 πρωϊας δε ήδη γενομένης έστη ο Ιησούς εις τον αιγιαλόν· ου μέντοι ήδεισαν οι μαθηταί ότι Ιησούς εστι. 5 λέγει ουν αυτοίς ο Ιησούς· παιδία, μη τι προσφάγιον έχετε; απεκρίθησαν αυτω· ου. 6 ο δε είπεν αυτοίς· βάλετε εις τα δεξιά μέρη του πλοίου το δίκτυον, και ευρήσετε. έβαλον ουν, και ουκέτι αυτό ελκύσαι ίσχυσαν από του πλήθους των ιχθύων. 7 λέγει ουν ο μαθητής εκείνος, ον ηγάπα ο Ιησούς, τω Πέτρω· ο Κύριός εστι. Σίμων ουν Πέτρος ακούσας ότι ο Κύριός εστι, τον επενδύτην διεζώσατο· ην γαρ γυμνός· και έβαλεν εαυτόν εις την θάλασσαν· 8 οι δε άλλοι μαθηταί τω πλοιαρίω ήλθον· ου γαρ ήσαν μακράν από της γης, αλλ’ ως από πηχών διακοσίων· σύροντες το δίκτυον των ιχθύων. 9 ως ουν απέβησαν εις την γην, βλέπουσιν ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και άρτον. 10 λέγει αυτοίς ο Ιησούς· ενέγκατε από των οψαρίων ων επιάσατε νυν. 11 ανέβη Σίμων Πέτρος και είλκυσε το δίκτυον επί της γης, μεστόν ιχθύων μεγάλων εκατόν πεντήκοντα τριών· και τοσούτων όντων ουκ εσχίσθη το δίκτυον. 12 λέγει αυτοίς ο Ιησούς· δεύτε αριστήσατε. ουδείς δε ετόλμα των μαθητών εξετάσαι αυτόν συ τις ει, ειδότες ότι ο Κύριός εστιν. 13 έρχεται ουν ο Ιησούς και λαμβάνει τον άρτον και δίδωσιν αυτοίς και το οψάριον ομοίως. 14 Τούτο ήδη τρίτον εφανερώθη ο Ιησούς τοις μαθηταίς αυτού εγερθείς εκ νεκρών.
15 Οτε ουν ηρίστησαν, λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτω· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτω· βόσκε τα αρνία μου. 16 λέγει αυτω πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτω· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτω· ποίμαινε τα πρόβατά μου. 17 λέγει αυτω το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτω το τρίτον, φιλείς με, και είπεν αυτω· Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτω ο Ιησούς· βόσκε τα πρόβατά μου. 18 αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ης νεώτερος, εζώννυες σεαυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες· όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείράς σου, και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις. 19 τούτο δε είπε σημαίνων ποίω θανάτω δοξάσει τον Θεόν. και τούτο ειπών λέγει αυτω· ακολούθει μοι. 20 επιστραφείς δε ο Πέτρος βλέπει τον μαθητήν ον ηγάπα ο Ιησούς ακολουθούντα, ος και ανέπεσεν εν τω δείπνω επί το στήθος αυτού και είπε· Κύριε, τις εστιν ο παραδιδούς σε; 21 τούτον ιδών ο Πέτρος λέγει τω Ιησού· Κύριε, ούτος δε τι; 22 λέγει αυτω ο Ιησούς· εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; συ ακολούθει μοι. 23 εξήλθεν ουν ο λόγος ούτος εις τους αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει· και ουκ είπεν αυτω ο Ιησούς ότι ουκ αποθνήσκει, αλλ’ εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;
24 Ούτός εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού. 25 έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. αμήν.
——————————————————-
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
1 ΤΟΝ μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, ω Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν, 2 άχρι ης ημέρας εντειλάμενος τοις αποστόλοις δια Πνεύματος Αγίου ους εξελέξατο ανελήφθη· 3 οίς και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού. 4 και συναλιζόμενος παρήγγειλεν αυτοίς από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός ην ηκούσατέ μου· 5 ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας. 6 οι μεν ουν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες· Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ; 7 είπε δε προς αυτούς· ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, 8 αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης. 9 και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών. 10 και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, 11 οί και είπον· άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν. 12 Τότε υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ από όρους του καλουμένου ελαιώνος, ό έστιν εγγύς Ιερουσαλήμ, σαββάτου έχον οδόν. 13 και ότε εισήλθον, ανέβησαν εις το υπερωον ου ήσαν καταμένοντες, ό τε Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας, Φίλιππος και Θωμάς, Βαρθολομαίος και Ματθαίος, Ιάκωβος Αλφαίου και Σίμων ο Ζηλωτής και Ιούδας Ιακώβου. 14 ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού.
15 Και εν ταις ημέραις ταύταις αναστάς Πέτρος εν μέσω των μαθητών είπεν· ην τε όχλος ονομάτων επί το αυτό ως εκατόν είκοσιν· 16 άνδρες αδελφοί, έδει πληρωθήναι την γραφήν ταύτην ην προείπε το Πνεύμα το Άγιον δια στόματος Δαυϊδ περί Ιούδα του γενομένου οδηγού τοις συλλαβούσι τον Ιησούν, 17 ότι κατηριθμημένος ην συν ημίν και έλαχε τον κλήρον της διακονίας ταύτης. 18 ούτος μεν ουν εκτήσατο χωρίον εκ μισθού της αδικίας, και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάχνα αυτού· 19 και γνωστόν εγένετο πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ, ωστε κληθήναι το χωρίον εκείνο τη ιδία διαλέκτω αυτών Ακελδαμά, τουτέστιν χωρίον αίματος. 20 γέγραπται γαρ εν βίβλω ψαλμών· γενηθήτω η έπαυλις αυτού έρημος και μη έστω ο κατοικών εν αυτη· και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. 21 δεί ουν των συνελθόντων ημίν ανδρών εν παντί χρόνω εν ω εισήλθε και εξήλθε εφ’ ημάς ο Κύριος Ιησούς, 22 αρξάμενος από του βαπτίσματος Ιωάννου έως της ημέρας ης ανελήφθη αφ’ ημών, μάρτυρα της αναστάσεως αυτού γενέσθαι συν ημίν ένα τούτων. 23 Και έστησαν δύο, Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαββάν, ος επεκλήθη Ιούστος, και Ματθίαν, 24 και προσευξάμενοι είπον· συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων, ανάδειξον ον εξελέξω εκ τούτων των δύο ένα, 25 λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής, εξ ης παρέβη Ιούδας πορευθήναι εις τον τόπον τον ίδιον. 26 και έδωκαν κλήρους αυτών, και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν, και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β΄
1 ΚΑΙ εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό. 2 και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ωσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι· 3 και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, 4 και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι. 5 Ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν· 6 γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών. 7 εξίσταντο δε πάντες και εθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους· ουκ ιδού πάντες ούτοί εισιν οι λαλούντες Γαλιλαίοι; 8 και Πως ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν ή εγεννήθημεν, 9 Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, 10 Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοί τε και προσήλυτοι, 11 Κρήτες και Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού; 12 εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες· τι αν θέλοι τούτο είναι; 13 έτεροι δε χλευάζοντες έλεγον ότι γλεύκους μεμεστωμένοι εισί.
14 Σταθείς δε Πέτρος συν τοις ένδεκα επήρε την φωνήν αυτού και απεφθέγξατο αυτοίς· άνδρες Ιουδαίοι και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ άπαντες, τούτο υμίν γνωστόν έστω και ενωτίσασθε τα ρήματά μου. 15 ου γαρ, ως υμείς υπολαμβάνετε, ούτοι μεθύουσιν· έστι γαρ ωρα τρίτη της ημέρας· 16 αλλά τούτό εστι το ειρημένον δια του προφήτου Ιωήλ· 17 και έσται εν ταις εσχάταις ημέραις, λέγει ο Θεός, εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται· 18 και γε επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις εκχεώ από του πνεύματός μου, και προφητεύσουσι. 19 και δώσω τέρατα εν τω ουρανω άνω και σημεία επί της γης κάτω, αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού· 20 ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος και η σελήνη εις αίμα πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή. 21 και έσται πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται. 22 Άνδρες Ισραηλίται, ακούσατε τους λόγους τούτους. Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα από του Θεού αποδεδειγμένον εις υμάς δυνάμεσι και τέρασι και σημείοις οίς εποίησε δι’ αυτού ο Θεός εν μέσω υμών, καθώς και αυτοί οίδατε, 23 τούτον τη ωρισμένη βουλή και προγνώσει του Θεού έκδοτον λαβόντες, δια χειρών ανόμων προσπήξαντες ανείλετε· 24 ον ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού. 25 Δαυϊδ γαρ λέγει εις αυτόν· προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. 26 δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου, έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, 27 ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδου ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 28 εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου. 29 Άδρες αδελφοί, εξόν ειπείν μετά παρρησίας προς υμάς περί του πατριάρχου Δαυϊδ ότι και ετελεύτησε και ετάφη και το μνήμα αυτού εστιν εν ημίν άχρι της ημέρας ταύτης. 30 προφήτης ουν υπάρχων, και ειδώς ότι όρκω ώμοσεν αυτω ο Θεός εκ καρπού της οσφύος αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου αυτού, 31 προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν. 32 τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμεν μάρτυρες. 33 τη δεξιά ουν του Θεού υψωθείς, την τε επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος λαβών παρά του πατρός, εξέχεε τούτο ό νυν υμείς βλέπετε και ακούετε. 34 ου γαρ Δαυϊδ ανέβη εις τους ουρανούς, λέγει δε αυτός· είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου 35 έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. 36 ασφαλώς ουν γινωσκέτω πας οίκος Ισραήλ ότι και Κύριον και Χριστόν αυτόν ο Θεός εποίησε, τούτον τον Ιησούν ον υμείς εσταυρώσατε.
37 Ακούσαντες δε κατενύγησαν τη καρδία, είπόν τε προς τον Πέτρον και τους λοιπούς αποστόλους· τι ποιήσομεν, άνδρες αδελφοί; 38 Πέτρος δε έφη προς αυτούς· μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. 39 υμίν γαρ εστιν η επαγγελία και τοις τέκνοις υμών και πάσι τοις εις μακράν, όσους αν προσκαλέσηται Κύριος ο Θεός ημών. 40 ετέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρετο και παρεκάλει λέγων· σώθητε από της γενεάς της σκολιάς ταύτης. 41 οι μεν ουν ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν, και προσετέθησαν τη ημέρα εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι. 42 ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς. 43 Εγένετο δε πάση ψυχή φόβος, πολλά τε τέρατα και σημεία δια των αποστόλων εγίνετο. 44 πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά, 45 και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε· 46 καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ιερω, κλώντές τε κατ’ οίκον άρτον. μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας, 47 αινούντες τον Θεόν και έχοντες χάριν προς όλον τον λαόν. ο δε Κύριος προσετίθει τους σωζομένους καθ’ ημέραν τη εκκλησία.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Γ΄
1 ΕΠΙ το αυτό δε Πέτρος και Ιωάννης ανέβαινον εις το ιερόν επί την ωραν της προσευχής την ενάτην. 2 και τις ανήρ χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού υπάρχων εβαστάζετο, ον ετίθουν καθ’ ημέραν προς την θύραν του ιερού την λεγομένην ωραίαν του αιτείν ελεημοσύνην παρά των εισπορευομένων εις το ιερόν· 3 ος ιδών Πέτρον και Ιωάννην μέλλοντας εισιέναι εις το ιερόν ηρώτα ελεημοσύνην. 4 ατενίσας δε Πέτρος εις αυτόν συν τω Ιωάννη είπε· βλέψον εις ημάς. 5 ο δε επείχεν αυτοίς προσδοκών τι παρ’ αυτών λαβείν. 6 είπε δε Πέτρος· αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι· ό δε έχω τούτό σοι δίδωμι· εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει. 7 και πιάσας αυτόν της δεξιάς χειρός ήγειρε· παραχρήμα δε εστερεώθησαν αυτού αι βάσεις και τα σφυρά, 8 και εξαλλόμενος έστη και περιεπάτει, και εισήλθε συν αυτοίς εις το ιερόν περιπατών και αλλόμενος και αινών τον Θεόν. 9 και είδεν αυτόν πας ο λαός περιπατούντα και αινούντα τον Θεόν· 10 επεγίνωσκόν τε αυτόν ότι ούτος ην ο προς την ελεημοσύνην καθήμενος επί τη ωραία πύλη του ιερού, και επλήσθησαν θάμβους και εκστάσεως επί τω συμβεβηκότι αυτω. 11 Κρατούντος δε του ιαθέντος χωλού τον Πέτρον και Ιωάννην συνέδραμε προς αυτούς πας ο λαός επί τη στοά τη καλουμένη Σολομώντος έκθαμβοι. 12 ιδών δε Πέτρος απεκρίνατο προς τον λαόν· άνδρες Ισραηλίται, τι θαυμάζετε επί τούτω, ή ημίν τι ατενίζετε ως ιδία δυνάμει ή ευσεβεία πεποιηκόσι του περιπατείν αυτόν; 13 ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων ημών, εδόξασε τον παίδα αυτού Ιησούν· ον υμείς μεν παρεδώκατε και ηρνήσασθε αυτόν κατά πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος εκείνου απολύειν· 14 υμείς δε τον άγιον και δίκαιον ηρνήσασθε, και ητήσασθε άνδρα φονέα χαρισθήναι υμίν, 15 τον δε αρχηγόν της ζωής απεκτείνατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, ου ημείς μάρτυρές εσμεν. 16 και επί τη πίστει του ονόματος αυτού τούτον, ον θεωρείτε και οίδατε, εστερέωσε το όνομα αυτού, και η πίστις η δι’ αυτού έδωκεν αυτω την ολοκληρίαν ταύτην απέναντι πάντων υμών. 17 και νυν, αδελφοί, οίδα ότι κατά άγνοιαν επράξατε, ωσπερ και οι άρχοντες υμών· 18 ο δε Θεός α προκατήγγειλε δια στόματος πάντων των προφητών αυτού παθείν τον Χριστόν, επλήρωσεν ούτω. 19 μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας, 20 όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου του Κυρίου και αποστείλη τον προκεχειρισμένον υμίν Χριστόν Ιησούν, 21 ον δεί ουρανόν μεν δέξασθαι άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ων ελάλησεν ο Θεός δια στόματος πάντων αγίων αυτού προφητών απ’ αιώνος. 22 Μωϋσής μεν γαρ προς τους πατέρας είπεν ότι προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός υμών εκ των αδελφών υμών ως εμέ· αυτού ακούσεσθε κατά πάντα όσα αν λαλήση προς υμάς. 23 έσται δε πάσα ψυχή, ήτις εάν μη ακούση του προφήτου εκείνου, εξολοθρευθήσεται εκ του λαού. 24 και πάντες δε οι προφήται από Σαμουήλ και των καθεξής όσοι ελάλησαν, και κατήγγειλαν τας ημέρας ταύτας. 25 υμείς εστε υιοί των προφητών και της διαθήκης ης διέθετο ο Θεός προς τους πατέρας ημών, λέγων προς Αβραάμ· και εν τω σπέρματί σου ενευλογηθήσονται πάσαι αι πατριαί της γης. 26 υμίν πρώτον ο Θεός αναστήσας τον παίδα αυτού Ιησούν απέστειλεν αυτόν ευλογούντα υμάς εν τω αποστρέφειν έκαστον από των πονηριών υμών.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Δ΄
1 ΛΑΛΟΥΝΤΩΝ δε αυτών προς τον λαόν επέστησαν αυτοίς οι ιερείς και ο στρατηγός του ιερού και οι Σαδδουκαίοι, 2 διαπονούμενοι δια το διδάσκειν αυτούς τον λαόν και καταγγέλλειν εν τω Ιησού την ανάστασιν των νεκρών· 3 και επέβαλον αυτοίς τας χείρας και έθεντο εις τήρησιν εις την αύριον· ην γαρ εσπέρα ήδη. 4 πολλοί δε των ακουσάντων τον λόγον επίστευσαν, και εγενήθη ο αριθμός των ανδρών ωσεί χιλιάδες πέντε. 5 Εγένετο δε επί την αύριον συναχθήναι αυτών τους άρχοντας και τους πρεσβυτέρους και γραμματείς εις Ιερουσαλήμ, 6 και Άνναν τον αρχιερέα και Καϊάφαν και Ιωάννην και Αλέξανδρον και όσοι ήσαν εκ γένους αρχιερατικού, 7 και στήσαντες αυτούς εν τω μέσω επυνθάνοντο· εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι εποιήσατε τούτο υμείς; 8 τότε Πέτρος πλησθείς Πνεύματος Αγίου είπε προς αυτούς· άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ, 9 ει ημείς σήμερον ανακρινόμεθα επί ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, εν τίνι ούτος σέσωσται, 10 γνωστόν έστω πάσιν υμίν και παντί τω λαω Ισραήλ ότι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, ον υμείς εσταυρώσατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής. 11 ούτός εστιν ο λίθος ο εξουθενηθείς υφ’ υμών των οικοδομούντων, ο γενόμενος εις κεφαλήν γωνίας. 12 και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δεί σωθήναι ημάς.
13 Θεωρούντες δε την του Πέτρου παρρησίαν και Ιωάννου, και καταλαβόμενοι ότι άνθρωποι αγράμματοί εισι και ιδιώται, εθαύμαζον, επεγίνωσκόν τε αυτούς ότι συν τω Ιησού ήσαν, 14 τον δε άνθρωπον βλέποντες συν αυτοίς εστώτα τον τεθεραπευμένον, ουδέν είχον αντειπείν. 15 κελεύσαντες δε αυτούς έξω του συνεδρίου απελθείν, συνέβαλλον προς αλλήλους 16 λέγοντες· τι ποιήσομεν τοις ανθρώποις τούτοις; ότι μεν γαρ γνωστόν σημείον γέγονε δι’ αυτών, πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ φανερόν και ου δυνάμεθα αρνήσασθαι· 17 αλλ’ ίνα μη επί πλείον διανεμηθή εις τον λαόν, απειλή απειλησώμεθα αυτοίς μηκέτι λαλείν επί τω ονόματι τούτω μηδενί ανθρώπων. 18 και καλέσαντες αυτούς παρήγγειλαν αυτοίς το καθόλου μη φθέγγεσθαι μηδέ διδάσκειν επί τω ονόματι του Ιησού. 19 ο δε Πέτρος και Ιωάννης αποκριθέντες προς αυτούς είπον· ει δίκαιόν εστιν ενώπιον του Θεού υμών ακούειν μάλλον ή του Θεού κρίνατε. 20 ου δυνάμεθα γαρ ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν. 21 οι δε προσαπειλησάμενοι απέλυσαν αυτούς, μηδέν ευρίσκοντες το Πως κολάσονται αυτούς, δια τον λαόν. ότι πάντες εδόξαζον τον Θεόν επί τω γεγονότι· 22 ετών γαρ ην πλειόνων τεσσαράκοντα ο άνθρωπος εφ’ ον εγεγόνει το σημείον τούτο της ιάσεως.
23 Απολυθέντες δε ήλθον προς τους ιδίους και απήγγειλαν όσα προς αυτούς οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι είπον. 24 οι δε ακούσαντες ομοθυμαδόν ήραν φωνήν προς τον Θεόν και είπον· Δέσποτα, συ ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς, 25 ο δια στόματος Δαυϊδ παιδός σου ειπών· ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; 26 παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού. 27 συνήχθησαν γαρ επ’ αληθείας επί τον άγιον παίδά σου Ιησούν, ον έχρισας, Ηρώδης τε και Πόντιος Πιλάτος συν έθνεσι και λαοίς Ισραήλ, 28 ποιήσαι όσα η χείρ σου και η βουλή σου προώρισε γενέσθαι. 29 και τα νυν, Κύριε, έπιδε επί τας απειλάς αυτών, και δος τοις δούλοις σου μετά παρρησίας πάσης λαλείν τον λόγον σου 30 εν τω την χείρά σου εκτείνειν σε εις ίασιν και σημεία και τέρατα γίνεσθαι δια του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού. 31 και δεηθέντων αυτών εσαλεύθη ο τόπος εν ω ήσαν συνηγμένοι, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ελάλουν τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας.
32 Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτω έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά. 33 και μεγάλη δυνάμει απεδίδουν το μαρτύριον οι απόστολοι της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού χάρις τε μεγάλη ην επί πάντας αυτούς. 34 ουδέ γαρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς· όσοι γαρ κτήτορες χωρίων ή οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων και ετίθουν παρά τους πόδας των αποστόλων· 35 διεδίδετο δε εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν. 36 Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας υπό των αποστόλων, ό έστι μεθερμηνευόμενον υιος παρακλήσεως, Λευϊτης, Κύπριος τω γένει, 37 υπάρχοντος αυτω αγρού, πωλήσας ήνεγκε το χρήμα και έθηκε παρά τους πόδας των αποστόλων.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ε΄
1 ΑΝΗΡ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυτού επώλησε κτήμα 2 και ενοσφίσατο από της τιμής, συνειδυίας και της γυναικός αυτού, και ενέγκας μέρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκεν. 3 είπε δε Πέτρος· Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το Άγιον και νοσφίσασθαι από της τιμής του χωρίου; 4 ουχί μένον σοι έμενε και πραθέν εν τη σή εξουσία υπήρχε; τι ότι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεω. 5 ακούων δε ο Ανανίας τους λόγους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγένετο φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα. 6 αναστάντες δε οι νεώτεροι συνέστειλαν αυτόν και εξενέγκαντες έθαψαν. 7 Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυτού, μη ειδυία το γεγονός, εισήλθεν. 8 απεκρίθη δε αυτη ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει τοσούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε· ναί, τοσούτου. 9 ο δε Πέτρος είπε προς αυτήν· τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πόδες των θαψάντων τον άνδρα σου επί τη θύρα και εξοίσουσί σε. 10 έπεσε δε παραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν· εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκράν, και εξενέγκαντες έθαψαν προς τον άνδρα αυτής. 11 και εγένετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκκλησίαν και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.
12 Δια δε των χειρών των αποστόλων εγίνετο σημεία και τέρατα εν τω λαω πολλά· και ήσαν ομοθυμαδόν άπαντες εν τη στοά Σολομώντος· 13 των δε λοιπών ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς, αλλ’ εμεγάλυνεν αυτούς ο λαός· 14 μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών τε και γυναικών, 15 ωστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τιθέναι επί κλινών και κραβάττων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση τινί αυτών. 16 συνήρχετο δε και το πλήθος των πέριξ πόλεων εις Ιερουσαλήμ φέροντες ασθενείς και οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων, οίτινες εθεραπεύοντο άπαντες.
17 Αναστάς δε ο αρχιερεύς και πάντες οι συν αυτω, η ούσα αίρεσις των Σαδδουκαίων, επλήσθησαν ζήλου 18 και επέβαλον τας χείρας αυτών επί τους αποστόλους, και έθεντο αυτούς εν τηρήσει δημοσία. 19 άγγελος δε Κυρίου δια της νυκτός ήνοιξε τας θύρας της φυλακής, εξαγαγών τε αυτούς είπε· 20 πορεύεσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερω τω λαω πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης. 21 ακούσαντες δε εισήλθον υπό τον όρθρον εις το ιερόν και εδίδασκον. παραγενόμενος δε ο αρχιερεύς και οι συν αυτω συνεκάλεσαν το συνέδριον και πάσαν την γερουσίαν των υιών Ισραήλ. και απέστειλαν εις το δεσμωτήριον αχθήναι αυτούς. 22 οι δε υπηρέται παραγενόμενοι ουχ εύρον αυτούς εν τη φυλακή, αναστρέψαντες δε απήγγειλαν 23 λέγοντες ότι το μεν δεσμωτήριον εύρομεν κεκλεισμένον εν πάση ασφαλεία και τους φύλακας εστώτας προ των θυρών, ανοίξαντες δε έσω ουδένα εύρομεν. 24 ως δε ήκουσαν τους λόγους τούτους ό τε ιερεύς και ο στρατηγός του ιερού και οι αρχιερείς, διηπόρουν περί αυτών τι αν γένοιτο τούτο. 25 παραγενόμενος δε τις απήγγειλεν αυτοίς ότι ιδού οι άνδρες, ους έθεσθε εν τη φυλακή, εισίν εν τω ιερω εστώτες και διδάσκοντες τον λαόν. 26 τότε απελθών ο στρατηγός συν τοις υπηρέταις ήγαγεν αυτούς ου μετά βίας· εφοβούντο γαρ τον λαόν, ίνα μη λιθασθώσιν· 27 αγαγόντες δε αυτούς έστησαν εν τω συνεδρίω. και επηρώτησεν αυτούς ο αρχιερεύς 28 λέγων· ου παραγγελία παρηγγείλαμεν υμίν μη διδάσκειν επί τω ονόματι τούτω; και ιδού πεπληρώκατε την Ιερουσαλήμ της διδαχής υμών, και βούλεσθε επαγαγείν εφ’ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου. 29 αποκριθείς δε Πέτρος και οι απόστολοι είπον· πειθαρχείν δεί Θεω μάλλον ή ανθρώποις. 30 ο Θεός των πατέρων ημών ήγειρεν Ιησούν, ον υμείς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες επί ξύλου· 31 τούτον ο Θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσε τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν τω Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών. 32 και ημείς εσμεν αυτού μάρτυρες των ρημάτων τούτων, και το Πνεύμα δε το Άγιον ό έδωκεν ο Θεός τοις πειθαρχούσιν αυτω. 33 οι δε ακούσαντες διεπρίοντο και εβουλεύοντο ανελείν αυτούς. 34 Αναστάς δε τις εν τω συνεδρίω Φαρισαίος ονόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντί τω λαω, εκέλευσεν έξω βραχύ τι τους αποστόλους ποιήσαι, 35 είπέ τε προς αυτούς· άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε εαυτοίς επί τοις ανθρώποις τούτοις τι μέλλετε πράσσειν. 36 προ γαρ τούτων των ημερών ανέστη Θευδάς, λέγων είναί τινα εαυτόν, ω προσεκλίθη αριθμός ανδρών ωσεί τετρακοσίων· ος ανηρέθη, και πάντες όσοι επείθοντο αυτω διελύθησαν και εγένοντο εις ουδέν. 37 μετά τούτον ανέστη Ιούδας ο Γαλιλαίος εν ταις ημέραις της απογραφής και απέστησε λαόν ικανόν οπίσω αυτού· κακείνος απώλετο, και πάντες όσοι επείθοντο αυτω διεσκορπίσθησαν. 38 και τα νυν λέγω υμίν, απόστητε από των ανθρώπων τούτων και εάσατε αυτούς· ότι εάν ή εξ ανθρώπων η βουλή αύτη ή το έργον τούτο, καταλυθήσεται· 39 ει δε εκ Θεού εστιν, ου δύνασθε καταλύσαι αυτό, μη ποτε και θεομάχοι ευρεθήτε. 40 επείσθησαν δε αυτω, και προσκαλεσάμενοι τους αποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μη λαλείν επί τω ονόματι του Ιησού, και απέλυσαν αυτούς. 41 οι μεν ουν επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι· 42 πάσαν τε ημέραν εν τω ιερω και κατ’ οίκον ουκ επαύοντο διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι Ιησούν τον Χριστόν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤ΄
1 ΕΝ δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών. 2 προσκαλεσάμενοι δε οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών είπον· ουκ αρεστόν εστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις. 3 επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης· 4 ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν. 5 και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους· και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και Πρόχορον και Νικάνορα και Τίμωνα και Παρμενάν και Νικόλαον προσήλυτον Αντιοχέα, 6 ους έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας. 7 και ο λόγος του Θεού ηύξανε, και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλήμ σφόδρα, πολύς τε όχλος των Ιουδαίων υπήκουον τη πίστει.
8 Στέφανος δε πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαω 9 ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγής της λεγομένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητούντες τω Στεφάνω, 10 και ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει. 11 τότε υπέβαλον άνδρας λέγοντας ότι ακηκόαμεν αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωϋσήν και τον Θεόν· 12 συνεκίνησάν τε τον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, και επιστάντες συνήρπασαν αυτόν και ήγαγον εις το συνέδριον, 13 έστησάν τε μάρτυρας ψευδείς λέγοντας· ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου και του νόμου· 14 ακηκόαμεν γαρ αυτού λέγοντος ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη α παρέδωκεν ημίν Μωϋσής. 15 και ατενίσαντες εις αυτόν άπαντες οι καθεζόμενοι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ΄
1 ΕΙΠΕ δε ο αρχιερεύς· ει άρα ταύτα ούτως έχει; 2 ο δε έφη· άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. ο Θεός της δόξης ώφθη τω πατρί ημών Αβραάμ όντι εν τη Μεσοποταμία, πριν ή κατοικήσαι αυτόν εν Χαρράν, 3 και είπε προς αυτόν· έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω. 4 τότε εξελθών εκ γης Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν. κακείθεν μετά το αποθανείν τον πατέρα αυτού μετώκησεν αυτόν εις την γην ταύτην εις ην υμείς νυν κατοικείτε· 5 και ουκ έδωκεν αυτω κληρονομίαν εν αυτη ουδέ βήμα ποδός, και επηγγείλατο δούναι αυτω εις κατάσχεσιν αυτήν και τω σπέρματι αυτού μετ’ αυτόν, ουκ όντος τέκνου. 6 ελάλησε δε ούτως ο Θεός, ότι έσται το σπέρμα αυτού πάροικον εν γη αλλοτρία, και δουλώσουσιν αυτό και κακώσουσιν έτη τετρακόσια· 7 και το έθνος ω εάν δουλεύσωσι κρινώ εγώ, είπεν ο Θεός· και μετά ταύτα εξελεύσονται και λατρεύσουσί μοι εν τω τόπω τούτω. 8 και έδωκεν αυτω διαθήκην περιτομής· και ούτως εγέννησε τον Ισαάκ και περιέτεμεν αυτόν τη ημέρα τη ογδόη, και ο Ισαάκ τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας. 9 Και οι πατριάρχαι ζηλώσαντες τον Ιωσήφ απέδοντο εις Αίγυπτον. 10 και ην ο Θεός μετ’ αυτού, και εξείλετο αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού, και έδωκεν αυτω χάριν και σοφίαν εναντίον Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου, και κατέστησεν αυτόν ηγούμενον επ’ Αίγυπτον και όλον τον οίκον αυτού. 11 ήλθε δε λιμός εφ’ όλην την γην Αιγύπτου και Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και ουχ εύρισκον χορτάσματα οι πατέρες ημών. 12 ακούσας δε Ιακώβ όντα σίτα εν Αιγύπτω εξαπέστειλε τους πατέρας ημών πρώτον· 13 και εν τω δευτέρω ανεγνωρίσθη Ιωσήφ τοις αδελφοίς αυτού και φανερόν εγένετο τω Φαραώ το γένος του Ιωσήφ. 14 αποστείλας δε Ιωσήφ μετεκαλέσατο τον πατέρα αυτού Ιακώβ και πάσαν την συγγένειαν αυτού εν ψυχαίς εβδομήκοντα πέντε. 15 κατέβη δε Ιακώβ εις Αίγυπτον και ετελεύτησεν αυτός και οι πατέρες ημών, 16 και μετετέθησαν εις Συμέχ και ετέθησαν εν τω μνήματι ω ωνήσατο Αβραάμ τιμής αργυρίου παρά των υιών Εμμόρ του Συχέμ. 17 Καθώς δε ήγγιζεν ο χρόνος της επαγγελίας ην ώμοσεν ο Θεός τω Αβραάμ, ηύξησεν ο λαός και επληθύνθη εν Αιγύπτω, 18 άχρις ου ανέστη βασιλεύς έτερος, ος ουκ ήδει τον Ιωσήφ. 19 ούτος κατασοφισάμενος το γένος ημών εκάκωσε τους πατέρας ημών του ποιείν έκθετα τα βρέφη αυτών, εις το μη ζωογονείσθαι· 20 εν ω καιρω εγεννήθη Μωϋσής, και ην αστείος τω Θεω· ος ανετράφη μήνας τρεις εν τω οίκω του πατρός αυτού. 21 εκτεθέντα δε αυτόν ανείλετο αυτό η θυγάτηρ Φαραώ και ανεθρέψατο αυτόν εαυτη εις υιόν. 22 και επαιδεύθη Μωϋσής πάση σοφία Αιγυπτίων, ην δε δυνατός εν λόγοις και εν έργοις. 23 Ως δε επληρούτο αυτω τεσσαρακονταετής χρόνος, ανέβη εις την καρδίαν αυτού επισκέψασθαι τους αδελφούς αυτού τους υιούς Ισραήλ. 24 και ιδών τινα αδικούμενον ημύνατο, και εποιήσατο εκδίκησιν τω καταπονουμένω πατάξας τον Αιγύπτιον. 25 ενόμιζε δε συνιέναι τους αδελφούς αυτού ότι ο Θεός δια χειρός αυτού δίδωσιν αυτοίς σωτηρίαν· οι δε ου συνήκαν. 26 τη τε επιούση ημέρα ώφθη αυτοίς μαχομένοις, και συνήλασεν αυτούς εις ειρήνην ειπών· άνδρες, αδελφοί εστε υμείς· ίνα τι αδικείτε αλλήλους; 27 ο δε αδικών τον πλησίον απώσατο αυτόν ειπών· τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ’ ημών; 28 μη ανελείν με συ θέλεις ον τρόπον ανείλες χθές τον Αιγύπτιον; 29 έφυγε δε Μωϋσής εν τω λόγω τούτω και εγένετο πάροικος εν γη Μαδιάμ, ου εγέννησεν υιούς δύο. 30 Και πληρωθέντων ετών τεσσαράκοντα ώφθη αυτω εν τη ερήμω του όρους Σινά άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός βάτου. 31 ο δε Μωϋσής ιδών εθαύμαζε το όραμα· προσερχομένου δε αυτού κατανοήσαι εγένετο φωνή Κυρίου προς αυτόν· 32 εγώ ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ. έντρομος δε γενόμενος Μωϋσής ουκ ετόλμα κατανοήσαι. 33 είπε δε αυτω ο Κύριος· λύσον το υπόδημα των ποδών σου. ο γαρ τόπος εν ω έστηκας γη αγία εστίν. 34 ιδών είδον την κάκωσιν του λαού μου του εν Αιγύπτω και του στεναγμού αυτών ήκουσα, και κατέβην εξελέσθαι αυτούς· και νυν δεύρο αποστελώ σε εις Αίγυπτον. 35 Τούτον τον Μωϋσήν ον ηρνήσαντο ειπόντες· τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν; τούτον ο Θεός άρχοντα και λυτρωτήν απέστειλεν εν χειρί αγγέλου του οφθέντος αυτω εν τη βάτω. 36 ούτος εξήγαγεν αυτούς ποιήσας τέρατα και σημεία εν γη Αιγύπτω και εν Ερυθρά θαλάσση και εν τη ερήμω έτη τεσσαράκοντα. 37 ούτός εστιν ο Μωϋσής ο ειπών τοις υιοίς Ισραήλ· προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός υμών εκ των αδελφών υμών ως εμέ· αυτού ακούσεσθε. 38 ούτός εστιν ο γενόμενος εν τη εκκλησία εν τη ερήμω μετά του αγγέλου του λαλούντος αυτω εν τω όρει Σινά και των πατέρων ημών, ος εδέξατο λόγια ζώντα δούναι ημίν. 39 ω ουκ ηθέλησαν υπήκοοι γενέσθαι οι πατέρες ημών, αλλ’ απώσαντο και εστράφησαν τη καρδία αυτών εις Αίγυπτον 40 ειπόντες τω Ααρών· ποίησον ημίν θεούς οί προπορεύσονται ημών· ο γαρ Μωϋσής ούτος ος εξήγαγεν ημάς εκ γης Αιγύπτου, ουκ οίδαμεν τι γέγονεν αυτω. 41 και εμοσχοποίησαν εν ταις ημέραις εκείναις και ανήγαγον θυσίαν τω ειδώλω, και ευφραίνοντο εν τοις έργοις των χειρών αυτών. 42 έστρεψε δε ο Θεός και παρέδωκεν αυτούς λατρεύειν τη στρατιά του ουρανού, καθώς γέγραπται εν βίβλω των προφητών· μη σφάγια και θυσίας προσηνέγκατέ μοι έτη τεσσαράκοντα εν τη ερήμω, οίκος Ισραήλ; 43 και ανελάβετε την σκηνήν του Μολόχ και το άστρον του θεού υμών Ρεμφάν, τους τύπους ους εποιήσατε προσκυνείν αυτοίς· και μετοικιώ υμάς επέκεινα Βαβυλώνος. 44 Η σκηνή του μαρτυρίου ην τοις πατράσιν ημών εν τη ερήμω, καθώς διετάξατο ο λαλών τω Μωϋσή ποιήσαι αυτήν κατά τον τύπον ον εωράκει· 45 ην και εισήγαγον διαδεξάμενοι οι πατέρες ημών μετά Ιησού εν τη κατασχέσει των εθνών ων έξωσεν ο Θεός από προσώπου των πατέρων ημών, έως των ημερών Δαυϊδ· 46 ος εύρε χάριν ενώπιον του Θεού και ητήσατο ευρείν σκήνωμα τω Θεω Ιακώβ. 47 Σολομών δε ωκοδόμησεν αυτω οίκον. 48 αλλ’ ουχ ο ύψιστος εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, καθώς ο προφήτης λέγει· 49 ο ουρανός μοι θρόνος, η δε γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίον οίκον οικοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ή τις τόπος της καταπαύσεώς μου; 50 ουχί η χείρ μου εποίησε ταύτα πάντα; 51 Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. 52 τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε· 53 οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγάς αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε. 54 Ακούοντες δε ταύτα διεπρίοντο ταις καρδίαις αυτών και έβρυχον τους οδόντας επ’ αυτόν. 55 υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, 56 και είπεν· ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα. 57 κράξαντες δε φωνή μεγάλη συνέσχον τα ώτα αυτών και ωρμησαν ομοθυμαδόν επ’ αυτόν, 58 και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν. και οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, 59 και ελιθοβόλουν τον Στέφανον, επικαλούμενον και λέγοντα· Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμά μου. 60 θείς δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη· Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. και τούτο ειπών εκοιμήθη. Σαύλος δε ην συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η΄
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν εκείνη τη ημέρα διωγμός μέγας επί την εκκλησίαν την εν Ιεροσολύμοις· πάντες δε διεσπάρησαν κατά τας χώρας της Ιουδαίας και Σαμαρείας, πλήν των αποστόλων. 2 συνεκόμισαν δε τον Στέφανον άνδρες ευλαβείς και εποίησαν κοπετόν μέγαν επ’ αυτω. 3 Σαύλος δε ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν.
4 Οι μεν ουν διασπαρέντες διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον. 5 Φίλιππος δε κατελθών εις πόλιν της Σαμαρείας εκήρυσσεν αυτοίς τον Χριστόν. 6 προσείχον δε οι όχλοι τοις λεγομένοις υπό του Φιλίππου ομοθυμαδόν εν τω ακούειν αυτούς και βλέπειν τα σημεία α εποίει. 7 πολλών γαρ των εχόντων πνεύματα ακάθαρτα βοώντα φωνή μεγάλη εξήρχετο, πολλοί δε παραλελυμένοι και χωλοί εθεραπεύθησαν, 8 και εγένετο χαρά μεγάλη εν τη πόλει εκείνη. 9 Ανήρ δε τις ονόματι Σίμων προϋπήρχεν εν τη πόλει μαγεύων και εξιστών το έθνος της Σαμαρείας, λέγων είναί τινα εαυτόν μέγαν· 10 ω προσείχον πάντες από μικρού έως μεγάλου λέγοντες· ούτός εστιν η δύναμις του Θεού η μεγάλη. 11 προσείχον δε αυτω δια το ικανω χρόνω ταις μαγείαις εξεστακέναι αυτούς. 12 ότε δε επίστευσαν τω Φιλίππω ευαγγελιζομένω τα περί της βασιλείας του Θεού και του ονόματος Ιησού Χριστού, εβαπτίζοντο άνδρες τε και γυναίκες. 13 ο δε Σίμων και αυτός επίστευσε, και βαπτισθείς ην προσκαρτερών τω Φιλίππω, θεωρών τε δυνάμεις και σημεία γινόμενα εξίστατο. 14 Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι ότι δέδεκται η Σαμάρεια τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην· 15 οίτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αυτών όπως λάβωσι Πνεύμα Άγιον· 16 ούπω γαρ ην επ’ ουδενί αυτών επιπεπτωκός, μόνον δε βεβαπτισμένοι υπήρχον εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. 17 τότε επετίθουν τας χείρας επ’ αυτούς, και ελάμβανον Πνεύμα Άγιον. 18 ιδών δε ο Σίμων ότι δια της επιθέσεως των χειρών των αποστόλων δίδοται το Πνεύμα το Άγιον, προσήνεγκεν αυτοίς χρήματα 19 λέγων· δότε καμοί την εξουσίαν ταύτην, ίνα ω εάν επιθώ τας χείρας λαμβάνη Πνεύμα Άγιον. 20 Πέτρος δε είπε προς αυτόν· το αργύριόν σου συν σοί είη εις απώλειαν, ότι την δωρεάν του Θεού ενόμισας δια χρημάτων κτάσθαι. 21 ουκ έστι σοι μερίς ουδέ κλήρος εν τω λόγω τούτω· η γαρ καρδία σου ουκ έστιν ευθεία ενώπιον του Θεού. 22 μετανόησον ουν από της κακίας σου ταύτης, και δεήθητι του Θεού ει άρα αφεθήσεταί σοι η επίνοια της καρδίας σου· 23 εις γαρ χολήν πικρίας και σύνδεσμον αδικίας ορώ σε όντα. 24 αποκριθείς δε ο Σίμων είπε· δεήθητε υμείς υπέρ εμού προς τον Θεόν όπως μηδέν επέλθη επ’ εμέ ων ειρήκατε. 25 Οι μεν ουν διαμαρτυράμενοι και λαλήσαντες τον λόγον του Κυρίου υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας των Σαμαρειτών ευηγγελίσαντο.
26 Άγγελος δε Κυρίου ελάλησε προς Φίλιππον λέγων· ανάστηθι και πορεύου κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν· αύτη εστίν έρημος. 27 και αναστάς επορεύθη. και ιδού ανήρ Αιθίοψ ευνούχος δυνάστης Κανδάκης της βασιλίσσης Αιθιόπων, ος ην επί πάσης της γάζης αυτής, ος εληλύθει προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ. 28 ην τε υποστρέφων και καθήμενος επί του άρματος αυτού, και ανεγίνωσκε τον προφήτην Ησαϊαν. 29 είπε δε το Πνεύμα τω Φιλίππω· πρόσελθε και κολλήθητι τω άρματι τούτω. 30 προσδραμών δε ο Φίλιππος ήκουσεν αυτού αναγινώσκοντος τον προφήτην Ησαϊαν, και είπεν· άρά γε γινώσκεις α αναγινώσκεις; 31 ο δε είπε· Πως γαρ αν δυναίμην, εάν μη τις οδηγήση με; παρεκάλεσέ τε τον Φίλιππον αναβάντα καθίσαι συν αυτω. 32 η δε περιοχή της γραφής ην ανεγίνωσκεν ην αύτη· ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη· και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού. 33 εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού. 34 αποκριθείς δε ο ευνούχος τω Φιλίππω είπε· δέομαί σου, περί τίνος ο προφήτης λέγει τούτο; περί εαυτού ή περί ετέρου τινός; 35 ανοίξας δε ο Φίλιππος το στόμα αυτού και αρξάμενος από της γραφής ταύτης ευηγγελίσατο αυτω τον Ιησούν. 36 ως δε επορεύοντο κατά την οδόν, ήλθον επί το ύδωρ, και φησιν ο ευνούχος· ιδού ύδωρ· τι κωλύει με βαπτισθήναι; 37 είπε δε ο Φίλιππος· ει πιστεύεις εξ όλης της καρδίας, έξεστιν. αποκριθείς δε είπε· πιστεύω τον υιόν του Θεού είναι τον Ιησούν Χριστόν. 38 και εκέλευσε στήναι το άρμα, και κατέβησαν αμφότεροι εις το ύδωρ, ό τε Φίλιππος και ο ευνούχος, και εβάπτισεν αυτόν. 39 ότε δε ανέβησαν εκ του ύδατος Πνεύμα Κυρίου ήρπασε τον Φίλιππον, και ουκ είδεν αυτόν ουκέτι ο ευνούχος· επορεύετο γαρ την οδόν αυτού χαίρων. 40 Φίλιππος δε ευρέθη εις Άζωτον, και διερχόμενος ευηγγελίζετο τας πόλεις πάσας έως του ελθείν αυτόν εις Καισάρειαν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ΄
1 Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου, προσελθών τω αρχιερεί 2 ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως εάν τινας εύρη της οδού όντας, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ. 3 εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκω, και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού, 4 και πεσών επί την γην ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτω· Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; 5 είπε δε· τις ει, κύριε; ο δε Κύριος είπεν· εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις· 6 αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τι σε δεί ποιείν. 7 οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτω ειστήκεισαν ενεοί, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. 8 ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης, ανεωγμένων τε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε· χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν. 9 και ην ημέρας τρεις μη βλέπων, και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν.
10 Ην δε τις μαθητής εν Δαμασκω ονόματι Ανανίας, και είπε προς αυτόν ο Κύριος εν οράματι· Ανανία. ο δε είπεν· ιδού εγώ, Κύριε· 11 ο δε Κύριος προς αυτόν· αναστάς πορεύθητι επί την ρύμην την καλουμένην ευθείαν και ζήτησον εν οικία Ιούδα Σαύλον ονόματι Ταρσέα· ιδού γαρ προσεύχεται, 12 και είδεν εν οράματι άνδρα ονόματι Ανανίαν εισελθόντα και επιθέντα αυτω χείρα, όπως αναβλέψη. 13 απεκρίθη δε Ανανίας· Κύριε, ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ· 14 και ώδε έχει εξουσίαν παρά των αρχιερέων δήσαι πάντας τους επικαλουμένους το όνομά σου. 15 είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοί εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ· 16 εγώ γαρ υποδείξω αυτω όσα δεί αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν. 17 Απήλθε δε Ανανίας και εισήλθεν εις την οικίαν, και επιθείς επ’ αυτόν τας χείρας είπε· Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδω ή ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος Αγίου. 18 και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψέ τε, και αναστάς εβαπτίσθη, και λαβών τροφήν ενίσχυσεν. 19 Εγένετο δε ο Σαύλος μετά των όντων εν Δαμασκω μαθητών ημέρας τινάς, 20 και ευθέως εν ταις συναγωγαίς εκήρυσσε τον Ιησούν ότι ούτός εστιν ο υιος του Θεού. 21 εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες και έλεγον· ουχ ούτός εστιν ο πορθήσας εν Ιερουσαλήμ τους επικαλουμένους το όνομα τούτο, και ώδε εις τούτο ελήλυθεν, ίνα δεδεμένους αυτούς αγάγη επί τους αρχιερείς; 22 Σαύλος δε μάλλον ενεδυναμούτο και συνέχυνε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκω, συμβιβάζων ότι ούτός εστιν ο Χριστός. 23 ως δε επληρούντο ημέραι ικαναί, συνεβουλεύσαντο οι Ιουδαίοι ανελείν αυτόν· 24 εγνώσθη δε τω Σαύλω η επιβουλή αυτών, παρετήρουν τε τας πύλας ημέρας τε και νυκτός όπως αυτόν ανέλωσι· 25 λαβόντες δε αυτόν οι μαθηταί νυκτός καθήκαν δια του τείχους χαλάσαντες εν σπυρίδι. 26 Παραγενόμενος δε ο Σαύλος εις Ιερουσαλήμ επειράτο κολλάσθαι τοις μαθηταίς· και πάντες εφοβούντο αυτόν, μη πιστεύοντες ότι εστί μαθητής. 27 Βαρνάβας δε επιλαβόμενος αυτόν ήγαγε προς τους αποστόλους, και διηγήσατο αυτοίς Πως εν τη οδω είδε τον Κύριον και ότι ελάλησεν αυτω, και Πως εν Δαμασκω επαρρησιάσατο εν τω ονόματι του Ιησού. 28 και ην μετ’ αυτών εισπορευόμενος και εκπορευόμενος εν Ιερουσαλήμ και παρρησιαζόμενος εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, 29 ελάλει τε και συνεζήτει προς τους Ελληνιστάς· οι δε επεχείρουν αυτόν ανελείν. 30 επιγνόντες δε οι αδελφοί κατήγαγον αυτόν εις Καισάρειαν και εξαπέστειλαν αυτόν εις Ταρσόν.
31 Αι μεν ουν εκκλησίαι καθ’ όλης της Ιουδαίας και Γαλιλαίας και Σαμαρείας είχον ειρήνην οικοδομούμεναι και πορευόμεναι τω φόβω του Κυρίου, και τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος επληθύνοντο.
32 Εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον δια πάντων κατελθείν και προς τους αγίους τους κατοικούντας Λύδδαν. 33 εύρε δε εκεί άνθρωπόν τινα Αινέαν ονόματι, εξ ετών οκτώ κατακείμενον επί κραβάττω, ος ην παραλελυμένος. 34 και είπεν αυτω ο Πέτρος· Αινέα, ιάταί σε Ιησούς ο Χριστός· ανάστηθι και στρώσον σεαυτω. και ευθέως ανέστη. 35 και είδον αυτόν πάντες οι κατοικούντες Λύδδαν και τον Σάρωνα, οίτινες επέστρεψαν επί τον Κύριον. 36 Εν Ιόππη δε τις ην μαθήτρια ονόματι Ταβιθά, ή διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αύτη ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει. 37 εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις ασθενήσασαν αυτήν αποθανείν· λούσαντες δε αυτήν έθηκαν εν υπερώω. 38 εγγύς δε ούσης Λύδδης τη Ιόππη οι μαθηταί ακούσαντες ότι Πέτρος εστίν εν αυτη, απέστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν παρακαλούντες μη οκνήσαι διελθείν έως αυτών. 39 αναστάς δε Πέτρος συνήλθεν αυτοίς· ον παραγενόμενον ανήγαγον εις το υπερώον, και παρέστησαν αυτώ πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει μετ’ αυτών ούσα η Δορκάς. 40 εκβαλών δε έξω πάντας ο Πέτρος θείς τα γόνατα προσηύξατο, και επιστρέψας προς το σώμα είπε· Ταβιθά, ανάστηθι. η δε ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτής, και ιδούσα τον Πέτρον ανεκάθισε. 41 δούς δε αυτη χείρα ανέστησεν αυτήν, φωνήσας δε τους αγίους και τας χήρας παρέστησεν αυτήν ζώσαν. 42 γνωστόν δε εγένετο καθ’ όλης της Ιόππης, και πολλοί επίστευσαν επί τον Κύριον. 43 Εγένετο δε ημέρας ικανάς μείναι αυτόν εν Ιόππη παρά τινι Σίμωνι βυρσεί.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι΄
1 ΑΝΗΡ δε τις εν Καισαρεία ονόματι Κορνήλιος, εκατοντάρχης εκ σπείρης της καλουμένης Ιταλικής, 2 ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού, ποιών τε ελεημοσύνας πολλάς τω λαω και δεόμενος του Θεού δια παντός, 3 είδεν εν οράματι φανερώς ωσεί ωραν ενάτην της ημέρας άγγελον του Θεού εισελθόντα προς αυτόν και ειπόντα αυτω· Κορνήλιε. 4 ο δε ατενίσας αυτω και έμφοβος γενόμενος είπε· τι εστι, κύριε; είπε δε αυτω· αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού. 5 και νυν πέμψον εις Ιόππην άνδρας και μετάπεμψαι Σίμωνα τον επικαλούμενον Πέτρον· 6 ούτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεί, ω εστιν οικία παρά θάλασσαν. 7 ως δε απήλθεν ο άγγελος ο λαλών τω Κορνηλίω, φωνήσας δύο των οικετών αυτού και στρατιώτην ευσεβή των προσκαρτερούντων αυτω, 8 και εξηγησάμενος αυτοίς άπαντα, απέστειλεν αυτούς εις την Ιόππην. 9 Τη δε επαύριον οδοιπορούντων εκείνων και τη πόλει εγγιζόντων ανέβη Πέτρος επί το δώμα προσεύξασθαι περί ωραν έκτην. 10 εγένετο δε πρόσπεινος και ήθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δε εκείνων επέπεσεν επ’ αυτόν έκστασις, 11 και θεωρεί τον ουρανόν ανεωγμένον και καταβαίνον επ’ αυτόν σκεύός τι ως οθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν αρχαίς δεδεμένον και καθιέμενον επί της γης, 12 εν ω υπήρχε πάντα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού. 13 και εγένετο φωνή προς αυτόν· αναστάς, Πέτρε, θύσον και φάγε. 14 ο δε Πέτρος είπε· μηδαμώς, Κύριε· ότι ουδέποτε έφαγον παν κοινόν ή ακάθαρτον. 15 και φωνή πάλιν εκ δευτέρου προς αυτόν· α ο Θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου. 16 τούτο δε εγένετο επί τρίς, και πάλιν ανελήφθη το σκεύος εις τον ουρανόν. 17 Ως δε εν εαυτω διηπόρει ο Πέτρος τι αν είη το όραμα ό είδε, και ιδού οι άνδρες οι απεσταλμένοι από του Κορνηλίου διερωτήσαντες την οικίαν Σίμωνος επέστησαν επί τον πυλώνα, 18 και φωνήσαντες επυνθάνοντο ει Σίμων ο επικαλούμενος Πέτρος ενθάδε ξενίζεται. 19 του δε Πέτρου διενθυμουμένου περί του οράματος είπεν αυτω το Πνεύμα· ιδού άνδρες τρεις ζητούσί σε· 20 αλλά αναστάς κατάβηθι και πορεύου συν αυτοίς μηδέν διακρινόμενος, διότι εγώ απέσταλκα αυτούς. 21 καταβάς δε Πέτρος προς τους άνδρας είπεν· ιδού εγώ ειμι ον ζητείτε· τις η αιτία δι’ ην πάρεστε; 22 οι δε είπον· Κορνήλιος εκατοντάρχης, ανήρ δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, μαρτυρούμενός τε υπό όλου του έθνους των Ιουδαίων, εχρηματίσθη υπό αγγέλου αγίου μεταπέμψασθαί σε εις τον οίκον αυτού και ακούσαι ρήματα παρά σου. 23 εισκαλεσάμενος ουν αυτούς εξένισε. Τη δε επαύριον αναστάς εξήλθε συν αυτοίς, και τινες των αδελφών των από της Ιόππης συνήλθον αυτω, 24 και τη επαύριον εισήλθον εις την Καισάρειαν. ο δε Κορνήλιος ην προσδοκών αυτούς συγκαλεσάμενος τους συγγενείς αυτού και τους αναγκαίους φίλους. 25 Ως δε εγένετο του εισελθείν τον Πέτρον, συναντήσας αυτω ο Κορνήλιος πεσών επί τους πόδας προσεκύνησεν. 26 ο δε Πέτρος αυτόν ήγειρε λέγων· ανάστηθι· καγώ αυτός άνθρωπός ειμι. 27 και συνομιλών αυτω εισήλθε, και ευρίσκει συνεληλυθότας πολλούς, 28 έφη τε προς αυτούς· υμείς επίστασθε ως αθέμιτόν εστιν ανδρί Ιουδαίω κολλάσθαι ή προσέρχεσθαι αλλοφύλω· και εμοί ο Θεός έδειξε μηδένα κοινόν ή ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον· 29 διο και αναντιρρήτως ήλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι ουν τίνι λόγω μετεπέμψασθέ με; 30 και ο Κορνήλιος έφη· από τετάρτης ημέρας μέχρι ταύτης της ωρας ήμην νηστεύων, και την ενάτην ωραν προσευχόμενος εν τω οίκω μου· και ιδού ανήρ έστη ενώπιόν μου εν εσθήτι λαμπρά, 31 και φησι· Κορνήλιε, εισηκούσθη σου η προσευχή και αι ελεημοσύναι σου εμνήσθησαν ενώπιον του Θεού. 32 πέμψον ουν εις Ιόππην και μετακάλεσαι Σίμωνα ος επικαλείται Πέτρος· ούτος ξενίζεται εν οικία Σίμωνος βυρσέως παρά θάλασσαν· ος παραγενόμενος λαλήσει σοι. 33 εξαυτής ουν έπεμψα προς σε, συ τε καλώς εποίησας παραγενόμενος. νυν ουν πάντες ημείς ενώπιον του Θεού πάρεσμεν ακούσαι πάντα τα προστεταγμένα σοι υπό του Θεού. 34 Ανοίξας δε Πέτρος το στόμα αυτού είπεν· επ’ αληθείας καταλαμβάνομαι ότι ουκ έστι προσωπολήπτης ο Θεός, 35 αλλ’ εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτω εστι. 36 τον λόγον ον απέστειλε τοις υιοίς Ισραήλ ευαγγελιζόμενος ειρήνην δια Ιησού Χριστού· ούτός εστι πάντων Κύριος· 37 υμείς οίδατε το γενόμενον ρήμα καθ’ όλης της Ιουδαίας, αρξάμενον από της Γαλιλαίας μετά το βάπτισμα ό εκήρυξεν Ιωάννης, 38 Ιησούν τον από Ναζαρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύματι Αγίω και δυνάμει, ος διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου, ότι ο Θεός ην μετ’ αυτού· 39 και ημείς εσμεν μάρτυρες πάντων ων εποίησεν εν τε τη χώρα των Ιουδαίων και εν Ιερουσαλήμ· ον και ανείλον κρεμάσαντες επί ξύλου. 40 τούτον ο Θεός ήγειρε τη τρίτη ημέρα και έδωκεν αυτόν εμφανή γενέσθαι, 41 ου παντί τω λαω, αλλά μάρτυσι τοις προκεχειροτονημένοις υπό του Θεού, ημίν, οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών· 42 και παρήγγειλεν ημίν κηρύξαι τω λαω και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστιν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών. 43 τούτω πάντες οι προφήται μαρτυρούσιν, άφεσιν αμαρτιών λαβείν δια του ονόματος αυτού πάντα τον πιστεύοντα εις αυτόν. 44 Έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον. 45 και εξέστησαν οι εκ περιτομής πιστοί όσοι συνήλθον τω Πέτρω, ότι και επί τα έθνη η δωρεά του Αγίου Πνεύματος εκκέχυται· 46 ήκουον γαρ αυτών λαλούντων γλώσσαις και μεγαλυνόντων τον Θεόν. 47 τότε απεκρίθη ο Πέτρος· μήτι το ύδωρ κωλύσαι δύναταί τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το Πνεύμα το Άγιον έλαβον καθώς και ημείς; 48 προσέταξέ τε αυτούς βαπτισθήναι εν τω ονόματι του Κυρίου. τότε ηρώτησαν αυτόν επιμείναι ημέρας τινάς.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΑ΄
1 ΗΚΟΥΣΑΝ δε οι απόστολοι και οι αδελφοί οι όντες κατά την Ιουδαίαν ότι και τα έθνη εδέξαντο τον λόγον του Θεού. 2 και ότε ανέβη Πέτρος εις Ιεροσόλυμα, διεκρίνοντο προς αυτόν οι εκ περιτομής 3 λέγοντες ότι προς άνδρας ακροβυστίαν έχοντας εισήλθες και συνέφαγες αυτοίς. 4 αρξάμενος δε ο Πέτρος εξετίθετο αυτοίς καθεξής λέγων· 5 εγώ ήμην εν πόλει Ιόππη προσευχόμενος, και είδον εν εκστάσει όραμα, καταβαίνον σκεύός τι ως οθόνην μεγάλην τέσσαρσιν αρχαίς καθιεμένην εκ του ουρανού, και ήλθεν άχρις εμού· 6 εις ην ατενίσας κατενόουν, και είδον τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού. 7 ήκουσα δε φωνής λεγούσης μοι· αναστάς, Πέτρε, θύσον και φάγε. 8 είπον δε, μηδαμώς, Κύριε· ότι παν κοινόν ή ακάθαρτον ουδέποτε εισήλθεν εις το στόμα μου. 9 απεκρίθη δε μοι φωνή εκ δευτέρου εκ του ουρανού· α ο Θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου. 10 τούτο δε εγένετο επί τρίς, και πάλιν ανεσπάσθη άπαντα εις τον ουρανόν. 11 και ιδού εξαυτής τρεις άνδρες επέστησαν επί την οικίαν εν ή ήμην, απεσταλμένοι από Καισαρείας προς με. 12 είπε δε μοι το Πνεύμα συνελθείν αυτοίς μηδέν διακρινόμενον. ήλθον δε συν εμοί και οι εξ αδελφοί ούτοι, και εισήλθομεν εις τον οίκον του ανδρός. 13 απήγγειλέ τε ημίν Πως είδε τον άγγελον εν τω οίκω αυτού σταθέντα και ειπόντα αυτω· απόστειλον εις Ιόππην άνδρας και μετάπεμψαι Σίμωνα τον επικαλούμενον Πέτρον, 14 ος λαλήσει ρήματα προς σε, εν οίς σωθήση συ και πας ο οίκός σου. 15 εν δε τω άρξασθαί με λαλείν επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς ωσπερ και εφ’ ημάς εν αρχή. 16 εμνήσθην δε του ρήματος Κυρίου ως έλεγεν· Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω. 17 ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν, πιστεύσασιν επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ δε τις ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν; 18 ακούσαντες δε ταύτα ησύχασαν και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· άρα γε και τοις έθνεσιν ο Θεός την μετάνοιαν έδωκεν εις ζωήν.
19 Οι μεν ουν διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας, μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις. 20 Ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν. 21 και ην χείρ Κυρίου μετ’ αυτών, πολύς τε αριθμός πιστεύσας επέστρεψεν επί τον Κύριον. 22’Ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί αυτών, και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιοχείας· 23 ος παραγενόμενος και ιδών την χάριν του Θεού εχάρη, και παρεκάλει πάντας τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω, 24 ότι ην ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως και προσετέθη όχλος ικανός τω Κυρίω. 25 εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευρών αυτόν ήγαγεν αυτόν εις Αντιόχειαν. 26 εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τη εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς.
27 Εν ταύταις δε ταις ημέραις κατήλθον από Ιεροσολύμων προφήται εις Αντιόχειαν· 28 αναστάς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε δια του Πνεύματος λιμόν μέγαν μέλλειν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην· όστις και εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος. 29 των δε μαθητών καθώς ηυπορείτό τις, ωρισαν έκαστος αυτών εις διακονίαν πέμψαι τοις κατοικούσιν εν τη Ιουδαία αδελφοίς· 30 ό και εποίησαν αποστείλαντες προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ΄
1 ΚΑΤ’ εκείνον δε τον καιρόν επέβαλεν Ηρώδης ο βασιλεύς τας χείρας κακώσαί τινας των από της εκκλησίας. 2 ανείλε δε Ιάκωβον τον αδελφόν Ιωάννου μαχαίρα. 3 και ιδών ότι αρεστόν εστι τοις Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβείν και Πέτρον· ήσαν δε αι ημέραι των αζύμων· 4 ον και πιάσας έθετο εις φυλακήν, παραδούς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτών φυλάσσειν αυτόν, βουλόμενος μετά το πάσχα αναγαγείν αυτόν τω λαω. 5 ο μεν ουν Πέτρος ετηρείτο εν τη φυλακή· προσευχή δε ην εκτενής γινομένη υπό της εκκλησίας προς τον Θεόν υπέρ αυτού. 6 Ότε δε έμελλεν αυτόν προάγειν ο Ηρώδης, τη νυκτί εκείνη ην ο Πέτρος κοιμώμενος μεταξύ δύο στρατιωτών δεδεμένος αλύσεσι δυσί, φύλακές τε προ της θύρας ετήρουν την φυλακήν. 7 και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη και φως έλαμψεν εν τω οικήματι· πατάξας δε την πλευράν του Πέτρου ήγειρεν αυτόν λέγων. ανάστα εν τάχει· και εξέπεσον αυτού αι αλύσεις εκ των χειρών. 8 είπέ τε ο άγγελος προς αυτόν· περίζωσαι και υπόδησαι τα σανδάλιά σου. εποίησε δε ούτω. και λέγει αυτω· περιβαλού το ιμάτιόν σου και ακολούθει μοι. 9 και εξελθών ηκολούθει αυτω, και ουκ ήδει ότι αληθές εστι το γινόμενον δια του αγγέλου, εδόκει δε όραμα βλέπειν. 10 διελθόντες δε πρώτην φυλακήν και δευτέραν ήλθον επί την πύλην την σιδηράν την φέρουσαν εις την πόλιν, ήτις αυτομάτη ηνοίχθη αυτοίς, και εξελθόντες προήλθον ρύμην μίαν, και ευθέως απέστη ο άγγελος απ’ αυτού. 11 και ο Πέτρος γενόμενος εν εαυτώ είπε· νυν οίδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος τον άγγελον αυτού και εξείλετό με εκ χειρός Ηρώδου και πάσης της προσδοκίας του λαού των Ιουδαίων. 12 συνιδών τε ήλθεν επί την οικίαν Μαρίας της μητρός Ιωάννου του επικαλουμένου Μάρκου, ου ήσαν ικανοί συνηθροισμένοι και προσευχόμενοι. 13 κρούσαντος δε αυτού την θύραν του πυλώνος προσήλθε παιδίσκη υπακούσαι ονόματι Ρόδη, 14 και επιγνούσα την φωνήν του Πέτρου, από της χαράς ουκ ήνοιξε τον πυλώνα, εισδραμούσα δε απήγγειλεν εστάναι τον Πέτρον προ του πυλώνος. 15 οι δε προς αυτήν είπον· μαίνη. η δε διισχυρίζετο ούτως έχειν. οι δε έλεγον· ο άγγελος αυτού εστιν. 16 ο δε Πέτρος επέμενε κρούων. ανοίξαντες δε είδον αυτόν και εξέστησαν. 17 κατασείσας δε αυτοίς τη χειρί σιγάν διηγήσατο αυτοίς Πως ο Κύριος εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, είπε δε· απαγγείλατε Ιακώβω και τοις αδελφοίς ταύτα. και εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον. 18 Γενομένης δε ημέρας ην τάραχος ουκ ολίγος εν τοις στρατιώταις, τι άρα ο Πέτρος εγένετο. 19 Ηρώδης δε επιζητήσας αυτόν και μη ευρών, ανακρίνας τους φύλακας εκέλευσεν απαχθήναι, και κατελθών από της Ιουδαίας εις την Καισάρειαν διέτριβεν.
20 Ην δε Ηρώδης θυμομαχών Τυρίοις και Σιδωνίοις· ομοθυμαδόν τε παρήσαν προς αυτόν, και πείσαντες Βλάστον τον επί του κοιτώνος του βασιλέως ητούντο ειρήνην, δια το τρέφεσθαι αυτών την χώραν από της βασιλικής. 21 τακτη δε ημέρα ο Ηρώδης ενδυσάμενος εσθήτα βασιλικήν και καθίσας επί του βήματος εδημηγόρει προς αυτούς. 22 ο δε δήμος επεφώνει· Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου. 23 παραχρήμα δε επάταξεν αυτόν άγγελος Κυρίου ανθ’ ων ουκ έδωκε την δόξαν τω Θεω, και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυξεν. 24 Ο δε λόγος του Θεού ηύξανε και επληθύνετο. 25 Βαρνάβας δε και Σαύλος υπέστρεψαν εξ Ιερουσαλήμ πληρώσαντες την διακονίαν, συμπαραλαβόντες και Ιωάννην τον επικληθέντα Μάρκον.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΓ΄
1 ΗΣΑΝ δε τινες εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι, ό τε Βαρνάβας και Συμεών ο επικαλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου του τετράρχου σύντροφος και Σαύλος. 2 λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων είπε το Πνεύμα το Άγιον· αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ό προσκέκλημαι αυτούς. 3 τότε νηστεύσαντες και προσευξάμενοι και επιθέντες αυτοίς τας χείρας απέλυσαν. 4 Ούτοι μεν ουν εκπεμφθέντες υπό του Πνεύματος του Αγίου κατήλθον εις την Σελεύκειαν, εκείθεν τε απέπλευσαν εις την Κύπρον, 5 και γενόμενοι εν Σαλαμίνι κατήγγελλον τον λόγον του Θεού εν ταις συναγωγαίς των Ιουδαίων· είχον δε και Ιωάννην υπηρέτην. 6 Διελθόντες δε την νήσον άχρι Πάφου εύρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον ω όνομα Βαριησούς, 7 ος ην συν τω ανθυπάτω Σεργίω Παύλω, ανδρί συνετω. ούτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν και Σαύλον επεζήτησεν ακούσαι τον λόγον του Θεού· 8 ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -ούτω γαρ μεθερμηνεύεται το όνομα αυτού- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως. 9 Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλησθείς Πνεύματος αγίου και ατενίσας προς αυτόν 10 είπεν· ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιε διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; 11 και νυν ιδού χείρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς. 12 τότε ιδών ο ανθύπατος το γεγονός επίστευσεν, εκπλησσόμενος επί τη διδαχή του Κυρίου.
13 Αναχθέντες δε από της Πάφου οι περί τον Παύλον ήλθον εις Πέργην της Παμφυλίας· Ιωάννης δε αποχωρήσας απ’ αυτών υπέστρεψεν εις Ιεροσόλυμα. 14 Αυτοί δε διελθόντες από της Πέργης παρεγένοντο εις Αντιόχειαν της Πισιδίας, και εισελθόντες εις την συναγωγήν τη ημέρα των σαββάτων εκάθισαν. 15 μετά δε την ανάγνωσιν του νόμου και των προφητών απέστειλαν οι αρχισυνάγωγοι προς αυτούς λέγοντες· άνδρες αδελφοί, ει έστι λόγος εν υμίν παρακλήσεως προς τον λαόν, λέγετε. 16 αναστάς δε Παύλος και κατασείσας τη χειρί είπεν· άνδρες Ισραηλίται και οι φοβούμενοι τον Θεόν, ακούσατε. 17 ο Θεός του λαού τούτου Ισραήλ εξελέξατο τους πατέρας ημών, και τον λαόν ύψωσεν εν τη παροικία εν γη Αιγύπτω, και μετά βραχίονος υψηλού εξήγαγεν αυτούς εξ αυτής, 18 και ως τεσσαρακονταετή χρόνον ετροποφόρησεν αυτούς εν τη ερήμω, 19 και καθελών έθνη επτά εν γη Χαναάν κατεκληρονόμησεν αυτοίς την γην αυτών. 20 και μετά ταύτα ως έτεσι τετρακοσίοις και πεντήκοντα έδωκε κριτάς έως Σαμουήλ του προφήτου. 21 κακείθεν ητήσαντο βασιλέα, και έδωκεν αυτοίς ο Θεός τον Σαούλ υιόν Κίς, άνδρα εκ φυλής Βενιαμίν, έτη τεσσαράκοντα· 22 και μεταστήσας αυτόν ήγειρεν αυτοίς τον Δαυϊδ εις βασιλέα, ω και είπε μαρτυρήσας· εύρον Δαυϊδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου, ος ποιήσει πάντα τα θελήματά μου. 23 τούτου ο Θεός από του σπέρματος κατ’ επαγγελίαν ήγαγε τω Ισραήλ σωτηρίαν, 24 προκηρύξαντος Ιωάννου προ προσώπου της εισόδου αυτού βάπτισμα μετανοίας παντί τω λαω Ισραήλ. 25 ως δε επλήρου ο Ιωάννης τον δρόμον, έλεγε· τίνα με υπονοείτε είναι; ουκ ειμί εγώ, αλλ’ ιδού έρχεται μετ’ εμέ ου ουκ ειμί άξιος το υπόδημα των ποδών λύσαι. 26 Άνδρες αδελφοί, υιοί γένους Αβραάμ και οι εν υμίν φοβούμενοι τον Θεόν, υμίν ο λόγος της σωτηρίας ταύτης απεστάλη. 27 οι γαρ κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και οι άρχοντες αυτών τούτον αγνοήσαντες, και τας φωνάς των προφητών τας κατά παν σάββατον αναγινωσκομένας κρίναντες επλήρωσαν. 28 και μηδεμίαν αιτίαν θανάτου ευρόντες ητήσαντο Πιλάτον αναιρεθήναι αυτόν. 29 ως δε ετέλεσαν πάντα τα περί αυτού γεγραμμένα, καθελόντες από του ξύλου έθηκαν εις μνημείον. 30 ο δε Θεός ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών· 31 ος ώφθη επί ημέρας πλείους τοις συναναβάσιν αυτω από της Γαλιλαίας εις Ιερουσαλήμ, οίτινές εισι μάρτυρες αυτού προς τον λαόν. 32 και ημείς υμάς ευαγγελιζόμεθα την προς τους πατέρας επαγγελίαν γενομένην, ότι ταύτην ο Θεός εκπεπλήρωκε τοις τέκνοις αυτών, ημίν, αναστήσας Ιησούν, 33 ως και εν τω ψαλμω τω δευτέρω γέγραπται· υιος μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. 34 ότι δε ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών μηκέτι μέλλοντα υποστρέφειν εις διαφθοράν, ούτως είρηκεν, ότι δώσω υμίν τα όσια Δαυϊδ τα πιστά. 35 διο και εν ετέρω λέγει· ου δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 36 Δαυϊδ μεν γαρ ιδία γενεά υπηρετήσας τη του Θεού βουλή εκοιμήθη και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού και είδε διαφθοράν· 37 ον δε ο Θεός ήγειρεν, ουκ είδε διαφθοράν. 38 γνωστόν ουν έστω υμίν, άνδρες αδελφοί, ότι δια τούτου υμίν άφεσις αμαρτιών καταγγέλλεται, 39 και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δικαιωθήναι, εν τούτω πας ο πιστεύων δικαιούται. 40 βλέπετε ουν μη επέλθη εφ’ υμάς το ειρημένον εν τοις προφήταις· 41 ίδετε, οι καταφρονηταί, και θαυμάσατε και αφανίσθητε, ότι έργον εγώ εργάζομαι εν ταις ημέραις υμών, έργον ω ου μη πιστεύσητε εάν τις εκδιηγήται υμίν.
42 Εξιόντων δε αυτών εκ της συναγωγής των Ιουδαίων παρεκάλουν τα έθνη εις το μεταξύ σάββατον λαληθήναι αυτοίς τα ρήματα ταύτα. 43 λυθείσης δε της συναγωγής ηκολούθησαν πολλοί των Ιουδαίων και των σεβομένων προσηλύτων τω Παύλω και τω Βαρνάβα, οίτινες προλαλούντες αυτοίς έπειθον αυτούς προσμένειν τη χάριτι του Θεού. 44 Τω τε ερχομένω σαββάτω σχεδόν πάσα η πόλις συνήχθη ακούσαι τον λόγον του Θεού. 45 ιδόντες δε οι Ιουδαίοι τους όχλους επλήσθησαν ζήλου και αντέλεγον τοις υπό του Παύλου λεγομένοις αντιλέγοντες και βλασφημούντες. 46 παρρησιασάμενοι δε ο Παύλος και ο Βαρνάβας είπον· υμίν ην αναγκαίον πρώτον λαληθήναι τον λόγον του Θεού· επειδή δε απωθείσθε αυτόν και ουκ αξίους κρίνετε εαυτούς της αιωνίου ζωής, ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη. 47 ούτω γαρ εντέταλται ημίν ο Κύριος· τέθεικά σε εις φως εθνών του είναί σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης. 48 ακούοντα δε τα έθνη έχαιρον και εδέξαντο τον λόγον του Κυρίου, και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον· 49 διεφέρετο δε ο λόγος του Κυρίου δι’ όλης της χώρας. 50 οι δε Ιουδαίοι παρώτρυναν τας σεβομένας γυναίκας και τας ευσχήμονας και τους πρώτους της πόλεως και επήγειραν διωγμόν επί τον Παύλον και τον Βαρνάβαν, και εξέβαλον αυτούς από των ορίων αυτών. 51 οι δε εκτιναξάμενοι τον κονιορτόν των ποδών αυτών επ’ αυτούς ήλθον εις Ικόνιον. 52 οι δε μαθηταί επληρούντο χαράς και Πνεύματος Αγίου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ΄
1 Εγένετο δε εν Ικονίω κατά το αυτό εισελθείν αυτούς εις την συναγωγήν των Ιουδαίων και λαλήσαι ούτως ωστε πιστεύσαι Ιουδαίων τε και Ελλήνων πολύ πλήθος. 2 οι δε απειθούντες Ιουδαίοι επήγειραν και εκάκωσαν τας ψυχάς των εθνών κατά των αδελφών. 3 ικανόν μεν ουν χρόνον διέτριψαν παρρησιαζόμενοι επί τω Κυρίω μαρτυρούντι τω λόγω της χάριτος αυτού, διδόντι σημεία και τέρατα γίνεσθαι δια των χειρών αυτών. 4 εσχίσθη δε το πλήθος της πόλεως, και οι μεν ήσαν συν τοις Ιουδαίοις, οι δε συν τοις αποστόλοις. 5 ως δε εγένετο ορμή των εθνών τε και Ιουδαίων συν τοις άρχουσιν αυτών υβρίσαι και λιθοβολήσαι αυτούς, 6 συνιδόντες κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας Λύστραν και Δέρβην και την περίχωρον, 7 κακεί ήσαν ευαγγελιζόμενοι.
8 Και τις ανήρ εν Λύστροις αδύνατος τοις ποσίν εκάθητο, χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού υπάρχων, ος ουδέποτε περιπεπατήκει. 9 ούτος ήκουσε του Παύλου λαλούντος· ος ατενίσας αυτω και ιδών ότι πίστιν έχει του σωθήναι, 10 είπε μεγάλη τη φωνή· ανάστηθι επί τους πόδας σου ορθός. και ήλατο και περιεπάτει. 11 οι δε όχλοι ιδόντες ό εποίησεν ο Παύλος επήραν την φωνήν αυτών λυκαονιστί λέγοντες· οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς· 12 εκάλουν τε τον μεν Βαρνάβαν Δία, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ην ο ηγούμενος του λόγου. 13 ο δε ιερεύς του Διός του όντος προ της πόλεως αυτών, ταύρους και στέμματα επί τους πυλώνας ενέγκας, συν τοις όχλοις ήθελε θύειν. 14 ακούσαντες δε οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, διαρρήξαντες τα ιμάτια αυτών εισεπήδησαν εις τον όχλον κράζοντες 15 και λέγοντες· άνδρες, τι ταύτα ποιείτε; και ημείς ομοιοπαθείς εσμεν υμίν άνθρωποι, ευαγγελιζόμενοι υμάς από τούτων των ματαίων επιστρέφειν επί τον Θεόν τον ζώντα, ος εποίησε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς· 16 ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς αυτών 17 καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών, ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας υμών. 18 και ταύτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τους όχλους του μη θύειν αυτοίς.
19 Επήλθον δε από Αντιοχείας και Ικονίου Ιουδαίοι και πείσαντες τους όχλους και λιθάσαντες τον Παύλον έσυραν έξω της πόλεως, νομίσαντες αυτόν τεθνάναι. 20 κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών αναστάς εισήλθεν εις την πόλιν, και τη επαύριον εξήλθε συν τω Βαρνάβα εις Δέρβην. 21 ευαγγελισάμενοί τε την πόλιν εκείνην και μαθητεύσαντες ικανούς υπέστρεψαν εις την Λύστραν και Ικόνιον και Αντιόχειαν, 22 επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει, και ότι δια πολλών θλίψεων δεί ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού. 23 χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ’ εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι. 24 και διελθόντες την Πισιδίαν ήλθον εις Παμφυλίαν, 25 και λαλήσαντες εν Πέργη τον λόγον κατέβησαν εις Αττάλειαν, 26 κακείθεν απέπλευσαν εις Αντιόχειαν, όθεν ήσαν παραδεδομένοι τη χάριτι του Θεού εις το έργον ό επλήρωσαν. 27 Παραγενόμενοι δε και συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ’ αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως. 28 διέτριβον δε εκεί χρόνον ουκ ολίγον συν τοις μαθηταίς.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ΄
1 ΚΑΙ τινες κατελθόντες από της Ιουδαίας εδίδασκον τους αδελφούς ότι εάν μη περιτέμνησθε τω έθει Μωϋσέως, ου δύνασθε σωθήναι. 2 γενομένης ουν στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρνάβαν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου. 3 Οι μεν ουν προπεμφθέντες υπό της εκκλησίας διήρχοντο την Φοινίκην και Σαμάρειαν εκδιηγούμενοι την επιστροφήν των εθνών, και εποίουν χαράν μεγάλην πάσι τοις αδελφοίς. 4 παραγενόμενοι δε εις Ιερουσαλήμ απεδέχθησαν υπό της εκκλησίας και των αποστόλων και των πρεσβυτέρων, ανήγγειλάν τε όσα ο Θεός εποίησε μετ’ αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως. 5 Εξανέστησαν δε τινες των από της αιρέσεως των Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ότι δεί περιτέμνειν αυτούς παραγγέλλειν τε τηρείν τον νόμον Μωϋσέως.
6 Συνήχθησαν δε οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου. 7 Πολλής δε συζητήσεως γενομένης αναστάς Πέτρος είπε προς αυτούς· άνδρες αδελφοί, υμείς επίστασθε ότι αφ’ ημερών αρχαίων ο Θεός εν ημίν εξελέξατο δια του στόματός μου ακούσαι τα έθνη τον λόγον του ευαγγελίου και πιστεύσαι. 8 και ο καρδιογνώστης Θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δούς αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και ημίν, 9 και ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε και αυτών τη πίστει καθαρίσας τας καρδίας αυτών. 10 νυν ουν τι πειράζετε τον Θεόν, επιθείναι ζυγόν επί τον τράχηλον των μαθητών, ον ούτε οι πατέρες ημών ούτε ημείς ισχύσαμεν βαστάσαι; 11 αλλά δια της χάριτος του Κυρίου Ιησού πιστεύομεν σωθήναι καθ’ ον τρόπον κακείνοι. 12 Εσίγησε δε παν το πλήθος και ήκουον Βαρνάβα και Παύλου εξηγουμένων όσα εποίησεν ο Θεός σημεία και τέρατα εν τοις έθνεσι δι’ αυτών. 13 Μετά δε το σιγήσαι αυτούς απεκρίθη Ιάκωβος λέγων· άνδρες αδελφοί, ακούσατέ μου. 14 Συμεών εξηγήσατο καθώς πρώτον ο Θεός επεσκέψατο λαβείν εξ εθνών λαόν επί τω ονόματι αυτού. 15 και τούτω συμφωνούσιν οι λόγοι των προφητών, καθώς γέγραπται· 16 μετά ταύτα αναστρέψω και ανοικοδομήσω την σκηνήν Δαυϊδ την πεπτωκυίαν, και τα κατεσκαμμένα αυτής ανοικοδομήσω και ανορθώσω αυτήν, 17 όπως αν εκζητήσωσιν οι κατάλοιποι των ανθρώπων τον Κύριον, και πάντα τα έθνη εφ’ ους επικέκληται το όνομά μου επ’ αυτούς, λέγει Κύριος ο ποιών ταύτα πάντα. 18 γνωστά απ’ αιώνός εστι τω Θεω πάντα τα έργα αυτού. 19 διο εγώ κρίνω μη παρενοχλείν τοις από των εθνών επιστρέφουσιν επί τον Θεόν, 20 αλλά επιστείλαι αυτοίς του απέχεσθαι από των αλισγημάτων των ειδώλων και της πορνείας και του πνικτού και του αίματος. 21 Μωϋσής γαρ εκ γενεών αρχαίων κατά πόλιν τους κηρύσσοντας αυτόν έχει εν ταις συναγωγαίς κατά παν σάββατον αναγινωσκόμενος.
22 Τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν συν τω Παύλω και Βαρνάβα, Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν και Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοις αδελφοίς, 23 γράψαντες δια χειρός αυτών τάδε· Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοις κατά την Αντιόχειαν και Συρίαν και Κιλικίαν αδελφοίς τοις εξ εθνών χαίρειν. 24 Επειδή ηκούσαμεν ότι τινές εξ ημών εξελθόντες ετάραξαν υμάς λόγοις ανασκευάζοντες τας ψυχάς υμών, λέγοντες περιτέμνεσθαι και τηρείν τον νόμον, οίς ου διεστειλάμεθα, 25 έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν, εκλεξαμένους άνδρας πέμψαι προς υμάς συν τοις αγαπητοίς ημών Βαρνάβα και Παύλω, 26 ανθρώποις παρεδεδωκόσι τας ψυχάς αυτών υπέρ του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· 27 απεστάλκαμεν ουν Ιούδαν και Σίλαν και αυτούς δια λόγου απαγγέλλοντας τα αυτά. 28 έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος πλήν των επάναγκες τούτων, 29 απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας· εξ ων διατηρούντες εαυτούς εύ πράξετε. έρρωσθε.
30 Οι μεν ουν απολυθέντες ήλθον εις Αντιόχειαν, και συναγαγόντες το πλήθος επέδωκαν την επιστολήν. 31 αναγνόντες δε εχάρησαν επί τη παρακλήσει. 32 Ιούδας τε και Σίλας, και αυτοί προφήται όντες, δια λόγου πολλού παρεκάλεσαν τους αδελφούς και επεστήριξαν. 33 ποιήσαντες δε χρόνον απελύθησαν μετ’ ειρήνης από των αδελφών προς τους αποστόλους. 34 έδοξε δε τω Σίλα επιμείναι αυτού. 35 Παύλος δε και Βαρνάβας διέτριβον εν Αντιοχεία διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι μετά και ετέρων πολλών τον λόγον του Κυρίου.
36 Μετά δε τινας ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν· επιστρέψαντες δη επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του Κυρίου, Πως έχουσι. 37 Βαρνάβας δε εβουλεύσατο συμπαραλαβείν τον Ιωάννην τον επικαλούμενον Μάρκον· 38 Παύλος δε ηξίου, τον αποστάντα απ’ αυτών από Παμφυλίας και μη συνελθόντα αυτοίς εις το έργον, μη συμπαραλαβείν τούτον. 39 εγένετο ουν παροξυσμός, ωστε αποχωρισθήναι αυτούς απ’ αλλήλων, τον τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τον Μάρκον εκπλεύσαι εις Κύπρον. 40 Παύλος δε επιλεξάμενος Σίλαν εξήλθε, παραδοθείς τη χάριτι του Θεού υπό των αδελφών, 41 διήρχετο δε την Συρίαν και Κιλικίαν επιστηρίζων τας εκκλησίας.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΣΤ΄
1 ΚΑΤΗΝΤΗΣΕ δε εις Δέρβην και Λύστραν. και ιδού μαθητής τις ην εκεί ονόματι Τιμόθεος, υιος γυναικός τινος Ιουδαίας πιστής, πατρός δε Έλληνος, 2 ος εμαρτυρείτο υπό των εν Λύστροις και Ικονίω αδελφών. 3 τούτον ηθέλησεν ο Παύλος συν αυτω εξελθείν, και λαβών περιέτεμεν αυτόν δια τους Ιουδαίους τους όντας εν τοις τόποις εκείνοις· ήδεισαν γαρ άπαντες τον πατέρα αυτού ότι Έλλην υπήρχεν. 4 Ως δε διεπορεύοντο τας πόλεις, παρεδίδουν αυτοίς φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκριμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ. 5 αι μεν ουν εκκλησίαι εστερεούντο τη πίστει και επερίσσευον τω αριθμω καθ’ ημέραν. 6 Διελθόντες δε την Φρυγίαν και την Γαλατικήν χώραν, κωλυθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος λαλήσαι τον λόγον εν τη Ασία, 7 ελθόντες κατά την Μυσίαν επείραζον κατά την Βιθυνίαν πορεύεσθαι· και ουκ είασεν αυτούς το Πνεύμα. 8 παρελθόντες δε την Μυσίαν κατέβησαν εις Τρωάδα. 9 και όραμα δια της νυκτός ώφθη τω Παύλω· ανήρ τις ην Μακεδών εστώς, παρακαλών αυτόν και λέγων· διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν. 10 ως δε το όραμα είδεν, ευθέως εζητήσαμεν εξελθείν εις την Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ότι προσκέκληται ημάς ο Κύριος ευαγγελίσασθαι αυτούς.
11 Αναχθέντες ουν από της Τρωάδος ευθυδρομήσαμεν εις Σαμοθράκην, τη δε επιούση εις Νεάπολιν, 12 εκείθέν τε εις Φιλίππους, ήτις εστί πρώτη της μερίδος της Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ήμεν δε εν αυτη τη πόλει διατρίβοντες ημέρας τινάς, 13 τη τε ημέρα των σαββάτων εξήλθομεν έξω της πόλεως παρά ποταμόν ου ενομίζετο προσευχή είναι, και καθίσαντες ελαλούμεν ταις συνελθούσαις γυναιξί. 14 και τις γυνή ονόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τον Θεόν, ήκουεν, ης ο Κύριος διήνοιξε την καρδίαν προσέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλου. 15 ως δε εβαπτίσθη και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα· ει κεκρίκατέ με πιστήν τω Κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκόν μου μείνατε· και παρεβιάσατο ημάς. 16 Εγένετο δε πορευομένων ημών εις προσευχήν παιδίσκην τινά έχουσαν πνεύμα πύθωνος απαντήσαι ημίν, ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη. 17 αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και τω Σίλα έκραζε λέγουσα· ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας. 18 τούτο δε εποίει επί πολλάς ημέρας. διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε· παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής. και εξήλθεν αυτη τη ωρα. 19 Ιδόντες δε οι κύριοι αυτής ότι εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών, επιλαβόμενοι τον Παύλον και τον Σίλαν είλκυσαν εις την αγοράν επί τους άρχοντας, 20 και προσαγαγόντες αυτούς τοις στρατηγοίς είπον· ούτοι οι άνθρωποι εκταράσσουσιν ημών την πόλιν Ιουδαίοι υπάρχοντες. 21 και καταγγέλλουσιν έθη α ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι. 22 και συνεπέστη ο όχλος κατ’ αυτών. και οι στρατηγοί περιρρήξαντες αυτών τα ιμάτια εκέλευον ραβδίζειν, 23 πολλάς τε επιθέντες αυτοίς πληγάς έβαλον εις φυλακήν, παραγγείλαντες τω δεσμοφύλακι ασφαλώς τηρείν αυτούς· 24 ος παραγγελίαν τοιαύτην ειληφώς έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν και τους πόδας αυτών ησφαλίσατο εις το ξύλον. 25 Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν· επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι. 26 άφνω δε σεισμός εγένετο μέγας, ωστε σαλευθήναι τα θεμέλια του δεσμωτηρίου, ανεώχθησάν τε παραχρήμα αι θύραι πάσαι και πάντων τα δεσμά ανέθη. 27 έξυπνος δε γενόμενος ο δεσμοφύλαξ και ιδών ανεωγμένας τας θύρας της φυλακής, σπασάμενος μάχαιραν έμελλεν εαυτόν αναιρείν, νομίζων εκπεφευγέναι τους δεσμίους. 28 εφώνησε δε φωνή μεγάλη ο Παύλος λέγων· μηδέν πράξης σεαυτω κακόν· άπαντες γαρ εσμεν ενθάδε. 29 αιτήσας δε φώτα εισεπήδησε, και έντρομος γενόμενος προσέπεσε τω Παύλω και τω Σίλα, 30 και προαγαγών αυτούς έξω έφη· κύριοι, τι με δεί ποιείν ίνα σωθώ; 31 οι δε είπον· πίστευσον επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση συ και ο οίκός σου. 32 και ελάλησαν αυτω τον λόγον του Κυρίου και πάσι τοις εν τη οικία αυτού. 33 και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ωρα της νυκτός έλουσεν από των πληγών, και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα, 34 αναγαγών τε αυτούς εις τον οίκον αυτού παρέθηκε τράπεζαν, και ηγαλλιάσατο πανοικί πεπιστευκώς τω Θεω.
35 Ημέρας δε γενομένης απέστειλαν οι στρατηγοί τους ραβδούχους λέγοντες· απόλυσον τους ανθρώπους εκείνους. 36 απήγγειλε δε ο δεσμοφύλαξ τους λόγους τούτους προς τον Παύλον, ότι απεστάλκασιν οι στρατηγοί ίνα απολυθήτε. νυν ουν εξελθόντες πορεύεσθε εν ειρήνη. 37 ο δε Παύλος έφη προς αυτούς· δείραντες ημάς δημοσία ακατακρίτους, ανθρώπους Ρωμαίους υπάρχοντας, έβαλον εις φυλακήν· και νυν λάθρα ημάς εκβάλλουσιν; ου γαρ, αλλά ελθόντες αυτοί ημάς εξαγαγέτωσαν.
38 ανήγγειλαν δε τοις στρατηγοίς οι ραβδούχοι τα ρήματα ταύτα· και εφοβήθησαν ακούσαντες ότι Ρωμαίοί εισι, 39 και ελθόντες παρεκάλεσαν αυτούς, και εξαγαγόντες ηρώτων εξελθείν της πόλεως. 40 εξελθόντες δε εκ της φυλακής εισήλθον προς την Λυδίαν, και ιδόντες τους αδελφούς παρεκάλεσαν αυτούς και εξήλθον.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ΄
1 ΔΙΟΔΕΥΣΑΝΤΕΣ δε την Αμφίπολιν και Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην, όπου ην η συναγωγή των Ιουδαίων. 2 κατά δε το ειωθός τω Παύλω εισήλθε προς αυτούς, και επί σάββατα τρία διελέγετο αυτοίς από των γραφών, 3 διανοίγων και παρατιθέμενος ότι τον Χριστόν έδει παθείν και αναστήναι εκ νεκρών, και ότι ούτός εστιν ο Χριστός, Ιησούς ον εγώ καταγγέλλω υμίν. 4 και τινες εξ αυτών επείσθησαν και προσεκληρώθησαν τω Παύλω και τω Σίλα, των τε σεβομένων Ελλήνων πολύ πλήθος γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι. 5 Προσλαβόμενοι δε οι απειθούντες Ιουδαίοι των αγοραίων τινάς άνδρας πονηρούς και οχλοποιήσαντες εθορύβουν την πόλιν, επιστάντες τε τη οικία Ιάσονος εζήτουν αυτούς αγαγείν εις τον δήμον· 6 μη ευρόντες δε αυτούς έσυρον τον Ιάσονα και τινας αδελφούς επί τους πολιτάρχας, βοώντες ότι οι την οικουμένην αναστατώσαντες ούτοι και ενθάδε πάρεισιν, 7 ους υποδέδεκται Ιάσων· και ούτοι πάντες απέναντι των δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα έτερον λέγοντες είναι, Ιησούν. 8 ετάραξαν δε τον όχλον και τους πολιτάρχας ακούοντας ταύτα, 9 και λαβόντες το ικανόν παρά του Ιάσονος και των λοιπών απέλυσαν αυτούς. 10 Οι δε αδελφοί ευθέως δια της νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και τον Σίλαν εις Βέροιαν, οίτινες παραγενόμενοι εις την συναγωγήν των Ιουδαίων απήεσαν. 11 ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη, οίτινες εδέξαντο τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, το καθ’ ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς ει έχοι ταύτα ούτως. 12 πολλοί μεν ουν εξ αυτών επίστευσαν, και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι. 13 Ως δε έγνωσαν οι από της Θεσσαλονίκης Ιουδαίοι ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλη υπό του Παύλου ο λόγος του Θεού, ήλθον κακεί σαλεύοντες τους όχλους. 14 ευθέως δε τότε τον Παύλον εξαπέστειλαν οι αδελφοί πορεύεσθαι ως επί την θάλασσαν· υπέμενον δε ό τε Σίλας και ο Τιμόθεος εκεί. 15 οι δε καθιστώντες τον Παύλον ήγαγον αυτόν έως Αθηνών, και λαβόντες εντολήν προς τον Σίλαν και Τιμόθεον ίνα ως τάχιστα έλθωσι προς αυτόν, εξήεσαν.
16 Εν δε ταις Αθήναις εκδεχομένου αυτούς του Παύλου, παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτω θεωρούντι κατείδωλον ούσαν την πόλιν. 17 διελέγετο μεν ουν εν τη συναγωγή τοις Ιουδαίοις και τοις σεβομένοις και εν τη αγορά κατά πάσαν ημέραν προς τους παρατυγχάνοντας. 18 τινές δε των Επικουρείων και των Στωϊκών φιλοσόφων συνέβαλλον αυτω, και τινες έλεγον· τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν; οι δε· ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι· ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο αυτοίς. 19 επιλαβόμενοί τε αυτού επί τον Άρειον πάγον ήγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνώναι τις η καινή αύτη η υπό σου λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γαρ τινα εισφέρεις εις τας ακοάς ημών· βουλόμεθα ουν γνώναι τι αν θέλοι ταύτα είναι. 21 Αθηναίοι δε πάντες και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν έτερον ηυκαίρουν ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον. 22 Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου πάγου έφη· άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ. 23 διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεω. ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν. 24 ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτω, ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, 25 ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα· 26 εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών, 27 ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν, και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα. 28 εν αυτω γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν, ως και τινες των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι· του γαρ και γένος εσμέν. 29 γένος ουν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσω ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον. 30 τους μεν ουν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός τανύν παραγγέλλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν, 31 διότι έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν ανδρί ω ωρισε, πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών. 32 ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον· ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου. 33 και ούτως ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών. 34 τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτω επίστευσαν, εν οίς και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΗ΄
1 ΜΕΤΑ δε ταύτα χωρισθείς ο Παύλος εκ των Αθηνών ήλθεν εις Κόρινθον· 2 και ευρών τινα Ιουδαίον ονόματι Ακύλαν, Ποντικόν τω γένει, προσφάτως εληλυθότα από της Ιταλίας, και Πρίσκιλλαν γυναίκα αυτού, δια το διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τους Ιουδαίους από της Ρώμης, προσήλθεν αυτοίς, 3 και δια το ομότεχνον είναι έμεινε παρ’ αυτοίς και ειργάζετο· ήσαν γαρ σκηνοποιοί τη τέχνη. 4 διελέγετο δε εν τη συναγωγή κατά παν σάββατον, έπειθέ τε Ιουδαίους και Έλληνας. 5 Ως δε κατήλθον από της Μακεδονίας ό τε Σίλας και ο Τιμόθεος, συνείχετο τω πνεύματι ο Παύλος διαμαρτυρόμενος τοις Ιουδαίοις τον Χριστόν Ιησούν. 6 αντιτασσομένων δε αυτών και βλασφημούντων εκτιναξάμενος τα ιμάτια, είπε προς αυτούς· το αίμα υμών επί την κεφαλήν υμών· καθαρός εγώ· από του νυν εις τα έθνη πορεύσομαι. 7 και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις οικίαν τινός ονόματι Ιούστου, σεβομένου τον Θεόν, ου η οικία ην συνομορούσα τη συναγωγή. 8 Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε τω Κυρίω συν όλω τω οίκω αυτού, και πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευον και εβαπτίζοντο. 9 Είπε δε ο Κύριος δι’ οράματος εν νυκτί τω Παύλω· μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, 10 διότι εγώ ειμι μετά σου, και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί σε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη. 11 εκάθισέ τε ενιαυτόν και μήνας εξ διδάσκων εν αυτοίς τον λόγον του Θεού.
12 Γαλλίωνος δε ανθυπατεύοντος της Αχαϊας κατεπέστησαν ομοθυμαδόν οι Ιουδαίοι τω Παύλω και ήγαγον αυτόν επί το βήμα, 13 λέγοντες ότι παρά τον νόμον ούτος αναπείθει τους ανθρώπους σέβεσθαι τον Θεόν. 14 μέλλοντος δε του Παύλου ανοίγειν το στόμα είπεν ο Γαλλίων προς τους Ιουδαίους· ει μεν ουν ην αδίκημά τι ή ραδιούργημα πονηρόν, ω Ιουδαίοι, κατά λόγον αν ηνεσχόμην υμών· 15 ει δε ζήτημά εστι περί λόγου και ονομάτων και νόμου του καθ’ υμάς, όψεσθε αυτοί· κριτής γαρ εγώ τούτων ου βούλομαι είναι. 16 και απήλασεν αυτούς από του βήματος. 17 επιλαβόμενοι δε πάντες οι Έλληνες Σωσθένην τον αρχισυνάγωγον έτυπτον έμπροσθεν του βήματος· και ουδέν τούτων τω Γαλλίωνι έμελεν.
18 Ο δε Παύλος έτι προσμείνας ημέρας ικανάς, τοις αδελφοίς αποταξάμενος εξέπλει εις την Συρίαν, και συν αυτω Πρίσκιλλα και Ακύλας, κειράμενος την κεφαλήν εν Κεγχρεαίς· είχε γαρ ευχήν. 19 κατήντησε δε εις Έφεσον, κακείνους κατέλιπεν αυτού, αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν διελέχθη τοις Ιουδαίοις. 20 ερωτώντων δε αυτών επί πλείονα χρόνον μείναι παρ’ αυτοίς ουκ επένευσεν, 21 αλλ’ απετάξατο αυτοίς ειπών· δεί με πάντως την εορτήν την ερχομένην ποιήσαι εις Ιεροσόλυμα, πάλιν δε ανακάμψω προς υμάς του Θεού θέλοντος. και ανήχθη από της Εφέσου, 22 και κατελθών εις Καισάρειαν, αναβάς και ασπασάμενος την εκκλησίαν κατέβη εις Αντιόχειαν, 23 και ποιήσας χρόνον τινά εξήλθε διερχόμενος καθεξής την Γαλατικήν χώραν και Φρυγίαν, επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς.
24 Ιουδαίος δε τις Απολλώς ονόματι, Αλεξανδρεύς τω γένει, ανήρ λόγιος, κατήντησεν εις Έφεσον, δυνατός ων εν ταις γραφαίς. 25 ούτος ην κατηχημένος την οδόν του Κυρίου, και ζέων τω πνεύματι ελάλει και εδίδασκεν ακριβώς τα περί του Κυρίου, επιστάμενος μόνον το βάπτισμα Ιωάννου· 26 ούτός τε ήρξατο παρρησιάζεσθαι εν τη συναγωγή. ακούσαντες δε αυτού Ακύλας και Πρίσκιλλα προσελάβοντο αυτόν και ακριβέστερον αυτω εξέθεντο την οδόν του Θεού. 27 βουλομένου δε αυτού διελθείν εις την Αχαϊαν προτρεψάμενοι οι αδελφοί έγραψαν τοις μαθηταίς αποδέξασθαι αυτόν· ος παραγενόμενος συνεβάλετο πολύ τοις πεπιστευκόσι δια της χάριτος. 28 ευτόνως γαρ τοις Ιουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσία επιδεικνύς δια των γραφών είναι τον Χριστόν Ιησούν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΘ΄
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τω τον Απολλώ είναι εν Κορίνθω Παύλον διελθόντα τα ανωτερικά μέρη ελθείν εις Έφεσον· και ευρών μαθητάς τινας 2 είπε προς αυτούς· ει Πνεύμα Άγιον ελάβετε πιστεύσαντες; οι δε είπον προς αυτόν· αλλ’ ουδέ ει Πνεύμα Άγιόν εστιν ηκούσαμεν. 3 είπέ τε προς αυτούς· εις τι ουν βαπτίσθητε; οι δε είπον· εις το Ιωάννου βάπτισμα. 4 είπε δε Παύλος· Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τω λαω λέγων εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν ίνα πιστεύσωσι, τούτ’ έστιν εις τον Ιησούν Χριστόν. 5 ακούσαντες δε εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. 6 και επιθέντος αυτοίς του Παύλου τας χείρας ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς, ελάλουν τε γλώσσαις και προεφήτευον. 7 ήσαν δε οι πάντες άνδρες ωσεί δεκαδύο. 8 Εισελθών δε εις την συναγωγήν επαρρησιάζετο επί μήνας τρεις διαλεγόμενος και πείθων τα περί της βασιλείας του Θεού. 9 ως δε τινες εσκληρύνοντο και ηπείθουν κακολογούντες την οδόν ενώπιον του πλήθους, αποστάς απ’ αυτών αφώρισε τους μαθητάς, καθ’ ημέραν διαλεγόμενος εν τη σχολή Τυράννου τινός. 10 τούτο δε εγένετο επί έτη δύο, ωστε πάντας τους κατοικούντας την Ασίαν ακούσαι τον λόγον του Κυρίου Ιησού, Ιουδαίους τε και Έλληνας. 11 Δυνάμεις τε ου τας τυχούσας εποίει ο Θεός δια των χειρών Παύλου, 12 ωστε και επί τους ασθενούντας επιφέρεσθαι από του χρωτός αυτού σουδάρια ή σιμικίνθια και απαλλάσσεσθαι απ’ αυτών τας νόσους, τα τε πνεύματα τα πονηρά εξέρχεσθαι απ’ αυτών. 13 Επεχείρησαν δε τινες από των περιερχομένων Ιουδαίων εξορκιστών ονομάζειν επί τους έχοντας τα πνεύματα τα πονηρά το όνομα του Κυρίου Ιησού λέγοντες· ορκίζομεν υμάς τον Ιησούν ον ο Παύλος κηρύσσει. 14 ήσαν δε τινες υιοί Σκευά Ιουδαίου αρχιερέως επτά οι τούτο ποιούντες. 15 αποκριθέν δε το πνεύμα το πονηρόν είπε· τον Ιησούν γινώσκω και τον Παύλον επίσταμαι· υμείς δε τίνες εστέ; 16 και εφαλλόμενος επ’ αυτούς ο άνθρωπος, εν ω ην το πνεύμα το πονηρόν, και κατακυριεύσας αυτών ίσχυσε κατ’ αυτών, ωστε γυμνούς και τετραυματισμένους εκφυγείν εκ του οίκου εκείνου. 17 τούτο δε εγένετο γνωστόν πάσιν Ιουδαίοις τε και Έλλησι τοις κατοικούσι την Έφεσον, και επέπεσε φόβος επί πάντας αυτούς, και εμεγαλύνετο το όνομα του Κυρίου Ιησού· 18 πολλοί τε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών. 19 ικανοί δε των τα περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τας βίβλους κατέκαιον ενώπιον πάντων· και συνεψήφισαν τας τιμάς αυτών και εύρον αργυρίου μυριάδας πέντε. 20 Ούτω κατά κράτος ο λόγος του Κυρίου ηύξανε και ίσχυεν.
21 Ως δε επληρώθη ταύτα, έθετο ο Παύλος εν τω πνεύματι διελθών την Μακεδονίαν και Αχαϊαν πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ, ειπών ότι μετά το γενέσθαι με εκεί δεί με και Ρώμην ιδείν. 22 αποστείλας δε εις την Μακεδονίαν δύο των διακονούντων αυτω, Τιμόθεον και Έραστον, αυτός επέσχε χρόνον εις την Ασίαν. 23 Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού. 24 Δημήτριος γαρ τις ονόματι, αργυροκόπος, ποιών ναούς αργυρούς Αρτέμιδος παρείχετο τοις τεχνίταις εργασίαν ουκ ολίγην· 25 ους συναθροίσας και τους περί τα τοιαύτα εργάτας είπεν· άνδρες, επίστασθε ότι εκ ταύτης της εργασίας η ευπορία ημών εστι, 26 και θεωρείτε και ακούετε ότι ου μόνον Εφέσου, αλλά σχεδόν πάσης της Ασίας ο Παύλος ούτος πείσας μετέστησεν ικανόν όχλον, λέγων ότι ουκ εισί θεοί οι δια χειρών γινόμενοι. 27 ου μόνον δε τούτο κινδυνεύει ημίν το μέρος εις απελεγμόν ελθείν, αλλά και το της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος ιερόν εις ουθέν λογισθήναι, μέλλειν τε και καθαιρείσθαι την μεγαλειότητα αυτής, ην όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται. 28 ακούσαντες δε και γενόμενοι πλήρεις θυμού έκραζον λέγοντες· μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων. 29 και επλήσθη η πόλις της συγχύσεως, ωρμησάν τε ομοθυμαδόν εις το θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον και Αρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου. 30 του δε Παύλου βουλομένου εισελθείν εις τον δήμον ουκ είων αυτόν οι μαθηταί. 31 τινές δε και των Ασιαρχών, όντες αυτω φίλοι, πέμψαντες προς αυτόν παρεκάλουν μη δούναι εαυτόν εις το θέατρον. 32 άλλοι μεν ουν άλλο τι έκραζον· ην γαρ η εκκλησία συγκεχυμένη, και οι πλείους ουκ ήδεισαν τίνος ένεκεν συνεληλύθεισαν. 33 εκ δε του όχλου προεβίβασαν Αλέξανδρον, προβαλλόντων αυτόν των Ιουδαίων· ο δε Αλέξανδρος κατασείσας την χείρα ήθελεν απολογείσθαι τω δήμω. 34 επιγνόντες δε ότι Ιουδαίός εστι, φωνή εγένετο μία εκ πάντων, ως επί ωρας δύο κραζόντων· μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων. 35 καταστείλας δε ο γραμματεύς τον όχλον φησίν· άνδρες Εφέσιοι, τις γαρ εστιν άνθρωπος ος ου γινώσκει την Εφεσίων πόλιν νεωκόρον ούσαν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και του Διοπετούς; 36 αναντιρρήτων ουν όντων τούτων δέον εστίν υμάς κατεσταλμένους υπάρχειν και μηδέν προπετές πράσσειν. 37 ηγάγετε γαρ τους άνδρας τούτους ούτε ιεροσύλους ούτε βλασφημούντας την θεάν υμών. 38 ει μεν ουν Δημήτριος και οι συν αυτω τεχνίται έχουσι προς τινα λόγον, αγοραίοι άγονται και ανθύπατοί εισιν, εγκαλείτωσαν αλλήλοις. 39 ει δε τι περί ετέρων επιζητείτε, εν τη εννόμω εκκλησία επιλυθήσεται. 40 και γαρ κινδυνεύομεν εγκαλείσθαι στάσεως περί της σήμερον, μηδενός αιτίου υπάρχοντος περί ου δυνησόμεθα αποδούναι λόγον της συστροφής ταύτης. 41 και ταύτα ειπών απέλυσε την εκκλησίαν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΣΤΟΛΩΝ Κ΄
1 ΜΕΤΑ δε το παύσασθαι τον θόρυβον προσκαλεσάμενος ο Παύλος τους μαθητάς και ασπασάμενος εξήλθε πορευθήναι εις Μακεδονίαν. 2 διελθών δε τα μέρη εκείνα και παρακαλέσας αυτούς λόγω πολλω ήλθεν εις την Ελλάδα· 3 ποιήσας τε μήνας τρεις, γενομένης αυτω επιβουλής υπό των Ιουδαίων μέλλοντι ανάγεσθαι εις την Συρίαν, εγένετο γνώμη του υποστρέφειν δια Μακεδονίας. 4 συνείπετο δε αυτω άχρι της Ασίας Σώπατρος Βεροιαίος, Θεσσαλονικέων δε Αρίσταρχος και Σεκούνδος, και Γάϊος Δερβαίος και Τιμόθεος, Ασιανοί δε Τυχικός και Τρόφιμος. 5 ούτοι προελθόντες έμενον ημάς εν Τρωάδι· 6 ημείς δε εξεπλεύσαμεν μετά τας ημέρας των αζύμων από Φιλίππων και ήλθομεν προς αυτούς εις την Τρωάδα άχρις ημερών πέντε, ου διετρίψαμεν ημέρας επτά. 7 Εν δε τη μια των σαββάτων συνηγμένων των μαθητών κλάσαι άρτον, ο Παύλος διελέγετο αυτοίς, μέλλων εξιέναι τη επαύριον, παρέτεινέ τε τον λόγον μέχρι μεσονυκτίου. 8 ήσαν δε λαμπάδες ικαναί εν τω υπερώω ου ήμεν συνηγμένοι. 9 καθήμενος δε τις νεανίας ονόματι Εύτυχος επί της θυρίδος, καταφερόμενος ύπνω βαθεί διαλεγομένου του Παύλου επί πλείον, κατενεχθείς από του ύπνου έπεσεν από του τριστέγου κάτω και ήρθη νεκρός. 10 καταβάς δε ο Παύλος επέπεσεν αυτω και συμπεριλαβών είπε· μη θορυβείσθε· η γαρ ψυχή αυτού εν αυτω εστιν. 11 αναβάς δε και κλάσας άρτον και γευσάμενος εφ’ ικανόν τε ομιλήσας άχρις αυγής, ούτως εξήλθεν. 12 ήγαγον δε τον παίδα ζώντα, και παρεκλήθησαν ου μετρίως. 13 Ημείς δε προελθόντες επί το πλοίον ανήχθημεν εις την Άσσον, εκείθεν μέλλοντες αναλαμβάνειν τον Παύλον· ούτω γαρ ην διατεταγμένος, μέλλων αυτός πεζεύειν. 14 ως δε συνέβαλεν ημίν εις την Άσσον, αναλαβόντες αυτόν ήλθομεν εις Μυτιλήνην· 15 κακείθεν αποπλεύσαντες τη επιούση κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου, τη δε ετέρα παρεβάλομεν εις Σάμον, και μείναντες εν Τρωγυλίω τη εχομένη ήλθομεν εις Μίλητον. 16 έκρινε γαρ ο Παύλος παραπλεύσαι την Έφεσον, όπως μη γένηται αυτω χρονοτριβήσαι εν τη Ασία· έσπευδε γαρ, ει δυνατόν ην αυτω, την ημέραν της πεντηκοστής γενέσθαι εις Ιεροσόλυμα.
17 Από δε της Μιλήτου πέμψας εις Έφεσον μετεκαλέσατο τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. 18 ως δε παρεγένοντο προς αυτόν, είπεν αυτοίς· υμείς επίστασθε, από πρώτης ημέρας αφ’ ης επέβην εις την Ασίαν, Πως μεθ’ υμών τον πάντα χρόνον εγενόμην, 19 δουλεύων τω Κυρίω μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πολλών δακρύων και πειρασμών των συμβάντων μοι εν ταις επιβουλαίς των Ιουδαίων, 20 ως ουδέν υπεστειλάμην των συμφερόντων του μη αναγγείλαι υμίν και διδάξαι υμάς δημοσία και κατ’ οίκους, 21 διαμαρτυρόμενος Ιουδαίοις τε και Έλλησι την εις τον Θεόν μετάνοιαν και πίστιν την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. 22 και νυν ιδού εγώ δεδεμένος τω πνεύματι πορεύομαι εις Ιερουσαλήμ, τα εν αυτη συναντήσοντά μοι μη ειδώς, 23 πλήν ότι το Πνεύμα το Άγιον κατά πόλιν διαμαρτύρεται λέγον ότι δεσμά με και θλίψεις μένουσιν. 24 αλλ’ ουδενός λόγον ποιούμαι ουδέ έχω την ψυχήν μου τιμίαν εμαυτω, ως τελειώσαι τον δρόμον μου μετά χαράς και την διακονίαν ην έλαβον παρά του Κυρίου Ιησού, διαμαρτύρασθαι το ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού. 25 και νυν ιδού εγώ οίδα ότι ουκέτι όψεσθε το πρόσωπόν μου υμείς πάντες, εν οίς διήλθον κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού. 26 διο μαρτύρομαι υμίν εν τη σήμερον ημέρα ότι καθαρός εγώ από του αίματος πάντων· 27 ου γαρ υπεστειλάμην του μη αναγγείλαι υμίν πάσαν την βουλήν του Θεού. 28 προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. 29 εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· 30 και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. 31 διο γρηγορείτε, μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον. 32 και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεω και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν. 33 αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα· 34 αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται. 35 πάντα υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δεί αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων, μνημονεύειν τε τον λόγον του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε· μακάριόν εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν. 36 και ταύτα ειπών, θείς τα γόνατα αυτού συν πάσιν αυτοίς προσηύξατο. 37 ικανός δε εγένετο κλαυθμός πάντων, και επιπεσόντες επί τον τράχηλον του Παύλου κατεφίλουν αυτόν, 38 οδυνώμενοι μάλιστα επί τω λόγω ω ειρήκει, ότι οικέτι μέλλουσι το πρόσωπον αυτού θεωρείν. προέπεμπον δε αυτόν εις το πλοίον.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑ΄
1 ΩΣ δε εγένετο αναχθήναι ημάς αποσπασθέντας απ’ αυτών, ευθυδρομήσαντες ήλθομεν εις την Κώ, τη δε εξής εις την Ρόδον, κακείθεν εις Πάταρα. 2 και ευρόντες πλοίον διαπερών εις Φοινίκην επιβάντες ανήχθημεν. 3 αναφανέντες δε την Κύπρον και καταλιπόντες αυτήν ευώνυμον επλέομεν εις Συρίαν, και κατήχθημεν εις Τύρον· εκείσε γαρ ην το πλοίον αποφορτιζόμενον τον γόμον. 4 και ανευρόντες τους μαθητάς επεμείναμεν αυτού ημέρας επτά· οίτινες τω Παύλω έλεγον δια του Πνεύματος μη αναβαίνειν εις Ιεροσόλυμα. 5 ότε δε εγένετο ημάς εξαρτίσαι τας ημέρας, εξελθόντες επορευόμεθα προπεμπόντων ημάς πάντων συν γυναιξί και τέκνοις έως έξω της πόλεως, και θέντες τα γόνατα επί τον αιγιαλόν προσηυξάμεθα, 6 και ασπασάμενοι αλλήλους επέβημεν εις το πλοίον, εκείνοι δε υπέστρεψαν εις τα ίδια. 7 Ημείς δε τον πλούν διανύσαντες από Τύρου κατηντήσαμεν εις Πτολεμαϊδα, και ασπασάμενοι τους αδελφούς εμείναμεν ημέραν μίαν παρ’ αυτοίς. 8 τη δε επαύριον εξελθόντες ήλθομεν εις Καισάρειαν, και εισελθόντες εις τον οίκον Φιλίππου του ευαγγελιστού, όντος εκ των επτά, εμείναμεν παρ’ αυτω. 9 τούτω δε ήσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι. 10 επιμενόντων δε ημών ημέρας πλείους κατήλθέ τις από της Ιουδαίας προφήτης ονόματι Άγαβος, 11 και ελθών προς ημάς και άρας την ζώνην του Παύλου, δήσας τε αυτού τους πόδας και τας χείρας είπε· τάδε λέγει το Πνεύμα το Άγιον· τον άνδρα ου εστιν η ζώνη αύτη, ούτω δήσουσιν εις Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και παραδώσουσιν εις χείρας εθνών. 12 ως δε ηκούσαμεν ταύτα, παρεκαλούμεν ημείς τε και οι εντόπιοι του μη αναβαίνειν αυτόν εις Ιερουσαλήμ. 13 απεκρίθη τε ο Παύλος· τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντές μου την καρδίαν; εγώ γαρ ου μόνον δεθήναι, αλλά και αποθανείν εις Ιερουσαλήμ ετοίμως έχω υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού. 14 μη πειθομένου δε αυτού ησυχάσαμεν ειπόντες· το θέλημα του Κυρίου γινέσθω.
15 Μετά δε τας ημέρας ταύτας επισκευασάμενοι ανεβαίνομεν εις Ιερουσαλήμ· 16 συνήλθον δε και των μαθητών από Καισαρείας συν ημίν, άγοντες παρ’ ω ξενισθώμεν Μνάσωνί τινι Κυπρίω, αρχαίω μαθητη. 17 Γενομένων δε ημών εις Ιεροσόλυμα ασμένως εδέξαντο ημάς οι αδελφοί. 18 τη δε επιούση εισήει ο Παύλος συν ημίν προς Ιάκωβον, πάντες τε παρεγένοντο οι πρεσβύτεροι. 19 και ασπασάμενος αυτούς εξηγείτο καθ’ εν έκαστον ων εποίησεν ο Θεός εν τοις έθνεσι δια της διακονίας αυτού. 20 οι δε ακούσαντες εδόξαζον τον Κύριον, είπόν τε αυτω· θεωρείς, αδελφέ, πόσαι μυριάδες εισίν Ιουδαίων των πεπιστευκότων, και πάντες ζηλωταί του νόμου υπάρχουσι. 21 κατηχήθησαν δε περί σου ότι αποστασίαν διδάσκεις από Μωϋσέως τους κατά τα έθνη πάντας Ιουδαίους, λέγων μη περιτέμνειν αυτούς τα τέκνα μηδέ τοις έθεσι περιπατείν. 22 τι ουν εστι; πάντως δεί πλήθος συνελθείν· ακούσονται γαρ ότι ελήλυθας. 23 τούτο ουν ποίησον ό σοι λέγομεν· εισίν ημίν άνδρες τέσσαρες ευχήν έχοντες εφ’ εαυτών· 24 τούτους παραλαβών αγνίσθητι συν αυτοίς και δαπάνησον επ’ αυτοίς ίνα ξυρήσωνται την κεφαλήν, και γνώσι πάντες ότι ων κατήχηνται περί σου ουδέν εστιν, αλλά στοιχείς και αυτός τον νόμον φυλάσσων. 25 περί δε των πεπιστευκότων εθνών ημείς επεστείλαμεν κρίναντες μηδέν τοιούτον τηρείν αυτούς, ει μη φυλάσσεσθαι αυτούς το τε ειδωλόθυτον και το αίμα και πνικτόν και πορνείαν. 26 τότε ο Παύλος παραλαβών τους άνδρας τη εχομένη ημέρα συν αυτοίς αγνισθείς εισήει εις το ιερόν, διαγγέλλων την εκπλήρωσιν των ημερών του αγνισμού, έως ου προσηνέχθη υπέρ ενός εκάστου αυτών η προσφορά.
27 Ως δε έμελλον αι επτά ημέραι συντελείσθαι, οι από της Ασίας Ιουδαίοι θεασάμενοι αυτόν εν τω ιερω συνέχεον πάντα τον όχλον, και επέβαλον τας χείρας επ’ αυτόν 28 κράζοντες· άνδρες Ισραηλίται, βοηθείτε· ούτός εστιν ο άνθρωπος ο κατά του λαού και του νόμου και του τόπου τούτου πάντας πανταχού διδάσκων· έτι τε και Έλληνας εισήγαγεν εις το ιερόν και κεκοίνωκε τον άγιον τόπον τούτον· 29 ήσαν γαρ εωρακότες Τρόφιμον τον Εφέσιον εν τη πόλει συν αυτω, ον ενόμιζον ότι εις το ιερόν εισήγαγεν ο Παύλος. 30 εκινήθη τε η πόλις όλη και εγένετο συνδρομή του λαού, και επιλαβόμενοι του Παύλου είλκον αυτόν έξω του ιερού, και ευθέως εκλείσθησαν αι θύραι. 31 ζητούντων δε αυτόν αποκτείναι ανέβη φάσις τω χιλιάρχω της σπείρης ότι όλη συγκέχυται Ιερουσαλήμ· 32 ος εξαυτής παραλαβών στρατιώτας και εκατοντάρχους κατέδραμεν επ’ αυτούς. οι δε ιδόντες τον χιλίαρχον και τους στρατιώτας επαύσαντο τύπτοντες τον Παύλον. 33 εγγίσας δε ο χιλίαρχος επελάβετο αυτού και εκέλευσε δεθήναι αλύσεσι δυσί, και επυνθάνετο τις αν είη και τι εστι πεποιηκώς. 34 άλλοι δε άλλο τι εβόων εν τω όχλω· μη δυνάμενος δε γνώναι το ασφαλές δια τον θόρυβον, εκέλευσεν άγεσθαι αυτόν εις την παρεμβολήν. 35 ότε δε εγένετο επί τους αναβαθμούς, συνέβη βαστάζεσθαι αυτόν υπό των στρατιωτών δια την βίαν του όχλου· 36 ηκολούθει γαρ το πλήθος του λαού κράζον· αίρε αυτόν. 37 Μέλλων τε εισάγεσθαι εις την παρεμβολήν ο Παύλος λέγει τω χιλιάρχω· ει έξεστί μοι ειπείν τι προς σε; ο δε έφη· ελληνιστί γινώσκεις; 38 ουκ άρα συ ει ο Αιγύπτιος ο προ τούτων των ημερών αναστατώσας και εξαγαγών εις την έρημον τους τετρακισχιλίους άνδρας των σικαρίων; 39 είπε δε ο Παύλος· εγώ άνθρωπος μεν ειμι Ιουδαίος Ταρσεύς, της Κιλικίας ουκ ασήμου πόλεως πολίτης· δέομαι δε σου, επίτρεψόν μοι λαλήσαι προς τον λαόν. 40 επιτρέψαντος δε αυτού ο Παύλος εστώς επί των αναβαθμών κατέσεισε τη χειρί τω λαω· πολλής δε σιγής γενομένης προσεφώνησε τη εβραϊδι διαλέκτω λέγων·
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΒ΄
1 ΑΝΔΡΕΣ αδελφοί και πατέρες, ακούσατέ μου της προς υμάς νυνί απολογίας. 2 ακούσαντες δε ότι τη εβραϊδι διαλέκτω προσεφώνει αυτοίς, μάλλον παρέσχον ησυχίαν. 3 και φησιν· εγώ μεν ειμι ανήρ Ιουδαίος, γεγεννημένος εν Ταρσω της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού καθώς πάντες υμείς εστε σήμερον. 4 ος ταύτην την οδόν εδίωξα άχρι θανάτου, δεσμεύων και παραδιδούς εις φυλακάς άνδρας τε και γυναίκας, 5 ως και ο αρχιερεύς μαρτυρεί μοι και παν το πρεσβυτέριον· παρ’ ων και επιστολάς δεξάμενος προς τους αδελφούς εις Δαμασκόν επορευόμην άξων και τους εκείσε όντας δεδεμένους εις Ιερουσαλήμ ίνα τιμωρηθώσιν. 6 Εγένετο δε μοι πορευομένω και εγγίζοντι τη Δαμασκω περί μεσημβρίαν εξαίφνης εκ του ουρανού περιαστράψαι φως ικανόν περί εμέ, 7 έπεσόν τε εις το έδαφος και ήκουσα φωνής λεγούσης μοι· Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; 8 εγώ δε απεκρίθην· τις ει, Κύριε; είπέ τε προς με· εγώ ειμι Ιησούς ο Ναζωραίος, ον συ διώκεις. 9 οι δε συν εμοί όντες το μεν φως εθεάσαντο και έμφοβοι εγένοντο, την δε φωνήν ουκ ήκουσαν του λαλούντός μοι. 10 είπον δε· τι ποιήσω, Κύριε; ο δε Κύριος είπε προς με· αναστάς πορεύου εις Δαμασκόν, κακεί σοι λαληθήσεται περί πάντων ων τέτακταί σοι ποιήσαι. 11 ως δε ουκ ενέβλεπον από της δόξης του φωτός εκείνου, χειραγωγούμενος υπό των συνόντων μοι ήλθον εις Δαμασκόν. 12 Ανανίας δε τις, ανήρ ευσεβής κατά τον νόμον, μαρτυρούμενος υπό πάντων των κατοικούντων εν Δαμασκω Ιουδαίων, 13 ελθών προς με και επιστάς είπέ μοι· Σαούλ αδελφέ, ανάβλεψον. καγώ αυτη τη ωρα ανέβλεψα εις αυτόν. 14 ο δε είπεν· ο Θεός των πατέρων ημών προεχειρίσατό σε γνώναι το θέλημα αυτού και ιδείν τον δίκαιον και ακούσαι φωνήν εκ του στόματος αυτού, 15 ότι έση μάρτυς αυτω προς πάντας ανθρώπους ων εώρακας και ήκουσας. 16 και νυν τι μέλλεις; αναστάς βάπτισαι και απόλουσαι τας αμαρτίας σου, επικαλεσάμενος το όνομα του Κυρίου. 17 Εγένετο δε μοι υποστρέψαντι εις Ιερουσαλήμ και προσευχομένου μου εν τω ιερω γενέσθαι με εν εκστάσει και ιδείν αυτόν λέγοντά μοι· 18 σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ, διότι ου παραδέξονταί σου την μαρτυρίαν περί εμού. 19 καγώ είπον· Κύριε, αυτοί επίστανται ότι εγώ ήμην φυλακίζων και δέρων κατά τας συναγωγάς τους πιστεύοντας επί σε· 20 και ότε εξεχείτο το αίμα Στεφάνου του μάρτυρός σου, και αυτός ήμην εφεστώς και συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού και φυλάσσων τα ιμάτια των αναιρούντων αυτόν. 21 και είπε προς με· πορεύου, ότι εγώ εις έθνη μακράν εξαποστελώ σε.
22 Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες· αίρε από της γης τον τοιούτον· ου γαρ καθήκεν αυτόν ζήν. 23 κραυγαζόντων δε αυτών και ριπτόντων τα ιμάτια και κονιορτόν βαλλόντων εις τον αέρα, 24 εκέλευσεν αυτόν ο χιλίαρχος άγεσθαι εις την παρεμβολήν, ειπών μάστιξιν ανετάζεσθαι αυτόν, ίνα επιγνω δι’ ην αιτίαν ούτως επεφώνουν αυτώ. 25 ως δε προέτειναν αυτόν τοις ιμάσιν, είπε προς τον εστώτα εκατόνταρχον ο Παύλος· ει άνθρωπον Ρωμαίον και ακατάκριτον έξεστιν υμίν μαστίζειν; 26 ακούσας δε ο εκατόνταρχος, προσελθών απήγγειλε τω χιλιάρχω λέγων· όρα τι μέλλεις ποιείν· ο γαρ άνθρωπος ούτος Ρωμαίός εστι. 27 προσελθών δε ο χιλίαρχος είπεν αυτω· λέγε μοι ει συ Ρωμαίος ει. Ο δε έφη· ναί. 28 απεκρίθη τε ο χιλίαρχος· εγώ πολλού κεφαλαίου την πολιτείαν ταύτην εκτησάμην. ο δε Παύλος έφη· εγώ δε και γεγέννημαι. 29 ευθέως ουν απέστησαν απ’ αυτού οι μέλλοντες αυτόν ανετάζειν· και ο χιλίαρχος δε εφοβήθη επιγνούς ότι Ρωμαίός εστι, και ότι ην αυτόν δεδεκώς.
30 Τη δε επαύριον βουλόμενος γνώναι το ασφαλές, το τι κατηγορείται παρά των Ιουδαίων, έλυσεν αυτόν από των δεσμών και εκέλευσεν ελθείν τους αρχιερείς και όλον το συνέδριον αυτών, και καταγαγών τον Παύλον έστησεν εις αυτούς.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΓ΄
1 Ατενίσας δε ο Παύλος τω συνεδρίω είπεν· άνδρες αδελφοί, εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τω Θεω άχρι ταύτης της ημέρας. 2 ο δε αρχιερεύς Ανανίας επέταξε τοις παρεστώσιν αυτω τύπτειν αυτού το στόμα. 3 τότε ο Παύλος προς αυτόν είπε· τύπτειν σε μέλλει ο Θεός, τοίχε κεκονιαμένε· και συ κάθη κρίνων με κατά τον νόμον, και παρανομών κελεύεις με τύπτεσθαι! 4 οι δε παρεστώτες είπον· τον αρχιερέα του Θεού λοιδορείς; 5 έφη τε ο Παύλος· ουκ ήδειν, αδελφοί, ότι εστίν αρχιερεύς· γέγραπται γαρ· άρχοντα του λαού σου ουκ ερείς κακώς. 6 γνούς δε ο Παύλος ότι το εν μέρος εστί Σαδδουκαίων, το δε έτερον Φαρισαίων, έκραξεν εν τω συνεδρίω· άνδρες αδελφοί, εγώ Φαρισαίός ειμι, υιος Φαρισαίου· περί ελπίδος και αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι. 7 τούτο δε αυτού λαλήσαντος εγένετο στάσις των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, και εσχίσθη το πλήθος. 8 Σαδδουκαίοι μεν γαρ λέγουσι μη είναι ανάστασιν μήτε άγγελον μήτε πνεύμα, Φαρισαίοι δε ομολογούσι τα αμφότερα. 9 εγένετο δε κραυγή μεγάλη, και αναστάντες οι γραμματείς του μέλους των Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· ουδέν κακόν ευρίσκομεν εν τω ανθρώπω τούτω· ει δε πνεύμα ελάλησεν αυτω ή άγγελος, μη θεομαχώμεν. 10 πολλής δε γενομένης στάσεως ευλαβηθείς ο χιλίαρχος μη διασπασθή ο Παύλος υπ’ αυτών, εκέλευσε το στράτευμα καταβήναι και αρπάσαι αυτόν εκ μέσου αυτών άγειν τε εις την παρεμβολήν. 11 Τη δε επιούση νυκτί επιστάς αυτω ο Κύριος είπε· θάρσει, Παύλε· ως γαρ διεμαρτύρω τα περί εμού εις Ιερουσαλήμ, ούτω σε δεί και εις Ρώμην μαρτυρήσαι.
12 Γενομένης δε ημέρας ποιήσαντές τινες των Ιουδαίων συστροφήν ανεθεμάτισαν εαυτούς, λέγοντες μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ου αποκτείνωσι τον Παύλον. 13 ήσαν δε πλείους τεσσαράκοντα οι ταύτην την συνωμοσίαν πεποιηκότες· 14 οίτινες προσελθόντες τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις είπον· αναθέματι ανεθεματίσαμεν εαυτούς μηδενός γεύσασθαι έως ου αποκτείνωμεν τον Παύλον. 15 νυν ουν υμείς εμφανίσατε τω χιλιάρχω συν τω συνεδρίω, όπως αύριον αυτόν καταγάγη προς υμάς, ως μέλλοντας διαγινώσκειν ακριβέστερον τα περί αυτού· ημείς δε προ του εγγίσαι αυτόν έτοιμοί εσμεν του ανελείν αυτόν. 16 ακούσας δε ο υιος της αδελφής Παύλου το ένεδρον, παραγενόμενος και εισελθών εις την παρεμβολήν απήγγειλε τω Παύλω. 17 προσκαλεσάμενος δε ο Παύλος ένα των εκατοντάρχων έφη· τον νεανίαν τούτον απάγαγε προς τον χιλίαρχον· έχει γαρ τι απαγγείλαι αυτω. 18 ο μεν ουν παραλαβών αυτόν ήγαγε προς τον χιλίαρχον και φησιν· ο δέσμιος Παύλος προσκαλεσάμενός με ηρώτησε τούτον τον νεανίαν αγαγείν προς σε, έχοντά τι λαλήσαί σοι. 19 επιλαβόμενος δε της χειρός αυτού ο χιλίαρχος και αναχωρήσας κατ’ ιδίαν επυνθάνετο, τι εστιν ό έχεις απαγγείλαί μοι; 20 είπε δε ότι οι Ιουδαίοι συνέθεντο του ερωτήσαί σε όπως αύριον εις το συνέδριον καταγάγης τον Παύλον, ως μελλόντων τι ακριβέστερον πυνθάνεσθαι περί αυτού. 21 συ ουν μη πεισθής αυτοίς· ενεδρεύουσι γαρ αυτόν εξ αυτών άνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οίτινες ανεθεμάτισαν εαυτούς μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ου ανέλωσιν αυτόν, και νυν έτοιμοί εισι προσδεχόμενοι την από σου επαγγελίαν. 22 ο μεν ουν χιλίαρχος απέλυσε τον νεανίαν, παραγγείλας μηδενί εκλαλήσαι ότι ταύτα ενεφάνισας προς με. 23 Και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των εκατοντάρχων είπεν· ετοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους όπως πορευθώσιν έως Καισαρείας, και ιππείς εβδομήκοντα και δεξιολάβους διακοσίους, από τρίτης ωρας της νυκτός, 24 κτήνη τε παραστήσαι, ίνα επιβιβάσαντες τον Παύλον διασώσωσι προς Φήλικα τον ηγεμόνα, 25 γράψας επιστολήν περιέχουσαν τον τύπον τούτον· 26 Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν. 27 τον άνδρα τούτον συλληφθέντα υπό των Ιουδαίων και μέλλοντα αναιρείσθαι υπ’ αυτών επιστάς συν τω στρατεύματι εξειλόμην αυτόν, μαθών ότι Ρωμαίός εστι. 28 βουλόμενος δε γνώναι την αιτίαν δι’ ην ενεκάλουν αυτω, κατήγαγον αυτόν εις το συνέδριον αυτών· 29 ον εύρον εγκαλούμενον περί ζητημάτων του νόμου αυτών, μηδέν δε άξιον θανάτου ή δεσμών έγκλημα έχοντα. 30 μηνυθείσης δε μοι επιβουλής εις τον άνδρα μέλλειν έσεσθαι υπό των Ιουδαίων, εξαυτής έπεμψα προς σε, παραγγείλας και τοις κατηγόροις λέγειν τα προς αυτόν επί σου. έρρωσο. 31 Οι μεν ουν στρατιώται κατά το διατεταγμένον αυτοίς αναλαβόντες τον Παύλον ήγαγον δια της νυκτός εις την Αντιπατρίδα, 32 τη δε επαύριον εάσαντες τους ιππείς πορεύεσθαι συν αυτω, υπέστρεψαν εις την παρεμβολήν· 33 οίτινες εισελθόντες εις την Καισάρειαν και αναδόντες την επιστολήν τω ηγεμόνι παρέστησαν και τον Παύλον αυτω. 34 αναγνούς δε ο ηγεμών και επερωτήσας εκ ποίας επαρχίας εστί, και πυθόμενος ότι από Κιλικίας, 35 διακούσομαί σου, έφη, όταν και οι κατήγοροί σου παραγένωνται· εκέλευσέ τε αυτόν εν τω πραιτωρίω του Ηρώδου φυλάσσεσθαι.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΔ΄
1 ΜΕΤΑ δε πέντε ημέρας κατέβη ο αρχιερεύς Ανανίας μετά των πρεσβυτέρων και ρήτορος Τερτύλλου τινός, οίτινες ενεφάνισαν τω ηγεμόνι κατά του Παύλου. 2 κληθέντος δε αυτού ήρξατο κατηγορείν ο Τέρτυλλος λέγων· 3 πολλής ειρήνης τυγχάνοντες δια σου και κατορθωμάτων γινομένων τω έθνει τούτω δια της σής προνοίας, πάντη τε και πανταχού αποδεχόμεθα, κράτιστε Φήλιξ, μετά πάσης ευχαριστίας. 4 ίνα δε μη επί πλείόν σε εγκόπτω, παρακαλώ ακούσαί σε ημών συντόμως τη σή επιεικεία. 5 ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην, πρωτοστάτην τε της των Ναζωραίων αιρέσεως, 6 ος και το ιερόν επείρασε βεβηλώσαι, ον και εκρατήσαμεν και κατά τον ημέτερον νόμον ηθελήσαμεν κρίνειν· 7 παρελθών δε Λυσίας ο χιλίαρχος μετά πολλής βίας εκ των χειρών ημών απήγαγε, 8 κελεύσας τους κατηγόρους αυτού έρχεσθαι επί σε· παρ’ ου δυνήση αυτός ανακρίνας περί πάντων τούτων επιγνώναι ων ημείς κατηγορούμεν αυτού. 9 συνεπέθεντο δε και οι Ιουδαίοι φάσκοντες ταύτα ούτως έχειν.
10 Απεκρίθη δε ο Παύλος νεύσαντος αυτω του ηγεμόνος λέγειν· εκ πολλών ετών όντα σε κριτήν τω έθνει τούτω επιστάμενος ευθυμότερον τα περί εμαυτού απολογούμαι, 11 δυναμένου σου γνώναι ότι ου πλείους εισί μοι ημέραι δεκαδύο αφ’ ης ανέβην προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ· 12 και ούτε εν τω ιερω εύρόν με προς τινα διαλεγόμενον ή επισύστασιν ποιούντα όχλου, ούτε εν ταις συναγωγαίς ούτε κατά την πόλιν· 13 ούτε παραστήσαι δύνανται περί ων νυν κατηγορούσί μου. 14 ομολογώ δε τούτό σοι, ότι κατά την οδόν ην λέγουσιν αίρεσιν ούτω λατρεύω τω πατρώω Θεω, πιστεύων πάσι τοις κατά τον νόμον και τοις εν τοις προφήταις γεγραμμένοις, 15 ελπίδα έχων εις τον Θεόν ην και αυτοί ούτοι προσδέχονται, ανάστασιν μέλλειν έσεσθαι νεκρών, δικαίων τε και αδίκων· 16 εν τούτω δε και αυτός ασκώ απρόσκοπτον συνείδησιν έχειν προς τον Θεόν και τους ανθρώπους δια παντός. 17 δι’ ετών δε πλειόνων παρεγενόμην ελεημοσύνας ποιήσων εις το έθνος μου και προσφοράς· 18 εν οίς εύρόν με ηγνισμένον εν τω ιερω, ου μετά όχλου ουδέ μετά θορύβου, τινές από της Ασίας Ιουδαίοι, 19 ους έδει επί σου παρείναι και κατηγορείν ει τι έχοιεν προς με. 20 ή αυτοί ούτοι ειπάτωσαν τι εύρον εν εμοί αδίκημα στάντος μου επί του συνεδρίου, 21 ή περί μιας ταύτης φωνής ης έκραξα εστώς εν αυτοίς, ότι περί αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερον υφ’ υμών. 22 Ακούσας δε ταύτα ο Φήλιξ ανεβάλετο αυτούς, ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού, ειπών· όταν Λυσίας ο χιλίαρχος καταβή, διαγνώσομαι τα καθ’ υμάς, 23 διαταξάμενός τε τω εκατοντάρχη τηρείσθαι τον Παύλον έχειν τε άνεσιν και μηδένα κωλύειν των ιδίων αυτού υπηρετείν ή προσέρχεσθαι αυτω.
24 Μετά δε ημέρας τινάς παραγενόμενος ο Φήλιξ συν Δρουσίλλη τη γυναικί αυτού, ούση Ιουδαία, μετεπέμψατο τον Παύλον και ήκουσεν αυτού περί της εις Χριστόν πίστεως. 25 διαλεγομένου δε αυτού περί δικαιοσύνης και εγκρατείας και του κρίματος του μέλλοντος έσεσθαι, έμφοβος γενόμενος ο Φήλιξ απεκρίθη· το νυν έχον πορεύου, καιρόν δε μεταλαβών μετακαλέσομαί σε, 26 άμα δε και ελπίζων ότι χρήματα δοθήσεται αυτω υπό του Παύλου όπως λύση αυτόν· διο και πυκνότερον αυτόν μεταπεμπόμενος ωμίλει αυτω. 27 Διετίας δε πληρωθείσης έλαβε διάδοχον ο Φήλιξ Πόρκιον Φήστον· θέλων δε χάριν καταθέσθαι τοις Ιουδαίοις ο Φήλιξ κατέλιπε τον Παύλον δεδεμένον.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΕ΄
1 ΦΗΣΤΟΣ ουν επιβάς τη επαρχία μετά τρεις ημέρας ανέβη εις Ιεροσόλυμα από Καισαρείας· 2 ενεφάνισαν δε αυτω ο αρχιερεύς και οι πρώτοι των Ιουδαίων κατά του Παύλου, και παρεκάλουν αυτόν, 3 αιτούμενοι χάριν κατ’ αυτού, όπως μεταπέμψηται αυτόν εις Ιερουσαλήμ, ενέδραν ποιούντες ανελείν αυτόν κατά την οδόν. 4 ο μεν ουν Φήστος απεκρίθη τηρείσθαι τον Παύλον εν Καισαρεία εαυτόν δε μέλλειν εν τάχει εκπορεύεσθαι· 5 οι ουν δυνατοί εν υμίν, φησί, συγκαταβάντες, ει τι εστιν εν τω ανδρί τούτω, κατηγορείτωσαν αυτού. 6 Διατρίψας δε εν αυτοίς ημέρας πλείους ή δέκα, καταβάς εις Καισάρειαν, τη επαύριον καθίσας επί του βήματος εκέλευσε τον Παύλον αχθήναι. 7 παραγενομένου δε αυτού περιέστησαν οι από Ιεροσολύμων καταβεβηκότες Ιουδαίοι, πολλά και βαρέα αιτιώματα φέροντες κατά του Παύλου, α ουκ ίσχυον αποδείξαι, 8 απολογουμένου αυτού ότι ούτε εις τον νόμον των Ιουδαίων ούτε εις το ιερόν ούτε εις Καίσαρά τι ήμαρτον. 9 ο Φήστος δε θέλων τοις Ιουδαίοις χάριν καταθέσθαι, αποκριθείς τω Παύλω είπε· θέλεις εις Ιερουσαλήμ αναβάς εκεί περί τούτων κρίνεσθαι επ’ εμού; 10 είπε δε ο Παύλος· επί του βήματος Καίσαρος εστώς ειμι, ου με δεί κρίνεσθαι. Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα, ως και συ κάλλιον επιγνώσκεις· 11 ει μεν γαρ αδικώ και άξιον θανάτου πέπραχά τι, ου παραιτούμαι το αποθανείν· ει δε ουδέν εστιν ων ούτοι κατηγορούσί μου, ουδείς με δύναται αυτοίς χαρίσασθαι· Καίσαρα επικαλούμαι. 12 τότε ο Φήστος συλλαλήσας μετά του συμβουλίου απεκρίθη· Καίσαρα επικέκλησαι, επί Καίσαρα πορεύση.
13 Ημερών δε διαγενομένων τινών Αγρίππας ο βασιλεύς και Βερνίκη κατήντησαν εις Καισάρειαν ασπασόμενοι τον Φήστον. 14 ως δε πλείους ημέρας διέτριβον εκεί, ο Φήστος τω βασιλεί ανέθετο τα κατά τον Παύλον λέγων· ανήρ τις εστι καταλελειμμένος υπό Φήλικος δέσμιος, 15 περί ου γενομένου μου εις Ιεροσόλυμα ενεφάνισαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων αιτούμενοι κατ’ αυτού δίκην· 16 προς ους απεκρίθην ότι ουκ έστιν έθος Ρωμαίοις χαρίζεσθαί τινα άνθρωπον εις απώλειαν πριν ή ο κατηγορούμενος κατά πρόσωπον έχοι τους κατηγόρους τόπον τε απολογίας λάβοι περί του εγκλήματος. 17 συνελθόντων ουν αυτών ενθάδε αναβολήν μηδεμίαν ποιησάμενος τη εξής καθίσας επί του βήματος εκέλευσα αχθήναι τον άνδρα· 18 περί ου σταθέντες οι κατήγοροι ουδεμίαν αιτίαν επέφερον ων υπενόουν εγώ, 19 ζητήματα δε τινα περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινος Ιησού τεθνηκότος, ον έφασκεν ο Παύλος ζήν. 20 απορούμενος δε εγώ την περί τούτου ζήτησιν έλεγον ει βούλοιτο πορεύεσθαι εις Ιεροσόλυμα κακεί κρίνεσθαι περί τούτων. 21 του δε Παύλου επικαλεσαμένου τηρηθήναι αυτόν εις την του Σεβαστού διάγνωσιν, εκέλευσα τηρείσθαι αυτόν έως ου πέμψω αυτόν προς Καίσαρα. 22 Αγρίππας δε προς τον Φήστον έφη· εβουλόμην και αυτός του ανθρώπου ακούσαι. ο δε, αύριον, φησίν, ακούση αυτού.
23 Τη ουν επαύριον ελθόντος του Αγρίππα και της Βερνίκης μετά πολλής φαντασίας και εισελθόντων εις το ακροατήριον συν τε τοις χιλιάρχοις και ανδράσι τοις κατ’ εξοχήν ούσι της πόλεως, και κελεύσαντος του Φήστου ήχθη ο Παύλος. 24 και φησιν ο Φήστος· Αγρίππα βασιλεύ και πάντες οι συμπαρόντες ημίν άνδρες, θεωρείτε τούτον περί ου παν το πλήθος των Ιουδαίων ενέτυχόν μοι εν τε Ιεροσολύμοις και ενθάδε, επιβοώντες μη δείν ζήν αυτόν μηκέτι. 25 εγώ δε καταλαβόμενος μηδέν άξιον θανάτου αυτόν πεπραχέναι, και αυτού δε τούτου επικαλεσαμένου τον Σεβαστόν, έκρινα πέμπειν αυτόν. 26 περί ου ασφαλές τι γράψαι τω κυρίω ουκ έχω· διο προήγαγον αυτόν εφ’ υμών και μάλιστα επί σου, βασιλεύ Αγρίππα, όπως της ανακρίσεως γενομένης σχω τι γράψαι. 27 άλογον γαρ μοι δοκεί πέμποντα δέσμιον μη και τας κατ’ αυτού αιτίας σημάναι.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΣΤ΄
1 ΑΓΡΙΠΠΑΣ δε προς τον Παύλον έφη· επιτρέπεταί σοι υπέρ σεαυτού λέγειν. τότε ο Παύλος εκτείνας την χείρα απελογείτο· 2 περί πάντων ων εγκαλούμαι υπό Ιουδαίων, βασιλεύ Αγρίππα, ήγημαι εμαυτόν μακάριον επί σου μέλλων απολογείσθαι σήμερον, 3 μάλιστα γνώστην όντα σε πάντων των κατά Ιουδαίους εθών τε και ζητημάτων· διο δέομαί σου μακροθύμως ακούσαί μου. 4 Τήν μεν ουν βίωσίν μου την εκ νεότητος την απ’ αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες οι Ιουδαίοι, 5 προγινώσκοντές με άνωθεν, εάν θέλωσι μαρτυρείν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος. 6 και νυν επ’ ελπίδι της προς τους πατέρας επαγγελίας γενομένης υπό του Θεού έστηκα κρινόμενος, 7 εις ην το δωδεκάφυλον ημών εν εκτενεία νύκτα και ημέραν λατρεύον ελπίζει καταντήσαι· περί ης ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό των Ιουδαίων. 8 τι άπιστον κρίνεται παρ’ υμίν ει ο Θεός νεκρούς εγείρει; 9 εγώ μεν ουν έδοξα εμαυτω προς το όνομα Ιησού του Ναζωραίου δείν πολλά εναντία πράξαι· 10 ό και εποίησα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών, αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον, 11 και κατά πάσας τας συναγωγάς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον βλασφημείν, περισσώς τε εμμαινόμενος αυτοίς εδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις. 12 Εν οίς και πορευόμενος εις την Δαμασκόν μετ’ εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων, 13 ημέρας μέσης κατά την οδόν είδον, βασιλεύ, ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν με φως και τους συν εμοί πορευομένους· 14 πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη εβραϊδι διαλέκτω· Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν. 15 εγώ δε είπον· τις ει, Κύριε; ο δε είπεν· εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις. 16 αλλά ανάστηθι και στήθι επί τους πόδας σου· εις τούτο γαρ ώφθην σοι, προχειρίσασθαί σε υπηρέτην και μάρτυρα ων τε είδες ων τε οφθήσομαί σοι, 17 εξαιρούμενός σε εκ του λαού και των εθνών, εις ους εγώ σε αποστέλλω 18 ανοίξαι οφθαλμούς αυτών, του επιστρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον Θεόν, του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον εν τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ. 19 Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, ουκ εγενόμην απειθής τη ουρανίω οπτασία, 20 αλλά τοις εν Δαμασκω πρώτον και Ιερολύμοις, εις πάσάν τε την χώραν της Ιουδαίας και τοις έθνεσιν απαγγέλλω μετανοείν και επιστρέφειν επί τον Θεόν, άξια της μετανοίας έργα πράσσοντας. 21 ένεκα τούτων με οι Ιουδαίοι συλλαβόμενοι εν τω ιερω επειρώντο διαχειρίσασθαι. 22 επικουρίας ουν τυχών της παρά του Θεού άχρι της ημέρας ταύτης έστηκα μαρτυρόμενος μικρω τε και μεγάλω, ουδέν εκτός λέγων ων τε οι προφήται ελάλησαν μελλόντων γενέσθαι και Μωϋσής, 23 ει παθητός ο Χριστός, ει πρώτος εξ αναστάσεως νεκρών φως μέλλει καταγγέλλειν τω λαω και τοις έθνεσι. 24 Ταύτα δε αυτού απολογουμένου ο Φήστος μεγάλη τη φωνή έφη· μαίνη, Παύλε· τα πολλά σε γράμματα εις μανίαν περιτρέπει. 25 ο δε, ου μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φήστε, αλλά αληθείας και σωφροσύνης ρήματα αποφθέγγομαι. 26 επίσταται γαρ περί τούτων ο βασιλεύς, προς ον και παρρησιαζόμενος λαλώ· λανθάνειν γαρ αυτόν τι τούτων ου πείθομαι ουδέν· ου γαρ εστιν εν γωνία πεπραγμένον τούτο. 27 πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις. 28 ο δε Αγρίππας προς τον Παύλον έφη· εν ολίγω με πείθεις Χριστιανόν γενέσθαι. 29 ο δε Παύλος είπεν· ευξαίμην αν τω Θεω και εν ολίγω και εν πολλω ου μόνον σε, αλλά και πάντας τους ακούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους οποίος καγώ ειμι, παρεκτός των δεσμών τούτων. 30 Και ταύτα ειπόντος αυτού ανέστη ο βασιλεύς και ο ηγεμών ή τε Βερνίκη και οι συγκαθήμενοι αυτοίς, 31 και αναχωρήσαντες ελάλουν προς αλλήλους λέγοντες ότι ουδέν θανάτου άξιον ή δεσμών πράσσει ο άνθρωπος ούτος. 32 Αγρίππας δε τω Φήστω έφη· απολελύσθαι εδύνατο ο άνθρωπος ούτος, ει μη επεκέκλητο Καίσαρα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΖ΄
1 ΩΣ δε εκρίθη του αποπλείν ημάς εις την Ιταλίαν, παρεδίδουν τον τε Παύλον και τινας ετέρους δεσμώτας εκατοντάρχη ονόματι Ιουλίω σπείρης Σεβαστής. 2 επιβάντες δε πλοίω Αδραμυττηνω μέλλοντες πλείν τους κατά την Ασίαν τόπους ανήχθημεν, όντος συν ημίν Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως, 3 τη τε ετέρα κατήχθημεν εις Σιδώνα· φιλανθρώπως τε ο Ιούλιος τω Παύλω χρησάμενος επέτρεψε προς τους φίλους πορευθέντα επιμελείας τυχείν. 4 κακείθεν αναχθέντες υπεπλεύσαμεν την Κύπρον δια το τους ανέμους είναι εναντίους, 5 το τε πέλαγος το κατά την Κιλικίαν και Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εις Μύρα της Λυκίας. 6 Κακεί ευρών ο εκατοντάρχης πλοίον Αλεξανδρίνον πλέον εις την Ιταλίαν ενεβίβασεν ημάς εις αυτό. 7 εν ικαναίς δε ημέραις βραδυπλοούντες και μόλις γενόμενοι κατά την Κνίδον, μη προσεώντος ημάς του ανέμου, υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην, 8 μόλις τε παραλεγόμενοι αυτήν ήλθομεν εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς λιμένας, ω εγγύς ην πόλις Λασαία. 9 Ικανού δε χρόνου διαγενομένου και όντος ήδη επισφαλούς του πλοός δια το και την νηστείαν ήδη παρεληλυθέναι, παρήνει ο Παύλος 10 λέγων αυτοίς· άνδρες, θεωρώ ότι μετά ύβρεως και πολλής ζημίας ου μόνον του φόρτου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών ημών μέλλειν έσεσθαι τον πλούν. 11 ο δε εκατοντάρχης τω κυβερνήτη και τω ναυκλήρω επείθετο μάλλον ή τοις υπό του Παύλου λεγομένοις. 12 ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν, ει πως δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον. 13 Υποπνεύσαντος δε νότου δόξαντες της προθέσεως κεκρατηκέναι, άραντες άσσον παρελέγοντο την Κρήτην. 14 μετ’ ου πολύ δε έβαλε κατ’ αυτής άνεμος τυφωνικός ο καλούμενος Ευροκλύδων. 15 συναρπασθέντος δε του πλοίου και μη δυναμένου αντοφθαλμείν τω ανέμω επιδόντες εφερόμεθα. 16 νησίον δε τι υποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι της σκάφης, 17 ην άραντες βοηθείας εχρώντο υποζωννύντες το πλοίον· φοβούμενοί τε μη εις την Σύρτιν εκπέσωσι, χαλάσαντες το σκεύος ούτως εφέροντο. 18 σφοδρώς δε χειμαζομένων ημών τη εξής εκβολήν εποιούντο, 19 και τη τρίτη αυτόχειρες την σκευήν του πλοίου ερρίψαμεν. 20 μήτε δε ηλίου μήτε άστρων επιφαινόντων επί πλείονας ημέρας, χειμώνός τε ουκ ολίγου επικειμένου, λοιπόν περιηρείτο πάσα ελπίς του σώζεσθαι ημάς. 21 Πολλής δε ασιτίας υπαρχούσης τότε σταθείς ο Παύλος εν μέσω αυτών είπεν· έδει μεν, ω άνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μη ανάγεσθαι από της Κρήτης κερδήσαί τε την ύβριν ταύτην και την ζημίαν. 22 και τα νυν παραινώ υμάς ευθυμείν· αποβολή γαρ ψυχής ουδεμία έσται εξ υμών πλήν του πλοίου. 23 παρέστη γαρ μοι τη νυκτί ταύτη άγγελος του Θεού ου ειμι, ω και λατρεύω, 24 λέγων· μη φοβού, Παύλε· Καίσαρί σε δεί παραστήναι· και ιδού κεχάρισταί σοι ο Θεός πάντας τους πλέοντας μετά σου. 25 διο ευθυμείτε, άνδρες· πιστεύω γαρ τω Θεω ότι ούτως έσται καθ’ ον τρόπον λελάληταί μοι. 26 εις νήσον δε τινα δεί ημάς εκπεσείν. 27 Ως δε τεσσαρεσκαιδεκάτη νύξ εγένετο διαφερομένων ημών εν τω Αδρία, κατά μέσον της νυκτός υπενόουν οι ναύται προσάγειν τινά αυτοίς χώραν. 28 και βολίσαντες εύρον οργυιάς είκοσι, βραχύ δε διαστήσαντες και πάλιν βολίσαντες εύρον οργυιάς δεκαπέντε· 29 φοβούμενοί τε μήπως εις τραχείς τόπους εκπέσωμεν, εκ πρύμνης ρίψαντες αγκύρας τέσσαρας ηύχοντο ημέραν γενέσθαι. 30 Τών δε ναυτών ζητούντων φυγείν εκ του πλοίου και χαλασάντων την σκάφην εις την θάλασσαν, προφάσει ως εκ πρώρας μελλόντων αγκύρας εκτείνειν, 31 είπεν ο Παύλος τω εκατοντάρχη και τοις στρατιώταις· εάν μη ούτοι μείνωσιν εν τω πλοίω, υμείς σωθήναι ου δύνασθε. 32 τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν. 33 Άχρι δε ου έμελλεν ημέραν γίνεσθαι, παρεκάλει ο Παύλος άπαντας μεταλαβείν τροφής λέγων· τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ημέραν προσδοκώντες άσιτοι διατελείτε, μηδέν προσλαβόμενοι. 34 διο παρακαλώ υμάς μεταλαβείν τροφής· τούτο γαρ προς της υμετέρας σωτηρίας υπάρχει· ουδενός γαρ υμών θρίξ εκ της κεφαλής πεσείται. 35 ειπών δε ταύτα και λαβών άρτον ευχαρίστησε τω Θεω ενώπιον πάντων, και κλάσας ήρξατο εσθίειν. 36 εύθυμοι δε γενόμενοι πάντες και αυτοί προσελάβοντο τροφής· 37 ήμεν δε εν τω πλοίω αι πάσαι ψυχαί διακόσιαι εβδομήκοντα εξ. 38 κορεσθέντες δε τροφής εκούφιζον το πλοίον εκβαλλόμενοι τον σίτον εις την θάλασσαν. 39 Ότε δε ημέρα εγένετο, την γην ουκ επεγίνωσκον, κόλπον δε τινα κατενόουν έχοντα αιγιαλόν, εις ον εβουλεύσαντο, εις δύναιντο, εξώσαι το πλοίον. 40 και τας αγκύρας περιελόντες είων εις την θάλασσαν άμα ανέντες τας ζευκτηρίας των πηδαλίων, και επάραντες τον αρτέμωνα τη πνεούση κατείχον εις τον αιγιαλόν. 41 περιπεσόντες δε εις τόπον διθάλασσον επώκειλαν την ναύν και η μεν πρωρα ερείσασα έμεινεν ασάλευτος, η δε πρύμνα ελύετο υπό της βίας των κυμάτων. 42 των δε στρατιωτών βουλή εγένετο ίνα τους δεσμώτας αποκτείνωσι, μη τις εκκολυμβήσας διαφύγοι. 43 ο δε εκατοντάρχης βουλόμενος διασώσαι τον Παύλον εκώλυσεν αυτούς του βουλήματος, εκέλευσέ τε τους δυναμένους κολυμβάν απορρίψαντας πρώτους επί την γην εξιέναι, 44 και τους λοιπούς ους μεν επί σανίσιν, ους δε επί τινων των από του πλοίου. και ούτως εγένετο πάντας διασωθήναι επί την γην.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΗ΄
1 ΚΑΙ διασωθέντες τότε επέγνωσαν ότι Μελίτη η νήσος καλείται. 2 οι δε βάρβαροι παρείχον ου την τυχούσαν φιλανθρωπίαν ημίν· ανάψαντες γαρ πυράν προσελάβοντο πάντας ημάς δια τον υετόν τον εφεστώτα και δια το ψύχος. 3 συστρέψαντος δε του Παύλου φρυγάνων πλήθος και επιθέντος επί την πυράν, έχιδνα από της θέρμης διεξελθούσα καθήψε της χειρός αυτού. 4 ως δε είδον οι βάρβαροι κρεμάμενον το θηρίον εκ της χειρός αυτού, έλεγον προς αλλήλους· πάντως φονεύς εστιν ο άνθρωπος ούτος, ον διασωθέντα εκ της θαλάσσης η Δίκη ζήν ουκ είασεν. 5 ο μεν ουν αποτινάξας το θηρίον εις το πυρ έπαθεν ουδέν κακόν· 6 οι δε προσεδόκων αυτόν μέλλειν πίμπρασθαι ή καταπίπτειν άφνω νεκρόν. επί πολύ δε αυτών προσδοκώντων και θεωρούντων μηδέν άτοπον εις αυτόν γινόμενον, μεταβαλλόμενοι έλεγον θεόν αυτόν είναι. 7 Εν δε τοις περί τον τόπον εκείνον υπήρχε χωρία τω πρώτω της νήσου ονόματι Ποπλίω, ος αναδεξάμενος ημάς τρεις ημέρας φιλοφρόνως εξένισεν. 8 εγένετο δε τον πατέρα του Ποπλίου πυρετοίς και δυσεντερίω συνεχόμενον κατακείσθαι· προς ον ο Παύλος εισελθών και προσευξάμενος και επιθείς τας χείρας αυτω ιάσατο αυτόν. 9 τούτου ουν γενομένου και οι λοιποί οι έχοντες ασθενείας εν τη νήσω προσήρχοντο και εθεραπεύοντο· 10 οί και πολλαίς τιμαίς ετίμησαν ημάς και αναγομένοις επέθεντο τα προς την χρείαν.
11 Μετά δε τρεις μήνας ανήχθημεν εν πλοίω παρακεχειμακότι εν τη νήσω, Αλεξανδρίνω, παρασήμω Διοσκούροις, 12 και καταχθέντες εις Συρακούσας επεμείναμεν ημέρας τρεις· 13 όθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εις Ρήγιον, και μετά μίαν ημέραν επιγενομένου νότου δευτεραίοι ήλθομεν εις Ποτιόλους· 14 ου ευρόντες αδελφούς παρεκλήθημεν επ’ αυτοίς επιμείναι ημέρας επτά, και ούτως εις την Ρώμην ήλθομεν. 15 κακείθεν οι αδελφοί ακούσαντες τα περί ημών εξήλθον εις απάντησιν ημίν άχρις Αππίου φόρου και Τριών ταβερνών, ους ιδών ο Παύλος ευχαριστήσας τω Θεω έλαβεν θάρσος. 16 Ότε δε ήλθομεν εις Ρώμην, ο εκατοντάρχης παρέδωκε τους δεσμίους τω στρατοπεδάρχη· τω δε Παύλω επετράπη μένειν καθ’ εαυτόν συν τω φυλάσσοντι αυτόν στρατιώτη.
17 Εγένετο δε μετά ημέρας τρεις συγκαλέσασθαι τον Παύλον τους όντας των Ιουδαίων πρώτους· συνελθόντων δε αυτών έλεγε προς αυτούς· άνδρες αδελφοί, εγώ ουδέν εναντίον ποιήσας τω λαω ή τοις έθεσι τοις πατρώοις δέσμιος εξ Ιεροσολύμων παρεδόθην εις τας χείρας των Ρωμαίων· 18 οίτινες ανακρίνατές με εβούλοντο απολύσαι δια το μηδεμίαν αιτίαν θανάτου υπάρχειν εν εμοί. 19 αντιλεγόντων δε των Ιουδαίων ηναγκάσθην επικαλέσασθαι Καίσαρα, ουχ ως του έθνους μου έχων τι κατηγορήσαι. 20 δια ταύτην ουν την αιτίαν παρεκάλεσα υμάς ιδείν και προσλαλήσαι· ένεκεν γαρ της ελπίδος του Ισραήλ την άλυσιν ταύτην περίκειμαι. 21 οι δε προς αυτόν είπον· ημείς ούτε γράμματα περί σου εδεξάμεθα από της Ιουδαίας, ούτε παραγενόμενός τις των αδελφών απήγγειλεν ή ελάλησέ τι περί σου πονηρόν. 22 αξιούμεν δε παρά σου ακούσαι α φρονείς· περί μεν γαρ της αιρέσεως ταύτης γνωστόν εστιν ημίν ότι πανταχού αντιλέγεται. 23 Ταξάμενοι δε αυτώ ημέραν ήκον προς αυτόν εις την ξενίαν πλείονες, οίς εξετίθετο διαμαρτυρόμενος την βασιλείαν του Θεού πείθων τε αυτούς τα περί του Ιησού από τε του νόμου Μωϋσέως και των προφητών από πρωϊ έως εσπέρας. 24 και οι μεν επείθοντο τοις λεγομένοις, οι δε ηπίστουν. 24 ασύμφωνοι δε όντες προς αλλήλους απελύοντο, ειπόντος του Παύλου ρήμα εν, ότι καλώς το Πνεύμα το Άγιον ελάλησε δια Ησαϊου του προφήτου προς τους πατέρας ημών 26 λέγον· πορεύθητι προς τον λαόν τούτον και είπον· ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε, 27 επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς. 28 γνωστόν ουν έστω υμίν ότι τοις έθνεσιν απεστάλη τούτο το σωτήριον του Θεού, αυτοί και ακούσονται. 29 και ταύτα αυτού ειπόντος απήλθον οι Ιουδαίοι πολλήν έχοντες εν εαυτοίς συζήτησιν.
30 Έμεινε δε ο Παύλος διετίαν όλην εν ιδίω μισθώματι και απεδέχετο πάντας τους εισπορευομένους προς αυτόν, 31 κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού και διδάσκων τα περί του Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως.
——————————————————-
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
1 ΠΑΥΛΟΣ, δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού 2 ό προεπηγγείλατο δια των προφητών αυτού εν γραφαίς αγίαις 3 περί του υιού αυτού, του γενομένου εκ σπέρματος Δαυϊδ κατά σάρκα, 4 του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, 5 δι’ ου ελάβομεν χάριν και αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι τοις έθνεσιν υπέρ του ονόματος αυτού, 6 εν οίς εστε και υμείς κλητοί Ιησού Χριστού, 7 πάσι τοις ούσι εν Ρώμη αγαπητοίς Θεού, κλητοίς αγίοις· χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.
8 Πρώτον μεν ευχαριστώ τω Θεω μου δια Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τω κόσμω. 9 μάρτυς γαρ μου εστιν ο Θεός, ω λατρεύω εν τω πνεύματί μου εν τω ευαγγελίω του υιού αυτού, ως αδιαλείπτως μνείαν υμών ποιούμαι, 10 πάντοτε επί των προσευχών μου δεόμενος ει πως ήδη ποτέ ευοδωθήσομαι εν τω θελήματι του Θεού ελθείν προς υμάς. 11 επιποθώ γαρ ιδείν υμάς, ίνα τι μεταδώ χάρισμα υμίν πνευματικόν εις το στηριχθήναι υμάς, 12 τούτο δε εστι συμπαρακληθήναι εν υμίν δια της εν αλλήλοις πίστεως υμών τε και εμού. 13 ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι πολλάκις προεθέμην ελθείν προς υμάς, και εκωλύθην άχρι του δεύρο, ίνα τινά καρπόν σχώ και εν υμίν καθώς και εν τοις λοιποίς έθνεσιν. 14 Έλλησί τε και βαρβάροις, σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέτης ειμί· 15 ούτω το κατ’ εμέ πρόθυμον και υμίν τοις εν Ρώμη ευγγελίσασθαι. 16 ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· δύναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι. 17 δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτω αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται· ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται.
18 Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, 19 διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. 20 τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους, 21 διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· 22 φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, 23 και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. 24 Διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, 25 οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν. 26 Δια τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, 27 ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες. 28 Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα, 29 πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία, μεστούς φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου κακοηθείας, 30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρέτας κακών, γονεύσιν απειθείς, 31 ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας· 32 οίτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνόντες, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν, αλλά και συνευδοκούσι τοις πράσσουσι.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Β΄
1 ΔΙΟ αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων· εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις· τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων. 2 οίδαμεν δε ότι το κρίμα του Θεού εστι κατά αλήθειαν επί τους τα τοιαύτα πράσσοντας. 3 λογίζη δε τούτο, ω άνθρωπε, ο κρίνων τους τα τοιαύτα πράσσοντας και ποιών αυτά, ότι συ εκφεύξη το κρίμα του Θεού; 4 ή του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιάν σε άγει; 5 κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτω οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, 6 ος αποδώσει εκάστω κατά έργα αυτού, 7 τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον, 8 τοις δε εξ εριθείας, και απειθούσι μεν τη αληθεία, πειθομένοις δε τη αδικία, θυμός και οργή· 9 θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον και Έλληνος· 10 δόξα δε και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι· 11 ου γαρ έστι προσωποληψία παρά τω Θεω. 12 όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται· και όσοι εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται. 13 ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεω, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται. 14 όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, 15 οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων- 16 εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το ευαγγέλιόν μου δια Ιησού Χριστού.
17 Ίδε συ Ιουδαίος επονομάζη, και επαναπαύη τω νόμω, και καυχάσαι εν Θεω, 18 και γινώσκεις το θέλημα, και δοκιμάζεις τα διαφέροντα, κατηχούμενος εκ του νόμου, 19 πέποιθάς τε σεαυτόν οδηγόν είναι τυφλών, φως των εν σκότει, 20 παιδευτήν αφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, έχοντα την μόρφωσιν της γνώσεως και της αληθείας εν τω νόμω. 21 ο ουν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; ο κηρύσσων μη κλέπτειν κλέπτεις; 22 ο λέγων μη μοιχεύειν μοιχεύεις; ο βδελυσσόμενος τα είδωλα ιεροσυλείς; 23 ος εν νόμω καυχάσαι, δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζεις; 24 το γαρ όνομα του Θεού δι’ υμάς βλασφημείται εν τοις έθνεσι, καθώς γέγραπται. 25 περιτομή μεν γαρ ωφελεί, εάν νόμον πράσσης· εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν. 26 εάν ουν η ακροβυστία τα δικαιώματα του νόμου φυλάσση, ουχί η ακροβυστία αυτού εις περιτομήν λογισθήσεται; 27 και κρινεί η εκ φύσεως ακροβυστία, τον νόμον τελούσα, σε τον δια γράμματος και περιτομής παραβάτην νόμου. 28 ου γαρ ο εν τω φανερω Ιουδαίός εστιν, ουδέ η εν τω φανερω εν σαρκί περιτομή, 29 αλλ’ ο εν τω κρυπτω Ιουδαίος, και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι, ου ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ’ εκ του Θεού.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Γ΄
1 ΤΙ ουν το περισσόν του Ιουδαίου, ή τις η ωφέλεια της περιτομής; 2 πολύ κατά πάντα τρόπον. πρώτον μεν γαρ ότι επιστεύθησαν τα λόγια του Θεού. 3 τι γαρ ει ηπίστησάν τινες; μη η απιστία αυτών την πίστιν του Θεού καταργήσει; 4 μη γένοιτο· γινέσθω δε ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης, καθώς γέγραπται· όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. 5 ει δε η αδικία ημών Θεού δικαιοσύνην συνίστησι, τι ερούμεν; μη άδικος ο Θεός ο επιφέρων την οργήν; κατά άνθρωπον λέγω. 6 μη γένοιτο· επεί Πως κρινεί ο Θεός τον κόσμον; 7 ει γαρ η αλήθεια του Θεού εν τω εμω ψεύσματι επερίσσευσεν εις την δόξαν αυτού, τι έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι, 8 και μη καθώς βλασφημούμεθα και καθώς φασί τινες ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τα κακά ίνα έλθη τα αγαθά; ων το κρίμα ένδικόν εστι.
9 Τί ουν; προεχόμεθα; ου πάντως· προητιασάμεθα γαρ Ιουδαίους τε και Έλληνας πάντας υφ’ αμαρτίαν είναι, 10 καθώς γέγραπται ότι ουκ έστι δίκαιος ουδέ εις, 11 ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν ο εκζητών τον Θεόν· 12 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν· ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. 13 τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν, ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών· 14 ων το στόμα αράς και πικρίας γέμει· 15 οξείς οι πόδες αυτών εκχέαι αίμα, 16 σύντριμμα και ταλαιπωρία εν ταις οδοίς αυτών, 17 και οδόν ειρήνης ουκ έγνωσαν. 18 ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτών. 19 Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω Θεω, 20 διότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σάρξ ενώπιον αυτού· δια γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας.
21 Νυνί δε χωρίς νόμου δικαιοσύνη Θεού πεφανέρωται, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών, 22 δικαιοσύνη δε Θεού δια πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας· ου γαρ εστι διαστολή· 23 πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, 24 δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι δια της απολυτρώσεως της εν Χριστω Ιησού, 25 ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι, εις ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού δια την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων 26 εν τη ανοχή του Θεού, προς ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω νυν καιρω, εις το είναι αυτόν δίκαιον και δικαιούντα τον εκ πίστεως Ιησού. 27 Πού ουν η καύχησις; εξεκλείσθη. δια ποίου νόμου; των έργων; ουχί, αλλά δια νόμου πίστεως. 28 λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου. 29 ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; ουχί δε και έθνών; ναί και εθνών, 30 επείπερ εις ο Θεός ος δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως και ακροβυστίαν δια της πίστεως. 31 νόμον ουν καταργούμεν δια της πίστεως; μη γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ΄
1 ΤΙ ουν ερούμεν Αβραάμ τον πατέρα ημών ευρηκέναι κατά σάρκα; 2 ει γαρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη, έχει καύχημα, αλλ’ ου προς τον Θεόν. 3 τι γαρ η γραφή λέγει; επίστευσε δε Αβραάμ τω Θεω και ελογίσθη αυτω εις δικαιοσύνην. 4 τω δε εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα· 5 τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην, 6 καθάπερ και Δαυϊδ λέγει τον μακαρισμόν του ανθρώπου ω ο Θεός λογίζεται δικαιοσύνην χωρίς έργων· 7 μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι· 8 μακάριος