
ΠΕΡΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ
Σύμφωνα με ένα σύντομο ορισμό, ιστορία είναι η μνήμη της ανθρωπότητας. Άλλος ορισμός εκτενέστερος λέει πως ιστορία είναι η επιστημονικά επεξεργασμένη γνώση των γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν από τους ανθρώπους και που θεωρούνται αξιομνημόνευτα.Αντικείμενο της ιστορίας είναι οι άνθρωποι, τα έργα τους, η δράση τους, ειδικότερα οι συγκεκριμένες πράξεις των ανθρώπων και όχι ο άνθρωπος ως ιδέα. Το μεμονωμένο άτομο και οι πράξεις του ενδιαφέρουν την ιστορική έρευνα εφόσον έχουν σχέση, άμεση ή έμμεση, με πιο γενικά θέματα και είναι συνάρτηση του τρόπου ζωής ομάδας ανθρώπων μιας ορισμένης εποχής. Η ιστορική έρευνα αναφέρεται βέβαια και σε άλλα γεγονότα, όπως π.χ. στην έκρηξη ενός ηφαιστείου, αλλά μόνο στο μέτρο της σχέσης του ανθρώπου και της αντίδρασής του σε αυτά τα γεγονότα. Αυτονόητο είναι ότι για την ιστορία δεν έχουν αξία όλες οι ανθρώπινες πράξεις. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η πρώτη φάση του δύσκολου έργου του ιστορικού, ο οποίος θα πρέπει να αξιολογήσει, να διακρίνει και να απομονώσει τις ομοειδείς ενέργειες του ανθρώπου.
Ως κοινωνική επιστήμη που είναι η ιστορία έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι «ζωντανή», αλλά απλώς παρατηρεί γεγονότα του παρελθόντος που δεν μπορεί να τα αγγίξει, γιατί δεν μπορεί να τα επαναλάβει, καθώς αυτά είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Τα ιστορικά φαινόμενα δεν είναι δυνατό να ρυθμίζονται από αυστηρούς νόμους, όπως π.χ. τα φυσικά φαινόμενα, αλλά μόνο να διευκρινίζονται από ιστορικές αιτίες. Η ωφέλεια επομένως της ιστορίας δεν είναι άμεση. Η τελείως διαφορετική «νομοτέλεια» στην οποία υπακούει δε μας βοηθά να προβλέψουμε π.χ. μελλοντικά γεγονότα και να κανονίσουμε σύμφωνα με αυτά τις δραστηριότητές μας. Έχει όμως η ιστορία έμμεση ωφέλεια και μάλιστα μεγάλη. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε ένα γεγονός, όταν δεν ξέρουμε την αρχική του αιτία. Ένας γιατρός δεν μπορεί να ορίσει την κατάλληλη θεραπεία σε έναν άρρωστο, αν προηγουμένως δε μάθει το «ιστορικό» της αρρώστιας του. Ο Λουκρήτιος στο έργο του «Περί φύσεως των πραγμάτων» αναφέρει πως «είναι ευτυχής αυτός που μπόρεσε να γνωρίζει τις αιτίες των πραγμάτων». Και η ιστορία δε φτάνει βέβαια μέχρι του να μας γνωρίσει την έσχατη αιτία των πραγμάτων· δεν μπορεί π.χ. να εξηγήσει, γιατί ο κάθε λαός έχει διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τον άλλο. Δικαιολογεί όμως τα ανθρώπινα γεγονότα και αφήνει ανοιχτό το πεδίο για τη δημιουργία γνώσεων πάνω σε αυτά. Θα ήταν αδύνατο να νιώσουμε το σημερινό άνθρωπο, αν δε γνωρίζαμε την πορεία του πολιτισμού που ο ίδιος δημιούργησε. Με τη γνώση των γεγονότων του παρελθόντος ο σημερινός άνθρωπος ικανοποιεί την ανάγκη της γνώσης της ίδιας της προέλευσής του και αποκτά την πείρα των ανθρώπων που έζησαν πριν από αυτόν. Μπορεί έτσι να εξηγήσει πώς έγινε αυτό που έγινε και τι μπορεί πιθανό να γίνει στο παρόν ή το μέλλον. Πέρα από αυτό η ιστορία είναι μια επιστήμη που διδάσκει την αισιοδοξία και την πίστη προς τον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί μετά από την καταστροφή, αν θέλει, να οικοδομήσει σε πιο σωστά θεμέλια.
Σκοπός της ιστορικής έρευνας είναι να σώσει τη μνήμη των γεγονότων του παρελθόντος και, αφού τα υποβάλει σε κριτική, να ανακαλύψει την ιστορική τους αλήθεια. Ο ιστορικός-κριτικός οφείλει να εξετάσει όλες τις λεπτομέρειες και να διακρίνει μέσα από αυτές ποιες είναι πιθανές, απίθανες, αναπόδεικτες, σημαντικές ή ασήμαντες, και από τις τελευταίες αυτές ποιες είναι δυνατό να διαφωτίσουν τις άλλες. Από αυτές τις λεπτομέρειες και με αυστηρά κριτήρια θα μπορέσει να αναπλάσει το κάθε γεγονός. Προχωρώντας έπειτα, με συνάρτηση πάντα το χρόνο, θα δημιουργήσει την αλληλουχία των γεγονότων και βαδίζοντας πάνω στην άποψη ότι το αύριο θα είναι συνέχεια του σήμερα και το σήμερα είναι συνέχεια του χτες, να έχει την ικανότητα της σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν.
Από όλα αυτά είναι φανερό πόσο εξαρτάται η ιστορική έρευνα, και κατ’ επέκταση βέβαια η ίδια η ιστορία, από τη μόρφωση, την ικανότητα, την αμεροληψία, την ακεραιότητα του ιστορικού. Πολύ σωστή είναι πάνω σε αυτό η άποψη του Φενελόν, πως ο ιστορικός δεν πρέπει να ανήκει σε καμιά εποχή και σε καμιά χώρα.Η ιστορία μπορεί να διαιρεθεί με βάση είτε το χρόνο είτε τον τόπο είτε τους τομείς της έρευνας.
Το τέλος της προϊστορίας και η αρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας γίνεται με την εμφάνιση της γραφής. Πριν από αυτήν ο άνθρωπος μεταβίβαζε προφορικά από γενιά σε γενιά μυθικά ή πραγματικά γεγονότα. Με την εμφάνιση της γραφής, του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να γράψει τα γεγονότα αυτά για να γνωρίσουν το παρελθόν οι μελλοντικές γενιές.
Τα πρώτα ιστορικά κείμενα είναι των λογογράφων και αφορούσαν την κοσμογονία, τις πράξεις των βασιλιάδων και των άλλων αρχόντων, τις σχέσεις των ανθρώπων με τους θεούς. Οι διηγήσεις είναι στενά δεμένες με το μύθο, που η αρχή του χάνεται στο μακρινό παρελθόν. Ως «πατέρας της ιστορίας» αναφέρεται ο Ηρόδοτος. Ίσως θα ήταν πιο ακριβής ο χαρακτηρισμός ότι ο Ηρόδοτος υπήρξε ο πρωτοπόρος του ιστορικού είδους για να μη δημιουργηθεί η εντύπωση πως έγραψε όπως ένας σημερινός ιστορικός. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για το Θουκυδίδη, μόνο που αυτός, με την κριτική μέθοδο που τον διακρίνει, είναι πιο κοντά στη σημερινή αντίληψη για την ιστορία. Οι Έλληνες ιστορικοί, μετά τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη, γράφουν ανάλογα με τις ικανότητες και τη μόρφωσή τους, πάντα όμως έχοντας ως πηγή ο ένας τον άλλον και συνεχίζοντας την ιστορική αφήγηση ο ένας του άλλου. Το ίδιο έγινε και με τους Ρωμαίους ιστορικούς. Οι Βυζαντινοί ακολουθούν τη μακριά σειρά των Ελλήνων ιστορικών και ως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) εκθέτουν όλες τις φάσεις της ιστορίας της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, η αγιολογία, η οποία αναφέρεται στους βίους των αγίων, δίνει συχνά στοιχεία χρήσιμα για την ιστορική έρευνα. Στη Δύση μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα «πρώτο βήμα» στην ιστορία όπως την εννοούμε σήμερα στο Μακιαβέλι (16ος αι.) και αργότερα στον Μποσουέ (17ος αι.) και τους Βίκο και Μοντεσκιέ (18ος αι.) και ακόμα στο Βολταίρο.
Η εμφάνιση της ιστορίας ως ολοκληρωμένης επιστήμης στηριγμένης στην αυστηρή διερεύνηση των πηγών έγινε μόνο το 19ο αιώνα. Με τους ρομαντικούς πρώτα και τους θετικιστές αργότερα, διαμορφώνεται η ιστορική μέθοδος και μπαίνουν οι βάσεις της ιστορικής κριτικής. Παράλληλα, με την κοινωνική επανάσταση και την κοινωνική και οικονομική αναδιάρθρωση δημιουργούνται ποικίλοι ειδικότεροι ιστορικοί κλάδοι. Δε λείπουν όμως και στις μέρες μας οι γενικότερες και φιλοσοφικότερες θεωρήσεις της ιστορίας.
Τ Ι Τ Α Ν Ο Μ Α Χ Ι Α
Πρώτον υπήρξε το χάος, έπειτα δέ η ευρύστερνος Γαία και τα σκοτεινά τάρταρα, επί τών οποίων στηρίζεται η γή. Έκ τού χάους εγεννήθησαν τό Έρεβος καί η μέλαινα Νύξ, έκ δέ τής Νυκτός καί του ερέβους ο Αιθήρ καί η Ημέρα. Η Γή πάλιν εγέννησε τόν ίσον εαυτή αστερόαντα Ουρανόν (ό οποίος εβασίλευε πέρα από τάς στήλας τού Ηρακλέους, Απολλόδωρος) καί έπειτα τά Όρη καί τόν Πόντον. Έκ τού Ορανού καί τής Γαίας εγεννήθησαν οί Τιτάνες, οί Κύκλωπες καί οί Εκατόγχειρες. Ό Ουρανός εφοβήθη καί εβδελύχθη τούς γόνους. Όθεν τούς μέν Κύκλωπας καί Εκατόγχειρας κατακρέμνισεν είς τά Τάρταρα καί τά άλλα τέκνα, άμα γεννώμενα έκρυπτεν είς τά άντρα τής γής, μήν επιτρέπων νά προκύψωσιν τό φώς. Ή Γαία αγακτήσασα κατασκεύασε μεγάλο σιδηρούν δρέπανον, δι’ού οπλισθείς ό νεαρότερος τών Τιτάνων, Κρόνος, κατάφερε πληγήν βαρείαν είς τόν Ουρανόν καί καθαιρέσας αυτόν, εβασίλευσε αυτός τού κόσμου, μέ τών λοιπών Τιτάνων. Οί δέ Κύκλωπες καί Εκατόγχειρες, έμειναν είς τά Τάρταρα.
Ή Γαία ήτο ή πρώτη θεότητα που αναφέρεται μετά το χάος στην «Κοσμογονία» του Ησιόδου. Η Γαία γέννησε τον Ουρανό, που έγινε και σύζυγός της. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν πρώτα
Οι έξι Τιτάνες :
1. Ωκεανός
2. Κοίος
3. Κρείος
4. Υπερίωνας
5. Ιαπετός
6. Κρόνος,
Οί έξι Τιτανίδες :
7. Τηθύς
8. Θεία
9. Θέμιδα
10. Μνημοσύνη
11. Φοίβη
12. Ρέα
Επίσης, εγέννησαν τούς Κύκλωπες και τέλος οι Γίγαντες καί Εκατόγχειρες. Τα άλλα παιδιά που γεννούσε η Γαία ο Ουρανός τα εξαφάνιζε στον Τάρταρο, από φόβο μην του πάρουν τη βασιλεία. Απελπισμένη η Γαία εκδικήθηκε τον Ουρανό, βάζοντας το μικρότερο γιο της Κρόνο να τον ακρωτηριάσει και να τον κάνει ανίκανο να τεκνοποιεί. Από τότε ο Ουρανός έχασε τη θέση του ως κυρίαρχου θεού.
Η μεγάλη σπουδαιότητα της Γαίας ως θεότητας φαίνεται από το ότι οι θεοί ορκίζονταν στο όνομά της σε επίσημες περιπτώσεις. Ήταν και θεότητα της δικαιοσύνης. Τη λάτρευαν όλοι οι άνθρωποι και τη θεωρούσαν πηγή της οικογενειακής ευτυχίας και του πλούτου. Θυσίαζαν σ’ αυτήν στους γάμους και όταν κάποιος πέθαινε της πρόσφεραν καρπούς για να ευνοεί τον αγαπημένο τους νεκρό. Ήταν ακόμη και η σπουδαιότερη προφητική θεά. Στην Ολυμπία από τα πανάρχαια χρόνια υπήρχε μαντείο της Γαίας, ενώ στους Δελφούς υπήρχε ιερό πριν χτιστεί το ιερό του Απόλλωνα. Τέλος στη Δωδώνη υπήρχε μαντείο της που έλεγαν πως ήταν παλιότερο από το μαντείο του Δία. Στη Δωδώνη πίστευαν πως η Γαία ήταν σύζυγος του Δία. Όταν η Γαία έχασε τη θέση της σ’ αυτά τα σπουδαία κέντρα, συνέχισε να παίζει κάποιο ρόλο, ως μαντική θεότητα, στην Αίγειρα και στην Πάτρα. Τις προφητείες της τις έλεγε άλλες φορές η ίδια η θεά, άλλοτε με τη βοήθεια της νύμφης Δάφνης και άλλοτε χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα τον τερατόμορφο Πύθωνα. Στην Αίγειρα μια ιέρεια της Γαίας προφήτευε τα μέλλοντα, αφού κατέβαινε σε μια σπηλιά και έπινε αίμα ταύρου. Στην Πάτρα, όπου η Γαία ταυτιζόταν με τη Δήμητρα, οι προφητείες για την τύχη των ασθενών γίνονταν με τη βοήθεια ενός κατόπτρου που το έδεναν με ένα λεπτό κορδόνι και το κατέβαζαν σε ένα πηγάδι (ή πηγή), έτσι ώστε να ακουμπήσει πάνω στο νερό με όλη του την επιφάνεια. Αφού καλούσαν τη θεά και έκαιγαν αρώματα, έβλεπαν στο κάτοπτρο αν ο ασθενής θα ζούσε ή θα πέθαινε.
Αν και η λατρεία της ήταν καθολική, δεν είχε όπως οι άλλες θεότητες μεγάλα ιερά, που να συγκεντρώνουν πλήθη πιστών. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη και τον Παυσανία, ο πιο παλιός τόπος λατρείας της βρισκόταν στην αυλή του ναού της Ολυμπίας. Στην Πελοπόννησο την τιμούσαν ιδιαίτερα στη Σπάρτη, τις μεγαλύτερες όμως τιμές είχε στην Αθήνα, όπου υπήρχαν πολλά ιερά της. Σε ένα από αυτά, που βρισκόταν στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, υπήρχε ξύλινο άγαλμα (ξόανο) της θεάς, σε στάση ικετευτική. Άλλο ιερό υπήρχε πάνω στην Ακρόπολη, κοντά στο άγαλμα της Νίκης. Στην Αθήνα γίνονταν διάφορες γιορτές προς τιμή της θεάς. Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν πως τη λατρεία της θεάς την έφερε στην Αθήνα ο Εριχθόνιος, άλλοι όμως πιστεύουν πως την έφερε ο βασιλιάς Κέκροπας.
Ό Ουρανός, ήτο ή αρχέγονη θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, γιος και σύζυγος της Γαίας, προσωποποίηση του γεμάτου άστρα ουρανού. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες είναι ο πρώτος κυρίαρχος του κόσμου.
Ο Ουρανός και η Γαία αποτέλεσαν το πρώτο θεϊκό ζευγάρι και απέκτησαν πολλά παιδιά. Σύμφωνα με τη σειρά της «Θεογονίας» του Ησίοδου (116 κ.ε.), πρώτα γεννήθηκαν οι έξι Τιτάνες, μετά γεννήθηκαν οι τρεις Κύκλωπες (Βρόντης, Στερόπης και Άργης) που είχαν ένα μόνο μάτι στο μέτωπο και, τέλος, γεννήθηκαν οι τρεις τεράστιοι Εκατόγχειρες (Κόττος, Βριάρεως και Γύης) που είχαν ο καθένας 50 κεφάλια και 100 χέρια. Κατά το μυθογράφο Απολλόδωρο (Ι 1, 1-15), πρώτα γεννήθηκαν οι Εκατόγχειρες, μετά οι Κύκλωπες και τελευταίοι οι λιγότερο τερατώδεις Τιτάνες και οι Τιτανίδες.
Ο Ουρανός μισούσε και φοβόταν τα τρομερά παιδιά που του γεννούσε η Γαία. Γι’ αυτό τα βύθιζε από την αρχή στα έγκατα της γης, όπου τα κρατούσε κλεισμένα χωρίς να τα αφήνει να βγουν στο φως. Κατά τον Απολλόδωρο, έριξε τους Εκατόγχειρες και τους Κύκλωπες στον Τάρταρο, ένα σκοτεινό τόπο στον Άδη που απείχε από τη γη όσο και η γη από τον ουρανό, και στη συνέχεια γεννήθηκαν οι Τιτάνες και οι Τιτανίδες.
Η μεγάλη Γαία, που δυσανασχετούσε από το εσωτερικό βάρος, ήταν αγανακτισμένη εναντίον του Ουρανού και ζήτησε από τα παιδιά της να εκδικηθούν τον πατέρα τους. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο νεότερος από τους Τιτάνες ο Κρόνος, μόνος του ή, κατά μία άλλη εκδοχή, με τη βοήθεια και των άλλων Τιτάνων, εκτός του Ωκεανού. Με ένα τεράστιο διαμαντένιο δρεπάνι, που του έδωσε η Γαία, ο Κρόνος έκοψε τα γεννητικά όργανα του Ουρανού και εκθρονίζοντας τον πατέρα του έγινε ο δεύτερος κυρίαρχος του κόσμου. Ο ακρωτηριασμός του Ουρανού σημείωσε και το τέλος της πρώτης φάσης της δημιουργίας.
Τα γεννητικά όργανα του Ουρανού έπεσαν στη θάλασσα και γύρω τους συγκεντρώθηκε λευκός αφρός, μέσα από τον οποίο γεννήθηκε η θεά Αφροδίτη. Η Γαία μάζεψε τις σταγόνες από το αίμα που έτρεξε μετά τον ακρωτηριασμό του Ουρανού και από αυτές γέννησε τις Ερινύες, τους Γίγαντες και τις Μελίες Νύμφες.
Ο Κρόνος καί ή Ρέα εγέννησαν τόν Πλούτωνα, τόν Ποσειδώνα, τόν Δία, τήν Εστία, τήν Δήμητρα καί τήν Ήραν. Εφοβήθη όμως μήν πάθει ότι καί ό Ουρανός από εκείνον, καί άμα εγέννωντο κατάπινεν αυτούς καί εφύλαττεν έν εαυτω. Η Ρέα διέσωσε τόν Δία, ό οποίος ηλικιωθείς ξεγέλασε τόν Κρόνο, καί κατάφερε νά τόν κάνη νά εμέση τά τέκνα του. Έπειτα άρχισε φοβερός πόλεμος μεταξύ Θεών καί Τιτάνων. Οί Τιτάνες πού έδωσαν τό παρόν στήν μάχη ήσαν οί : Ωκεανός,Υπερίων,Κοίος,Κρείος,Θεία,Μνημοσύνη,Θέμις, Τηθύς,Ρέα,Φοίβη,Ιαπετός,Κρόνος,Αστραίος (Παντρεύτηκε την Ηώ και απ’ αυτήν απέκτησε τον Αργέστη, το Ζέφυρο, το Βορέα, το Νότο, τον Εωσφόρο και τον Άστρα. Έλεγαν εμφαντικά πως αυτός υπήρξε ο πατέρας των αστεριών)
Ο Ιαπετός καί ή Κλυμένη, Θυγατήρ τού Ωκεανού, εγέννησαν : τόν Άτλαντα πατέρα τών Εσπερίδων , τόν οποίον καταδίκασε ο Ζεύς νά κρατά τόν Ουρανό,τόν Μενοίτιο,τόν Επιμηθέα (ό μή βλέπων τά επερχόμενα) καί τόν Προμηθέα πού βοήθησε τόν Δία καί αργότερα εδίδαξε είς τούς ανθρώπους πάσας τέχνας, αλλά καί τούς έδωσε τό πύρ έξ ουρανού.
Ο Ζεύς μέ τόν Κεραυνό πού τού έδωσαν οί Κύκλωπες καί τήν βοήθεια τών Εκατόγχειρων (διά τής υπερβαλλούσης ρώμης των ) έφερε ισότητα στά δύο στρατόπεδα. Τήν μάχην τήν χαρακτήρισε ή απαράμιλλη ανδρεία καί ή έξοχη δύναμις πού επέδειξαν οί νεαροί Θεοί, κατά τών παντοδύναμων Τιτάνων. Οί Τίτάνες τά δυνατότερα όντα τού κόσμου δέν μπορούσαν νά νικηθούν. Οί Τιτάνες καί Θεοί μέ οργή ψυχοφθόρα πολεμούσαν. Ή Θάλασσα βογγούσε καί ό Ουρανός στέναζε. Ό πόλεμος διήρκεσε 10 χρόνια καί έμεινε γνωστός ώς Τιτανομαχία.Ό Ζεύς εξαιτίας τών όπλων υπήρξε ό φόβος καί ό τρόμος τών Τιτάνων (τούτο τό θυτήριο οί Θεοί εποιήσαντο, ότε επί τών Τιτάνων εξτρατεύσαντο έχων επί τού πυρός κάλυμμα, όπως μή ιδώσι έκ τού κεραυνού δύναμιν, Ερατοσθένης). Σημαντική ήταν ή βοήθεια τού Γύη, τού Βριάρεως καί τού Κόττου. Οί τρείς αυτοί Εκατόγχειρες σταμάτησαν τούς Τιτάνες κατά τήν επίθεσή των, πετώντας εκατοντάδες βράχους, ενώ ό Δίας έσπερνε τήν ιερή Φλόγα του μέ τους Κεραυνούς. Αμέσως ή Ρέα, ή Φοίβη καί ή Θέμιδα υπεχώρησαν. Μόλις όμως οί Θεοί δοκίμασαν αμβροσία καί νέκταρ (Η τροφή των αθάνατων αρχαίων θεών της ελληνικής μυθολογίας. Είναι λέξη σύνθετη από το στερητικό α και βροτός (θνητός) και είναι ταυτόσημη με τη λέξη αθανασία. Στον Όμηρο αναφέρεται ότι το ποτό των αθανάτων λεγόταν νέκταρ και το φαγητό τους αμβροσία. Κατά τη Σαπφώ αμβροσία είναι το ποτό. Η ίδια εναλλαγή εννοιών μεταξύ των δύο λέξεων απαντά και στον κωμικό Αλεξανδρίδη. Η αμβροσία ήταν γλυκύτατη στη γεύση και για τους θνητούς ήταν απαγορευμένη. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ήταν το μέλι. Άλλοι πιστεύουν ότι ήταν τα ολοκαυτώματα των θυσιών, το κρέας των ζώων από τις θυσίες ή το εκλεκτό ψωμί) έγιναν δυνατότεροι καί στάθηκαν συμπαραστάτες στό πλευρό τού Διός. Ό Ποσειδών αναμετρήθη μέ τόν Ωκεανό, ενώ ό Πλούτων χτυπήθηκε μέ τόν Υπερίωνα. Καί οί δύο Θεοί κατάφεραν νά τρέψουν σέ φυγή τούς Τιτάνες κατόπιν σφοδράς μάχης. Βλέποντας οί Τιτάνες πόσο αποφασισμένοι ήτο οί Θεοί αρχίζουν νά υποχωρούν. Ό Ζεύς θά οδηγήσει τούς Ολύμπιους Θεούς στήν νίκη. Οί νικηθέντες πλέον Τιτάνες κατακρημνίσθησαν είς τά Τάρταρα καί ό Ζεύς έβαλε τούς Εκατόγχειρας νά τούς φυλάττουν. Ό ίδιος ό Ήφαιστος σφραγίζει τήν φυλακή των. Ό Αχέρων γιός της Γης τιμωρήθηκε από το Δία να ρέει κάτω από τη γη, επειδή κατά τη Γιγαντομαχία έδωσε στους Γίγαντες νερό να ξεδιψάσουν.
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Αχέροντας ήταν ο ποταμός – δρόμος των ψυχών για τον Άδη. Τα νερά του πίστευαν πως ήταν δηλητηριασμένα από κάποιο δράκοντα που ζούσε σε μια σπηλιά στις πηγές τους. Στις εκβολές του υπήρχε η λίμνη Αχερουσία, που ήταν το τελευταίο όριο ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, η πύλη του Άδη. Η διάβαση του ποταμού γινόταν με το πορθμείο του Χάροντα, στον οποίο κάθε νεκρός πλήρωνε έναν οβολό. Ο Όμηρος ανέφερε πρώτος τον Αχέροντα σε μια περιγραφή του Κάτω Κόσμου στην «Οδύσσεια». Εκεί τον αναφέρει μαζί με τους παραποτάμους του Κωκυτό και Πυριφλεγέθοντα.
Οί Τιτάνες πρίν εκθρονιστούν, απετέλεσαν ένα «12 θεο-πάνθεον». Ό Ωκεανός ό μεγαλύτερος από τούς Τιτάνες αδελφός τού Κρόνου, απέκτησε από τήν Τηθύν, 3000 ποταμούς καί 3000 Ωκεανίδες.
Ό Κοίος έδωσε τό όνομά του στήν Κώ.Ό Υπερίων πατέρας τού Ηλίου καί Σελήνης από τήν Θεία. Ό Ιαπετός ό ισχυρότερος τών Τιτάνων ήτο πατήρ τού Προμηθέα. Επίσης ήτο ό Επιμηθέα καί ό Άτλαντας. Η Φοίβη ήταν μητέρα τής Λοιτώς καί επομένος γιαγιά τού Απόλλωνος. Η Μνημοσύνη προσωποποίηση τής Μνήμης καί μητέρα τών 9 Μουσών από τόν Δία. Ή Θέμις προσωποποίηση τής τάξεως, τής αρμονίας καί τής δικαιοσύνης πού προστάτευε τούς φυσικούς καί ηθικούς νόμους. Οί Ουρανίδες, οί Ερινύες, οί Νύμφες καί οί Γίγαντες ήταν καί αυτά πλάσματα προερχόμενα από τόν Κρόνο. Οί Ερινύες θεότητες τής εκδικήσεως συμβολίζουν τόν έλενχο τής συνειδήσεως. Κόρες τού Κρόνου καί τής Ευωνύμης ήτο ή Μέγαιρα, ή Τισιφόνη καί ή Αληκτώ. Άνηκαν στούς Θεούς τού Άδη. Οί νύμφες κατώτερες θεότητες (όχι αθάνατες) ήταν τόσο όμορφες πού οί θεοί τίς σέβονταν όπως καί οί άνθρωποι. Χωρίζονταν στίς Δρυάδες (τών Δασών), τίς Ορειάδες (τών Ορέων), τίς Νηρηίδες καί τίς Πλειάδες.
Ή Βασίλεια. ήταν θυγατέρα του Ουρανού και της Γης και αδελφή των Τιτάνων. Παντρεύτηκε τον Υπερίωνα, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Ήλιο και τη Σελήνη. Οι Τιτάνες, όμως, από φθόνο σκότωσαν τον Υπερίωνα και έπνιξαν τον Ήλιο στον ποταμό Ηριδανό. Τότε η Σελήνη από τη θλίψη της αυτοκτόνησε. Η Βασίλεια αναζητώντας το γιο της, έφτασε στον ποταμό Ηριδανό και εκεί αποκοιμήθηκε. Τότε εμφανίστηκε στον ύπνο της ο γιος της Ήλιος και της είπε να μη λυπάται, γιατί τα παιδιά της έχουν μεταμορφωθεί σε αστέρια του ουρανού, σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Παρά το γεγονός αυτό, η Βασίλεια τρελάθηκε και περιπλανιόταν ασταμάτητα, ώσπου χάθηκε μέσα σε μια θύελλα.
Επίσης έχουμε τούς Γίγαντες, κατά βάσιν ανθρώπινη μορφή αλλά καί τερατώδη συνάμα. Πρώτος γι’αυτούς μάζεψε πληροφορίες ό Απολλόδωρος. Ήταν κάτι μεταξύ Ουρανού καί Γής, Θεού καί Άνθρώπου (Οί Τιτάνε, οί Κύκλωπες καί οί Εκατόγχειρες αποτελούν τά πρώτα πρόσωπα πού εμφανίστηκαν στόν κόσμο). Οί Γίγαντες μέ τήν δύναμη πού κατείχον αποτελούσαν πλέον ορατή απειλή γιά τόν νεό κόσμο πού είχε στό μυαλό του ό Ζεύς. Πραγματικά λοιπόν οί Γίγαντες παρανομούσαν είς βάρος τών ανθρώπων, καί αυτό έκανε τόν Δία νά οδηγηθή στόν δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τήν Γιγαντομαχία. Σημαντική γιά τήν εξέλιξη τής μάχης ήταν ή κλοπή ενός βοτάνου από τόν Δία, βότανο τό οποίο θά έκανε τούς Γίγαντες εντελώς άτρωτους.
Στήν Γ Ι Γ Α ΝΤ Ο Μ Α Χ Ι Α όλοι οί Θεοί έδωσαν τό παρόν :
1. Ή Αθηνά 7. Ό Άδης
2. Ή Εκάτη 8. Ό Ποσειδών
3. Ή Άρτεμις 9. Ό Ηφαίστος
4. Ή Δήμητρα 10. Ό Απόλλων
5. Ή Εστία 11. Ό Διόνυσος
6. Ό Ερμής 12. Ό Άρης
Γιος του Αρέστορα, ό Άργος ήταν ένα τέρας με 100 μάτια που, όταν κοιμόταν, τα 50 έμεναν ανοιχτά. Με εντολή του Δία, ο Ερμής σκότωσε τον Άργο, αφού τον αποκοίμισε. Κατά την παράδοση, τα μάτια του Άργους η Ήρα τα έβαλε στην ουρά του παγονιού.
Ό Ζεύς στήν συνέχεια μέ τόν κεραυνό οδήγησε τήν μάχην, ενώ πλήθος Γιγάντων εξορμούσε κατά τών Ολυμπίων. Οί άνθρωποι μή δυνατοί νά συμμετάσχουν σ’αυτήν τήν Γιγαντομαχία τρέπονταν σε φυγή. Ένας όμως έκ τών θνητών έδειξε στούς Θεούς τό δρόμον πρός τήν Νίκην. Ό Αλκυονέας γιος του Ουρανού και της Γαίας, εκσφενδόνιζε εναντίον των θεών τεράστιους βράχους. Ό Ηρακλής μέ τήν γνωστή του ρώμη σκοτώνει στήν παλλήνη τών Αλκυονέα , ενώ ό Ζεύς κατακαίει τόν Πορφυρίωνα. Ό Άρης συναντά τόν Πέλωρα καί ή γή τραντάζεται καθώς ό Πέλωρας πέφτει από τό ξίφος τού Άρεως. Ό Απόλλων χτυπά μέ τά βέλη του τόν Εφιάλτη καί τόν Τίτυο. Ό Διόνυσος σκοτώνει τόν Εύρυτο, αλλά αιφνιδιάζεται από τόν Άσκο. Ο Γίγαντας αυτός, έχοντας σκοπό να εκδικηθεί το Διόνυσο τον έπιασε, όταν ο Διόνυσος περνούσε από τη Συρία, και τον έριξε στον ποταμό της πόλης, που αργότερα ονομάστηκε Δαμασκός. Ο Διόνυσος σώθηκε με τη βοήθεια του Ερμή. Ό Ερμής πετά γρήγορα καί σώζει τόν Διόνυσο, σκοτώνοντας τόν Γίγαντα και από το δέρμα του κατασκεύασε τον πρώτο ασκό. Για ανάμνηση του γεγονότος αυτού ίδρυσε και την πόλη Δαμασκό, η οποία κατ’ άλλους ονομαζόταν και Δερμασκός.Ό Ήφαιστος εκτοξεύει μύδρους (πύρινα ρυνίσματα) κατά τού Μίμαντα καί τού Μακρόσιριν σκοτώνοντάς τους. Η Εκάτη σκοτώνει τόν Κλύτιο καί ή Αθηνά εκνευρισμένη ρίχνει ολόκληρη τήν Σικελία επάνω στόν Εγκέλαδο καί κατόπιν γδέρνει τόν Πάλλαντα. Ό Ποσειδών κραδαίνει τήν τρίαιανα καί τήν κατεβάζει στό κεφάλι τού Πολυβώτη σκοτώνοντάς τον. Ή Άρτεμις χτυπά τόν Γρατίωνα καί εκείνος πίπτει στό έδαφος νεκρός. Οί Βεσβικός, ό Γαίων καί ό Δάμυσος μάχονται αλλά υποχωρούν μπροστά στόν Δία. Ό Άρης τρέχει μέ ορμή καί χτυπά τόν Ερυσίχθωνα, τόν οποίο παρακολουθεί καθώς προσπαθεί να σηκωθεί καί μέ ένα ακόμα χτύπημα τόν αποτελειώνει. Ή Άθηνα σκοτώνει τόν Εχίωνα καί οί Μοίρες σκοτώνουν τόν Θόωντα. Ή Άρτεμις νικά τόν Φοίτιο καί οί Μοίρες τόν Άγριο. Καθώς ό Ηρακλής τρέχει νά βοηθήση, συναντά τόν Ανταίο. Ή αναμέτρηση παραλίγο νά είναι μοιρέα γιά τόν Μεγαλύτερο Έλληνα Ήρωα, αλλά μόλις κατάλαβε πώς ή δύναμη τού προέρχεται από τήν γή, τόν σήκωσε στόν αέρα καί αφού έχασε τήν δύναμή του ό Γίγαντας, τόν έριξε νεκρό στήν γή. Οί Θεοί αρχίζουν νά κερδίζουν καί οί Γίγαντες υποχωρούν. Ό Έρμής πέφτει μέ ορμή από ψηλά στόν Ιππόλυτο καί τόν σκοτώνει, ενώ ό Άρης τρέπει τον Άθω σέ φυγή. Ή Γιγαντομαχία τερματίζεται καί οί Ολύμπιοι είναι νικητές. Τίποτα πλέον δέν δείχνει ικανό νά σταματήσει τό έργο τού Διός. Οί Έλληνες είναι ή κληρονομία τού Βασιλέα τών Θεών, καί τό Θεϊκό αίμα του κυλά πλέον στίς φλέβες των.
Παιδιά τής Γαίας ήταν οί Κύκλωπες, Βρόντης, Στερόπης καί Άργης. Τά ονόματα αυτών έχουν σχέση μέ τάς ιδιότητάς των. Ό Άργης ήταν ό Αργός, Λευκός, Λαμπρός καί έσμιξεν μέ τήν νύμφη Φρυγία καί απέκτησε τόν Δεύσο καί Άτρωνα, αλλά καί μία κόρη τήν Ατρήνη (πόλη τής Ιταλίας φέρει τό όνομά της). Ο Βρόντης βροντά, έσμιξε μέ τήν Μήτιδα τήν οποία κατάπιε ό Ζεύς καί από τό κεφάλη του εγεννήθηκε ή Τριτογένεια Αθηνά. Ό Στερόπης είναι αυτός πού αστράφτει, συμβολίζει τήν αστραπή. Μία άλλη κατηγορία Κυκλώπων είναι τού Πολύφημου πού είχε κόρη τήν Έλπη, ή οποία έφυγε μέ έναν έκ τών συντρόφων τού Οδυσσέως. Οί Λαιστρυγόνες όμως τήν έφεραν πίσω. Γιά τόν θάνατο τών Κυκλώπων αιτία είναι ό Απόλλων, εκδικών τόν Δία πού σκότωσε τόν Ασκληπιό επειδή θέλησε νά αναστήσει νεκρούς.
Μία Τρίτη κατηγορία Κυκλώπων είναι τών χειρονακτών. Τά έργα των παρέμειναν γνωστά ώς Κυκλώπια. Ήρθαν στήν Ελλάδα ακολουθώντας τόν Περσέα. Ό Παυσανίας γράφει γι’αυτούς καί τό τείχος των τό θαυμαστόν. Κύκλωπες όπως ό Άλκμων, Ακάμας, Πυράκμων δούλευαν στό ηφαίστιο τής Αίτνας φτιάχνοντας όπλα γιά τούς Θεούς. Οί Κύκλωπες καί οί Εκατόγχειρες απετέλεσαν σημαντικούς συμμάχους τών Θεών εναντίον τών Τιτάνων. Οί Εκατόγχειρες ήσαν όντα υπεράνθρωπα μέ τεράστια δύναμη, πνεύμα καί ψυχή.
1. Ό Βριάρεως πού σημαίνει ισχυροποίω, ήταν ό πιό αρχαίος «Θεός» τής Θαλάσσης. Βοηθά τόν Δία στήν Τιτανομαχία αλλά καί στό μέλλον εναντίον τής Αθηνάς, τού Ποσειδώνα καί τής Ήρας. Πρός τιμήν τού οί στήλες τού Ηρακλέους, ελέγοντο Βριάρεως στήλες. Ήταν βασιλέας τής Εύβοιας καί μέγας θαλασσοπόρος. Σκοτώθηκε σέ θαλασσομαχία από τόν Ποσειδώνα. Ό τάφος του είναι στήν Φρυγία στίς όχθες τού ποταμού Ρυνδακού τής Κυζίκου, όπου ανάβλυζαν εκατό πηγές.
2. Ό Κόττος, πού σημαίνει οργή .
3. Ό Γύης, πού σημαίνει γή, αγρός.
Μετά από τη ήττα και την εξόντωση των Γιγάντων η Γαία, χολωμένη εναντίον του Δία, γέννησε από τον Τάρταρο ένα άλλο τέρας, τον Τυφωέα. μέ χέρια δυνατά καί εκατό κεφάλια. Ό Δράκοντας από τά μάτια έβγαζε φωτιές καί από τό στόμα βοή τρομερή. Κατά τις περιγραφές των μυθογράφων ο Τυφωέας ήταν τεράστιος και το κεφάλι του άγγιζε τα αστέρια. Από το σώμα του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιών, είχε φτερά και από τη μέση και κάτω ήταν φίδι. Στην πάλη του με το Δία κατόρθωσε κάποια στιγμή να τον σφίξει στις σπείρες του, να τον ακινητοποιήσει και να του κόψει τα νεύρα, τα οποία έκρυψε σε μια σπηλιά. Τα έκλεψαν όμως ο Ερμής και ο Αιγίπαν, που τα έδωσαν πάλι στον Δία. Έτσι ο θεός ξαναβρήκε τη δύναμή του καί πέταξε από τόν Όλυμπο εναντίον του. Σεισμός δονούσε τήν γή καί έτρεμε ό Άδης καί οί Τιτάνες. Μέ μεγάλη οργή ό Ζεύς έκαψε τά κεφάλια τού Δράκοντα καί κυνήγησε τον Τυφωέα με τους κεραυνούς του και τελικά τον έθαψε στη Σικελία, κάτω από την Αίτνα.Ό Ζεύς εβασίλεψε από τότε στόν κόσμο μέ δικαιοσύνη, τάξη καί φιλοτιμία.
Ο Λ Υ Μ Π Ι Ο Ι
Με τις νίκες του αυτές ο Δίας εξουδετέρωσε τις σκοτεινές δυνάμεις της αναρχίας και της καταστροφής και επέβαλε την τάξη και την αρμονία. Ήδη είχε γίνει και η διανομή της κυριαρχίας του κόσμου. Ο Ποσειδώνας αφηγείται σχετικά (Ιλ. Ο, 187-193):
«Τρία αδέρφια είμαστε, παιδιά της Ρέας και του Κρόνου, ο Δίας, εγώ και ο Άδης, ο άρχοντας των νεκρών. Κι όλα μοιράστηκαν στα τρία με κλήρο κι ο καθένας έλαχε το μερίδιό του. Σ’ εμένα έτυχε να μένω για πάντα στην αφρισμένη θάλασσα και στον Άδη έτυχε το σκοτάδι του Κάτω Κόσμου. Κι ο Δίας πήρε τον πλατύ ουρανό με τον αιθέρα και τα σύννεφα. Όμως η γη κι ο μέγας Όλυμπος ανήκουν σε όλους μας».
Πάντως, κανένας από τους θεούς δεν τολμούσε να αντιταχθεί ανοιχτά στη θέληση του παντοδύναμου Δία.
Όπως και οι άλλοι Ολύμπιοι θεοί, ο Δίας κατοικούσε στην κορυφή του Ολύμπου, όπου επικρατούσε αιώνια άνοιξη. Η κατοικία των θεών είχε κατασκευαστεί από τον Ήφαιστο, όπως και ο λαμπρός θρόνος του Δία. Η επίσημη σύζυγος του «πατέρα των θεών και των ανθρώπων» ήταν η θεά Ήρα. Από αυτήν είχε αποκτήσει 4 παιδιά: την Ήβη, θεά της νεότητας, την Ειλείθυια, θεά που προστάτευε τον τοκετό, τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον Ήφαιστο, θεό πυροτεχνουργό. Σύμφωνα με μια παράδοση τον τελευταίο τον είχε γεννήσει η Ήρα μόνη της.
Ό Ζεύς πλέον είναι ό κυρίαρχος τού Κόσμου, προστάτης τών φαινομένων καί τής ηθικής τάξεως. Στο όρος Δίκτη στην Κρήτη, κοντά στο σημερινό χωριό Ψυχρό, στο νομό Λασιθίου, εγεννήθη ο Δίας από τη Ρέα, τη γυναίκα του Κρόνου. Τον παραλάβανε οι Κουρήτες και οι Νύμφες, όπου και τον ανέθρεψαν στο Ιδαίον άντρον. Σύμφωνα με το μύθο στο σπήλαιο αυτό συναντούσε ο Μίνωας τον Δία, ο οποίος του υπαγόρευσε τη νομοθεσία του.Το 1909, ο διευθυντής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, Χόγκαρτ, έκανε ανασκαφές. Ανακάλυψε βωμό, τείχος, αγγεία πήλινα και κομμάτια από τραπέζια για σπονδές, μικρά χάλκινα αγαλμάτια που παρίσταναν άντρες σε στάση προσευχής, επίσης πολλά χάλκινα εργαλεία και αναθηματικά όπλα, καθώς και ιερούς διπλούς πελέκεις.
Ή Αμάλθεια ανάθρεψε τον Δία. Η μητέρα του η Ρέα όταν γεννήθηκε ο Δίας, για να τον γλιτώσει τον έκρυψε σε μια σπηλιά στο όρος Δίκτη της Κρήτης. Εκεί η Αμάλθεια μεγάλωσε το μικρό θεό με το γάλα της. Για την κατσίκα διηγείται ο Μουσαίος, γιος και μαθητής του Ορφέα, πως ήταν κόρη του Ήλιου. Ήταν όμως τόσο άσχημη, ώστε οι θεοί παρακάλεσαν τη Γαία να κρύψει το απαίσιο ζώο σε ένα σπήλαιο της Κρήτης. Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι η Αμάλθεια έδωσε το γάλα της στις νύμφες Αδράστεια και Ίδη και αυτές το πρόσφεραν στο Δία με το φημισμένο κέρας, που πήρε το όνομά του από αυτήν. Το κέρας της Αμάλθειας (που συμβολίζει την αφθονία αγαθών) δεν άδειαζε ποτέ και έγινε το σύμβολο των θεών που παρείχαν τα γήινα αγαθά. Στην αρχαία γλώσσα το ρήμα «αμαλθεύω» ήταν συνώνυμο με τα ρήματα τρέφω, πλουτίζω, πληθύνω. Ο Δίας, ευγνωμονώντας την τροφό του Αμάλθεια, την τοποθέτησε στον ουρανό, αφού τη μεταμόρφωσε, μαζί με το κέρας της, σε αστερισμό.
Ήταν πατέρας τού Απόλλωνα, τής Αρτέμιδος, τού Ερμού, τού Διονύσου, τού Ηρακλέους, τού Κάστορα, τού Πολιδεύκη καί τού Περσέα. Σύμβολο τού Βασιλέα τών Θεών ήταν ό αετός. Μέ τήν Ήρα εγέννησε τήν Ήβη, μέ τήν Αλκμύνη τόν Ήρακλέα, μέ τήν Κρήτη τόν Κάρα. Έκ Πυρράς καί Δευκαλίωνι έγιναν παίδες : ό Έλλην μέν πρώτος ό έκ Διός γεγεννήσθαι. Ό Έλλην ό Αμφικτύων καί ή Πρωτογένεια δέν ανεπλάσθησαν έκ τής ουσίας ή διά τής ουσίας προυπάρξαντος ή προυπάρχοντος όντος, αλλά ενεπλάσθη έκ τού Διός καί επί τού Πλανήτου μας (Απολλόδωρος). Τόν Δία τόν έθρεφε ή Αμάλθεια στήν Κρήτη, μέχρι νά μπορέσει να αντιπαραταχθή στόν Κρόνο. Σύζυγος τού Δία καί Βασίλισσα τού Ουρανού ήτο ή Ήρα. Προστάτρια τού συζυγικού βίου. Κόρη της ή Ειλειθύα προστάτρια τών τοκετών. Όταν θύλαζε τόν Ηρακλή χύθηκε από τούς μαστούς της γάλα στόν ουρανό, καί εσχηματίσθη ό γαλαξίας. Τεκνοποίησε τόν Τυφάονα, όλεθρο γιά τούς θνητούς. Ό Απόλλων όμως τόν εφόνευσε. Ή Θάλασσα αποτελούσε τό βασίλειο τού Ποσειδώνος καί όπλο τού ήταν ή τρίαινα. Μαζί μέ τόν Απόλλωνα έκτισε τά τείχη τής Τροίας. Φιλονίκησε μέ τήν Αθηνά γιά τήν προστασία τής Αθήνας. Τά Ίσθμια γίνονταν πρός τιμήν του. Ό Θεός τού κάτω κόσμου ήταν ό Άδης. Παντρεύτηκε τήν Περσεφόνη καί τήν Λάρισσα, όπως καί τήν Γοργό, από τήν οποία απέκτησε τόν Πήγασο. Ταυτίζεται μέ τόν Πλούτωνα καί τό ιερό τού σύμβολο είναι τό Κυπαρίσσι. Ο Έρμής οδηγούσε τίς ψυχές έως τόν Χάρωνα ό οποίος αναλάμβανε νά τούς περάσει από 4 ποτάμια : Στύξ, Αχέρων, Κώκυτος καί Πυριφλεγέθων (χείμαρος χωτιάς). Ό Άδης μέ τόν Αίακο, τόν Μίνωα καί τόν Ραδάμανθη, έκριναν τίς ψυχές τών νεκρών καί τούς μέν έστελναν στόν Τάρταρο καί τούς δέ στό Ηλύσιον Πεδίον, ενώ τούς Ήρωες στήν νήσον τών Μακάρων. Πρωτότοκο παιδί τού Κρόνου ήταν ή Εστία ή Θεά τής οικογενειακής φωτιάς, τής οποίας ή διατήρηση ήταν τό βασικό καθήκον κάθε οίκου. Η Δήμητρα ήταν ή προσωποποίηση τής γονιμότητας. Λατρευόταν ώς Θεά τής γεωργίας, επειδή δίδαξε τήν Καλλιέργεια. Επίσης κόρη τού Διός ήταν ή Άρτεμις. Τήν απέκτησε από τήν Λυτώ. Λατρευόταν καί ώς Θεά τής Σελήνης. Ταυτίζεται μέ τήν Ειλειθύϊα προστάτρια τών τοκετών. Στήν Σπάρτη λατρευόταν ώς Ορθία καί στήν Αθήνα ώς Βραυρώνα. Τό σπουδαιότερο ιερό τής βρισκόταν στήν Έφεσο. Λεγόταν επίσης Χαραυγή καί Ηώ. Δίδυμος αδελφός τής ήταν ό Απόλλων.
Ό Ζεύς ώς υπέρτατος θεός των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, «πατήρ ανδρών τε θεών τε», πανίσχυρος και αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του κόσμου.
• Ομηρικά έπη
• «Θεογονία», 484
Ήταν ο θεοποιημένος ουρανός, ο πιο μεγάλος, πιο ισχυρός και πιο σοφός από όλους τους θεούς, παντοδύναμος κυρίαρχος του κόσμου, ο υπέρτατος νους που έβλεπε και γνώριζε τα πάντα. Βασίλευε σε θνητούς και αθανάτους, οι αποφάσεις του ήταν αμετάκλητες και η θέλησή του ακαταμάχητη. Βρισκόταν στην κορυφή της πυραμίδας των θεών και πιο ψηλά απ’ αυτόν στεκόταν μόνον η Μοίρα, δηλαδή η αδήριτη αναγκαιότητα των φυσικών νόμων, που δεν μπορούσε ούτε αυτός να τη μεταβάλει ή να την αγνοήσει. Τα σύμβολα του Δία ήταν ο κεραυνός, το ισχυρότερο όπλο του, το σκήπτρο, σύμβολο της βασιλικής του εξουσίας, και ο αετός, σύμβολο της δύναμης και της μεγαλοπρέπειας.
Ως κυρίαρχος του ουρανού ήταν κύριος και ρυθμιστής όλων των ουράνιων ατμοσφαιρικών φαινομένων, ευνοϊκών ή δυσμενών για τον άνθρωπο. Έτσι συγκέντρωνε τα σύννεφα («νεφεληγερέτης») και δημιουργούσε τις βροχές που γονιμοποιούν τη γη και την κάνουν να δίνει καρπούς («όμβριος», «υέτιος»). Αυτό άλλωστε θα πρέπει να συμβόλιζαν και οι μύθοι για τα πολλά παιδιά του. Όμως δημιουργούσε και τις καταστροφικές καταιγίδες και έστελνε τις αστραπές και τους κεραυνούς («αστεροπητής», «υψιβρεμέτης», «τερπικέραυνος»).
Ακόμη ο Δίας, εκτός από τις σχετικές με φυσικά φαινόμενα ιδιότητες, είχε και πολλές άλλες, που σχετίζονταν με την κοινωνική αλλά και την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και ήταν αυτός που μοίραζε την ευτυχία ή τη δυστυχία στον καθένα. Ανάμεσα στα άλλα φρόντιζε να υπάρχει δικαιοσύνη και τάξη στον κόσμο και μπορούσε να απομακρύνει το κακό («αλεξίκακος», «σωτήρ»). Προστάτευε τους όρκους («όρκιος») και τιμωρούσε όσους τους παρέβαιναν. Ήταν ο προστάτης των ομηρικών βασιλιάδων που αντλούσαν την εξουσία τους από αυτόν κι ακόμη προστάτευε τις πόλεις («πολιεύς»), τις συνελεύσεις («βουλαίος») και τα γένη («γενέθλιος»). Ήταν εκδικητής-τιμωρός του φόνου και άλλων σοβαρών αδικημάτων («αλάστωρ»), ενώ σε άλλες περιπτώσεις ήταν θεός της αγαθότητας και της συγγνώμης («μειλίχιος»). Προστάτευε, τέλος, το θεσμό της φιλοξενίας («ξένιος»), της φιλίας («φίλιος»), καθώς και την κατοικία και την οικογένεια («εφέστιος», «έρκειος», «γαμήλιος») κ.ά.
Ανάλογη ήταν η θέση του Δία στη θρησκεία των Ρωμαίων, που τον λάτρευαν ως ύπατο θεό με την ονομασία Jupiter.
Λατρεία. Ο Δίας ήταν πανελλήνιος θεός και λατρευόταν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Αρχικά οι βωμοί του βρίσκονταν πάνω στις κορυφές βουνών, καθώς ήταν κυρίαρχος του ουρανού. Ιερό δέντρο του ήταν η βαλανιδιά. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν παντού ναοί προς τιμή του.
Πανάρχαιη ήταν η λατρεία του στη Δωδώνη, όπου βρισκόταν και το μαντείο του. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο τον επικαλείται ο Αχιλλέας κάνοντας σπονδή (Ιλ. Π, 233-234):
«Δία βασιλιά, Δωδωναίε, Πελασγικέ, απόμακρε, άρχοντα της βαρυχείμωνης Δωδώνης, που γύρω σου κατοικούνε οι Σελλοί οι προφήτες, με τα άπλυτα πόδια, που κοιμούνται στο χώμα».
Ξεχωριστή ήταν η λατρεία του στην Ολυμπία, όπου υπήρχε ο ναός με το χρυσελεφάντινο άγαλμά του, αλλά και στο Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων. Στη Νεμέα γίνονταν αγώνες προς τιμή του, τα «Νέμεα», ενώ στην Κρήτη λατρευόταν ως «κρητογενής», επειδή κατά το μύθο είχε γεννηθεί εκεί. Πολύ μεγάλος ναός του Ολυμπίου Διός είχε οικοδομηθεί στην Αθήνα. Μαντείο, τέλος, του Άμμωνα-Δία υπήρχε και στη Λιβυκή έρημο.
Απεικονίσεις. Από τις αρχαιότερες απεικονίσεις του Δία, που δε σώζονται σήμερα, αναφέρονται ένα ξύλινο ξόανο στην ακρόπολη του Άργους, που είχε τρία μάτια, και ένα σφυρήλατο χάλκινο άγαλμα, που υπήρχε στη Σπάρτη, χρονολογημένο στον 6ο αι. π.Χ.
Στη συνέχεια διαμορφώθηκαν στην τέχνη δύο βασικοί τύποι παράστασης του θεού, του όρθιου και του καθισμένου.
Στον έναν τύπο ο Δίας εικονίζεται όρθιος, σε ώρα δράσης: βαδίζει ορμητικά και έχει το ένα χέρι (το αριστερό) απλωμένο μπροστά, ενώ στο υψωμένο δεξί του χέρι κραδαίνει τον κεραυνό, έτοιμος να τον εξακοντίσει. Περίφημο έργο αυτού του τύπου ήταν το άγαλμα του «Ιθωμάτα Δία», έργο του γλύπτη Αγελάδα, των αρχών του 5ου αι. π.Χ., που βρισκόταν στο ναό του Δία στην Ιθώμη.
Στον άλλο τύπο ο θεός παριστάνεται καθισμένος με μεγαλοπρέπεια στο λαμπρό θρόνο του, γαλήνιος και επιβλητικός. Το πιο φημισμένο έργο αυτού του τύπου και ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας ήταν το κολοσσιαίων διαστάσεων άγαλμα του θεού, έργο του Φειδία στην Ολυμπία. Ο Δίας καθισμένος στο θρόνο του κρατούσε στο αριστερό του χέρι το σκήπτρο, πάνω στο οποίο στεκόταν ο αετός, και στο δεξί του χέρι μια Νίκη. Το άγαλμα ήταν κατασκευασμένο από χρυσό στα ντυμένα μέρη και ελεφαντόδοντο στα γυμνά. Με χρυσό, ελεφαντόδοντο, έβενο και πολύτιμους λίθους ήταν κατασκευασμένος και διακοσμημένος και ο λαμπρός θρόνος του θεού. Στη βάση της σύνθεσης υπήρχαν ανάγλυφα των Ωρών, των Χαρίτων, των Νιοβίδων και της γέννησης της Αφροδίτης. Μαζί με τη βάση η όλη κατασκευή είχε ύψος 14 μέτρα.
Φαίνεται πως ο Φειδίας είχε κατορθώσει να αποδώσει τον ιδεώδη τύπο του θεού. Είναι χαρακτηριστικοί για την εντύπωση που είχε προκαλέσει στους συγχρόνους του οι στίχοι του ποιητή:
«Φειδία, ή ο θεός κατέβηκε από τον ουρανό στη γη για να σου δείξει τη μορφή του, ή εσύ ανέβηκες στον ουρανό για να δεις το θεό».
Το ίδιο το άγαλμα δε σώθηκε. Το γνωρίζουμε όμως από την περιγραφή του Παυσανία και από απεικονίσεις του σε νομίσματα των Ηλείων. Με βάση αυτά έχουν γίνει και διάφορες απόπειρες αναπαράστασής του.
Πολλές άλλες απεικονίσεις του «ύπατου των θεών» έχουμε σε ανάγλυφα, όπως π.χ. σε σκηνές της γιγαντομαχίας, καθώς και σε αγγειογραφίες, όπως π.χ. παραστάσεις της γέννησης της Αθηνάς, η οποία εικονίζεται να ξεπηδά από το κεφάλι του Δία, που είναι καθισμένος στο θρόνο του.
Άδης. Στην ελληνική μυθολογία ο Άδης είναι αρχικά ο θεός του «Κάτω Κόσμου». Αργότερα η λέξη πήρε και τη σημασία του τόπου της κατοικίας των ανθρώπων μετά το θάνατό τους. Ο Άδης (και Άιδης και Αϊδωνεύς και Άις), ο θεός του Κάτω Κόσμου και προσωποποίηση – θεοποίηση του θανάτου, ήταν, κατά την ελληνική μυθολογία, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδερφός του Δία, του Ποσειδώνα, της Εστίας, της Ήρας και της Δήμητρας. Μετά τη νίκη τους στην τιτανομαχία και το τέλος της βασιλείας του Κρόνου, τα τρία αρσενικά παιδιά του μοιράστηκαν την κυριαρχία του κόσμου. Ο Δίας πήρε την εξουσία στον ουρανό, ο Ποσειδώνας στη θάλασσα και ο Άδης στον Κάτω Κόσμο. Στα αρχαία κείμενα, όπως στα ομηρικά έπη, στη «Θεογονία» του Ησιόδου, στους «Πέρσες» του Αισχύλου και στους μυθογράφους (π.χ. στον Απολλόδωρο), υπάρχουν συχνές αναφορές στον Άδη ως θεό του Κάτω Κόσμου, καθώς και στον Άδη ως τόπο κατοικίας των νεκρών.
Στην αρχαιότητα απέδιδαν στον Άδη τις ιδιότητες που απέδιδαν και στο θάνατο. Ήταν φοβερός, σκληρός, ανάλγητος, και όλοι τον φοβούνταν και τον μισούσαν. Είχε πολλά χαρακτηριστικά επίθετα, όπως Αδάμαστος, Κρατερός, Στυγερός, Πελώριος, Μέλας, Ζαγρεύς, Κλύμενος, Πολυδέγμων, Πλουτεύς, Πλούτων κ.ά. Το βασίλειο και η κατοικία του ήταν κάτω από τη γη και πολύ σπάνια έβγαινε στο φως της ημέρας, όπως στην αρπαγή της Περσεφόνης ή όταν, σύμφωνα με ένα μύθο, πληγώθηκε από το τόξο του Ηρακλή και ανέβηκε στον Όλυμπο για να θεραπευθεί.
Γυναίκα του ήταν η Περσεφόνη, κόρη της θεάς Δήμητρας, που την άρπαξε ο Άδης κρυφά και την κατέβασε στο βασίλειό του. Και όταν ο Δίας, μετά τις παρακλήσεις της Δήμητρας, τον πρόσταξε να αφήσει την Περσεφόνη, αυτός, πριν να τη στείλει στην επιφάνεια της γης, της έδωσε να φάει κόκκους ροδιάς, γεγονός που την υποχρέωσε να μένει το ένα τέταρτο κάθε χρόνου κοντά του. Δεν αναφέρονται παιδιά του, καθώς δεν ήταν φυσικό ο θεός του θανάτου να δημιουργεί ζωή.
Οι αρχαίοι παρίσταναν τον Άδη με αυστηρή μορφή, συνήθως καθισμένο σε θρόνο. Στα χέρια του κρατούσε σκήπτρο και τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου και στο κεφάλι του φορούσε την «κυνέη», μια ειδική περικεφαλαία που του την είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες κατά την τιτανομαχία και είχε την ιδιότητα να τον κάνει αόρατο. Δίπλα του στεκόταν ο Κέρβερος, ένας φοβερός σκύλος, φύλακας του Κάτω Κόσμου. Τον παρίσταναν επίσης και με την Περσεφόνη καθισμένη δίπλα του να κρίνει τους νεκρούς. Στο έργο αυτό τον βοηθούσαν και οι τρεις κριτές του Άδη, Μίνως, Αιακός και Ραδάμανθυς. Άλλες θεότητες που σχετίζονταν με τον Άδη και τον Κάτω Κόσμο ήταν οι Ερινύες, η Άτη, οι άγριες Κήρες, ο Θάνατος και η Νέμεση.
Η λατρεία του Άδη στην αρχαιότητα ήταν σχετικά περιορισμένη και λίγοι ναοί ήταν αφιερωμένοι στο σκοτεινό αυτό θεό. Όταν έκαναν θυσίες σ’ αυτόν, έπρεπε όλα τα ζώα που θυσίαζαν αλλά και όλα τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν να είναι μαύρα. Ωστόσο από τα κλασικά χρόνια (5ος αι. π.Χ.) η εικόνα του Άδη αρχίζει να γίνεται πιο ήπια. Χρησιμοποιείται περισσότερο η ονομασία Πλούτων, που σημαίνει αυτόν ο οποίος παρέχει πλούσιους καρπούς της γης, και τελικά οι ονομασίες Άδης και Πλούτων φτάνουν να δηλώνουν το ίδιο πρόσωπο.
Με την άλλη σημασία της λέξης, ο Άδης ήταν η κατοικία των νεκρών, ο τόπος όπου πήγαιναν οι ψυχές των ανθρώπων μετά το θάνατό τους. Σύμφωνα με τη γενική αντίληψη, βρισκόταν κάτω από τη γη («Κάτω Κόσμος») και μόνο στην Οδύσσεια (ραψωδία λ) αναφέρεται ότι βρισκόταν πέρα από τον ωκεανό, στη σκοτεινή χώρα των Κιμμερίων. Το φως της μέρας δεν έφτανε ποτέ στο ζοφερό Άδη, όπου δεν υπήρχε καμία χαρά για όσους βρίσκονταν εκεί.
Γύρω από τον Άδη υπήρχαν, κατά τη μυθολογία πάντα, οι ποταμοί Αχέρων, Πυριφλεγέθων, Κωκυτός και Στύγα. Την είσοδό του την τοποθετούσαν σε διάφορα άγρια και απόκρημνα μέρη και συνήθως εκεί όπου υπήρχαν μεγάλα χάσματα της γης ή σπήλαια. Ένας τέτοιος τόπος ήταν ο ποταμός Αχέρων, που σχημάτιζε την Αχερουσία λίμνη. Σ’ αυτήν οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών ο θεός Ερμής, με την ιδιότητα του ψυχοπομπού, και τις παρέδινε στο Χάροντα, που τις πήγαινε στον Άδη. Εκεί κρίνονταν από τους τρεις κριτές του Άδη, Μίνωα, Αιακό και Ραδάμανθυ και, σύμφωνα με μια άποψη, στέλνονταν, ανάλογα με τη ζωή που είχαν κάνει, είτε στα Τάρταρα είτε στα Ηλύσια πεδία ή στη «γη των Μακάρων», δηλαδή στον «παράδεισο» των αρχαίων.
Στη χριστιανική παράδοση ο όρος έχει διάφορες σημασίες. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτές, η εικόνα του Άδη, ως τόπου σκοτεινού και ζοφερού, από τον οποίο κανείς δε γυρίζει πίσω στο φως της μέρας, έχει περάσει στις παραδόσεις και στα δημοτικά τραγούδια του λαού μας. Είναι ο «Κάτω Κόσμος», ένας κόσμος χωρίς χαρά, όπου βασιλεύει η θλίψη, ο πόνος και ο θρήνος. Την εικόνα αυτή δίνουν πολύ παραστατικά οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού:
«Κάτω στα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,
μοιρολογούν οι λυγερές και κλαιν τα παλικάρια.»
Ποσειδώνας. Ένας από τους θεούς του Ολύμπου, γιος του Κρόνου και της Ρέας. Σύμφωνα με το μύθο, μετά την πτώση του Κρόνου μοιράστηκε την κυριαρχία του κόσμου με τους αδερφούς του Δία και Άδη (Πλούτωνα) και πήρε την εξουσία στη θάλασσα. Ήταν ο ισχυρότερος από τους Ολύμπιους, μετά το Δία.
Στα ομηρικά έπη ο Ποσειδώνας είναι ο θεός της θάλασσας, αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του πόντου. Φαίνεται όμως ότι αρχικά ήταν θεότητα του υγρού στοιχείου γενικά και ειδικότερα όλων των φαινομένων που αυτό προκαλούσε, είτε ήταν ευεργετικά είτε καταστροφικά. Στην ιδιότητα αυτή οδηγεί και η ετυμολογική ταύτιση του ονόματός του με τη σανσκριτική λέξη «Ιδασπάτι», που σημαίνει «κύριος των υδάτων», καθώς και με τις λέξεις ποταμός, πόσιμος κτλ. Από την ιδιότητα αυτή πρέπει να πήγασαν οι ειδικότερες, όπως του θεού της βροχής που γονιμοποιεί τη γη, των ποταμών και των πηγών που ξεπηδούν από το βάθος της γης, και του προστάτη της βλάστησης. Χαρακτηριστικά της τελευταίας αυτής είναι η λατρεία του ως «φυτάλμιου», δηλαδή ως θεού που υποβοηθά τη βλάστηση, ο μύθος που αναφέρει τις σχέσεις του με τη Δήμητρα και μια ετυμολογική ερμηνεία που δίνεται στο όνομά του (Ποσειδάων: πόσις=κύριος, σύζυγος+δα=γη = Δήμητρα). Εκπροσωπεί όμως και την καταστροφική μανία του υγρού στοιχείου, επομένως και τις πλημμύρες και τους κατακλυσμούς, και είναι ενδεικτική η σύνδεσή του με το άλογο, που συμβόλιζε το ορμητικό ρεύμα του νερού. Το ότι αργότερα γίνεται κυρίαρχος της θάλασσας οφείλεται, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, στη ναυτική ανάπτυξη των Ελλήνων. Ως θαλάσσιος θεός έχει τα επίθετα Πελάγιος, Πόντιος, Ευρυκρείων κ.ά. Τέλος, η αρχαία δοξασία ότι η θάλασσα περιτριγύριζε και συγκρατούσε τη Γη, πρέπει να του έδωσε την ιδιότητα του θεού που προκαλούσε τους σεισμούς και τα επίθετα γαιήοχος (αυτός που συγκρατεί τη Γη) και ενοσίχθων, ενοσίγαιος και σεισίχθων (αυτός που τραντάζει τη Γη). Χαρακτηριστικός είναι ο μύθος που απέδιδε στον Ποσειδώνα τη διάνοιξη της κοιλάδας των Τεμπών, από όπου χύθηκαν στη θάλασσα τα νερά που ως τότε κάλυπταν το Θεσσαλικό κάμπο.
Ως θαλάσσιος θεός ο Ποσειδώνας κατοικούσε σε λαμπρό ανάκτορο στο βάθος της θάλασσας, κοντά στη μυθική τοποθεσία «Αιγές», και ταξίδευε πάνω στα κύματα με χρυσό άρμα που το έσερναν άλογα. Το έμβλημά του ήταν η τρίαινα και ιερά ζώα του το άλογο, ο ταύρος και το δελφίνι. Γυναίκα του ήταν η θαλάσσια θεότητα Αμφιτρίτη, αλλά σε διάφορους μύθους αναφέρονται οι σχέσεις του και με άλλες θεές ή θνητές γυναίκες, όπως η Αλία ή Λευκοθέα, η Δήμητρα, η Τυρώ, η Αμυμώνη. Χαρακτηριστικό του Ποσειδώνα ήταν η τερατογονία και τα πιο γνωστά από τα μυθικά παιδιά του ήταν ο Πήγασος, ο Μηλέας, οι Λαιστρυγόνες, ο κύκλωπας Πολύφημος, ο γίγαντας Ανταίος, το άλογο Αρείων, ο Σκίρων, ο Προκρούστης, ο Κύκνος και μια κόρη που είχε αποκτήσει με τη Δήμητρα και το όνομά της ήταν γνωστό μόνο στους μύστες των Ελευσίνιων μυστηρίων.
Η λατρεία του Ποσειδώνα ήταν εξαπλωμένη σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Στα παραθαλάσσια μέρη και στα νησιά λατρευόταν ως θεός της θάλασσας και στις άλλες περιοχές με διάφορες ιδιότητες, όπως π.χ. στη Θεσσαλία ως «Ίππιος». Μεγάλη λαμπρότητα είχε πάρει ο εορτασμός του στον Ισθμό, όπου γίνονταν προς τιμή του πανελλήνιοι αγώνες, τα «Ίσθμια», ενώ ο ναός του στη Μυκάλη ήταν, πριν από την υποταγή στους Πέρσες, το κέντρο των Ιώνων της Μ. Ασίας. Μεγάλη διάδοση είχε η λατρεία του στην Κάτω Ιταλία γενικά, και ειδικότερα στην Ποσειδωνία, όπου σώζεται επιβλητικός ναός του θεού.
Ό Απόλλων γεννήθηκε στήν Δήλο, τόν έθρεψε ή Θέμις μέ αμβροσία καί νέκταρ. Ημέρες 4 από τήν γέννησή του σκότωσε τόν Δράκοντα Πύθωνα. Αργότερα μεγαλύτερος απήλλαξε τούς ανθρώπους από τόν Ζόφο καί τόν Φόβο. Ήταν ό Θεός τής μουσικής καί τής ποιήσεως. Λεγόταν Λοξίας γιά τό διφορούμενο τών χρησμών του. Λεγόταν καί Σείριος – Ήλιος. Μητέρα του ή Λυτώ κόρη τού Κοίου καί τής Φοίβης. Απόλλων είναι δωρική λέξις, Απέλλων, προδωρικόν καί Αιγαιοβοιωτικόν Απ = ειμί, Ελ = Θεός καί λών = βλέπω, Απόλλων δηλαδή είναι ό Θεός ό βλέπων. Ό Απόλλων λέγεται ότι εγεννήθη στίς 17 Μαϊου περί τό 12000πχ. Διά τού Απόλλωνος ομοσιοποίησις, ομογνιοποίησις καί ομονοοποίησις τών γήινων, τών έκ τής ύλης, Κρητών ή Αιγαίων, Αρίων, μετά τών Επιχθονίων.
Υιός τού ό Ασκληπιός πατέρας τής Ιατρικής επιστήμης (ό Ασκληπιός λεγόταν καί Ημαθίων). Είχε 3 κόρες : τήν Ιασό, τήν Πανάκεα καί τήν Υγεία. Κόρη τού Απόλλωνος ήτο καί ή Ευριδίκη.
Σπουδαιότερο κέντρο του οί Δελφοί. Όι ναοί ήτο τέσσερεις :
1. ό πρώτος κατασκευάστηκε από κλάδους δάφνης περί τό 31000πχ
2. ό δεύτερος έκ πτερών καί κερί περί τό 8000πχ
3. ό τρίτος έκ χαλκού περί τό 3500πχ
4. ό γνωστός είς ημάς έως σήμερον.
Ο Απόλλων ήταν ό κυρίαρχος τού μέλλοντος τών ανθρώπων. Ώς Ήλιος είχε κόρη του τήν Ήμερα. Τα Απολλώνια ήταν εορτή πρός τιμήν του.
Ό Απόλλων, γιος του Δία και της Λητώς, είναι ο θεός ήλιος, ο θεός του φωτός (Φοίβος), της μαντικής (Πύθιος), της μουσικής (Μουσηγέτης), προστάτης της ποίησης, της τοξευτικής, της ιατρικής. Το όνομά του συνδέθηκε, επίσης με την τάξη και την αρμονία στο σύμπαν.
Γύρω από τη γέννηση του Απόλλωνα έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. Η Λητώ μετά την ένωσή της με το Δία αναζητούσε τόπο για να γεννήσει, καθώς η Ήρα δεν επέτρεπε σε καμία πόλη να τη δεχθεί. Περιπλανήθηκε σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, ώσπου τελικά ο Δίας την έστειλε στον Ποσειδώνα και εκείνος της υπέδειξε τη Δήλο, όπου η Λητώ ύστερα από ωδίνες εννέα ημερών έφερε στον κόσμο, στηριζόμενη σε ένα φοίνικα, πρώτα την Άρτεμη και ύστερα τον Απόλλωνα. Μετά τη γέννησή του ο θεός Απόλλωνας πήρε μια κιθάρα και ένα τόξο και ανέβηκε στον Κύθνο, το βουνό της Δήλου, όπου ιδρύθηκε και το πρώτο μαντείο του. Από εκεί πέταξε στον Όλυμπο και στη συνέχεια άρχισε να αναζητάει τον τόπο, όπου θα ίδρυε το δεύτερο πανελλήνιας εμβέλειας ιερό και μαντείο του. Τελικά εγκαταστάθηκε στους Δελφούς, αφού πρώτα σκότωσε με τα βέλη του τον τρομερό Πύθωνα, το φίδι που κατέστρεφε τις σοδειές και σκόρπιζε το φόβο στους κατοίκους της περιοχής. Πήρε το δέρμα του θηρίου και με αυτό τύλιξε τον ιερό τρίποδα, όπου καθόταν η Πυθία για να χρησμοδοτήσει.
Ποικίλα είναι τα ονόματα που του έδωσαν: Αλεξίκακος, Αργυρότοξος, Αρχηγέτης, Βοηδρόμιος, Δελφίνιος, Δωματίτης, Εκατηβόλος, Επικούριος, Θαργήλιος, Θέσμιος, Ιατρός, Λοξίας, Λύκιος, Νόμιος, Νουμήνιος, Μοιραγέτης, Οικιστής, Παρνόπιος, Πατρώος, Σμινθεύς κ.ά. Όλες αυτές οι ιδιότητες που του αποδόθηκαν φανερώνουν ότι ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς θεούς που αποκάλυπτε τη μοίρα των ανθρώπων, καθόριζε την ευημερία τους, τιμωρούσε, θεράπευε, προστάτευε, ίδρυε νέες πόλεις κτλ. Το μαντείο των Δελφών, το οποίο περιβαλλόταν με μεγάλες τιμές, ανέδειξε τη μορφή του Απόλλωνα σε μία από τις σοφότερες θεότητες του Ολύμπου.
Του αφιέρωσαν από τα ζώα το λύκο, τον κύκνο, το ελάφι, το ποντίκι, τον κόρακα, τον τράγο. Στον Απόλλωνα έχει αποδοθεί η εύρεση της λύρας, του τόξου, του βέλους, του τρίποδα. Ιερά σύμβολά του θεωρούνται ο φοίνικας, η ελιά, η δάφνη, το δελφίνι.
Πολλοί μύθοι έχουν πλεχτεί, επίσης, για τους έρωτες του Απόλλωνα και τα παιδιά του. Είναι γνωστοί οι έρωτές του για τη Δάφνη, τον Υάκινθο, τις μούσες Καλλιόπη και Θάλεια, πολλές νύμφες και θνητές.
Από την ένωσή του με την Κορωνίδα απέκτησε τον Ασκληπιό, στον οποίο δίδαξε την τέχνη της ιατρικής. Με την ιατρική γνώση και πείρα ο Ασκληπιός ξανάδωσε ζωή στον πεθαμένο γιο του Μίνωα, το Γλαύκο, και στον Ιππόλυτο, γιο του Θησέα. Αγανακτισμένος ο Πλούτωνας, ο θεός του Άδη, ζήτησε από το Δία να τιμωρήσει το δράστη, που τολμούσε να ανασταίνει τους πεθαμένους. Ο Δίας έριξε κεραυνό και σκότωσε τον Ασκληπιό. Οργισμένος ο Απόλλωνας σκότωσε τους Κύκλωπες που εφηύραν τον κεραυνό του Δία. Ο «πατέρας των θεών», σύμφωνα με ένα μύθο, εξόρισε τον Απόλλωνα στη Γη, καταδικασμένο να φυλάει τα πρόβατα του Άδμητου, του βασιλιά των Φερών.
Ονομαστοί καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν τη μορφή του θεού σε υπέροχα έργα από χαλκό και μάρμαρο. Ο Πραξιτέλης και ο Σκόπας τού απέδωσαν τον ιδανικό τύπο του θεού: νέος, ρωμαλέος, με βοστρυχωτά ξανθά μαλλιά και πρόσωπο ολοφώτεινο. Αγάλματα, νομίσματα, ανάγλυφα και μετάλλια είχαν αποτυπωμένη τη μορφή του. Ποιητές, όπως ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Πίνδαρος, ο Αλκαίος κ.ά. τον ύμνησαν στα έργα τους. Οι Ρωμαίοι καθιέρωσαν προς τιμή του τα «Απολλινάρια», αγώνες όμοιους προς τα Πύθια.
Αθηνά. Μία από τις πιο σημαντικές θεότητες των αρχαίων Ελλήνων. Κατείχε εξέχουσα θέση στο ολυμπιακό δωδεκάθεο και λατρευόταν σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Πατέρας της ήταν ο Δίας και μητέρα της η πρώτη γυναίκα του η Μήτις, κόρη του Ωκεανού, προσωποποίηση της φρόνησης, «που ήταν πιο σοφή απ’ τους θεούς κι απ’ τους ανθρώπους».
Σύμφωνα με το μύθο της γέννησης της θεάς (Ομηρικός ύμνος ΧΧVΙΙΙ «Εις Αθηνάν», «Θεογονία» Ησιόδου 886-900, 924-926 κ.α., Απολλόδωρος, Α, ΙΙΙ, 6), η Γαία και ο Ουρανός είχαν προειδοποιήσει το Δία ότι η Μήτις θα γεννούσε πρώτα μια κόρη, που θα ήταν όμοια με τον πατέρα της στη σοφία και στη δύναμη, και στη συνέχεια έναν πολύ δυνατό γιο, που θα γινόταν βασιλιάς των θεών και των ανθρώπων, εκθρονίζοντας τον πατέρα του. Για να εξασφαλιστεί από ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο Δίας, όταν η Μήτις έμεινε έγκυος, την κατάπιε και την κράτησε μέσα στο σώμα του. Όταν όμως έφτασε η ώρα να γεννηθεί η Αθηνά, ο Δίας ένιωσε δυνατούς πόνους στο κεφάλι. Ζήτησε τότε τη βοήθεια του Ηφαίστου κι αυτός (ή ο Προμηθέας ή ο Ερμής) άνοιξε με ένα τσεκούρι το κεφάλι του πατέρα των θεών κι από μέσα ξεπετάχθηκε ολοκληρωμένη και πάνοπλη η θεά Αθηνά. Το γεγονός της θαυμαστής αυτής γέννησης περιγράφει ο ομηρικός ύμνος ΧΧVΙΙΙ «Εις Αθηνάν»:
«Η Αθηνά ξεπετάχθηκε ορμητικά από το ανοιγμένο κεφάλι του πατέρα της, ντυμένη με αστραφτερή χρυσή πολεμική πανοπλία και κουνώντας το μυτερό κοντάρι της. Οι άλλοι θεοί έβλεπαν κατάπληκτοι το θαύμα. Ο μέγας Όλυμπος τραντάχθηκε από τη φοβερή ορμή της αστραπομάτας θεάς και η γη αντιλάλησε τη δυνατή κραυγή της. Η θάλασσα σήκωσε μεγάλα σκοτεινά κύματα και έδειρε τις ακτές και ο Ήλιος, ο γιος του Υπερίονα, συγκράτησε τα γρήγορα άλογά του και σταμάτησε την πορεία του, ώσπου η Παλλάδα Αθηνά έβγαλε από τους αθάνατους ώμους της τα θεϊκά όπλα.»
Υπάρχουν διάφορες τοπικές παραλλαγές του μύθου της γέννησης. Σύμφωνα με μια κρητική παραλλαγή, η Αθηνά γεννήθηκε από ένα σύννεφο, που το χτύπησε ο Δίας με το κεφάλι του ή με τον κεραυνό του. Μια παράδοση των Μινύων θέλει την Αθηνά κόρη του Ποσειδώνα και της λίμνης Τριτωνίδας. Στους περισσότερους μύθους πάντως ως τόπος γέννησης της Αθηνάς αναφέρονται οι όχθες του ποταμού Τρίτωνα ή η λίμνη Τριτωνίδα, γεγονός που φαίνεται να ερμηνεύει το επίθετο «Τριτογένεια» της θεάς.
Για την αρχική μορφή και την αρχική ιδιότητα της θεάς Αθηνάς υπάρχουν διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μία απ’ αυτές, ήταν θεότητα μετεωρολογική και συγκεκριμένα της καταιγίδας και της αστραπής. Στην άποψη αυτή συνηγορεί πρώτα ο μύθος της γέννησής της: Η θεά ξεπήδησε από το κεφάλι του πατέρα της ορμητικά, με τα αστραφτερά της όπλα, και σείστηκε όλος ο Όλυμπος και αντήχησε δυνατά («σμερδαλέον ιάχησεν») η γη. Όλα αυτά βέβαια είναι φαινόμενα που τα προκαλεί η αστραπή και η βροντή που την ακολουθεί.
Κατά μία άλλη άποψη, η Αθηνά ήταν αρχικά μια θεότητα σχετική με τα νερά. Η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στο επίθετο Τριτογένεια ή Τριτογενής που συνοδεύει το όνομά της και έχει σχέση με τον υδάτινο κόσμο. Είναι χαρακτηριστικά τα ονόματα Τρίτων και Αμφιτρίτη, που είναι ονόματα θαλάσσιων θεοτήτων, καθώς και το γεγονός ότι ως τόποι γέννησης της Αθηνάς αναφέρονται χώροι υδάτινοι, όπως ο ποταμός Τρίτων στη Βοιωτία ή η λίμνη Τριτωνίδα στη Λιβύη. Άλλωστε και το σύννεφο, από το οποίο γεννήθηκε κατά την κρητική παραλλαγή η θεά, είναι πηγή όχι μόνο της αστραπής αλλά και του νερού, που πέφτει σαν βροχή. Επομένως, το επίθετο Τριτογένεια θα πρέπει να σημαίνει «αυτή που γεννήθηκε από τα ύδατα».
Υποστηρίζεται, ακόμη, ότι αρχικά η Αθηνά ήταν μια θεότητα της βλάστησης. Η άποψη βασίζεται σε στοιχεία των μύθων αλλά και σε μεταγενέστερες ιδιότητες της θεάς καθώς και στο χαρακτήρα που είχαν ορισμένες γιορτές, οι οποίες γίνονταν προς τιμή της.
Οι απόψεις αυτές, εξωτερικά διαφορετικές, συνδέονται εσωτερικά. Η καταιγίδα, η αστραπή και τα νερά, που αρχική τους προέλευση με τη μορφή της βροχής είναι ο συννεφιασμένος ουρανός, έχουν την ίδια πηγή, είναι μετεωρολογικά φαινόμενα και αποτελούν προϋπόθεση της βλάστησης, που εμφανίζεται ως αποτέλεσμά τους.
Ανεξάρτητα πάντως από την αρχική της μορφή και τον αρχικό της χαρακτήρα η θεά Αθηνά, όταν πια η αρχαία ελληνική θρησκεία διαμορφώνεται οριστικά, εμφανίζεται να συγκεντρώνει πολλές και ποικίλες ιδιότητες, περισσότερες ίσως από οποιονδήποτε άλλο θεό του ελληνικού πανθέου. Οι βασικοί ωστόσο χαρακτήρες της θεάς είναι δύο και φαίνονται αντιφατικοί: είναι πολεμική θεά και ταυτόχρονα θεά που προστατεύει την ειρήνη και την ειρηνική ζωή των ανθρώπων. Αυτό συνάγεται και από τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο το μύθο της γέννησης. Από τη μια ξεπηδά πάνοπλη και αναστατώνει τη φύση (πολεμικός χαρακτήρας), από την άλλη όμως είναι κόρη της Μήτιδας, που προσωποποιεί τη φρόνηση, και βγαίνει από το κεφάλι του Δία, δηλαδή από το μέρος του σώματος που είναι η έδρα του λογικού (ειρηνικός χαρακτήρας).
Ο πολεμικός χαρακτήρας της θεάς είναι ο αρχαιότερος και είναι αυτός που προβάλλει, κατά κύριο λόγο, στα έπη (Θεογονία, Ιλιάδα), στους ομηρικούς ύμνους και στους παλιότερους μύθους. Κατά τον ύμνο ΧΙ «Εις Αθηνάν» αγαπούσε, όπως και ο Άρης, τα πολεμικά έργα, την «αντάρα της μάχης», τον πόλεμο γενικά. Σε αντίθεση όμως με τον Άρη, που εκπροσωπούσε την άγρια και τυφλή βία του πολέμου, η Αθηνά συνδύαζε την τόλμη και τη δύναμη με την ευφυΐα και τη σύνεση. Οι ιδιότητες αυτές χαρακτήριζαν και τους ήρωες που προστάτευε και καθοδηγούσε, όπως ήταν ο Ηρακλής, ο Θησέας, ο Περσέας, ο Βελλεροφόντης, ο Ιάσονας, ο Αχιλλέας, ο Διομήδης, ο Οδυσσέας κ.ά.
Όπως παριστάνεται στις περισσότερες απεικονίσεις της, αλλά και σύμφωνα με τα επικά κείμενα, η Αθηνά φορούσε στο κεφάλι της λοφωτή περικεφαλαία και είχε στο αριστερό χέρι μεγάλη στρογγυλή ασπίδα. Στο δεξί χέρι κρατούσε δόρυ,
«… το μεγάλο της πολεμικό κοντάρι
βαρύ, γερό, με κοφτερή μπροστά χαλκένια μύτη
που όταν το σείει παραλεί των μαχητών τους λόχους
όσους η κόρη οχτρεύεται του ανίκητου πατέρα.»
(Οδύσσεια, α, 99-101, μετάφρ. Ζ. Σίδερη)
Μπροστά στο στήθος της ή πάνω στους ώμους της ήταν απλωμένη η αιγίδα, το τρομερότερο ίσως όπλο της. Ήταν ένα φολιδωτό δέρμα που είχε στις άκρες του φίδια και στη μέση το «γοργόνειο», το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας, που πέτρωνε όσους το αντίκριζαν. Σύμφωνα με ένα μύθο, ήταν το δέρμα της Αιγίδας, ενός τρομερού θηρίου της Φρυγίας που έβγαζε φωτιά από το στόμα και το σκότωσε η Αθηνά, ή το δέρμα του γίγαντα Πάλλαντα. Φαίνεται πάντως ότι αρχικά η αιγίδα συμβόλιζε το σκοτεινό σύννεφο που εξαπολύει την καταιγίδα. Στην Ιλιάδα χαρακτηρίζεται «θυσσανόεσσα» (κροσσωτή), «σμερδαλέα» (φρικαλέα), «που δε τη δαμάζει ούτε ο κεραυνός του Δία» (Φ 400-401).
Στα πόδια της η θεά φορούσε σαντάλια
«Χρυσά κι αιώνια, που μαζί με την πνοή τ’ ανέμου
παντού, σ’ ατέλειωτες στεριές και πέλαγα την πάνε
(Οδύσσεια,α,97-98,μετάφρ.Ζ.Σίδερη)
ενώ αναφέρεται και χρυσός θώρακας. Μερικές φορές, τέλος, το «γοργόνειο» βρίσκεται στη μέση της ασπίδας και όχι της αιγίδας.
Η Αθηνά, η «παρθένα του πολέμου», όπως τη χαρακτηρίζει ο Κ. Κερένι («Η Μυθολογία των Ελλήνων»), πήρε ενεργό μέρος σε μεγάλες μυθικές αναμετρήσεις, όπως η Γιγαντομαχία και ο τρωικός πόλεμος. Σ’ αυτήν αποδόθηκε η εφεύρεση της πολεμικής σάλπιγγας και η επινόηση του «πυρρίχιου», του πολεμικού δηλαδή χορού. Λατρευόταν ως πολιάς ή πολιούχος, δηλαδή ως προστάτρια των πόλεων, και ως πρόμαχος, που υπερασπιζόταν όσους προστάτευε και τους χάριζε τη νίκη. Ναοί της βρίσκονταν πάνω στις ακροπόλεις πολλών αρχαίων ελληνικών πόλεων και μέσα σ’ αυτούς φυλαγόταν το «παλλάδιο», άγαλμα που την παρίστανε ένοπλη και ήταν ο φρουρός της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Έλληνες χρειάστηκε, σύμφωνα με μια παράδοση, να κλέψουν το «παλλάδιο» από το ναό της Αθηνάς στην Τροία, για να μείνει η πόλη ανυπεράσπιστη και να μπορέσουν να την αλώσουν.
Στη θεά Αθηνά είχαν αποδώσει την εκγύμναση και το ζέψιμο των πολεμικών αλόγων και σ’ αυτήν είχε αφιερωθεί ο Δούρειος Ίππος, για την κατασκευή του οποίου είχε βοηθήσει η ίδια τον Επειό. Σχετική ήταν η προσωνυμία Ιππία Αθηνά. Αναφέρεται ακόμη και ως Αρεία (πολεμική), ως Αθηνά Νίκη και ως Παλλάς, επίθετο που, κατά μία άποψη, σημαίνει αυτή που πάλλει απειλητικά το δόρυ. Στην Ακρόπολη της Αθήνας, της οποίας η θεά ήταν πολιούχος, υπήρχε το μεγάλο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου και ο ναός της Αθηνάς Νίκης, ενώ το χρυσελεφάντινο άγαλμά της στον Παρθενώνα, όπως άλλωστε και όλες σχεδόν οι απεικονίσεις της, την παρίστανε ένοπλη, με τη Νίκη πάνω στο δεξί της χέρι.
Στα επικά, τέλος, κείμενα η πολεμική ιδιότητα της Αθηνάς προσδιορίζεται και με μια σειρά από πολύ χαρακτηριστικά επίθετα, όπως είναι τα «εγρεκύδοιμος» (αυτή που σηκώνει το θόρυβο της μάχης), «αγέστρατος» (αυτή που οδηγεί τους στρατούς), «ατρυτώνη» (ακαταπόνητη, αδάμαστη), «ερυσίπολις» (αυτή που υπερασπίζεται τις πόλεις), «αλκήεσσα» (δυνατή, γενναία, πολεμική) κ.ά.
Ο ειρηνικός χαρακτήρας της θεάς θα πρέπει να είναι μεταγενέστερος από τον πολεμικό και, κατά κάποιο τρόπο, συνέπεια και απόρροιά του: η Αθηνά Πρόμαχος, που προστάτευε την πόλη από τους εξωτερικούς κινδύνους, συνέχιζε φυσικά να είναι «πρόμαχος» και στον καιρό της ειρήνης, να προστατεύει τους πολίτες και να φροντίζει για την προκοπή τους διδάσκοντας το σωστό και το χρήσιμο σ’ όλους τους τομείς της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής. Αυτός ο χαρακτήρας διαφαίνεται και στα επικά κείμενα, στα οποία υπάρχουν σχετικές αναφορές. Έτσι, δίδαξε μαζί με τον Ήφαιστο την τέχνη της χρυσοχοϊκής (Οδύσσεια, ζ, 232-234) και στις γυναίκες των Φαιάκων την τέχνη της ύφανσης στον αργαλειό και άλλα χρήσιμα έργα (Οδύσσεια, η, 108-111), ενώ στον ομηρικό ύμνο ΧΧ «Εις Ήφαιστον» αναφέρεται ότι μαζί, Αθηνά και Ήφαιστος, διδάσκουν λαμπρές τέχνες στους ανθρώπους της γης, που πριν να τις διδαχθούν ζούσαν σε σπηλιές πάνω στα βουνά, σαν θηρία.
Κατά τον P. Desharme («Ελληνική Μυθολογία»), η Αθηνά ήταν «η θεά όλων των ωφέλιμων τεχνών και κάθε προόδου». Η παράδοση απέδωσε σ’ αυτή μια σειρά από επινοήσεις, που βελτίωσαν τη ζωή των ανθρώπων. Στο χώρο της γεωργίας, επινόησε το άροτρο και δίδαξε τη ζεύξη των βοδιών για την άροση, την καλλιέργεια γενικά της γης και ειδικότερα την καλλιέργεια της ελιάς. Στα αστικά επιτηδεύματα, επινόησε τον κεραμικό τροχό της αγγειοπλαστικής και την άμαξα και δίδαξε πολλές τέχνες, όπως την αγγειοπλαστική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη σιδηρουργία, τη χαλκουργία, τη χρυσοχοΐα, την οικοδομική τέχνη, ακόμη και την υποδηματοποιία, ενώ στις γυναίκες δίδαξε το γνέσιμο, την ύφανση και το κέντημα. Παράλληλα, προστάτευε κάθε μορφή εργασίας. Για όλα αυτά είχε την προσωνυμία Εργάνη. Δίδαξε ακόμη τη ναυπηγική και, κατά τους μύθους, με τις δικές της οδηγίες ο Δαναός κατασκεύασε το πρώτο πλοίο, μια πεντηκόντορο, και οι Αργοναύτες κατασκεύασαν την Αργώ. Αυτή, τέλος, επινόησε τον αυλό, που τον πέταξε όμως αμέσως, γιατί της παραμόρφωνε το πρόσωπο.
Ως Κουροτρόφος η Αθηνά φρόντιζε για την ανατροφή των παιδιών, αν και η ίδια δεν απέκτησε, και ως Αθηνά Υγεία προστάτευε την υγεία και την ιατρική τέχνη. Ως Απατουρία η θεά είχε τη φροντίδα της αύξησης των οικογενειών, ως Βουλαία επόπτευε τις εργασίες των βουλευτικών σωμάτων (εκκλησίας του δήμου, βουλής κτλ.) και ως Αγοραία ήταν η προστάτρια των ρητόρων της Αγοράς. Ήταν «πότνια» (σεβαστή), «κυδρή» (ευγενής, ένδοξη), «πολυμήτις» (πολυμήχανη), γενικά ήταν η θεά της σοφίας.
Η Αθηνά ήταν θεά μοναχική και αγέρωχη, θεά παρθένος. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο ΧΧVΙΙΙ «Εις Αθηνάν», είχε «αμείλιχον ήτορ», δηλαδή σκληρή, άκαμπτη καρδιά, γι’ αυτό κανένας άντρας, θεός ή θνητός, δε τη συγκίνησε ερωτικά. Και στον ομηρικό ύμνο V «Εις Αφροδίτην», αναφέρεται ότι η θεά του έρωτα δεν μπορούσε να λυγίσει τη θέληση (αντίσταση) τριών θεαινών: της Αθηνάς, της Άρτεμης και της Εστίας. Κατά το σχετικό μύθο, η Αθηνά είχε αποκρούσει τον Ήφαιστο, που θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Σύμφωνα μ’ έναν άλλο μύθο, τύφλωσε τον Τειρεσία, που έτυχε να τη δει γυμνή.
Ωστόσο όλα αυτά δεν την εμπόδιζαν να είναι φιλάρεσκη και είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν η μία από τις τρεις θεές (οι άλλες δύο ήταν η Ήρα και η Αφροδίτη) που επιδίωξαν τίτλο ομορφιάς με την κρίση του Πάρη, στα πρώτα γνωστά «καλλιστεία». Εκεί η Αθηνά είχε υποσχεθεί στο νεαρό Πάρη νίκες στους πολέμους. Φιλαρέσκεια δηλώνει και ο μύθος ο σχετικός με την εφεύρεση του αυλού, που η θεά τον πέταξε γιατί, όταν έπαιζε, της παραμόρφωνε το πρόσωπο και την έκανε να φαίνεται άσχημη.
Τα σύμβολα της Αθηνάς ήταν η κουκουβάγια, ο κόκορας, το φίδι, η ελιά και η συκιά. Εκτός από το μύθο της γέννησής της, η Αθηνά είναι παρούσα σε πολλούς άλλους αρχαίους ελληνικούς μύθους και σε μερικούς μάλιστα πρωταγωνιστεί. Ορισμένοι απ’ αυτούς είναι γενικοί, όπως π.χ. η γιγαντομαχία ή τα τρωικά, ενώ άλλοι τοπικοί. Από τους δεύτερους πρωτεύουσα θέση κατέχουν εκείνοι που αναφέρονται στην Αττική.
Στη γιγαντομαχία η Αθηνά πήρε ενεργό μέρος και η συμβολή της στη νίκη των θεών επί των γιγάντων ήταν αποφασιστική. Η ίδια εξουδετέρωσε το γίγαντα Εγκέλαδο και τον καταπλάκωσε ρίχνοντας επάνω του το νησί Σικελία ή έπεσε επάνω του με ένα τέθριππο πολεμικό άρμα. Η πάλη της Αθηνάς με το γίγαντα αυτόν εικονίζεται παραστατικά στα γλυπτά της ζωφόρου του βωμού της Περγάμου. Για τη δράση της στη γιγαντομαχία και για το φόνο των γιγάντων με τους οποίους αναμετρήθηκε η θεά ονομάστηκε «γιγαντολέτειρα», «γιγαντολέτις» και «γιγαντοφόντις» (καταστροφέας, φονέας των γιγάντων).
Ένας άλλος μύθος, που τον παραθέτει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, ΙΙΙ, 12, 3) είναι σχετικός με το «παλλάδιο». Σύμφωνα μ’ αυτόν, η Αθηνά, μετά τη γέννησή της, ανατράφηκε από τον ποταμό Τρίτωνα, που είχε και μια κόρη, την Παλλάδα. Οι δύο νέες συνδέθηκαν με στενή φιλία, γιατί ταίριαζαν, καθώς είχαν πολλά κοινά και προπάντων την αγάπη για τα πολεμικά έργα, στα οποία και ασκούνταν. Μια μέρα όμως φιλονίκησαν και η Παλλάδα ετοιμάστηκε να χτυπήσει την Αθηνά. Ο Δίας, που φοβήθηκε μήπως πάθει τίποτε η κόρη του, πρόταξε την αιγίδα, η Παλλάδα τρόμαξε και απέστρεψε το βλέμμα της και τότε η Αθηνά τη χτύπησε και τη σκότωσε. Ο θάνατος της Παλλάδας λύπησε πολύ την Αθηνά, που κατασκεύασε ένα ξύλινο ομοίωμά της, χάραξε στο στήθος του την αιγίδα και το τοποθέτησε δίπλα στο άγαλμα του Δία, για να το τιμούν.
Ανάμεσα στους ήρωες που ευνοούσε και βοήθησε η Αθηνά συγκαταλέγεται και ο Ηρακλής. Όταν επιτελούσε τον έκτο άθλο του, τις Στυμφαλίδες όρνιθες, η θεά τού έδωσε τα κρόταλα με τα οποία ξεσήκωσε τα άγρια πουλιά, για να τα χτυπήσει με το τόξο του. Τον βοήθησε επίσης να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων και του συμπαραστάθηκε και σε άλλους άθλους.
Όταν ο μυθικός ήρωας Περσέας ανέλαβε, με εντολή του βασιλιά της Σερίφου Πολυδέκτη, να κόψει και να φέρει το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας, η Αθηνά τον βοήθησε σ’ όλη τη διάρκεια του άθλου του. Ιδιαίτερα στην κρίσιμη στιγμή, καθώς ο Περσέας επιχειρούσε να αποκεφαλίσει το κοιμισμένο τέρας βλέποντάς το ανάποδα μέσα από τη χάλκινη ασπίδα του σαν σε καθρέφτη, γιατί αν το αντίκριζε κατευθείαν θα απολιθωνόταν, η θεά είχε κατευθύνει με ακρίβεια το χέρι του. Το κεφάλι της Μέδουσας, το τρομερό «γοργόνειο», το έδωσε τελικά ο Περσέας στην Αθηνά κι αυτή το τοποθέτησε στη μέση της αιγίδας ή της ασπίδας της.
Στον τρωικό πόλεμο η Αθηνά μετείχε ενεργά και με πολλούς τρόπους, υποστηρίζοντας τους Αχαιούς και ξεχωριστά τους ήρωες που ευνοούσε. Όταν μάλιστα κάποια στιγμή, με την έγκριση του Δία, οι θεοί θα κατεβούν και θα πάρουν ενεργό μέρος στη μάχη, υποστηρίζοντας άλλοι τους Έλληνες και άλλοι τους Τρώες, η Αθηνά θα αναμετρηθεί κατευθείαν με τον Άρη. Κι αφού τον ρίξει κάτω πετώντας του μια μεγάλη πέτρα, θα καυχηθεί για την ανωτερότητά της:
«Άμυαλε εσύ, που δεν κατάλαβες ακόμα πόσο εγώ είμαι
πιο δυνατή σου, μόνο γύρεψες να μετρηθείς μαζί μου.»
(Ιλ. Φ 410-411, μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή)
Συνεχής είναι η παρουσία της Αθηνάς και στο άλλο ομηρικό έπος, την Οδύσσεια. Εμφανίζεται κι εδώ από την αρχή, στο συμβούλιο των θεών, και αναλαμβάνει να φροντίσει για την επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα του, καθορίζοντας έτσι και την υπόθεση του έπους, που είναι ακριβώς ο «νόστος του Οδυσσέα». Για το σκοπό αυτό η θεά θα αναπτύξει έντονη και συνεχή δραστηριότητα.
Εδώ όμως η Αθηνά δεν είναι πια μόνο η πολεμική θεά της Ιλιάδας. Είναι περισσότερο η θεά της σοφίας και της φρόνησης, που δίνει χρήσιμες συμβουλές και οδηγίες και ρυθμίζει την πορεία των πραγμάτων ακόμη και με θαυματουργές παρεμβάσεις, ώστε να οδηγηθούν αυτά στην επιθυμητή εξέλιξη και στην τελική τους λύση. Πολλές φορές μέσα στην Οδύσσεια θα επέμβει προσωπικά, παίρνοντας διάφορες ανθρώπινες μορφές, ενώ συχνά εμφανίζεται στα όνειρα των πρωταγωνιστών, για να τους πει τι να κάνουν.
Από τους πολλούς τοπικούς μύθους της Αττικής που αναφέρονται στη θεά, πολύ γνωστός είναι ο σχετικός με την έριδα Αθηνάς – Ποσειδώνα, που διεκδίκησαν την Αττική, και διαγωνίστηκαν για να την κερδίσουν προσφέροντας ο καθένας τους ένα δώρο: Ο Ποσειδώνας χτύπησε με την τρίαινά του το βράχο της Ακρόπολης κι έκανε να δημιουργηθεί μια θάλασσα αλμυρού νερού, που οι Αθηναίοι την ονόμαζαν «Ερεχθηίδα», ή να αναπηδήσει ένα πολεμικό άλογο. Μετά χτύπησε το βράχο με το δόρυ της η Αθηνά και έκανε να φυτρώσει μια ελιά ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, φύτεψε μια ελιά. Οι άλλοι θεοί, που ήταν κριτές, αποφάσισαν ότι το δώρο της Αθηνάς ήταν πολυτιμότερο και κατακύρωσαν στη θεά τη χώρα και την πόλη, που πήρε το όνομά της. Την ελιά της Αθηνάς, την πρώτη ελιά, την έδειχναν οι Αθηναίοι στο Πανδρόσειο (δυτικό τμήμα του Ερεχθείου) κι έλεγαν ότι το 480 π.Χ., όταν οι Πέρσες είχαν καταλάβει προσωρινά την Αθήνα, την είχαν κάψει, αλλά σε δύο μέρες αυτή είχε βλαστήσει και πάλι.
Ένας άλλος επίσης τοπικός μύθος αναφέρεται στη σχέση Αθηνάς – Ηφαίστου, στη γέννηση και στην ανατροφή του Εριχθονίου και σε άλλα μυθικά πρόσωπα της Αττικής. Κατά το μύθο αυτό, τη βασική παραλλαγή του οποίου παραθέτει επίσης ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, ΙΙΙ, 14, 6), η Αθηνά πήγε στο εργαστήρι του Ηφαίστου, για να του παραγγείλει όπλα. Εκείνος, εγκαταλειμμένος από τη σύζυγό του Αφροδίτη, εντυπωσιάστηκε από την επιβλητική ομορφιά της Αθηνάς και της έκανε ερωτικές προτάσεις. Η θεά τον απέκρουσε και έτρεξε να φύγει, ενώ ο Ήφαιστος άρχισε να την κυνηγάει. Κάποια στιγμή την έφτασε με πολύ κόπο (γιατί ήταν χωλός) και επιχείρησε να τη βιάσει. Η Αθηνά κατόρθωσε τελικά να τον αποκρούσει, αλλά το σπέρμα του θεού έπεσε πάνω στο σκέλος της. Η θεά σκούπισε αηδιασμένη το σπέρμα μ’ ένα μάλλινο πανί και το πέταξε κάτω. Απ’ αυτό γεννήθηκε, βγαίνοντας μέσα από τη γη, ο Εριχθόνιος βρέφος.
Η Αθηνά, που με κάποιο τρόπο συμμετείχε στη γέννηση του Εριχθόνιου, πήρε το βρέφος για να το αναθρέψει κρυφά από τους άλλους θεούς, θέλοντας να το κάνει αθάνατο. Το έκρυψε μέσα σ’ ένα κλειστό καλάθι και το έδωσε να το φυλάξουν οι τρεις κόρες του Κέκροπα, η Πάνδροσος, η Άγραυλος και η Έρση (ή μόνο η Πάνδροσος), δίνοντας ταυτόχρονα αυστηρή εντολή να μην ανοίξουν το καλάθι. Αυτές όμως δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό της περιέργειας, άνοιξαν το καλάθι για να δουν τι είχε μέσα και αντίκρισαν έντρομες τον Εριχθόνιο βρέφος που τον τύλιγε ένα μεγάλο φίδι. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το φίδι βγήκε από το καλάθι και σκότωσε τις τρεις αδερφές ή, κατά μία άλλη, η Αθηνά τις τιμώρησε κάνοντάς τες να τρελαθούν και να αυτοκτονήσουν πέφτοντας από την Ακρόπολη.
Όταν οι κόρες του Κέκροπα άνοιξαν το καλάθι, η Αθηνά έλειπε, γιατί είχε πάει να φέρει ένα μεγάλο βράχο, που θα στερέωνε την αθηναϊκή ακρόπολη. Καθώς επέστρεφε πετώντας, μια καρακάξα την πληροφόρησε για το γεγονός και η θεά, από την κατάπληξη και την οργή της, άφησε το βράχο που κουβαλούσε να της ξεφύγει και να πέσει κάτω. Ο βράχος αυτός είναι, κατά την παράδοση, ο Λυκαβηττός.
Ο Εριχθόνιος ανατράφηκε από την Αθηνά μέσα στο ναό της. Όταν ανδρώθηκε, εκθρόνισε το βασιλιά της χώρας Αμφικτύονα και έγινε ο ίδιος βασιλιάς. Η παράδοση απέδωσε στον Εριχθόνιο την ίδρυση της γιορτής των Παναθηναίων.
Στην Αθηνά αποδόθηκε η ίδρυση του Αρείου Πάγου, του παλιού αριστοκρατικού δικαστηρίου της Αθήνας. Πρώτος δικάστηκε εδώ ο Ορέστης, που είχε σκοτώσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και καταδιωκόταν από τις Ερινύες. Δικαστές του, και πρώτοι δικαστές του Αρείου Πάγου, ήταν οι θεοί με πρόεδρο την Αθηνά. Όταν ήρθε η στιγμή να πάρουν απόφαση, οι άλλοι θεοί ισοψήφισαν και τελικά ο Ορέστης αθωώθηκε με την ψήφο της Αθηνάς.
Ο μύθος, τέλος, της Αράχνης έχει σχέση με την Αθηνά Εργάνη και ειδικότερα με την Αθηνά ως εφευρέτρια και προστάτρια των γυναικείων τεχνών της υφαντικής και της κεντητικής. Είναι όμως χαρακτηριστικός και για τις ανθρώπινες ιδιότητες και αδυναμίες που είχαν αποδώσει οι αρχαίοι στους θεούς, όπως ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ζηλοτυπία.
Η Αράχνη ήταν μια κοπέλα της Λυδίας, πολύ ικανή κεντήτρια. Η μεγάλη επιδεξιότητά της την έκανε να αλαζονευθεί και να τολμήσει να αναμετρηθεί στην ικανότητα με την Αθηνά. Για το σκοπό αυτό φιλοτέχνησε ένα κέντημα, στο οποίο απεικόνισε με θαυμαστή τελειότητα τους έρωτες των θεών, και προκάλεσε την Αθηνά να βρει κάποιο σφάλμα. Η θεά το εξέτασε με πολλή προσοχή, προσπαθώντας μάταια να εντοπίσει ελαττώματα. Κι όταν δεν μπόρεσε να βρει κανένα, οργίστηκε, κομμάτιασε το κέντημα και μεταμόρφωσε την επικίνδυνη ανταγωνίστρια στο ομώνυμο έντομο, που είναι καταδικασμένο να υφαίνει διαρκώς έναν εφήμερο ιστό.
Οι πολλές, ποικίλες και σημαντικές ιδιότητες της θεάς Αθηνάς ήταν ένα στοιχείο που συνέβαλε ώστε η λατρεία της να είναι εξαπλωμένη σ’ ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πολλοί ήταν και οι ναοί της καθώς και οι γιορτές που είχαν καθιερωθεί προς τιμή της. Το κέντρο όμως της λατρείας της Αθηνάς στην αρχαιότητα ήταν η Αθήνα.
Ολόκληρη η αθηναϊκή ακρόπολη ήταν ένας ιερός χώρος αφιερωμένος, κατά κύριο λόγο, στην Αθηνά, την πολιούχο θεά. Το μεγαλοπρεπέστερο κτίσμα εδώ ήταν ο Παρθενώνας, ο μεγάλος δωρικός ναός της Αθηνάς Παρθένου, που οικοδομήθηκε στα 447-438 π.Χ. και στέγαζε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Φειδία. Το ιερότερο όμως κτίσμα της Ακρόπολης πρέπει να ήταν το Ερέχθειο, ο ιωνικός ναός με τη γνωστή πρόσταση των Κορών, που οικοδομήθηκε στην περίοδο 421-406 π.Χ. Το ανατολικό τμήμα του ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Πολιάδα και το δυτικό στον Ποσειδώνα-Ερεχθέα. Μέσα στο ναό βρισκόταν το άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδας, ενώ απ’ έξω, σ’ ένα μικρό περίβολο, υπήρχε μια ελιά που ήταν, κατά την παράδοση, η ιερή ελιά την οποία είχε χαρίσει στην πόλη η ίδια η θεά. Ένα άλλο κτίσμα ήταν ο μικρός ιωνικός ναός της Αθηνάς Νίκης και υπήρχε ακόμη στημένο πάνω στην Ακρόπολη το μεγάλο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου.
Στην Αθήνα τελούνταν και οι γνωστότερες γιορτές προς τιμή της Αθηνάς. Κατά τα Αρρηφόρια, δύο μικρά κορίτσια ηλικίας 7-11 ετών, που ήταν αφιερωμένα για ένα χρόνο στη θεά, μετέφεραν τη μέρα της γιορτής ιερά αντικείμενα με μια ιεροτελεστία που είχε μυστηριακό χαρακτήρα και σχετιζόταν με την ιδιότητα της Αθηνάς ως θεάς της ευφορίας. Στα Καλλυντήρια και στα Πλυντήρια καθάριζαν, έπλεναν και στόλιζαν το άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδας, που βρισκόταν στο Ερέχθειο, καθώς και τον ίδιο το ναό. Οι μέρες αυτής της διαδικασίας θεωρούνταν «αποφράδες» μέρες. Στα Σκιροφόρια, γιορτή με αγροτικό χαρακτήρα, μια ιερή πομπή ξεκινούσε από την Ακρόπολη και κατέληγε στο Σκίρον, ένα προάστιο όπου βρισκόταν ο ναός της Σκιράδας Αθηνάς. Άλλη γιορτή ήταν τα Χαλκεία, που τελούνταν προς τιμή της Αθηνάς Εργάνης και είχαν σχέση με την επινόηση του αλετριού, του οποίου εφευρέτρια θεωρούσαν τη θεά.
Η μεγαλύτερη όμως και μεγαλοπρεπέστερη γιορτή που οργάνωνε η αθηναϊκή πολιτεία για να τιμήσει την προστάτριά της θεά, ήταν τα Παναθήναια. Τελούνταν το μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο – Αύγουστο) και, κατά την παράδοση, τα είχε ιδρύσει ο Εριχθόνιος ή ο Θησέας. Διακρίνονταν στα «Μικρά» Παναθήναια, που γίνονταν κάθε χρόνο, και στα «Μεγάλα», που οργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Διαρκούσαν 10-12 μέρες και περιλάμβαναν αθλητικούς, ιππικούς, ποιητικούς και μουσικούς αγώνες καθώς και λαμπαδηδρομία. Το σημαντικότερο γεγονός και το κορύφωμα της γιορτής ήταν η μεταφορά του νέου πέπλου της θεάς, που γινόταν την τελευταία μέρα με μια λαμπρή επίσημη πομπή, την οποία σχημάτιζαν οι άρχοντες και όλοι σχεδόν οι πολίτες της Αθήνας, ακόμη και οι μέτοικοι. Αυτή η πομπή εικονιζόταν στη ζωφόρο του Παρθενώνα.
Ναοί της Αθηνάς υπήρχαν και γιορτές προς τιμή της τελούνταν, όπως αναφέρθηκε, σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη ήταν γνωστός ο ναός της Χαλκιοίκου Αθηνάς, μέσα στον οποίο είχε βρει τραγικό θάνατο ο στρατηγός Παυσανίας, στο Άργος υπήρχε ναός της Ακρίας Αθηνάς, στη Σικυώνα ναός της Αθηνάς Απατουρίας, που προστάτευε τη μητρότητα, και στην Τροιζήνα ναός της Αθηνάς Σθενιάδας (ισχυρής). Ναός της Αλέας Αθηνάς (με γλυπτά του Σκόπα) υπήρχε στην αρκαδική πόλη Τεγέα, όπου τιμούσαν τη θεά με γιορτές γνωστές ως Αλέαια, και ναός της Αθηνάς Χαλινίτιδας στην Κόρινθο, όπου τελούνταν γιορτές με την ονομασία Ελλώτια.
Στην Αίγινα βρισκόταν ο ναός της Αφαίας Αθηνάς, ένας από τους καλύτερα διατηρημένους σήμερα δωρικούς ναούς, και στη Σαλαμίνα ο ναός της Αθηνάς Σκιράδας. Στους Δελφούς υπήρχε το ιερό της Αθηνάς Προναίας, στην Πλάταια είχε ιδρυθεί ιερό της Αθηνάς από τα λάφυρα των Περσών στη μάχη που έγινε εκεί το 479 π.Χ., και στα Μέγαρα υπήρχε ναός της Αθηνάς Νίκης.
Στη Βοιωτία και στις όχθες του μικρού ποταμού Τρίτωνα, όπου, κατά μία παράδοση, είχε γεννηθεί και ανατραφεί η θεά, υπήρχε ναός της Αλαλκομενηίδας (προστάτριας) Αθηνάς. Υπήρχε ακόμη στην Κορώνεια της Βοιωτίας ναός της Ιτωνίας Αθηνάς και τελούνταν, στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, γιορτές προς τιμή της θεάς με την ονομασία Ιτώνια. Στη μακεδονική πρωτεύουσα, την Πέλλα, υπήρχε επίσης ναός της θεάς, που λατρευόταν ως Αλκίδημος (ισχυρή) Αθηνά, και ένας άλλος ναός της Αθηνάς υπήρχε στο φρούριο Λήκυθος της Τορώνης, στη Χαλκιδική, στον οποίο ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας είχε αφιερώσει στα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου (423 π.Χ.) 30 τάλαντα.
Στην Πέργαμο υπήρχε ιερό και στην Πριήνη ναός της Αθηνάς Πολιάδας. Ιερό της Αθηνάς Λινδίας υπήρχε πάνω στην ακρόπολη της Λίνδου, στη Ρόδο, και ναοί της θεάς στις Συρακούσες, στην Ποσειδωνία της Κάτω Ιταλίας και σε πολλές άλλες αρχαίες ελληνικές πόλεις του μητροπολιτικού και του αποικιακού χώρου.
Η μορφή της θεάς Αθηνάς καθώς και η παρουσία και η δράση της σε πολλούς και διάφορους μύθους αποτέλεσαν αγαπητό θέμα για τους καλλιτέχνες της αρχαιότητας, γλύπτες και ζωγράφους, που την απεικόνισαν σε αγάλματα και ανάγλυφα, σε έργα μεγάλης ζωγραφικής, χαμένα σήμερα, και σε αγγειογραφίες.
Ένας αρχικός τύπος απεικόνισης της θεάς, ίσως ο αρχαιότερος, αντιπροσωπευόταν από τα «παλλάδια». Αυτά ήταν ξύλινα συνήθως ειδώλια, μικρού σχετικά μεγέθους, για ορισμένα από τα οποία υπήρχε παράδοση ότι είχαν πέσει από τον ουρανό («διιπετή ξόανα»). Σύμφωνα με τις περιγραφές και τις σχετικές απεικονίσεις, παρίσταναν τη θεά όρθια, ακίνητη, με μακρύ χιτώνα και κολλημένα πόδια, με κράνος, αιγίδα, ασπίδα στο αριστερό χέρι και δόρυ στο υψωμένο δεξί χέρι. Ήταν η εικόνα της Αθηνάς Παλλάδας, της πολεμικής θεάς.
Ένας άλλος τύπος απεικόνισης ήταν η καθισμένη, ειρηνική Αθηνά, η Αθηνά Πολιάδα προστάτρια της πόλης. Αναφέρονται δύο τέτοια γνωστά στην αρχαιότητα αγάλματα καθισμένης Αθηνάς, χαμένα σήμερα, έργα του γλύπτη Ενδοίου (β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ.). Το ένα βρισκόταν στο ναό της Αθηνάς Πολιάδας, στις Ερυθρές της Αττικής, και το άλλο στην Ακρόπολη της Αθήνας, μπροστά από το Ερέχθειο.
Στη συνέχεια διαμορφώθηκε και επικράτησε ο γνωστός τύπος της ένοπλης Αθηνάς με τις διάφορες, κατά περίπτωση, παραλλαγές του. Στις περισσότερες απ’ αυτές απαραίτητα εξαρτήματα της θεάς είναι το κράνος, η αιγίδα και το δόρυ. Άμεση εξέλιξη, πάντως, των στατικών παλλαδίων θα πρέπει να θεωρείται ο τύπος της Αθηνάς Προμάχου, στον οποίο η θεά εικονίζεται να κινείται και να χρησιμοποιεί τα όπλα της, δηλαδή να πολεμάει. Από τα πολλά περίοπτα έργα που εικονίζουν τη θεά και είναι γνωστά κυρίως από μεταγενέστερα, ρωμαϊκά, αντίγραφα, ενώ κάποια μόνο από περιγραφές, τρία αποδίδονται στο μεγάλο πλάστη της αρχαιότητας, το Φειδία.
Το ένα είναι η κολοσσιαία χάλκινη Αθηνά Πρόμαχος, που είχε στηθεί πάνω στην Ακρόπολη, στα ΒΔ του Παρθενώνα, και είχε κατασκευαστεί από τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα (490 π.Χ.). Ήταν στην πραγματικότητα μια παραλλαγή του τύπου της «προμάχου», καθώς η θεά εικονιζόταν εδώ όχι κινημένη αλλά «εν στάσει» με το κοντάρι υψωμένο, φρουρός-προστάτης της πόλης. Οι μαρτυρίες για το ύψος του αγάλματος είναι διαφορετικές. Ο Παυσανίας πάντως (Ι, 28, 2), γράφει ότι ήταν τόσο ψηλό, ώστε η αιχμή του δόρατος και το λοφίο της περικεφαλαίας ήταν ορατά σε όσους παρέκαμπταν πλέοντας το Σούνιο.
Το άλλο έργο του Φειδία, από τα πιο φημισμένα στην αρχαιότητα, ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, στημένο στο σηκό του Παρθενώνα. Κατασκευάστηκε την περίοδο 447-438 π.Χ. και είχε ύψος 12 μέτρα με τη βάση του και 10 χωρίς αυτή. Για τα γυμνά μέρη του σώματος (χέρια, πρόσωπο) χρησιμοποιήθηκαν πλάκες από ελεφαντόδοντο και για τα ρούχα και τα άλλα εξαρτήματα (όπλα κτλ.) πλάκες χρυσού, ενώ ο σκελετός εσωτερικά ήταν ξύλινος. Το έργο είναι γνωστό από περιγραφές και από αντίγραφα μικρού μεγέθους, όπως η μαρμάρινη Αθηνά του Βαρβακείου, ύψους 0,95 μ., έργο «μετριότατου τεχνίτη», που βρίσκονται ποιοτικά πολύ μακριά από το πρωτότυπο.
Η Αθηνά Παρθένος στεκόταν όρθια, επιβλητική, φορώντας στο κεφάλι πλούσια διακοσμημένο κράνος και στο στήθος την αιγίδα με το γοργόνειο. Το δόρυ ήταν στηριγμένο στον αριστερό της ώμο, ενώ με το αριστερό της χέρι κρατούσε την ακουμπισμένη κάτω ασπίδα, στο εσωτερικό της οποίας ήταν κουλουριασμένος ο «οικουρός όφις». Στην παλάμη του δεξιού της χεριού, που ήταν απλωμένο μπροστά και στηριγμένο με κίονα, κρατούσε μια χρυσελεφάντινη φτερωτή Νίκη, που είχε ύψος 1,80 μ. Στην επιφάνεια της ασπίδας υπήρχε ανάγλυφη αμαζονομαχία και στη βάση του αγάλματος ανάγλυφη πάλι η γέννηση της Πανδώρας.
Το τρίτο άγαλμα της θεάς που αποδίδεται στο Φειδία είναι η χάλκινη Αθηνά Λημνία, αφιέρωμα των Αθηναίων κληρούχων της Λήμνου στην Ακρόπολη. Το έργο μάς είναι γνωστό από ένα καλής ποιότητας μαρμάρινο αντίγραφο, του οποίου ο κορμός βρίσκεται στο μουσείο της Δρέσδης και το κεφάλι στο Μουσείο της Μπολόνια. Η θεά παριστάνεται όρθια, με δωρικό χιτώνα και την αιγίδα με το γοργόνειο στο στήθος. Στο αριστερό της χέρι κρατάει το δόρυ και έχει βγάλει το κράνος, που το κρατάει στο δεξί της χέρι και το κοιτάζει. Το κεφάλι με τα ωραία συμμετρικά χαρακτηριστικά και τη στοχαστική έκφραση είναι ένα έξοχο δείγμα της φειδιακής τέχνης.
Άλλα περίοπτα γλυπτά της θεάς, που χρονολογούνται στον 5ο αιώνα π.Χ., ήταν: Το άγαλμα της Ιτωνίας Αθηνάς, που βρισκόταν στο ομώνυμο ιερό στην Κορώνεια της Βοιωτίας, έργο του μαθητή του Φειδία Αγοράκριτου, το άγαλμα της Αθηνάς Υγείας, που βρισκόταν στην αθηναϊκή ακρόπολη και αντίγραφό του θεωρείται η λεγόμενη «Αθηνά Φαρνέζε», και ένα μαρμάρινο άγαλμα της Αθηνάς, έργο του γλύπτη Κρησίλα, αντίγραφο του οποίου θεωρείται η Αθηνά που βρέθηκε στην πόλη Velletri της Ιταλίας.
Νεότερο έργο, των μέσων περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., είναι ένα χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, ύψους 2,35 μ., που ανακαλύφθηκε το 1959 στον Πειραιά και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η «Αθηνά του Πειραιά», όπως είναι γνωστό το έργο, φορεί δωρικό πέπλο, έχει στο κεφάλι διακοσμημένο κορινθιακό κράνος και στο στήθος αιγίδα με γοργόνειο. Με το αριστερό χέρι κρατούσε το δόρυ και είχε στο απλωμένο δεξί της χέρι μια φιάλη. Το άγαλμα, δημιούργημα μεγάλου τεχνίτη, θεωρείται πρωτότυπο.
Θα πρέπει να αναφερθεί ακόμη, για την ιδιαιτερότητά του, ένα πήλινο ειδώλιο της Αθηνάς που ανακαλύφθηκε στην Πέλλα και βρίσκεται στο αρχαιολογικό της μουσείο. Η θεά φορεί στο κεφάλι ένα περίεργο κράνος, μοναδικό στις απεικονίσεις της, που έχει τρία κέρατα. Το ειδώλιο χρονολογείται στα ελληνιστικά χρόνια και είναι πιθανόν ότι εικονίζει την «Αλκίδημο Αθηνά», που λατρευόταν στη μακεδονική πρωτεύουσα.
Στα περίοπτα, τέλος, γλυπτά ανήκει και το χάλκινο «σύνταγμα της Αθηνάς με το Μαρσύα», έργο του πλάστη Μύρωνα, χρονολογημένο γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Το πρωτότυπο έχει χαθεί, αλλά γνωρίζουμε καλά το έργο από τα αντίγραφα που υπάρχουν. Ο Μύρων απεικόνισε τη στιγμή που η Αθηνά έχει πετάξει τους αυλούς, τους οποίους η ίδια είχε κατασκευάσει, και φαίνεται να θέλει, με το απλωμένο χέρι της, να κρατήσει μακριά απ’ αυτούς το Σειληνό Μαρσύα, ενώ αυτός δείχνει με τη στάση του να παλεύει ανάμεσα στην επιθυμία του να πάρει τους αυλούς, από τους οποίους δεν μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα του, και στο φόβο της θεάς.
Πολύ συχνή ήταν η απεικόνιση της Αθηνάς σε αρχιτεκτονικά γλυπτά (μετόπες, αετώματα, ζωφόρους), σε συνθέσεις με μυθολογικά θέματα.
Γύρω στα 525 π.Χ. κατασκευάστηκε ο θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς. Το θέμα των αρχαϊκών γλυπτών του ανατολικού αετώματος του θησαυρού, που βρίσκονται στο μουσείο των Δελφών, είναι η φιλονικία Απόλλωνα – Ηρακλή για το δελφικό τρίποδα. Στο κέντρο της σύνθεσης, στο ψηλότερο σημείο του αετώματος, εικονίζεται η Αθηνά, που προσπαθεί να συγκρατήσει τους δύο αντιμαχόμενους καθώς τραβούν, ο καθένας προς το μέρος του, τον ιερό τρίποδα.
Της ίδιας περίπου περιόδου πρέπει να ήταν και τα εναέτια γλυπτά του αρχαιότερου ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, που είχε οικοδομηθεί από τους Πεισιστρατίδες. Το θέμα τους ήταν η γιγαντομαχία και έχει διασωθεί το σύμπλεγμα της Αθηνάς και του Εγκέλαδου: η θεά όρθια ετοιμάζεται να χτυπήσει με το δόρυ τον πεσμένο στα πόδια της γίγαντα.
Δύο εκστρατείες κατά της Τροίας είναι τα θέματα των γλυπτών των αετωμάτων του ναού της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα, που βρίσκονται σήμερα στη γλυπτοθήκη του Μονάχου: του Ηρακλή, στο ανατολικό αέτωμα, και του Αγαμέμνονα, στο δυτικό. Στο κέντρο και των δύο στέκεται πάνοπλη η Αθηνά, ενώ γύρω της συμπλέκονται πολεμιστές. Τα γλυπτά αυτά, που ανήκουν στο λεγόμενο «αυστηρό ρυθμό» (περίπου 480-450 π.Χ.), είναι ολόγλυφα.
Του «αυστηρού ρυθμού» είναι και τα γλυπτά του ναού του Δία στην Ολυμπία. Στις 12 μετόπες του εικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή και σε ορισμένες απ’ αυτές υπάρχει και η μορφή της Αθηνάς, που συμπαραστέκεται στον ήρωα και τον βοηθά να επιτελέσει τους άθλους του. Στη μετόπη με την «κόπρο του Αυγεία», η θεά δείχνει στον Ηρακλή σε ποιο σημείο των στάβλων του Αυγεία πρέπει να χτυπήσει με το λοστό, για να δημιουργήσει άνοιγμα. Στη μετόπη με τα «μήλα των Εσπερίδων» η Αθηνά, μια απλή νεανική μορφή, χωρίς κράνος, αιγίδα και όπλα, βοηθά τον Ηρακλή να κρατήσει στους ώμους του τον ουρανό. Τέλος, στη μετόπη με τις «Στυμφαλίδες όρνιθες» η θεά εικονίζεται μ’ έναν τρόπο μοναδικό: είναι καθισμένη ξυπόλητη σ’ ένα βράχο και από τα γνωστά εξαρτήματά της φορεί μόνο την αιγίδα.
Η Αθηνά ήταν το κεντρικό πρόσωπο στα γλυπτά των αετωμάτων του Παρθενώνα, που ήταν έργα του Φειδία και των μαθητών του. Το θέμα του ανατολικού αετώματος ήταν η γέννηση της θεάς και του δυτικού ο αγώνας Αθηνάς – Ποσειδώνα. Δυστυχώς απ’ αυτά έχουν διασωθεί μόνο λίγα κομμάτια και τα γνωρίζουμε περισσότερο από την περιγραφή του Παυσανία και από τα σχέδια ενός Φλαμανδού ζωγράφου, που πέρασε από την Αθήνα στα 1674 και πρόλαβε τα περισσότερα στη θέση τους.
Τέλος, ένα αρκετά καλά διατηρημένο τμήμα της ζωφόρου από το βωμό του Δία στην Πέργαμο (γύρω στο 180 π.Χ.), η οποία έχει ως θέμα τη γιγαντομαχία, παριστάνει την Αθηνά πάνοπλη να έχει αρπάξει από τα μαλλιά και να έχει γονατίσει ένα νεαρό φτερωτό γίγαντα, ενώ το ιερό φίδι της τον τυλίγει και τον δαγκάνει στο στήθος. Από την αριστερή πλευρά της θεάς μια φτερωτή Νίκη τη στεφανώνει νικήτρια και από το έδαφος αναδύεται η Γαία, η οποία ικετεύει τη θεά να λυπηθεί το παιδί της, το γίγαντα, που μορφάζει από τον πόνο. Η σύνθεση είναι αριστουργηματική και η σκηνή χαρακτηρίζεται από ζωηρή κίνηση και δραματική ένταση.
Καθώς τα έργα της «μεγάλης ζωγραφικής» έχουν χαθεί, χάθηκαν και οι σχετικές απεικονίσεις της Αθηνάς από τους μεγάλους ζωγράφους της αρχαιότητας. Έχουν διασωθεί όμως πολλές αγγειογραφίες που εικονίζουν τη θεά είτε μόνη της είτε μαζί με τα άλλα πρόσωπα των μύθων.
Οι γνωστότερες παραστάσεις της Αθηνάς μόνης βρίσκονται στους λεγόμενους παναθηναϊκούς αμφορείς που, γεμισμένοι με λάδι, αποτελούσαν τα βραβεία των νικητών στους αγώνες της γιορτής των Παναθηναίων. Οι αμφορείς αυτοί εξακολούθησαν, κατά παράδοση, να είναι μελανόμορφοι, ακόμη και όταν επικράτησε ο ερυθρόμορφος αγγειογραφικός ρυθμός. Στην κύρια όψη τους εικονιζόταν η Αθηνά Πρόμαχος, συνήθως ανάμεσα σε δύο κίονες με πετεινούς, και υπήρχε η επιγραφή ΤΩΝ ΑΘΗΝΗΘΕΝ ΑΘΛΩΝ. Στην άλλη όψη υπήρχε παράσταση σχετική με το αγώνισμα για το οποίο είχε δοθεί ως έπαθλο ο αμφορέας.
Μια άλλη ωραία απεικόνιση της Αθηνάς μόνης υπάρχει σ’ έναν ερυθρόμορφο αμφορέα του λεγόμενου «ζωγράφου του Βερολίνου», χρονολογημένο στα 500-480 π.Χ. Η θεά, έξοχα σχεδιασμένη, φορεί πλουμιστό χιτώνα και πολύπτυχο ιμάτιο, έχει στο κεφάλι περικεφαλαία με πλούσιο λοφίο και διάδημα και φορεί στο στήθος τη φολιδωτή αιγίδα με τα φίδια διακοσμητικά διαταγμένα. Στο αριστερό χέρι κρατάει το δόρυ και την ασπίδα, που είναι διακοσμημένη με λεοντάρια και φτερωτά μυθικά ζώα και έχει στη μέση το γοργόνειο, και στο απλωμένο δεξί χέρι κρατάει ένα αγγείο (οινοχόη). Όλη η παράσταση χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη κομψότητα. Στην άλλη όψη του αμφορέα εικονίζεται ο Ηρακλής.
Η γέννηση της Αθηνάς είναι το θέμα μιας μελανόμορφης πυξίδας του 570 περίπου π.Χ., που βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου. Στο κέντρο της σύνθεσης εικονίζεται ο Δίας, που κάθεται σε θρόνο και κρατάει στο ένα χέρι τον κεραυνό και στο άλλο σκήπτρο, ενώ από το κεφάλι του ξεπηδά πάνοπλη η Αθηνά. Το ίδιο θέμα το βρίσκουμε και σε άλλες αγγειογραφίες, με κεντρικά πρόσωπα πάντα το Δία και την Αθηνά. Σε πολλές άλλες αγγειογραφίες εικονίζεται η Αθηνά να συμπαραστέκεται στον Ηρακλή κατά την τέλεση διάφορων άθλων του.
Απεικονίσεις, τέλος, της Αθηνάς έχουμε και στα νομίσματα πολλών αρχαίων ελληνικών πόλεων. Σε αθηναϊκά νομίσματα υπάρχει στη μία όψη κεφαλή της Αθηνάς και στην άλλη το πουλί – σύμβολό της, η κουκουβάγια. Κεφαλή Αθηνάς υπάρχει και σε νομίσματα της Κορίνθου, της Τροιζήνας, της Κυζίκου, του Ρηγίου, της Αμφίπολης και άλλων πόλεων. Ένα ωραίο δείγμα μικροτεχνίας ποιότητας είναι η κεφαλή της Αθηνάς σε νομίσματα των Συρακουσών, των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Απεικονίσεις της θεάς έχουμε και σε μακεδονικά νομίσματα καθώς και σε νομίσματα των ελληνιστικών κρατών των διαδόχων, όπως π.χ. σε τετράδραχμο του Λυσιμάχου, που έχει στη μία όψη την Αθηνά ολόσωμη, καθισμένη σε θρόνο, να κρατάει στο χέρι φτερωτή Νίκη, και στην άλλη όψη κεφαλή του Μ. Αλεξάνδρου.
Μέσα στον κύκλο των παραδόσεων αυτών περιέχεται και ο σχετικός με την πολιούχο θεά της Αθήνας, την Αθηνά, μύθος. Κατά την παράδοση, ο πολυθρύλητος αγώνας ανάμεσα στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για το ποιος θα πάρει στην κατοχή του την Αττική και υπό την προστασία του τους Αθηναίους, χρονολογείται στην εποχή του Κέκροπα. Η κρίση έγινε μπροστά στους άλλους θεούς, οι οποίοι θα αποφάσιζαν για τη νίκη. Πρώτος ο Ποσειδώνας χτύπησε με το δόρυ του το βράχο της Ακρόπολης, από τον οποίο ανάβλυσε αλμυρό νερό. Ακόμη και σήμερα σώζεται ένα άνοιγμα στον περίβολο του Ερεχθείου, που, κατά την παράδοση, οφείλεται στο χτύπημα αυτό του Ποσειδώνα. Με τη σειρά της η Αθηνά φύτεψε ένα ελαιόδεντρο πάνω στην Ακρόπολη, εκείνο που κάηκε κατά την εισβολή των Περσών το 480 π.Χ. και αργότερα αναβλάστησε. Οι αθάνατοι θεώρησαν το δώρο της Αθηνάς σημαντικότερο και την αναγνώρισαν νικήτρια στον αγώνα. Έτσι, η Αθηνά πήρε υπό την προστασία της την πόλη, η οποία από το όνομα της πολιούχου θεάς ονομάστηκε Αθήναι.
Άρης. Ο θεός του πολέμου, κατά την ελληνική μυθολογία, ένας από τους θεούς του Ολύμπου. Ήταν γιος του Δία και της Ήρας. Ο τιτάνας Πρίαπος του δίδαξε την πολεμική τέχνη. Ο Άρης ήταν μεγαλόσωμος, ρωμαλέος και άγριος στη μορφή. Προσωποποιούσε τη βία και την παράφορη οργή. Έδινε το παρόν σε κάθε μάχη με την ακολουθία του, τις Κήρες, την αδερφή του Έριδα και διάφορους δαίμονες. Τον φαντάζονταν οπλισμένο με μακρύ δόρυ και ντυμένο ολόκληρο με χαλκό. Η πανοπλία του εκτόξευε φλόγες και, όταν προχωρούσε, ήταν ο τρόμος των πολεμικών αρμάτων. Το χαρακτήρα του αποστρεφόταν και ο πατέρας του Δίας, γιατί ο Άρης απολάμβανε τις έριδες και την εκδίκηση χωρίς να λογαριάζει το δίκαιο. Στις καρδιές των πολεμιστών προκαλούσε φόβο και τρόμο. Στον πόλεμο της Τροίας, ο Άρης προστάτευε τους Τρώες. Έτσι, ήρθε σε σύγκρουση με τη θεά Αθηνά, την προστάτρια των Ελλήνων, αλλά ηττήθηκε.
Ο Άρης είχε ερωτικές σχέσεις με τη θεά Αφροδίτη, η οποία ήταν σύζυγος του θεού Ήφαιστου. Γνωστός είναι ο μύθος, κατά τον οποίο ο Ήφαιστος τους συνέλαβε στο σπίτι του και τους έδεσε στο κρεβάτι. Από την Αφροδίτη ο θεός απέκτησε το Δείμο, το Φόβο, τον Έρωτα, την Αρμονία και άλλα παιδιά. Συνευρέθηκε, επίσης, με πολλές θνητές γυναίκες, από τις οποίες απέκτησε το Φλεγύα, τον Κύκνο, το Διομήδη και άλλους γιους, που ήταν ήρωες και ιδρυτές πόλεων.
Ο θεός του πολέμου λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας (την Αττική, το Άργος, την Κόρινθο, την Πάτρα, τη Σπάρτη κ.α.). Οι Θεσσαλοί τον τιμούσαν κάπως περισσότερο. Οι Αθηναίοι τού έκτισαν ναό κοντά στον Άρειο Πάγο. Οι Σπαρτιάτες τον τιμούσαν με τα επίθετα Θηρείτας και Ενυάλιος. Στον Άρη ήταν αφιερωμένοι και οι γύπες, που σύχναζαν στα πεδία των μαχών και έτρωγαν τα πτώματα των νεκρών της μάχης.
Οι Ρωμαίοι τον ταύτιζαν με τον αρχαίο θεό των Λατίνων, το Μαρς (Mars), τον πατέρα του Ρωμύλου και του Ρέμου. Του προσέδιδαν, όμως, ιδιότητες που ταίριαζαν περισσότερο στον Απόλλωνα. Τον πρώτο μήνα του ρωμαϊκού έτους τον ονόμασαν Μάρτιο, από το όνομα του θεού. Αφιερωμένη στον Άρη είχαν επίσης την τρίτη ημέρα της εβδομάδας και σ’ αυτόν θυσίαζαν ένα μέρος από τα πολεμικά λάφυρα.
Άρτεμις.Κόρη του Δία και της Λητώς και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα ήταν μία από τις πιο προσφιλείς θεές του ελληνικού δωδεκάθεου. Η μητέρα της Λητώ, κατατρεγμένη από την οργή της Ήρας, κατέφυγε στη Δήλο, όπου στους πρόποδες του όρους Κύθνου γέννησε την Άρτεμη, η οποία στη συνέχεια βοήθησε τη μητέρα της να ξεγεννήσει τον Απόλλωνα. Μετά τη γέννηση των δύο αδελφών, η Λητώ, την οποία συνέχιζε να καταδιώκει η Ήρα, αναγκάστηκε να καταφύγει στους Δελφούς και στη συνέχεια στο όρος Σίπυλο στη Μικρά Ασία για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
Η Άρτεμις λατρευόταν ως θεά της (άγριας) φύσης, των δασών, του κυνηγιού και ως θεά της Σελήνης και της γονιμότητας. Συνοδευόταν από παρέα αγνών κοριτσιών, μαζί με τα οποία κυνηγούσε. Με τον αδερφό της μοιραζόταν κοινά χαρακτηριστικά: θεοί του φωτός, της γονιμότητας, λάτρεις του κυνηγιού και της μουσικής. Τα κοινά τους σημεία φανερώνουν και οι προσωνυμίες της θέας, Πυθία και Δαφνία. H Άρτεμη ήταν και προστάτιδα του χορού και αναφέρεται ότι χόρευε μαζί με τις Μούσες, ενώ ο Απόλλωνας έπαιζε κιθάρα.
Η Άρτεμις, τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στην κυρίως Ελλάδα, είχε διάφορα επίθετα, ανάλογα με την ιδιότητα που της απέδιδαν: στην Έφεσο ονομαζόταν Άρτεμη Λαμπαδηφόρος, στη Μαγνησία Λευκοφρυήνη, στην Παμφυλία Περγαία, στη Κολόη της Λυδίας Κολοηνή. Επίσης την ονόμαζαν Κορυφαία, Ακραία, Λιμνάτιδα, ενώ ως θεά της μητρότητας έφερε τις προσωνυμίες Λεχώ, Λοχεία, Σοωδίνα, Ειλείθυια. Ως θεά παρθένα και προστάτιδα των παρθένων και του κυνηγιού είχε τα επίθετα Ελαφηβόλος, Ελαφία, Τοξία, Αγραία, Ποδάργη, Φιλοπάρθενος, Φιλομείραξ κ.ά.
Ιερό ζώο της ήταν το ελάφι, αλλά σε διάφορες παραστάσεις συναντάται και με άλλα σύμβολα, όπως η άρκτος, ο κύκνος, ο πάνθηρας, το τόξο, τα βέλη κ.ά.
Στην Έφεσο, όπου υπήρχε ο μεγαλοπρεπέστατος ναός της Άρτεμης, πραγματοποιούνταν γιορτές που κρατούσαν ολόκληρο μήνα. Στις γιορτές αυτές, όπου γίνονταν μυστικές θυσίες και συμπόσια, έπαιρναν μέρος οι ιερείς και οι ιέρειες του μεγάλου ναού. Η φήμη του ναού της Άρτεμης στην Έφεσο είχε διαδοθεί και στον Πόντο, στη Σικελία και σ’ όλες σχεδόν τις παράλιες ελληνικές πόλεις της Μεσογείου, από όπου πολλοί ξεκινούσαν για να λάβουν μέρος στις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμή της θεάς.
Στην Αθήνα πραγματοποιούσαν προς τιμή της γιορτή που λεγόταν «εν όπλοις», κατά τη διάρκεια της οποίας πρόσφεραν οι νέοι στο άγαλμα τη θεάς τα μαλλιά τους.
Η Άρτεμις εμφανίζεται άλλοτε ως θεά αγνή και άλλοτε ως εκδικητική και μνησίκακη. Όταν η μητέρα της τη μετέφερε στους Δελφούς από τη Δήλο, σκότωσε μαζί με τον Απόλλωνα το δράκο Πύθωνα. Όταν η κόρη του Ταντάλου Νιόβη καυχήθηκε ότι γέννησε περισσότερα παιδιά (εννιά θυγατέρες και εννιά γιους) από τη Λητώ, η Άρτεμη μαζί με τον αδερφό της Απόλλωνα σκότωσαν με τα τόξα τους όλα τα παιδιά της Νιόβης για να την εκδικηθούν, επειδή είχε προσβάλει τη μητέρα τους.Αγάλματά της κατασκευάστηκαν από τους καλύτερους γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας, ελάχιστα όμως έχουν σωθεί μέχρι τις μέρες μας.
Αφροδίτη. Μία από τις θεότητες του ελληνικού πανθέου, θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Κατά τον Ησίοδο, ο Κρόνος ευνούχισε τον Ουρανό και πέταξε τα γεννητικά του όργανα στη θάλασσα. Στο σημείο όπου έπεσαν αναδύθηκε η θεά από τους αφρούς της θάλασσας και βγήκε στα παράλια της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Την ίδια στιγμή βγήκε στη στεριά και όπου πατούσε φύτρωναν λουλούδια. Κοντά της έτρεξαν οι Ώρες, της έβαλαν θεϊκά φορέματα και στο λαιμό πλούσια κοσμήματα. Την οδήγησαν έπειτα στα «ιερά δώματα του Ολύμπου», στεφανωμένη με χρυσό στεφάνι. Οι αθάνατοι έμειναν έκθαμβοι από την ωραιότητά της. Ζητούσαν όλοι την εύνοιά της και ήθελε ο καθένας να τη φιλοξενήσει. Τα ποικίλα ονόματα που της έδωσαν οι αρχαίοι βασίζονται κυρίως στον παραπάνω μύθο του Ησιόδου για τη γέννηση της θεάς. Την αποκάλεσαν «αναδυομένη», «αφρογενή», «αφρογένεια», «εναλίη», «ποντία», «ποντογενή», «θαλασσία», «θαλασσίγονο». Υποστηρίζουν πολλοί πως η λατρεία της Αφροδίτης έχει ανατολική προέλευση, γιατί η θεά συγγενεύει με την Αστάρτη των σημιτικών λαών. Πάντως οι ίδιοι οι Έλληνες αναγνώριζαν πως η Αφροδίτη ήταν ξένη και ότι μπήκε στο δωδεκάθεο από την Ανατολή.
Ο Όμηρος την ονομάζει «Κύπριν» (Ιλιάδα) και «Κυθέρεια» (Οδύσσεια), από τους τόπους όπου κυρίως λατρευόταν την εποχή εκείνη (Κύπρος και Κύθηρα). Ο Ηρόδοτος λέει πως στην πόλη Ασκάλωνα της Συρίας υπήρχε το αρχαιότερο ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης και ότι ο ναός της θεάς στα Κύθηρα ιδρύθηκε από Φοίνικες εμπόρους που ξεκίνησαν από την Ασκάλωνα.
Σύμφωνα με τη μυθολογία η Αφροδίτη παντρεύτηκε τον Ήφαιστο. Ο Όμηρος μιλά και για την ένωσή της με τον θεό του πολέμου Άρη, με τον οποίο απέκτησε πολλά παιδιά: τον Έρωτα, τον Αντέρωτα, το Δείμο, το Φόβο και την Αρμονία. Ένας άλλος μύθος που αναφέρει ο Πανύασις, θείος του Ηροδότου, λέει πως η Αφροδίτη θαύμαζε τον όμορφο Άδωνη που, σύμφωνα με ένα μύθο, γεννήθηκε από τον κορμό της μεταμορφωμένης στο ομώνυμο φυτό μητέρας του Σμύρνας. Όταν η Αφροδίτη είδε το νεογέννητο, συγκινήθηκε από τη σπάνια ομορφιά του και, αφού το έβαλε σε ένα κιβώτιο, το εμπιστεύθηκε στην Περσεφόνη, τη γυναίκα του Πλούτωνα. Εκείνη, όταν ο Άδωνης μεγάλωσε, γοητευμένη από την ωραιότητά του, αρνήθηκε να τον επιστρέψει στην Αφροδίτη. Τελικά, η υπόθεση έφτασε στο Δία, που αποφάσισε να μένει ο Άδωνης τέσσερις μήνες στον Όλυμπο και τους υπόλοιπους οκτώ να τους μοιράζει με την Περσεφόνη και την Αφροδίτη. Γρήγορα όμως ο Άδωνης έχασε τη ζωή του από έναν αγριόχοιρο. Η Αφροδίτη τον θρήνησε και οι Έλληνες με τη γιορτή «Αδώνια» (όπου έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες) τιμούσαν το θρήνο της θεάς.
Με τον Αγχίση στην Τρωάδα η Αφροδίτη απέκτησε τον Αινεία, τον ιδρυτή της Ρώμης. Για το λόγο αυτό στη Ρώμη την τιμούσαν ως προστάτιδα της πόλης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας η λατρεία της θεάς συνδεόταν με τον οικογενειακό δεσμό (Ουρανία Αφροδίτη) αλλά και με τον ελεύθερο έρωτα (Πάνδημος Αφροδίτη). Στη Σπάρτη υπήρχε άγαλμα της θεάς με εμφάνιση πολεμική, ως σύντροφος του Άρη. Ιερά σύμβολα της θεάς ήταν το μήλο, το ρόδι και η μυρτιά. Φυτά, καρποί και σπόροι, καθώς και ζώα, όπως το κριάρι, ο τράγος και ο λαγός, ήταν αφιερωμένα σ’ αυτή. Απαγορευόταν μόνο η θυσία του χοίρου στη θεά, γιατί αγριόχοιρος σκότωσε τον Άδωνη.
Οι πιο μεγάλοι γλύπτες της αρχαιότητας (Πραξιτέλης, Φειδίας, Καλλίμαχος, Σκόπας, Λύσιππος) απέδωσαν με τη σμίλη τους την ομορφιά της Αφροδίτης. Αγάλματά της που σώζονται σήμερα είναι η «Κνιδία Αφροδίτη» στο Βατικανό, της «Μήλου» στο Λούβρο, των «Μεδίκων» στη Φλωρεντία, του «Καπιτωλίου» στη Ρώμη. Νεότεροι καλλιτέχνες, όπως ο Μποτιτσέλι, ο Ραφαήλ, ο Τιτσιάνο, ο Αλμπάνι, ο Ρούμπενς, ο Βερονέζε και πολλοί άλλοι εμπνεύστηκαν από τους μύθους της Αφροδίτης και έδωσαν συνθέσεις από τη ζωή της θεάς.
Ό Ησίοδος λοιπόν λέγει πώς ή Αφροδίτη γεννήθηκε από τόν αφρό καί αναδύθηκε. Ό Ορφέας μάς λέγει πώς γεννήθηκε ό άνθρωπος μέ τήν γέννηση μίας Θεάς ή οποία γεννήθηκε από τόν αφρό τού νερού. Όπως λέγει καί ή σύγχρονη επιστήμη ό γεννετικός κώδιξ ή κλώνος εδημιουργήθη είς τό νερό. Ή Αφροδίτη λεγόταν καί Λαθρίη, μητέρα τού Αινεία καί τού Έρωτος. Σύμβολό της τό περιστέρι.
Υιός τού Διός ό Ερμής από τήν Μαία. Εγεννήθη στήν Κυλλήνη. Έφτιαξε λύρα μέ 17 χορδές τήν οποία χάρισε στόν Απόλλωνα μέ αντάλαγμα τό χάρισμα τής προφητείας. Ήταν ψυχοπομπός καί προστάτης τών λογίων. Στήν μουσική νομοθέτησε τό οξύ, τό βαρύ καί τό μέσο. Δίδαξε τήν ερμηνεία τών σκέψεων καί διατύπωσε τίς τρείς θεμελιώδους δυνάμεις τής αστροφυσικής (ηλεκτρομαγνητική καί πυρινική, ασθενή καί ισχυρά). Ο Σικελιώτης καί ό Αρτεμίδωρος τόν θεωρούν ιστορικό πρόσωπο. Πρό τού κατακλυσμού τού Δευκαλίωνος αναφέρεται ώς Τρισμέγιστος καί Βασιλέας τής Αιγύπτου. Ήταν αυτός πού διαφύλαξε τήν γνώση καί τήν μετέφερε στούς ανθρώπους (Ερμής από τό ερμη-νεύω).
«Γνήσιος» υιός τού Δία ήταν ό Ήφαιστος προερχόμενος από τήν Ήρα. Εγεννήθη κουτσός καί αυτό δέν άρεσε στήν Ήρα, πού τόν εκσφενδόνισε στό άπειρο. Τόν περιμάζεψε ή Θέτις καί ή Ευρυνόμη. Ήταν ό δημιουργός τής ασπίδος καί τού σκήπτρου του Διός, τών θρόνων τών Θεών καί τής πανοπλίας τού Αχιλλέως. Επίσης έφτιαξε τά βέλη τού Απόλλωνος. Υιός του ό Περιφήτης ή Χόρους τόν οποίον σκότωσε ό Θησέας.
Παν. Θεός της ελληνικής μυθολογίας, με κέρατα και πόδια τράγου, προστάτης των βοσκών και των κοπαδιών. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο που είναι αφιερωμένος σε αυτόν, ο Παν ήταν γιος του Ερμή και της Νύμφης Δρυόπης. Όταν γεννήθηκε, η μητέρα του και η παραμάνα, μόλις τον είδαν με τα γένια, τα κέρατα και τα πόδια τράγου, τρόμαξαν και τον παράτησαν. Τότε πήρε το μικρό ο πατέρας του, ο Ερμής, και το πήγε στον Όλυμπο για να το δείξει στους άλλους θεούς. Χάρηκαν όλοι που το είδαν κι ο Διόνυσος του έδωσε το όνομα Παν (όλο), γιατί έδωσε σε όλους χαρά. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ο Παν ήταν γιος του Ερμή και της Πηνελόπης ή του Δία και της Καλλιστώς.
Η λατρεία του ξεκίνησε από την Αρκαδία, όπου παρουσιάζεται από αρχαιότατους χρόνους· από κει εξαπλώθηκε αργότερα σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο. Στην Αθήνα άρχισαν –σύμφωνα με τον Ηρόδοτο– να λατρεύουν τον Πάνα στο διάστημα των περσικών πολέμων. Όταν ο Φειδιππίδης γυρνούσε από τη Σπάρτη, όπου τον είχαν στείλει οι Αθηναίοι για να ζητήσει βοήθεια κατά των Περσών, συνάντησε τον Πάνα στο βουνό Παρθένιο. Ο θεός τον ρώτησε γιατί δεν τελούσαν τη λατρεία του οι Αθηναίοι, που τους συμπαθούσε και μάλιστα θα έδειχνε έμπρακτα τη συμπάθειά του αυτή. Όταν λοιπόν οι Πέρσες νικήθηκαν στη μάχη του Μαραθώνα –παρά την αριθμητική υπεροχή τους– οι Αθηναίοι πίστεψαν πως μεσολάβησε για χάρη τους ο Παν και προκάλεσε στους εχθρούς τον «πανικό», την άτακτη φυγή. Και από τότε του αφιέρωσαν πάνω στην Ακρόπολη ιερό, όπου τοποθέτησαν το άγαλμά του από παριανό μάρμαρο, και άρχισαν να τον τιμούν μια ορισμένη μέρα του χρόνου με λαμπαδηδρομίες και θυσίες.
Τα κυριότερα εμβλήματα του Πάνα ήταν η σύριγξ (το σουραύλι), που ο ίδιος είχε επινοήσει, και η γκλίτσα, που τη χρησιμοποιούσε για να συγκεντρώνει τα πρόβατα. Πιο αραιά εμφανίζεται να κρατάει αυλό, ντέφι ή λύρα, ένα ή δύο κοντάρια για το κυνήγι, ή κέρας που το χρησιμοποιούσε για ποτήρι. Τα πιστά του ζώα ήταν ο σκύλος και ο λαγός· πουλιά αφιερωμένα σε αυτόν ήταν ο αετός κι ο γρύπας και φυτά το πεύκο και ο κισσός.
Ο Παν, παίζοντας πάντα μουσική με το σουραύλι του χόρευε κιόλας, και μάλιστα με πολύ πάθος. Συγκαταλεγόταν στην ακολουθία του Διόνυσου και, μάλιστα, είχε την πρώτη θέση. Σε πολλούς μύθους εμφανίζεται παθιασμένος από πόθο για κάποια Νύμφη, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να την κάνει δική του.
Στην τέχνη είναι πολύ συχνή η αναπαράσταση του τραγοπόδαρου θεού και αυτό δείχνει πόσο σημαντική ήταν η λατρεία του. Στις αρχαιότερες παραστάσεις έχει ύφος αγριωπό και είναι ντυμένος με ένα τομάρι λύγκα. Σε μεταγενέστερες η όψη του ημερεύει, γίνεται πιο ανθρώπινη· τα κέρατα μικρά, μόλις ξεχωρίζουν ανάμεσα από τα μαλλιά του ή άλλοτε λείπουν τελείως. Είναι γυμνός ή ντυμένος με χιτώνα και κάποτε έχει πόδια ανθρώπινα.
Περσεφόνη (ή Φερσέφασσα ή Φερέφαττα ή Κόρη). Μυθική κόρη της Δήμητρας και του Δία, που μαζί με τη μητέρα της αποτελούν τις κυριότερες θεότητες της βλάστησης.
Σύμφωνα με το γνωστότερο μύθο που αναφέρεται στην Περσεφόνη, τον οποίο διηγείται και ο Όμηρος, ενώ έπαιζε μία μέρα η Περσεφόνη στο «Νύσιον πεδίον», συντροφιά με τις κόρες του Ωκεανού, έμεινε θαμπωμένη από την ομορφιά ενός νάρκισσου. Και όπως άπλωσε τα χέρια για να αγγίξει το λουλούδι, άνοιξαν τα έγκατα της γης και από μέσα βγήκε ο Άδης, ο βασιλιάς του κάτω κόσμου, πάνω στο χρυσό άρμα του, και άρπαξε την Κόρη. Κατατρομαγμένη εκείνη άρχισε να φωνάζει σπαραχτικά και να επικαλείται τον πατέρα της και βασιλιά των θεών. Μα κανείς δεν την άκουσε, εκτός από την Εκάτη. Η Δήμητρα μην ξέροντας τι ακριβώς έγινε, άρχισε να πλανιέται σε θάλασσα, στεριά και ουρανό αναζητώντας την κόρη της. Τη δέκατη μέρα της περιπλάνησης συνάντησε την Εκάτη, η οποία της είπε ότι το μόνο που ήξερε ήταν πως κάποιος θεός άρπαξε την κόρη της. Μαζί, η Εκάτη και η Δήμητρα, πήγαν και ρώτησαν τον Ήλιο. Αυτός είπε ότι ο Πλούτωνας ήταν εκείνος που πήρε την Περσεφόνη, για να την κάνει βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, και μάλιστα με τη συγκατάθεση του Δία. Γεμάτη αγανάκτηση εναντίον του Δία, που επέτρεψε να γίνει αυτό, η Δήμητρα συνέχισε την περιπλάνηση μεταμορφωμένη σε γριά, ώσπου κάποτε έφτασε στην Ελευσίνα και έμεινε στο σπίτι του βασιλιά Κελεού.
Σε όλο αυτό το διάστημα η Δήμητρα είχε εγκαταλείψει τις φροντίδες της για τη φύση και τη βλάστηση, και οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν από πείνα. Έστειλε λοιπόν μήνυμα στο Δία ότι δεν πρόκειται να αφήσει τα φυτά να βλαστήσουν και να καρπίσουν, αν δε δει την κόρη της.
Ύστερα απ’ αυτό το μήνυμα, αναγκάστηκε ο βασιλιάς των θεών να στείλει στον Κάτω Κόσμο τον Ερμή για να φέρει πίσω την Περσεφόνη. Ο θεός Άδης, αφού της έδωσε να φάει σπυριά ροδιού για να μην τον απαρνηθεί και δεν ξαναγυρίσει, την έστειλε με το χρυσό άρμα του και με τη συνοδεία του Ερμή στη μητέρα της. Μόλις η τελευταία είδε την Περσεφόνη γέμισε όλη τη γη με καρπούς. Και από τότε συμφωνήθηκε να μένει η Περσεφόνη στον Άδη το ένα τρίτο του χρόνου και το υπόλοιπο διάστημα πάνω στη γη, κοντά στη μητέρα της.
Η Περσεφόνη μαζί με τη Δήμητρα λατρεύονταν κυρίως στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, ως προστάτιδες θεότητες της βλάστησης. Οι κύριες γιορτές που ήταν αφιερωμένες σ’ αυτές ήταν τα Θεσμοφόρια και οι γιορτές της Ελευσίνας, που στην αρχή ήταν καθαρά αγροτικές γιορτές και σχετίζονταν μόνο με τη σπορά και τη συγκομιδή των καρπών, κυρίως του σιταριού. Όμως σιγά σιγά πήραν άλλη μορφή, καθαρά συμβολική. Το σιτάρι, που με τη σπορά θάβεται κάτω απ’ το χώμα και πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί με τη μορφή του σταχυού, έδωσε στους ανθρώπους της εποχής την αισιόδοξη αποκάλυψη του κύκλου της ζωής, που συνεχίζεται και μετά το θάνατο, όπως γίνεται και με το στάχυ. Έτσι, όσοι είχαν μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια, θεωρούνταν μακάριοι, γιατί ήταν οι μόνοι που θα απολάμβαναν την αιώνια ζωή. Στις τελετές των μυστηρίων, στις οποίες πραγματοποιούνταν συμβολικές μιμήσεις της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη, το στάχυ είχε πάντα πρωταρχική θέση, μέχρι τα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας.
Άδωνης ή Άδωνις. Νέος της μυθολογίας, φημισμένος για την ασύγκριτη ομορφιά του. Γύρω από το πρόσωπό του πλάστηκαν πολλοί μύθοι με πολλές ο καθένας παραλλαγές.
Η Αφροδίτη, θέλοντας να τον κάνει δικό της, τον πήρε κρυφά, τον έβαλε μέσα σ’ ένα κιβώτιο και τον εμπιστεύτηκε στην Περσεφόνη, για να τον φυλάξει. Αλλά η Περσεφόνη, μόλις είδε τον Άδωνη, γοητεύτηκε από την ομορφιά του και αρνήθηκε να τον δώσει πίσω. Ξέσπασε τότε μια διαμάχη ανάμεσα στις δύο θεές, που κατέφυγαν τελικά στην κρίση του Δία. Κι εκείνος χώρισε το έτος σε τρία τμήματα και όρισε να μένει ο Άδωνης τέσσερις μήνες με την Περσεφόνη, τέσσερις με την Αφροδίτη και τους άλλους τέσσερις να διαθέτει τον εαυτό του όπως εκείνος ήθελε ή, σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή, να μένει με την Άρτεμη. Αυτός όμως προτίμησε να μένει και στο δικό του τρίτο του χρόνου με την Αφροδίτη, που τον είχε έτσι οκτώ μήνες.
Στην τέχνη ο Άδωνης εικονίζεται συνήθως μαζί με την Αφροδίτη. Μια παραλλαγή του μύθου πραγματεύεται και ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του.
Τά Αδώνια ήτο ετήσιες γιορτές κατά την αρχαιότητα προς τιμή του Άδωνη. Γίνονταν την άνοιξη ή το καλοκαίρι και κρατούσαν συνήθως δύο μέρες. Την πρώτη μέρα γυναίκες ντυμένες με πένθιμα ρούχα τοποθετούσαν στις εισόδους των σπιτιών ομοιώματα (είδωλα) του Άδωνη και τα διακοσμούσαν με λουλούδια και πράσινα κλαδιά. Έβαζαν επίσης και πήλινες γλάστρες ή μεγάλα κομμάτια από σπασμένα αγγεία γεμισμένα με χώμα, όπου είχαν σπείρει σπόρους φυτών που φυτρώνουν και μαραίνονται γρήγορα. Τις γλάστρες αυτές με την πρασινάδα που φύτρωνε τις έλεγαν «κήπους του Άδωνη». Τα στολισμένα ομοιώματα του Άδωνη τα περιέφεραν στη συνέχεια στους δρόμους θρηνώντας και ψάλλοντας πένθιμους ύμνους, τα λεγόμενα «αδώνια» ή «αδωνίδια», που θα πρέπει να ήταν ένα είδος μοιρολογιών. Έκαναν έτσι μια αναπαράσταση εκφοράς και εικονικούς ενταφιασμούς. Τη δεύτερη μέρα γιόρταζαν με ευθυμία και τραγούδια χαράς την ανάσταση του Άδωνη.
Τα Αδώνια γιορτάζονταν στη Συρία, στη Μ. Ασία, στην Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια), στην Κύπρο και σε πολλές πόλεις των νησιών και της ηπειρωτικής Ελλάδας, ανάμεσα στις οποίες και στην Αθήνα. Το τελετουργικό τους συμβόλιζε το θάνατο και την αναγέννηση της φύσης, που γίνεται κάθε χρόνο. Κατάλοιπα των αρχαίων Αδωνίων επιβιώνουν ακόμη και σήμερα σε ορισμένα λαϊκά δρώμενα. Μια τέτοια επιβίωση είναι και ο «Ζαφείρης», που τελείται κάθε άνοιξη στο Ζαγόρι της Ηπείρου, στην ομώνυμη εορταστική εκδήλωση.
Αγαθοδαίμων. Πανάρχαια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που προστάτευε τους αγρούς, τα αμπέλια και την οικογενειακή ευτυχία. Τον θεωρούσαν το καλό πνεύμα της γονιμότητας και της ευφορίας. Για σύμβολό του είχε το φίδι ή το φαλλό. Για να τον τιμήσουν οι αρχαίοι, κατά το τέλος του φαγητού, έπιναν ένα ποτήρι κρασί ανέρωτο, έκαναν δηλαδή σπονδή για τον Αγαθοδαίμονα. Σ’ αυτόν ήταν αφιερωμένη και η ημέρα που δοκίμαζαν για πρώτη φορά το κρασί της χρονιάς. Σε πολλά αγγεία παρίσταναν τον Αγαθοδαίμονα να κρατά στο χέρι του κλαδιά, στάχυα ή το κέρας της Αμάλθειας.
Ασκληπιός. Ένας από τους θεούς του ελληνικού πανθέου. Σύμφωνα με τη αρχαία ελληνική μυθολογία ήταν θεός της ιατρικής και της υγείας και σύμβολό του είχε το φίδι. Γεννήθηκε από το θεό Απόλλωνα και την Κορωνίδα, κόρη του βασιλιά Φλεγύα. Υπάρχουν πολλές εκδοχές σχετικά με τη γέννησή του. Λέγεται ότι, ενώ η Κορωνίδα περίμενε παιδί από τον Απόλλωνα, παντρεύτηκε τον Αρκάδα Ίσχυ. Ο θεός έμαθε την απιστία της Κορωνίδας και διέταξε την αδελφή του Άρτεμη, θεά του κυνηγιού, να τη σκοτώσει. Πραγματικά, η Άρτεμη τη σκότωσε με τα βέλη της και, ενώ κατά τη συνήθεια της εποχής καιγόταν στη φωτιά το σώμα της Κορωνίδας, πήγε ο Απόλλωνας και αφαίρεσε από τον κόλπο της νεκρής το ζωντανό παιδί του, τον Ασκληπιό. Μετά τον πήγε στο Πήλιο, στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον εκπαίδευσε στο κυνήγι και στην ιατρική. Η φήμη του νεαρού Ασκληπιού ως γιατρού μεταδόθηκε πολύ γρήγορα παντού. Μπορούσε όχι μόνο τους αρρώστους να κάνει καλά, αλλά και τους νεκρούς να ξαναφέρνει στη ζωή. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θύμωσε ο Άδης, ο καταχθόνιος θεός, γιατί έβλεπε να λιγοστεύουν οι νεκροί στην επικράτειά του. Παρακάλεσε λοιπόν το Δία να τιμωρήσει τον Ασκληπιό και πραγματικά ο Δίας τον σκότωσε με κεραυνούς. Αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες ίδρυσαν σε διάφορους τόπους ιερά προς τιμή του Ασκληπιού, τα οποία ονομάστηκαν Ασκληπιεία (σημαντικότερα είναι της Κω και της Περγάμου). Τα κατασκεύαζαν μακριά από τις πόλεις, σε μέρη ψηλά και υγιεινά, μέσα σε δάση με πηγές. Εκεί πήγαιναν οι άρρωστοι, ζητώντας από το θεό την υγεία τους. Οι ιερείς των ναών, οι οποίοι θεωρούνταν απλοί διερμηνείς του Ασκληπιού, εξασκούσαν στην ουσία την ιατρική. Για ένα μεγάλο διάστημα οι οικογένειες των ιερέων των Ασκληπιείων είχαν το μονοπώλιο της ιατρικής και ονομάζονταν Ασκληπιάδες. Αργότερα όμως έφυγαν από τους ναούς και εξασκούσαν την ιατρική στα σπίτια των ασθενών. Συγχρόνως δημιούργησαν ο καθένας και δική του ιατρική σχολή, όπου δέχονταν ακόμη και ξένα ως προς την οικογένεια των Ασκληπιάδων άτομα. Έτσι εξαπλώθηκε η ιατρική επιστήμη βαθμιαία, χωρίς ωστόσο ο κόσμος να πάψει να πηγαίνει στα Ασκληπιεία, που ουσιαστικά υπήρξαν τα πρώτα νοσοκομεία.
Αυξησία. Θεά της γονιμότητας, η οποία λατρευόταν στην Αίγινα, την Επίδαυρο και την Τροιζήνα μαζί με τη Δαμία. Υπάρχουν δύο σχετικοί μύθοι. Ο ένας αναφέρει πως οι δύο αυτές θεότητες, που ήταν παρθένες, πήγαν από την Κρήτη στην Τροιζήνα· επειδή όμως έλαβαν μέρος σε κάποια αναταραχή, τις λιθοβόλησαν. Για το λόγο αυτό τελούνταν κάθε χρόνο στην Τροιζήνα τα Λιθοβόλια.Ο Ηρόδοτος από την άλλη αναφέρει ότι οι Επιδαύριοι, σύμφωνα με χρησμό της Πυθίας, κατασκεύασαν αγάλματα της Αυξησίας και της Δαμίας από ξύλο ελιάς, για ν’ απαλλαγούν από το λοιμό που τους μάστιζε. Το ξύλο το προμηθεύτηκαν από την Αθήνα, υποσχόμενοι να προσφέρουν εκεί κάθε χρόνο θυσίες στον Ερεχθέα και στην Αθηνά Πολιάδα. Αργότερα οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες φιλονίκησαν, γιατί οι τελευταίοι ως άποικοι της Επιδαύρου άρπαξαν τα αγάλματα και οι Επιδαύριοι αρνούνταν να προσφέρουν τις θυσίες, επειδή δεν τα είχαν πια στην κατοχή τους.
Αύρα. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της νύμφης Περίβοιας, φρυγικής καταγωγής. Η Αύρα αγαπούσε το κυνήγι. Ήταν τόσο γρήγορη στο δρόμο, ώστε τίποτε δεν μπορούσε να τη φτάσει. Κυνηγούσε και έπιανε, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Άρτεμης, ελάφια και ζαρκάδια. Ο σφοδρός έρωτας που αισθάνθηκε γι’ αυτήν ο Διόνυσος, υπήρξε η αιτία της κακοτυχίας της. Επειδή ο θεός δεν κατόρθωσε να τη συγκινήσει, ζήτησε τη βοήθεια της Αφροδίτης, η οποία της ενέπνευσε με όνειρο σφοδρό έρωτα για το θείο εραστή. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δίδυμα, τα οποία στον παραλογισμό της η Αύρα τα κατασπάραξε και ύστερα έπεσε στον ποταμό Σαγγάριο. Τότε ο Δίας τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πηγή.
Άλλη παραλλαγή του μύθου αναφέρει ότι εξόργισε την Άρτεμη. Η θεά την καταδίωξε από τον Πόντο μέχρι το όρος Δίδυμο, πέρα από την Κύζικο, όπου και η Αύρα γέννησε τα δίδυμα. Από το γεγονός αυτό και το βουνό ονομάστηκε Δίδυμο.
Με το ίδιο όνομα αναφέρονται και άλλα μυθολογικά πρόσωπα, όπως οι Αύρες, κόρες του Βορέα, που αποτελούν την προσωποποίηση των ήπιων ανέμων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή οι Αύρες ήταν κόρες του Αιόλου και της Αμφιθέας.
Αφαία. Θεότητα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Κυνηγημένη από το Μίνωα, έφυγε από την Κρήτη, ήρθε στην Αίγινα και κρύφτηκε μέσα σε άλσος, όπου αργότερα έχτισαν το ναό της. Στην Κρήτη την ονόμαζαν Βριτόμαρτη ή Δίκτυννα και την ταύτιζαν με τη θεά Άρτεμη, ενώ στην Αίγινα την ταύτιζαν με τη θεά Αθηνά, όπως μαρτυρούν και οι παραστάσεις του ναού της Αφαίας.
Αμφιτρίτη. Θαλάσσια θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, σύζυγος του Ποσειδώνα. Ήταν μία από τις θυγατέρες του Νηρέα ή κατ’ άλλους του Ωκεανού και της Τηθύος. Σύμφωνα με το μύθο, ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε την Αμφιτρίτη, όταν την είδε να χορεύει στη Νάξο. Εκείνη, για να τον αποφύγει, κρύφτηκε στα βάθη της θάλασσας. Ο θεός τότε έστειλε ένα δελφίνι, που τη βρήκε και την οδήγησε κοντά του. Το ζευγάρι αυτό παριστανόταν όπως ο Δίας με την Ήρα. Όπως προσφωνούσαν το Δία «σύζυγο της Ήρας», έτσι προσφωνούσαν και τον Ποσειδώνα «σύζυγο της Αμφιτρίτης με το χρυσό αδράχτι». Παιδιά της Αμφιτρίτης ήταν ο Τρίτωνας, η Ρόδος και η Βενθεσικόμη. Ο μύθος της Αμφιτρίτης ενέπνευσε αρκετούς καλλιτέχνες και σώζονται πολλές ανάγλυφες και ζωγραφικές απεικονίσεις της. Λατρευόταν μαζί με τον Ποσειδώνα ως βασίλισσα της θάλασσας στην Τήνο, Σύρο, Μύκονο, Λέσβο κ.α.
Αιδώς.Στην ελληνική μυθολογία η Αιδώς είναι πανάρχαιη θεότητα, προσωποποίηση της συστολής, της κοσμιότητας και του ηθικού φόβου απέναντι σε κάθε απρέπεια. Μητέρα της ήταν η Θέμιδα και αδερφές της η Ευνομία, η Δίκη, η Νέμεσις κ.ά. Ήταν τροφός της Αθηνάς, μητέρα της Σωφροσύνης και σύνεδρος του Δία. Η Αιδώς λατρευόταν σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο, γεγονός που μαρτυρούν βωμοί αφιερωμένοι σ’ αυτή, αγάλματα και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα.
Ο βασιλιάς Αίολος της «Αιολίδος νήσου», τον οποίο ο Δίας είχε διορίσει ταμία των ανέμων. Κατά την παράδοση, το νησί του ήταν πλωτό και τριγυρισμένο από ένα πανύψηλο χάλκινο τείχος. Στο νησί αυτό ζούσε ευτυχισμένος ο Αίολος με τη γυναίκα του Αμφιθέα και τα δώδεκα παιδιά τους, τους ανέμους. Κατά την «Οδύσσεια», φιλοξενήθηκαν στο «πλωτό νησί» ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του και, όταν έφευγαν, ο Αίολος τους χάρισε έναν ασκό, όπου είχε κλείσει όλους τους ανέμους, εκτός από το Ζέφυρο, τον Ούριο. Όταν όμως οι περίεργοι σύντροφοι του Οδυσσέα άνοιξαν τον ασκό (πιστεύοντας πως περιέχει χρυσό), εξαπολύθηκαν οι άνεμοι και έφεραν το πλοίο πίσω στο νησί του Αιόλου. Η μεταγενέστερη παράδοση τοποθετεί το νησί του Αιόλου ακίνητο στο σύμπλεγμα των νησιών Λίπαρι, που λέγονται και νησιά του Αιόλου, στη νότια Τυρρηνική θάλασσα.
Κατά άλλη παράδοση, ό Αίολος ήταν ένας από τους δίδυμους γιους του Ποσειδώνα και της Μελανίππης ή Άρνης (ο άλλος είναι ο Βοιωτός), που εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό νησί του Τυρρηνικού πελάγους, όπου ζούσε πάντα με την αγάπη των θεών και δίδαξε στους ανθρώπους την τέχνη των ιστίων. Ό Αίολος δε θεωρήθηκε ποτέ θεός· γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πουθενά ιερά του. Ο θεωρούμενος ως ναός του Αιόλου στην αρχή της οδού Αιόλου στην Αθήνα είναι το ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, που ονομάστηκε ναός του Αιόλου ίσως επειδή στολίζεται με παραστάσεις των ανέμων. Στην αρχαία Ρώμη, ο Αίολος λατρευόταν πάντα ως θεός, όπως αναφέρει ο Βιργίλιος και άλλοι ποιητές.
Αιών. Προσωποποίηση του χρόνου. Κατά τον Ευριπίδη ήταν γιος του Χρόνου. Κατά τον ιστορικό Φίλωνα ήταν θνητός γιος του Κολπίου, θεού των ανέμων, και της Βααύ (Νύχτας), αδερφός του Πρωτόγονου και πατέρας του Γένους και της Γενεάς. Ο Αιών θεωρείται ο πρώτος που δοκίμασε καρπό δέντρου και διέδωσε την τροφή των καρπών στους ανθρώπους. Ο επικός ποιητής Νόννος ο Πανοπολίτης τον περιγράφει ως γέροντα κουρασμένο, αδελφό της Δίκης και σύμβουλο του Δία, να περιστρέφει τον τροχό του χρόνου και να ανανεώνεται συνεχώς. Στο Βατικανό βρίσκεται άγαλμα του Αιώνα των ρωμαϊκών χρόνων, που τον παρουσιάζει άνθρωπο φτερωτό με πρόσωπο λιονταριού.
Απάτη. Η προσωποποίηση του δόλου και της ψευτιάς. Ο Ησίοδος αναφέρει στη «Θεογονία» του ότι η Απάτη και η Φιλότης συγκαταλέγονται ανάμεσα στις κόρες της Νύκτας. Επίγραμμα του Ασκληπιάδη τη θεωρεί αντίπαλο της Αρετής. Οι αρχαίοι τραγικοί πίστευαν ότι οι θεοί έστειλαν στη Γη την Απάτη, για να βασανίζει τους ανθρώπους. Ο Νόννος αναφέρει ότι η Απάτη κατοικούσε στην Κρήτη, είχε τα σύμβολα των Ερινύων και φορούσε την μαγική ζώνη της Ρέας.
Αρμονία. Θεά της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν κόρη του Άρη και της Αφροδίτης. Ο μύθος της έχει βοιωτική καταγωγή. Παντρεύτηκε τον Κάδμο και απέκτησε απ’ αυτόν τον Πολύδωρο, τη Σεμέλη, την Ινώ και την Αγαύη. Η Αρμονία θεωρείται η προσωποποίηση της αρμονίας στις ηθικές, κοινωνικές και προπάντων οικογενειακές σχέσεις. Γι’ αυτό και τη συνέδεαν με τις Χάριτες, τις Ώρες, την Πειθώ, τον Ίμερο κτλ. Εκτός από τη Βοιωτία, η Αρμονία λατρεύτηκε και στην Αττική.
Like this:
Like Loading...
Related